«…πρὸς τὸν βασιλέα κὺρ Μανουὴλ τὸν Κομνηνόν»

Απόσπασμα
[…]Ἀπὸ μικροῦ μὲ ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου,
τέκνον μου, μάθε γράμματα, καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει,
βλέπεις τὸν δεῖνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει,
καὶ τώρα ἒν διπλοεντέληνος καὶ παχυμουλαράτος.
Αὐτός, ὅταν ἐμάνθανεν, ὑπόδησιν οὐκ εἶχεν, (60)
καὶ τώρα, βλέπε τον, φορεῖ τὰ μακρομύτικά του.
Αὐτὸς μικρὸς οὐδὲν εἶδεν τὸ τοῦ λουτροῦ κατώφλιν,
καὶ τώρα λουτρακίζεται τρίτον τὴν ἑβδομάδαν·
ὁ κόλπος του ἐβουρβούρυζεν φθείρας ἀμυγδαλάτας,
καὶ τώρα τὰ νομίσματα γέμει τὰ μανοηλάτα· (65)
τσάντσαλον εἶχεν στούπινον, καβάδιν λερωμένον,
κ’ ἐφόρει το μονάλλαγος χειμῶνα καλοκαίριν,
καὶ τώρα, βλέπεις, γέγονε λαμπρὸς καὶ λουρικάτος,
παραγεμιστοτράχηλος, μεταξοσφικτουράτος.
Αὐτός, ὅταν ἐμάνθανε, ποτέ του οὐκ ἐκτενίσθην, (70)
καὶ τώρα ἒν καλοκτένιστος καὶ καμαροτριχάρης.
Καὶ πείσθητι γεροντικοῖς καὶ πατρικοῖς σου λόγοις
καὶ μάθε γράμματα καὶ σὺ καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει.
Ἂν γὰρ πεισθῇς ταῖς συμβουλαῖς καὶ τοῖς διδάγμασί μου,
σὺ μὲν μεγάλως τιμηθῇς, πολλὰ νὰ εὐτυχήσῃς, (75)
ἐμὲ δὲ τὸν πατέρα σου κὰν ἐν τῇ τελευτῇ μου,
νὰ θρέψῃς ὡς ταλαίπωρον καὶ νὰ γηροτροφήσῃς.
Ὡς δ’ ἤκουσα τοῦ γέροντος, δέσποτα, τοῦ πατρός μου,
τοῖς γὰρ γονεῦσι πείθεσθαι φησὶ τὸ θεῖον γράμμα,
ἔμαθα τὰ γραμματικὰ πλὴν μετὰ κόπου πόσου. (80)
Ἀφοῦ δὲ γέγονα κἀγὼ γραμματικὸς τεχνίτης,
ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ τοῦ ψωμιοῦ τὴν μάνναν,
καὶ διὰ τὴν πείναν τὴν πολλὴν καὶ τὴν στενοχωρίαν
ὑβρίζω τὰ γραμματικά, λέγω μετὰ δακρύων:
ἀνάθεμαν τὰ γράμματα, Χριστέ, καὶ ὁποὺ τὰ θέλει, (85)
ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρὸν καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν,
καθ’ ἣν μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ διδασκαλεῖον,
πρὸς τὸ νὰ μάθω γράμματα, τάχα νὰ ζῶ ἀπ’ ἐκεῖνα.
Ἐδάρε καὶ τὰ γράμματα, ἂν μὲ ἔποισαν τεχνίτην,
ἀπ’ αὔτους ὁποὺ κάμνουσιν τὰ κλαπωτὰ καὶ ζῶσιν, (90)
νὰ ἔμαθα τέχνην κλαπωτὴν καὶ νὰ ἔζουν ἀπ’ ἐκείνην,
νὰ ἤνοιγα τὸ ἀρμάριν μου, νὰ τὸ ηὕρισκα γεμάτον,
ψωμίν, κρασὶν πληθυντικὸν καὶ θυννομαγειρείαν
καὶ παλαμιδοκόμματα καὶ τσίρους καὶ σκουμπρία,
παρ’ ὅτι τώρα ἀνοίγω το, βλέπω τοὺς πάτους ὅλους, (95)
καὶ βλέπω χαρτοσάκκουλα γεμάτα τὰ χαρτία
καὶ ἀνοίγω καὶ τὴν ἄρκλαν μου, νὰ εὕρω ψωμὶν νὰ φάγω,
καὶ εὑρίσκω χαρτοσάκκουλον ἄλλο μικροτερίτσιν,
γυρεύω τοῦ κελλίου μου τὰς τέσσαρας γωνίας,
καὶ εὑρίσκω ἐκεῖσε κείμενα πολλὰ πολλὰ χαρτία, (100)
ἁπλώνω εἰς τὸ περσίκιν μου, γυρεύω τὸ πουγγίν μου,
διὰ στάμενον τὸ ψηλαφῶ, καὶ αὐτὸ γέμει χαρτία.
Ἀφοῦ δὲ τὰς γωνίας μου τὰς ὅλας ψηλαφήσω,
ἵσταμαι τότε κατηφὴς καὶ ἀπομεριμνημένος,
λιποθυμῶ, λιγοψυχῶ ἀπὸ πολλῆς μου πείνας, (105)
καὶ ἀπὸ τὴν πείναν τὴν πολλὴν καὶ τὴν στενοχωρίαν
γραμμάτων καὶ γραμματικῶν τὰ κλαπωτὰ προκρίνω.
Θεόδωρος Πρόδρομος ή Πτωχοπρόδρομος
Ως Πτωχοπρόδρομος χαρακτηρίζεται συμβατικά ο συγγραφέας που συνέταξε τον 12ο αιώνα στη δημώδη γλώσσα και σε δεκαπεντασύλλαβους πολιτικούς στίχους τέσσερα σατιρικά και επαιτικά ποιήματα που είναι γνωστά με το γενικό όνομα Πτωχοπροδρομικά. Θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά έργα και χαρακτηρίζονται από πολλούς ως η απαρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κυρίως επειδή ήταν τα πρώτα που γράφτηκαν σε δημώδη γλώσσα κατά τη βυζαντινή περίοδο.
Παλαιότερα τα ποιήματα αποδίδονταν με βεβαιότητα στον βυζαντινό ποιητή και συγγραφέα του 12ου αιώνα Θεόδωρο Πρόδρομο. Σήμερα για το ζήτημα της γνησιότητας των έργων εξακολουθεί να μην υπάρχει απόλυτη ομοφωνία.Κατά τη νεότερη κριτική και μετά από επισταμένη έρευνα οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τα Πτωχοπροδρομικά είναι ποιήματα μεταγενέστερα που έχουν συνταχθεί από έναν ή περισσότερους νεότερους ευθυμογράφους, οι οποίοι έχουν μιμηθεί το ύφος του Θεόδωρου Προδρόμου, αλλά όχι και τη λόγια και πολύ αρχαΐζουσα γλώσσα του. Αλλες εκδοχές αναφέρουν ότι ο Θεόδωρος Πρόδρομος μπορεί να είχε δύο "γραφές", μια τρόπον τινά γραφή της προσωπικής επιλογής του και μια δεύτερη για τις ανάγκες της εποχής και του περιβάλλοντός του ή όπως θα λέγαμε σήμερα "του καταναλωτικού κοινού".