Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

Αρθούρος Ρεμπώ – Μια εποχή στην κόλαση – Ελεεινές σελίδες από το σημειωματάριο ενός κολασμένου

Πέθανε σαν σήμερα, στις 10 Νοεμβρίου του 1891 σε ηλικία τριάντα επτά ετών. Ο Αρθούρος Ρεμπώ είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση στην λογοτεχνία. Στα δεκαεννιά του κλείνει τους λογαριασμούς του με την ποίηση, και αλλάζει την εικόνα και την πορεία της. Δεν συμβαίνει συχνά ένας άνθρωπος, σ’ αυτή την ηλικία, να επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό τη σύγχρονη ποίηση. Είναι (όπως έχει αποκληθεί) Ηγέτης του συμβολισμού;  Θεμελιωτής του μοντερνισμού;  Ποιητής της εξέγερσης;  Αναρχικός ποιητής; Καταραμένος ποιητής; 
Αρκετοί ποιητές του 20ού αιώνα επηρεάστηκαν από τον Ρεμπώ, και ειδικότερα από την ελεύθερη φόρμα της ποίησής του, σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείται ένας από τους «πατέρες» του μοντερνισμού. Σημαντική επιρροή άσκησε στους Γάλλους υπερρεαλιστές, με τον Αντρέ Μπρετόν να τον ονομάζει «σουρρεαλιστή στην πρακτική της ζωής και αλλού». Επίσης θεωρείται, και είναι, η βασική επιρροή των μπήτνικς ποιητών και συγγραφέων. Τόσο το λογοτεχνικό του έργο, όσο και η περιπετειώδης ζωή του, διαμόρφωσαν την εικόνα ενός επαναστατικού καλλιτέχνη ή όπως τον αποκάλεσε ο Αλμπέρ Καμύ, ενός «ποιητή της εξέγερσης», αποτελώντας είδωλο των φοιτητών του Μάη του ’68, διανοούμενων μουσικών, εισάγοντας τα ρομαντικά ιδεώδη στον 20ο αιώνα.
Με την ποίηση του ενέπνευσε ροκ καλλιτέχνες όπως ο Τζιμ Μόρισον, ο Μπομπ Ντίλαν, ο Τζον Λένον και η Πάτι Σμιθ.

Η Patti Smith στον τάφο του Ρεμπώ

Ωδή στον Ρεμπώ από την Patti Smith
Η σχέση Ρεμπώ και Βερλέν μεταφέρθηκε το 1995 στον κινηματογράφο, με την ταινία Καταραμένη σχέση (Total eclipse), σε σκηνοθεσία Ανιέσκα Χόλαντ και πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν μελοποίησε τμήμα των Εκλάμψεων (έργο 18, 1939) σε ένα σύνολο τραγουδιών για σοπράνο ή τενόρο.
Σε ηλικία μόλις 19 ετών, ο Ρεμπώ γράφει, την άνοιξη του 1873, το καλύτερο του ποίημα, το “Μια εποχή στην κόλαση“,  το μόνο που εκδόθηκε όσο εκείνος ζούσε. Ένα πεζό ποίημα, ένα κείμενο προσωπικού χαρακτήρα, ένα είδος εσωτερικού μονολόγου – παραληρήματος. Ένα ποίημα, στίχους του οποίου είναι δύσκολο να μην έχει κάποιος συναντήσει σαν σκόρπιες φράσεις. Ένα κείμενο καθρέπτης, που ο καθένας μπορεί να δει μέσα τον εαυτό του. Είναι η κατάθεση μιας ψυχής που επιλέγει την κόλαση και ψάχνει τα όρια της, σαρκάζει τον εαυτό της. Με εφηβική ματαιοδοξία και πείσμα απομακρύνεται από την ομορφιά, την ελπίδα, την εξουσία, την χαρά, την πατρίδα, την θρησκεία. Είναι η πορεία ενός ανθρώπου που διερευνά τα σύνορα της συνείδησης, εκεί που είναι το απαγορευμένο, η αμαρτία, η δυστυχία και η τρέλα. Όταν τον ρώτησε η μητέρα του τι θέλει να πει με το “Μια εποχή στην κόλαση“, απάντησε, “Ήθελα να πω ό,τι ακριβώς λέει κατά λέξη και τα πάντα” 
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδοθεί σε άλλη γλώσσα ένα τέτοιο κείμενο, γεμάτο συμβολισμούς. Ένα κείμενο που δεν ορίζεται από πουθενά, ανοιχτό σε πολλά ενδεχόμενα. Λέξεις απλές, κοινές, που ο Ρεμπώ κρατά κλειστά τα μυστικά τους, καθώς παίζει ανάμεσα στο φανερό και το αφανέρωτο, την ακρίβεια και το παραλήρημα. Το δύσκολο είναι να τις φωτίσεις, διατηρώντας συνάμα και το σκοτάδι τους.  Είναι σχεδόν ακατόρθωτο να μπει κανείς στο πετσί και το μυαλό ενός δεκαεννιάχρονου που μιλά με την έπαρση και την αθωότητα της ηλικίας του, για πράγματα τόσο κρίσιμα και βαθιά.

Οι καλύτερες Ελληνικές μεταφράσεις είναι του Χριστόφορου Λιοντάκη (εκδόσεις Γαβριηλίδης) και του Νίκου Σπανιά (εκδόσεις Γνώση).
“[…] “Μια εποχή στην κόλαση“: ένα κείμενο αναμφίβολα διαχρονικό, αλλά ιδιαίτερα κοντινό στην εποχή μας. Σήμερα που όλα παγκοσμιοποιούνται κι οι αποχρώσεις σβήνουν στη μεταμοντέρνα ύφεση και αφωνία το “Μια εποχή στην κόλαση” ίσως να είναι το κατεξοχήν όχημα για μια καινούργια περιπέτεια, κολασμένη ή παραδείσια, διόλου πάντως χλιαρή και γκρίζα. Ένα κείμενο που δεν εντάσσεται πουθενά: ποίηση, μαρτυρία, αφήγημα, θεατρικός μονόλογος, φιλοσοφικό δοκίμιο, αυτοβιογραφία, χρονικό, ποιητική τέχνη, εξομολόγηση, ασκητική, προφητεία. Όλα αυτά και τίποτα απ’ όλα αυτά.
Μια πορεία από την απόλυτη λάμψη στην αμείλικτη πραγματικότητα, που καταλήγει στην απόλυτη σιωπή. Το παρανάλωμα. Η αλχημεία του βίου και του λόγου. Η αναίρεση. Το ψύχος της φλόγας και το καύμα του χιονιού. Ο συνεσταλμένος και ο διεσταλμένος χρόνος. Ο υπό αίρεση έρωτας που πρέπει να επινοηθεί απ’ την αρχή[…] Μια ποίηση φυγής που τρομάζει τους εφησυχασμένους[…] Το κρυμμένο πρόσωπο. Τα διαδοχικά προσωπεία: Ο αυτοσαρκασμός, η ειρωνεία, ο χλευασμός, η αυτοϋπονόμευση, η έπαρση και η αυτοτιμωρία. Αυτός που κάποτε είδε “όσα ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε”. 
(Από τον πρόλογο του Χριστόφορου Λιοντάκη)
Αποσπάσματα από την “Μια εποχή στην κόλαση” έχουν ηχογραφηθεί με αφηγήσεις του Γιώργου Κιμούλη και Γιώργου Χριστιανάκη, επενδυμένα με θαυμάσια μουσική από τον Θάνο Μικρούτσικο και Γιώργο Χριστιανάκη αντίστοιχα, καθώς και άλλοι καλλιτέχνες έγραψαν τις δικές τους εκδοχές.
Ο Θάνος Μικρούτσικος ολοκλήρωσε το 1987 την όπερα “Μια εποχή στην κόλαση” όπου απαγγέλλει ο Γιώργος Κιμούλης. Ο Μικρούτσικος αναφέρει σχετικά με το έργο: «Από το 1984 που άρχισα να γράφω την όπερά μου “Μια Εποχή Στην Κόλαση” πάνω στο ομώνυμο ποίημα του Ρεμπώ, ζούσα στους ρυθμούς του Δαίμονα της Ποίησης. Δεν νομίζω ότι πέρασε ξανά από τον πλανήτη τέτοιο ιδιοφυές πρόσωπο. Επηρεάστηκα τόσο που πήγα – θα θυμάμαι εκείνο το απόγευμα για πάντα – στον τόπο που γεννήθηκε, στη Σαρλβίλ. Όλα λειτουργούσαν έντονα. Ο μύθος, το φάντασμα του Αρθούρου ήταν εκεί. Μας έβγαζε τη γλώσσα. Ίσως με θεωρούσε ιερόσυλο που άγγιξα τους στίχους του. Και πολύ πιθανόν να είχε δίκιο…».

Ο Γιώργος Καρράς μαζί με τον Γιάννη Αγγελάκα μελοποίησαν το ποίημα “Μια Εποχή Στην Κόλαση” στο δίσκο τους Υπέροχο Τίποτα, του 1993.  Σ’ αυτό το ένα λεπτό και είκοσι πέντε δευτερόλεπτα, με έναν φρενήρη ροκ ρυθμό, ο Αγγελάκας εκστόμισε τις πρώτες ανήσυχες και αβανταδόρικες λέξεις από το εμβληματικό ποίημα του Ρεμπώ, καταλήγοντας χωρίς τη συνοδεία μουσικής να δηλώνει ότι η άνοιξη του πρόσφερε το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου.

Το 2013 ο Γιώργος Χριστιανάκης κυκλοφορεί την δική του “Μια εποχή στην κόλαση“, από την μετάφραση του έργου από τον Χριστόφορο Λιοντάκη, που συνέθεσε και απαγγέλλει ο ίδιος, με την συμμετοχή του Γιάννη Αγγελάκα και άλλων σπουδαίων μουσικών. Στο άλμπουμ αυτό, ο Γιώργος Χριστιανάκης αφηγείται το κείμενο του Ρεμπώ, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το διάβασε σαν αναγνώστης. Για αυτό και η αφήγηση του είναι γλυκιά και ταυτόχρονα αυστηρή, απαλλαγμένη από το στόμφο της θεατρικής απαγγελίας, και μαζί με την εξαιρετική μουσική συμβάλει με ουσιαστικό τρόπο στην ειλικρινή κατανόηση του κειμένου. Παίρνει το κείμενο του Ρεμπώ και πραγματικά το κάνει δικό του, δίνοντας περαιτέρω την αίσθηση ότι του “χαρίζει” τη μοναδική μουσική που του πρέπει.

Άλλοτε αν θυμάμαι….

Παλιά, αν θυμάμαι καλά, η ζωή μου ήταν ένας παράδεισος,
άνθιζαν όλα τα αισθήματα
έρεε από παντού κρασί
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου
και τη βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα
οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη
Δραπέτευσα
Μάγισσες, μιζέρια, μίσος
εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου
κατόρθωσα να σβήσω απ’ τα λογικά μου
κάθε ελπίδα ανθρώπινη
Με ύπουλο σάλτο
χίμηξα σα θηρίο
πάνω σ’ όλες τις χαρές
να τις κατασπαράξω
Επικαλέστηκα τους δήμιους
να δαγκάσω πεθαίνοντας
τα κοντάκια των όπλων τους
Επικαλέστηκα κάθε οργή και μάστιγα
να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου
Κυλίστηκα στη λάσπη
στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος
ξεγέλασα την τρέλα
Και η άνοιξη μου πρόσφερε
το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου.
Τον τελευταίο καιρό λοιπόν καθώς ήμουν έτοιμος να τα
βροντήξω όλα κάτω, σκέφτηκα να αναζητήσω το μυστικό του
αρχαίου παραδείσου. Μήπως και ξαναβρώ το κέφι μου.
Το μυστικό βρίσκεται στο έλεος.
Μη, μη με κοιτάζεις έτσι άγρια καλέ μου σατανά.
Και επειδή κάποιες μικρές ατιμίες μου δεν θα λείψουν,
για σένα που εκτιμάς τους συγγραφείς χωρίς περιγραφές και διδαχές,
για σένα, αποσπώ αυτά τα βρωμερά φύλλα από το σημειωματάριο ενός κολασμένου.

ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

Γιατί δεν με βοηθάει ο Χριστός να βρω γαλήνη ψυχική και ελευθερία; Αλίμονο! το Ευαγγέλιο είναι παρελθόν! το Ευαγγέλιο! το Ευαγγέλιο. Πείνασα τον Θεό. Στο περιθώριο ήμουν πάντα. Και οι πολιτείες έλαμπαν μέσα στη νύχτα. Γυρίζω σελίδα, εγκαταλείπω την Ευρώπη. Θαλασσινός αέρας θα κάψει τα πνευμόνια μου, στα ξωτικά κλίματα θα σκληραγωγηθώ. Θα κολυμπάω, θα κυλιέμαι στο χορτάρι, θα κυνηγώ, και πάνω απ’ όλα θα καπνίζω, θα πίνω δυνατά ποτά όπως οι πρόγονοί μας. Κι ύστερα θα γυρίσω, μ’ ατσαλένιο το κορμί και μαυρισμένος, με μάτια που θα σπιθοβολούν. Θα ‘χω χρυσάφι και θα ζω μέσα στην τεμπελιά, και μεσ’ στην κτηνωδίαν. Ναι, θα αναμειχθώ στην πολιτική και θα σωθώ. Καμιά αναχώρηση. Πίσω στους ίδιους δρόμους, κουβαλώντας αμαρτίες που από την ηλικία της λογικής ρίζωσαν μέσα μου τον πόνο και φτάνουν ως τον ουρανό, με κτυπούν, με ρίχνουν κάτω, με σέρνουνε στο χώμα. Η τελευταία αθωότητα, η τελευταία ντροπή. Όχι, πάει, τέλειωσε. Δεν θα περιφέρω στον κόσμο την αηδία και τις απογοητεύσεις μου. Εμπρός! Στο ζυγό, υποταγή, ερημιά, πλήξη και θυμός. Ακούω, τίνος να γίνω μισθοφόρος; Ποιο κτήνος να λατρέψω; Πείτε μου, πιο εικόνισμα να καταστρέψω; Τίνος να ραγίσω την καρδιά; Από πιο ψέμα να πιαστώ; Πάνω σε πιο αίμα να βαδίσω; Όχι, όχι, καλύτερα να μην μπλέξω με την δικαιοσύνη. Σκληρή ζωή, σκέτη αποβλάκωση. Με σκελετωμένο χέρι ξεσκεπάζεις το φέρετρο, ξαπλώνεις μέσα και πεθαίνεις από ασφυξία.. Έτσι, ούτε γεράματα ούτε κανένας κίνδυνος. Παρατημένος, εδώ κάτω στη γη.

De Profundis Domine, τι ανόητος που είμαι!


Παιδάκι ακόμα θαύμαζα τον αμετανόητο κατάδικο, εκείνον που μπαινοβγαίνει στα κάτεργα. Σύχναζα στα πανδοχεία και στα επιπλωμένα δωμάτια, τα καθαγιασμένα από την διαμονή του. Με τα μάτια του έβλεπα το γαλάζιο ουρανό και φανταζόμουνα τη μοίρα του στις πόλεις. Άγιος οδοιπόρος! Μοναδικός μάρτυρας της δόξας του, και της δικαίωσης του. Μέσα στους δρόμους, τις χειμωνιάτικες νύχτες, χωρίς κατάλυμα, χωρίς ρούχα, χωρίς ψωμί, μια φωνή έσφιγγε την παγωμένη μου καρδιά: “Αδυναμία ή δύναμη; Δύναμη! Δύναμη! Βαδίζεις χωρίς να ξέρεις το που και το γιατί. Μπαίνεις παντού, απαντάς σε όλα.Όταν είσαι πτώμα δεν κινδυνεύεις να σε σκοτώσουν”. Στις πόλεις η λάσπη, μου φάνηκε ξαφνικά κόκκινη και μαύρη. Καλό σημάδι! φώναξα αντικρίζοντας στον ουρανό μια θάλασσα φλόγες και καπνό, και από δεξιά και αριστερά, λαμπάδιαζαν όλα τα πλούτη, λες και έπεφταν χιλιάδες κεραυνοί. Μα η απόλαυση κι η συντροφιά των γυναικών μου απαγορεύτηκαν. Ούτε ένας φίλος. Έβλεπα τον εαυτό μου αντιμέτωπο με ένα εξαγριωμένο πλήθος, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Θρηνούσε για μια συμφορά ακατανόητη για τους άλλους και τους έδινε άφεση! – Όπως η Ιωάννα της Λωρραίνης! – “Άγιοι πατέρες, σοφοί διδάσκαλοι, άρχοντες μου, κακώς με παραδίδετε στη δικαιοσύνη. Δεν έχω καμιά σχέση με όλους αυτούς εγώ, ποτέ μου δεν υπήρξα χριστιανός. Τη γενιά μου τη βασάνιζαν και τραγουδούσε. Δεν καταλαβαίνω από νόμους. Η ηθική, μου είναι άγνωστη. Είμαι κτήνος: Κάνετε λάθος…” Ναι, αποστρέφω το βλέμμα από το δικό σας φως. Είμαι κτήνος. Ναι, είμαι αράπης. Μα θα μπορούσα να σωθώ. Εσείς, εσείς οι μανιακοί, οι αγροίκοι, οι τσιφούτηδες, εσείς, εσείς είστε αράπηδες. Έμπορα είσαι αράπης, δικαστή είσαι αράπης, στρατηγέ είσαι αράπης. Αυτόν το λαό τον κυβερνά ο πυρετός και ο καρκίνος. Το πιο έξυπνο θα ήτανε να εγκαταλείψω αυτή την ήπειρο, όπου η τρέλα περιφέρετε στους δρόμους, κρατώντας ομήρους αυτούς τους άθλιους. Εισέρχομαι στο αληθινό βασίλειο του Χαμ. Θα ξέρω που βρίσκομαι; θα ξέρω ποιος είμαι; Φτάνει πια οι λέξεις. Στην κοιλιά μου ενταφιάζω τους νεκρούς. Κραυγιές, τύμπανα και χορός, χορός, χορός. Δεν βλέπω την ώρα να αποβιβαστούν οι λευκοί, για να εκμηδενιστώ κι εγώ. Πείνα, δίψα, κραυγές και χορός, χορός, χορός, χορός!



Νύχτα κόλασης

Κατάπια μια γερή δόση δηλητήριο. – Ευλογημένη η συμβουλή που μου δόθηκε!. –

Τα σπλάχνα μου καίγονται. Το φαρμάκι με παραμορφώνει, με ρίχνει κάτω.

Πεθαίνω από δίψα, σκάω, πνίγεται η φωνή μου. Κόλαση, αιώνια τιμωρία! Φλόγες από παντού φουντώνουμε, καίγομαι όπως μου πρέπει, δαίμονα στρίβε!

Διέκρινα την στροφή προς το καλό, την ευτυχία, την σωτηρία. Πως να περιγράψω όμως το όραμα, η ατμόσφαιρα της κόλασης δεν ανέχεται ύμνους!

Χιλιάδες γοητευτικές υπάρξεις, μία αρμονική πνευματική σύμπνοια, η δύναμη, η γαλήνη, οι ευγενείς φιλοδοξίες μου, δεν ξέρω, οι ευγενείς φιλοδοξίες, άρα είμαι ακόμα ζωντανός. Λες αυτή να είναι η αιώνια καταδίκη;

Όποιος θέλει να αυτοκαταστραφεί είναι σίγουρα καταδικασμένος, έτσι δεν είναι;

Νομίζω ότι βρίσκομαι στην κόλαση, άρα βρίσκομαι. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της κατήχησης.

Είμαι σκλάβος του βαπτίσματός μου. Γονείς, είστε υπαίτιοι της δυστυχίας μου και της δυστυχίας σας.

Τι χαζός που ‘μαι! – Τους ειδωλολάτρες δεν τους αγγίζει η κόλαση.- Ω είμαι ακόμα ζωντανός! Αργότερα οι απολαύσεις της κόλασης θα είναι μεγαλύτερες. Ένα έγκλημα, γρήγορα, ένα έγκλημα, να περάσω στην ανυπαρξία όπως ορίζει ο ανθρώπινος νόμος.

Πάψε, πάψε! Ντροπή, αίσχος πια, φτάνει!

Με γέμισαν ψέματά, φτηνά αρώματα και ανόητες μουσικές.

Νάτος πάλι ο σατανάς να λέει ότι κατέχω την αλήθεια, ότι βλέπω το δίκιο, ότι η κρίση μου είναι ορθή και σταθερή, ότι είμαι έτοιμος για την τελείωση…. Τι έπαρση. Έλεος!

Κύριε φοβάμαι. Διψάω πολύ, διψάω!

Μα δεν υπάρχουν εκεί πέρα άλλες ψυχές να θέλουν το καλό μου;

Ελάτε, Ελάτε…. Ένα μαξιλάρι μου φράζει το στόμα. Ελάτε, δεν μ’ ακούν, φαντάσματα θα ‘ναι.

Εξάλλου ποιος σκέφτεται ποτέ τον άλλον. Μη πλησιάζετε. Μυρίζω καμμένη σάρκα.

Ψευδαισθήσεις, ψευδαισθήσεις, πολλές ψευδαισθήσεις, αναρίθμητες ψευδαισθήσεις, πάντα με βασάνιζαν οι ψευδαισθήσεις. Καμία πίστη στην ιστορία. Αδιαφορία για τις ηθικές αρχές. Δεν θα ξαναμιλήσω πια για αυτά. Όλοι οι ποιητές και οραματιστές θα με ζηλέψουν.

Είμαι χίλιες φορές πιο πλούσιος.

Κοίτα! Το ρολόι της ζωής σταμάτησε πριν από λίγο. Δεν βρίσκομαι πια στον κόσμο. – Η θεολογία τελικά είναι ακριβής, σίγουρα η κόλαση βρίσκεται κάτω και ο ουρανός απάνω.- Έκσταση, εφιάλτης. Σατανά, βελζεβούλη στρίβε, και συ και το διαβολογοσογό σου…. Ο Ιησούς βαδίζει πάνω σε πορφυρένιες αγκαθιές χωρίς να τις λυγίζει….. Ο Ιησούς βάδισε πάνω στα κύματα.

Θα αποκαλύψω όλα τα μυστήρια. Μυστήρια θρησκευτικά ή φυσικά, θάνατος, γέννηση, μέλλον, παρελθόν, κοσμογονία, χάος. Είμαι αριστοτέχνης μάγος.

Ακούστε!…

Ξέρω όλα τα κόλπα! – Ακούστε, δεν είναι κανείς εδώ; Κι όμως κάποιος είναι, δεν θέλω να αποκαλύψω όλα τα μυστικά μου. – Τι θέλετε; Θέλετε νέγρικα τραγούδια; θέλετε να εξαφανιστώ, να βουτήξω να βρω το δαχτυλίδι; Θέλετε; Να φτιάξω χρυσάφι, ελιξήρια;

Πιστέψτε με, πιστέψτε με, η πίστη σ’ ελευθερώνει, δείχνει το δρόμο, σε γιατρεύει.

Ελάτε όλοι και τα μικρά παιδιά, ελάτε να σας παρηγορήσω, ελάτε κάποιος να σας ανοίξει την καρδιά του, την καρδιά μου! Ελάτε. Ανθρωπάκια, μεροκαματιάρηδες! Δεν θέλω προσευχές, μόνο η εμπιστοσύνη σας θα μ’ έκανε ευτυχισμένο.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως σε μένα, εδώ κάτω. Δεν νοσταλγώ και πολύ τον κόσμο. Είμαι τυχερός που δεν υποφέρω πια. Η ζωή μου ήταν τρελή. Κρίμα!

Σκασίλα μου. Ελάτε τώρα να κάνουμε τις πιο απίθανες γκριμάτσες.

Είναι σίγουρο, βρισκόμαστε έξω απ’ τον κόσμο. Κανένας ήχος πια. Η αφή έχει χαθεί. Κουράστηκα! Πεθαίνω από εξάντληση. Είμαι στον τάφο, τροφή των σκουληκιών, η φρίκη, της φρίκης! Σατανά, όλο φάρσες κάνεις, πας να με διαλύσεις με τα μάγια σου. Διαμαρτύρομαι, διαμαρτύρομαι.

Επανέρχομαι στη ζωή! Και αντικρίζω τα χάλια μας. Και αυτό το δηλητήριο, αυτό το καταραμένο φιλί! Είμαι αδύναμος μπροστά στην αγριότητα του κόσμου! Έλεος, Κρύψε με θεέ μου, κρύψε με, κρύψε με καταρρέω, κρύψε με, κρύψε με! Είμαι κρυμμένος και δεν κρύβομαι.


Μια εποχή στην κόλαση (Arthur Rimbaud)

Αρθούρος Ρεμπώ - Γιατί δε με βοηθάει ο Χριστός


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου