Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.2. Nietzsche Friedrich. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.2. Nietzsche Friedrich. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2023

Friedrich Nietzsche - αποσπάσματα

 «…Αν δεν προσέχουμε το χέρι που θανατώνει με προφυλάξεις, δεν αντιμετωπίζουμε σωστά τη ζωή.

Αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει τα ανώτερα όντα, αυτό δεν είναι η ένταση των μεγάλων αισθημάτων τους , αλλά η διάρκειά τους.
Χωρίς ευγνωμοσύνη και ήθος, ο μεγαλοφυής θα ήταν ανυπόφορος.
Ωριμότητα στον άνθρωπο σημαίνει να βρίσκει πάλι τη σοβαρότητα με την οποία έπαιζε, όταν ήταν παιδί.
Οφείλουμε να ξεπληρώνουμε το καλό και το κακό, αλλά σε εκείνον που μας το προξένησε.
Μας ενοχλεί η ματαιοδοξία των άλλων, μόνον όταν απειλεί τη δική μας.
Όταν οι άλλοι μας καταριούνται, δεν είναι ανθρώπινο να τους δίνουμε την ευχή μας…»
Φρ. Νίτσε, Πέραν του καλού και του κακού
.........................................................................................................................................................................
«… Μόνον ο κίνδυνος μας κάνει να μάθουμε τα μέσα που διαθέτουμε, τις αρετές μας, την πανοπλία και τα όπλα μας, το πνεύμα μας. Μόνον αυτός μας αναγκάζει να είμαστε δυνατοί.
Πρώτη αρχή: Πρέπει να έχει κανείς ανάγκη να είναι δυνατός, αλλιώς δεν πρόκειται να γίνει ποτέ..».
Φρ. Νίτσε, Λυκόφως των θεών
......................................................................................................................................................................
Η ευτυχία βρίσκεται πάντοτε στο μέλλον, αλλιώς στο παρελθόν. Το παρόν μπορεί να συγκριθεί με ένα μικρό σκοτεινό σύννεφο που ο άνεμος το παρασύρει πάνω από μια ηλιόλουστη πεδιάδα. Μπροστά και πίσω από το σύννεφο τα πάντα είναι λαμπερά και φωτεινά, μονάχα το ίδιο το σύννεφο ρίχνει πάντα μια σκιά.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Περί αληθείας

Τι είναι λοιπόν η αλήθεια; Ένα μεταβλητό πλήθος μεταφορών, μετωνυμιών, ανθρωπομορφισμών, κοντολογίς ένα σύνολο ανθρωπίνων σχέσεων οι οποίες, ποιητικά και ρητορικά, εξυψώθηκαν, μετατέθηκαν, καλλωπίστηκαν, και οι οποίες, μετά από μακραίωνη χρήση, φαίνονται σε έναν λαό ακλόνητες και καταναγκαστικές, εν είδει ιερών κανόνων: οι αλήθειες είναι ψευδαισθήσεις των οποίων έχουμε ξεχάσει τη φύση, μεταφορές που έχουν φθαρεί, κέρματα που έχουν χάσει το ανάγλυφό τους και έχουν απολέσει την αισθητή δύναμή τους και δεν θεωρούνται πια νομίσματα αλλά σκέτο μέταλλο.

Φρήντριχ Νίτσε, Περί αληθείας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια, Μετφρ. Π. Γιατζάκης, Εκκρεμές.

«Ποτέ δεν χρησιμοποίησα τα καρυκεύματα ενός ψέματος για να μπορέσω να χωνέψω πιο εύκολα μια αλήθεια».

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ |8.6.1903 - 17.12.1987

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022

Φρίντριχ Νίτσε - Ο Σοπεγχάουερ ως παιδαγωγός (απόσπασμα)

O Σοπενχάουερ μάς διδάσκει να ξεχωρίσουμε εκείνα που προάγουν αληθινά την ανθρώπινη ευτυχία από εκείνα που το κάνουν φαινομενικά, το πως ούτε τα πλούτη ούτε οι διακρίσεις ούτε η λογιότητα μπορούν να βγάλουν το άτομο από τη βαθιά δυσθυμία που νιώθει λόγω της ευτέλειας της ύπαρξής του και το πως η επιδίωξη των αγαθών αυτών αποκτά νόημα μόνο χάρη σ' έναν υψηλό γενικό σκοπό που μεταρσιώνει: να αποκτήσουμε δύναμη και να τη χρησιμοποιήσουμε για να επιβοηθήσουμε τη φύση, να γίνουμε κατά κάποιον τρόπο οι διορθωτές των ανοησιών και των αδεξιοτήτων της. 

Φρίντριχ Νίτσε, Ο Σοπεγχάουερ ως παιδαγωγός, Μετάφραση: Εύη Μαυρομμάτη, Ροές 2018.


Πέμπτη 28 Απριλίου 2022

Friedrich Wilhelm Nietzsche--Η Χαρούμενη Επιστήμη (απόσπασμα)

 Σκέψου μια μέρα ή μια νύχτα ένας δαίμονας να τρύπωνε στην μοναξιά σου την πιο μοναχική και να σου ’λεγε: «Αυτή τη ζωή, όπως τη ζεις τώρα δα και την έζησες, θα τη ζήσεις και θα την ξαναζήσεις αμέτρητες ακόμη φορές· και τίποτε δεν θα ’ναι καινούργιο σ’ αυτήν, αλλά κάθε πόνος και κάθε ηδονή και κάθε ιδέα και στεναγμός και κάθε τι ανείπωτα μικρό και μεγάλο της ζωής σου όλα τους θά 'ρθουν ξανά να σε βρουν, κι όλα τους με την ίδια σειρά και με την ίδια τάξη.

ΝΙΤΣΕ, Η Χαρούμενη Επιστήμη

Τρίτη 1 Μαρτίου 2022

Friedrich Nietzsche-Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (απόσπασμα)


Πρόλογος: ομιλία 5
                          «ο πολιτισμός και οι γιδοβοσκοί»


Αφού ο Ζαρατούστρα είχε πει τα λόγια αυτά, κοίταξε ξανά τον λαό και σώπασε. «Δες τους», είπε στην καρδιά του, «στέκονται εκεί και γελούν: δεν με καταλαβαίνουν, δεν είμαι το στόμα για τούτα τ’ αφτιά.
Θα πρέπει κανείς να τους σπάσει πρώτα τ’ αφτιά, για να μάθουν να ακούνε με τα μάτια; Θα πρέπει κανείς να θορυβεί σαν τα τύμπανα και τους κήρυκες της μετάνοιας; Ή πιστεύουν μόνο αυτόν που τραυλίζει;
Έχουν κάτι, που τους κάνει περήφανους. Λοιπόν, πώς το λένε αυτό, που τους κάνει περήφανους; Πολιτισμό/παιδεία (Bildung) το αποκαλούν, είναι αυτό που τους διακρίνει από τους γιδοβοσκούς.
Γι’ αυτό δεν τους αρέσει, όταν μιλούν γι’ αυτούς, να ακούνε τη λέξη «περιφρόνηση». Τότε λοιπόν θα μιλήσω στην περηφάνια τους.
Έτσι θα τους μιλήσω για το πιο περιφρονητικό πλάσμα: αυτό όμως είναι ο τελευταίος άνθρωπος».
Και έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα στο λαό:
Είναι πια καιρός για τον άνθρωπο να καθορίσει τον σκοπό του. Είναι πια καιρός για τον άνθρωπο να φυτέψει το σπόρο της πιο υψηλής ελπίδας του.
Το έδαφός του συνεχίζει να είναι αρκετά πλούσιο γι’ αυτό το πράγμα. Αλλά μια μέρα αυτό το έδαφος θα γίνει φτωχό και άγονο και κανένα ψηλό δέντρο δεν θα μπορέσει πια να αναπτυχθεί πάνω σ’ αυτό.                                                                                                                                                                            
Αλίμονο! Πλησιάζει η ώρα, που ο άνθρωπος δεν θα ρίχνει πια το βέλος της επιθυμίας του πάνω από τον άνθρωπο και η χορδή του τόξου του θα ξεμάθει να σφυρίζει!
Σας λέω: πρέπει κανείς να έχει ακόμα χάος μέσα του, για να μπορεί να γεννήσει ένα χορευτικό αστέρι. Σας λέω: εσείς έχετε ακόμα χάος μέσα σας.
Αλίμονο! Πλησιάζει η ώρα, που ο άνθρωπος δεν θα μπορεί να γεννήσει πια κανένα αστέρι. Αλίμονο! Πλησιάζει η ώρα του πιο αξιοκαταφρόνητου ανθρώπου, που δεν θα μπορεί πλέον να περιφρονεί τον ίδιο τον εαυτό του.
Δέστε! Σας δείχνω τον τελευταίο άνθρωπο.
«Τι είναι αγάπη; Τι είναι δημιουργία; Τι είναι επιθυμία;  Τι είναι αστέρι;» –έτσι ρωτά ο τελευταίος άνθρωπος και κλείνει το μάτι.
Τότε η γη θα ’χει γίνει μικρή και πάνω της θα πηδά ο τελευταίος άνθρωπος, που όλα τα κάνει μικρά. Το γένος του είναι ανεξάλειπτο σαν του ψύλλου· ο τελευταίος άνθρωπος ζει πιο πολύ από όλους.
«Έχουμε εφεύρει την ευτυχία» –λένε οι τελευταίοι άνθρωποι και κλείνουν το μάτι.
Έχουν εγκαταλείψει τις περιοχές, όπου ήταν σκληρή η ζωή: γιατί χρειάζεται κανείς τη ζεστασιά. Ακόμη αγαπά τον γείτονά του και τρίβεται πάνω του: γιατί χρειάζεται τη ζεστασιά.
Το ν’ αρρωστήσεις και το να έχεις δυσπιστία για εκείνους λογίζεται αμαρτία: με προσοχή προχωράει κανείς. Τρελός λοιπόν είναι όποιος ακόμα σκοντάφτει πάνω σε πέτρες ή ανθρώπους!
Λίγο δηλητήριο κάπου κάπου: προξενεί ευχάριστα όνειρα. Και πολύ δηλητήριο στο τέλος για έναν ευχάριστο θάνατο.
Δουλεύουν ακόμα, γιατί η δουλειά είναι διασκέδαση. Αλλά φροντίζουν, να μην τους κουράσει η διασκέδαση.
Δεν γίνονται πια φτωχοί και πλούσιοι: και τα δυο είναι πολύ επαχθή. Ποιος θέλει ακόμα να κυβερνά; Ποιος θέλει ακόμα να υπακούει; Και τα δυο είναι πολύ επαχθή.
Κανένας βοσκός και ένα κοπάδι! Όλοι θέλουν το ίδιο, όλοι είναι ίσοι: όποιος έχει άλλα συναισθήματα, πηγαίνει εθελοντικά στο τρελάδικο.
«Άλλοτε όλος ο κόσμος ήταν τρελός» –λένε οι πιο πονηροί και κλείνουν το μάτι.
Είναι έξυπνοι και ξέρουν όλα όσα έχουν συμβεί: έτσι μπορούν ασταμάτητα να κοροϊδεύουν. Εξακολουθούν να τσακώνονται, αλλά σύντομα συμφιλιώνονται –αλλιώς τους χαλάει το στομάχι.
Έχουν τη μικρή ευχαρίστησή τους για την ημέρα και τη μικρή ευχαρίστησή τους για τη νύχτα: αλλά σέβονται την υγεία.
«Έχουμε εφεύρει την ευτυχία» –λένε οι τελευταίοι άνθρωποι και κλείνουν το μάτι.
Κι εδώ τελείωσε η πρώτη ομιλία του Ζαρατούστρα, που τον λένε επίσης «ο Πρόλογος»: γιατί στο σημείο αυτό τον διέκοψαν οι κραυγές και η χαρά του πλήθους. «Δώσε μας αυτόν τον τελευταίο άνθρωπο, ω Ζαρατούστρα», έτσι φώναζαν, «κάνε εμάς αυτούς τους τελευταίους ανθρώπους! Τότε σου χαρίζουμε τον υπεράνθρωπο!» Και όλος ο λαός αλάλαζε και κροτάλιζε τη γλώσσα. Ο Ζαρατούστρα όμως γέμισε λύπη και είπε στην καρδιά του:
«Δεν με καταλαβαίνουν: δεν είμαι το στόμα για τούτα τα’ αυτιά.
Πολύ, φαίνεται, έζησα στο βουνό, πολύ αφουγκράστηκα τα ρυάκια και τα δέντρα: και τώρα μιλάω σ’ αυτούς σαν σε γιδοβοσκούς.
Ήρεμη είναι η ψυχή μου και φωτεινή σαν το βουνό το πρωί. Αλλά τούτοι νομίζουν πως είμαι ψυχρός και ένας χλευαστής που κάνει φρικτά αστεία.
Και τώρα με κοιτάζουν και γελούν: και καθώς γελούν, με μισούν κι από πάνω. Πάγος είναι το γέλιο τους.»

Μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας

Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Ο «αιώνιος γυρισμός» του Νίτσε και το «θεώρημα επανάληψης» του Πουανκαρέ

Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο», συνεπαρμένος από την φιλοσοφία του Γερμανού φιλοσόφου Φρήντριχ Νίτσε:
 «….o χρόνος, συλλογίστηκες είναι απεριόριστος˙ η ύλη είναι περιορισμένη˙ αναγκαστικά λοιπόν θα ’ρθει πάλι στιγμή που όλοι ετούτοι οι συνδυασμοί της ύλης θα ξαναγεννηθούν οι ίδιοι, οι απαράλλαχτοι. Ύστερα από χιλιάδες αιώνες ένας άνθρωπος σαν και μένα, εγώ ο ίδιος, θα σταθώ πάλι στο βράχο τούτον τον ίδιο και θα ξανάβρω την ίδια ιδέα. Κι όχι μονάχα μια φορά, αναρίθμητες φορές˙ καμιά λοιπόν ελπίδα το μελλούμενο να ’ναι καλύτερο, καμιά σωτηρία˙ πάντα οι ίδιοι, απαράλλαχτοι, θα στριφογυρίζουμε στον τροχό του χρόνου. Και τα πιο εφήμερα καταντούν έτσι αιώνια, κι η πιο ασήμαντη πράξη παίρνει ανυπολόγιστη πια σημασία…..«
H έννοια του «αιώνιου γυρισμού» ή «αιώνιας επιστροφής» του Νίτσε εμφανίζεται για πρώτη φορά στον αφορισμό 341 της “Χαρούμενης Επιστήμης” ως ένα υποθετικό ερώτημα:
«Το πιο βαρύ βάρος 
Κι αν μια μέρα ή μια νύχτα, ερχόταν ένας δαίμονας και γλιστρούσε μέσα στην υπέρτατη μοναξιά σου και σούλεγε: «Αυτή τη ζωή, όπως την έζησες και την ζεις ως τα τώρα, πρέπει να την ξαναρχίσεις από την αρχή, και να την ξαναρχίζεις αδιάκοπα˙ χωρίς τίποτα το καινούργιο˙ αντίθετα, μάλιστα! Ο παραμικρός πόνος, η παραμικρή ευχαρίστηση, η παραμικρή σκέψη, ο παραμικρός στεναγμός, όλα όσα ένιωσες στη ζωή σου θα ξαναρθούν, κάθε τι το άρρητα μεγάλο και το άρρητα μικρό που έχει μέσα της, όλα θα ξαναρθούν, και θα ξαναρθούν με την ίδια σειρά, με την ίδια ανελέητη διαδοχή…. κι αυτή η αράχνη θα ξαναρθεί, κι αυτό το σεληνόφωτο ανάμεσα στα δέντρα, κι αυτή η στιγμή, κι εγώ ο ίδιος! Η αιώνια κλεψύδρα της ζωής θα ξαναγυρίζει ακατάπαυστα, κι εσύ μαζί της, απειροελάχιστη σκόνη των σκονών!»… Δεν θάπεφτες κατάχαμα, δεν θάτριζες τα δόντια σου και δεν θα καταριώσουν αυτό το δαίμονα; Εκτός πια, αν έχεις ζήσει κάποια θαυμαστή στιγμή, οπότε θα του απαντούσες: «Είσαι θεός˙ ποτές μου δεν άκουσα τόσο θείο λόγο!»

Φρήντριχ Νίτσε 1844 - 1900
Φρήντριχ Νίτσε 1844 – 1900
Κι αν σου γινόταν έμμονη αυτή η σκέψη, ίσως θα σε μεταμόρφωνε, κι ίσως και να σ’ εκμηδένιζε˙ και θ’ αναρωτιώσουν για το κάθε τι: «Το θέλεις αυτό; το ξαναθέλεις; μια φορά; πάντα; επ’ άπειρον;» κι αυτό το ερώτημα θα βάραινε επάνω σου με αποφασιστικό και τρομερό βάρος! Ή πάλι, Άχ πόσο θάπρεπε ν’ αγαπάς τον εαυτό σου και τη ζωή, ώστε να μην ποθείς πια τίποτ’ άλλο απ’ αυτή την υπέρτατη κι αιώνια διαβεβαίωση!«
Ο Νίτσε αφιέρωσε αρκετά χρόνια μελετώντας την φυσική επιστήμη της εποχής του για να έχουν επιστημονικό υπόβαθρο οι φιλοσοφικές του ιδέες.
Η επιστημονική βάση του «αιώνιου γυρισμού» είναι ένα «αληθές» θεώρημα του Γάλλου μαθηματικού Henri Poincaré  το «θεώρημα επανάληψης» σύμφωνα με το οποίο:
«Ένα σύστημα πεπερασμένης ενέργειας, περιορισμένο σε έναν πεπερασμένο όγκο, μετά από ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, επιστρέφει στην αρχική του κατάσταση».

Henri Poincaré 1854 -1912
Henri Poincaré 1854 -1912
Κατά συνέπεια εφόσον ο αριθμός των συστατικών του σύμπαντος είναι πεπερασμένος, μπορεί να σχηματίσει πεπερασμένο μόνον πλήθος διαφορετικών συνδυασμών. Αφού σχηματιστούν όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί, τα συστατικά του σύμπαντος επιστρέφουν «αναγκαστικά» κάποτε στην αρχική τους κατάσταση. Και αυτό συμβαίνει άπειρες φορές, εφόσον έχουμε στη διάθεσή μας άπειρο χρόνο…

Το θεώρημα φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι αντιφάσκει με το θεώρημα Η του Boltzmann, αν θεωρήσουμε ότι η σχέση του θεωρήματος dH/dt≤0 ισχύει σε κάθε χρονική στιγμή. Δεδομένου όμως ότι αυτό δεν είναι απαίτηση του θεωρήματος Η – δεν υφίσταται κανένα παράδοξο.(Το μέγεθος Η συνδέεται άμεσα με την εντροπία S του συστήματος, το μέγεθος που μετράει την αταξία του συστήματος)
Ένα σύστημα θα μπορούσε να επιστρέψει στην αρχική του κατάσταση – σύμφωνα με το θεώρημα Poincaré – χωρίς να παραβιάζεται ο 2ος νόμος της θερμοδυναμικής.
Μια πρόχειρη εκτίμηση δείχνει ότι η διάρκεια ενός κύκλου Poincaré είναι της τάξης του eN, όπου Ν είναι ο συνολικός αριθμός των μορίων του συστήματος. Έστω ότι N ~ 10 23, τότε η χρονική διάρκεια ενός κύκλου Poincaré είναι εξαιρετικά μεγάλη: 101023 sec ή 101023 ηλικίες σύμπαντος (θεωρούμε ότι η ηλικία του σύμπαντος είναι της τάξης  ~ 10 10 έτη).
Αυτός είναι ο χρόνος που απαιτείται για να επιστρέψει το σύστημα στην αρχική του κατάσταση – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο νέος κύκλος που θα ακολουθήσει θα είναι πανομοιότυπος με τον προηγούμενο!
Είναι φανερό ότι οι χρόνοι αυτοί δεν έχουν σχέση με φυσική!

ΠΗΓΕΣ
1.»Αναφορά στον Γκρέκο», Νίκος Καζατζάκης
2.»Χαρούμενη Επιστήμη», Friedrich Nietzsche
3.»Statistical Mechanics», Κerson Huang

O Φρειδερίκος Νίτσε του μηδενισμού και του υπεράνθρωπου

Ο Φρειδερίκος Νίτσε (Friedrich Nietzsche) γεννήθηκε το 1844 στο Ρένκεν κοντά στη Λειψία και πέθανε στη Βαϊμάρη το 1900, ήταν δε από τους πιο σημαντικούς Γερμανούς φιλοσόφους αλλά και σπουδαίος φιλόλογος. Αναφέρεται δε συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Σπούδασε κλασική φιλολογία στη Βόννη και τη Λειψία και καταγόταν από μια βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια και προοριζόταν για την επιστήμη της Θεολογίας. Ωστόσο, η πορεία του άλλαξε κατά τα μετεφηβικά του χρόνια με αποτέλεσμα να στραφεί στον χώρο της φιλοσοφίας.
Μόλις στα 25 του χρόνια διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην Ελβετία και από τότε ξεκίνησε το πολύμορφο συγγραφικό του έργο. Ο Νίτσε υπήρξε δριμύτατος επικριτής των κατεστημένων σκέψεων και τάξεων, ιδιαίτερα του Χριστιανισμού. Πληθώρα συγγραμμάτων του γράφτηκαν με οξύ και επιθετικό ύφος, χρησιμοποιώντας ευρέως αφορισμούς. Το φιλοσοφικό του έργο εκτιμήθηκε ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, περίοδο κατά την οποία εδραιώθηκε η θέση του και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μείζονες φιλοσόφους.
Οι προσπάθειές του να ανακαλύψει τα ελατήρια που βρίσκονται κάτω από την παραδοσιακή θρησκεία, την ηθική και τη φιλοσοφία της Δύσης άσκησαν βαθιά επίδραση σε γενεές θεολόγων, φιλοσόφων, ψυχολόγων, ποιητών, μυθιστοριογράφων και δραματουργών.
Αναλογίστηκε τις συνέπειες του θριάμβου της εκκοσμίκευσης του Διαφωτισμού, εκπεφρασμένες με την παρατήρησή του ότι «ο Θεός πέθανε», κατά έναν τρόπο που προσδιόρισε τα θέματα καθημερινής συζήτησης των πιο διάσημων διανοουμένων της Ευρώπης, μετά το θάνατό του το 1900.
Αν και ήταν σφοδρός πολέμιος του εθνικισμού, του αντισημιτισμού και της πολιτικής ισχύος, εν τούτοις ο Χίτλερ και οι εθνικοσοσιαλιστές επικαλέστηκαν αργότερα το όνομά του για να προωθήσουν εκείνα ακριβώς τα πράγματα που απεχθανόταν.
Τα έργα του
Τα έργα του Νίτσε διακρίνονται σε τρεις με ακρίβεια προσδιορισμένες περιόδους. Στα έργα της πρώτης περιόδου κυριαρχεί η ρομαντική αντίληψη με επιδράσεις του Σοπενχάουερ και του Βάγκνερ.
Τα έργα της δεύτερης περιόδου ανακλούν την παράδοση των Γάλλων αφοριστών. Τα έργα αυτά, στα οποία ο Νίτσε πλέκει το εγκώμιο της λογικής και της επιστήμης και πειραματίζεται με τα φιλολογικά είδη, εκφράζουν την χειραφέτησή του από τον νεανικό του ρομαντισμό και της επιδράσεις του Σόπενχαουερ και του Βάγκνερ.
Στα έργα της ωριμότητάς του ο Νίτσε ασχολήθηκε με το πρόβλημα της καταγωγής και της λειτουργίας των αξιών στην ανθρώπινη ζωή. Εφόσον, κατά τον Νίτσε, η ζωή παρά το γεγονός ότι ούτε διαθέτει ούτε στερείται αξίας εγγενών, αποτελεί πάντοτε αντικείμενο κριτικών εκτιμήσεων, τότε οι εκτιμήσεις αυτές δεν μπορούν να αναγνωστούν παρά ως συμπτώματα της κατάστασης εκείνου ο οποίος διατυπώνει τις εκτιμήσεις.
Κατά συνέπεια, ο Νίτσε προχώρησε σε μία κατά βάθος ανάλυση και εκτίμηση των θεμελιωδών πολιτιστικών αξιών της φιλοσοφίας, της θρησκείας και της ηθικής της Δύσης και κατέληξε να τις χαρακτηρίσει ως εκφράσεις του ασκητικού ιδεώδους.
To ασκητικό ιδεώδες προκύπτει, όταν ο πόνος προσλαμβάνει την έννοια τού υπέρτατου νοήματος. Κατά τον Νίτσε, ο ιουδαϊκο-χριστιανικός πολιτισμός, π.χ., οδήγησε στην αποδοχή τού πόνου, ερμηνεύοντας τον ως πρόθεση τού Θεού και ως αφορμή για εξιλέωση. O θρίαμβος τού χριστιανισμού, κατά συνέπειαν, οφείλεται στο εξωραϊσμένο δόγμα της προσωπικής αθανασίας, δηλαδή στην υπερφίαλη άποψη ότι η ζωή και ο θάνατος κάθε ανθρώπου έχουν κοσμική σημασία. Κατά τον ίδιο τρόπο, η παραδοσιακή φιλοσοφία εξέφρασε το ασκητικό ιδεώδες δίνοντας το προβάδισμα στην ψυχή έναντι τού σώματος, στον νου έναντι των αισθήσεων, στο καθήκον έναντι της επιθυμίας, στο πραγματικό έναντι τού φαινομενικού, στο αιώνιο έναντι τού πρόσκαιρου.
O χριστιανισμός υποσχόταν την σωτηρία τού αμαρτωλού ο οποίος μετανοεί, ενώ παράλληλα η φιλοσοφία προσέφερε την ελπίδα της σωτηρίας, έστω και εγκόσμιας, για τους σοφούς της. Κοινό στοιχείο της παραδοσιακής θρησκείας και φιλοσοφίας ήταν η υπόθεση, η οποία δεν διατυπώνεται ξεκάθαρα,αλλά παρέχει ισχυρό κίνητρο, ότι η ύπαρξη χρειάζεται αιτιολόγηση, δικαίωση ή εξιλέωση. Τόσο η θρησκεία όσο και η φιλοσοφία εκφράζονταν εις βάρος της εμπειρίας και υπέρ κάποιου άλλου «αληθινού» κόσμου. Και οι δύο μπορούν να θεωρηθούν ως συμπτώματα μιας ζωής παρηκμασμένης, εξαθλιωμένης.
H κριτική τού Νίτσε προς την παραδοσιακή ηθική επικεντρώθηκε στην τυπολογία τής ηθικής τού «κυρίου» και τού «δούλου». Ο Νίτσε υποστήριξε ότι η διάκριση μεταξύ καλού και κακού είχε αρχικά περιγραφικό χαρακτήρα, ήταν δηλαδή μία μή ηθικής φύσεως αναφορά στους προνομιούχους, στους «κυρίους», σε αντίθεση με εκείνους που ήταν κατώτεροι, τους «δούλους».
H αντίθεση καλό-ηθικώς κακό προέκυψε, όταν οι δούλοι εκδικήθηκαν μετατρέποντας τα διακριτικά γνωρίσματα των κυρίων σε ηθικά ελαττώματα. Εάν οι προνομιούχοι, οι «καλοί», ήταν ισχυροί, θεωρήθηκε ότι οι ταπεινοί θα κληρονομήσουν την γη. H υπερηφάνεια θεωρήθηκε αμαρτία. H ευσπλαχνία, η ταπεινοφροσύνη και η υπακοή αντικατέστησαν τον ανταγωνισμό, την υπερηφάνεια και το αυτεξούσιο. To αποφασιστικό επιχείρημα το οποίο οδήγησε στην επικράτηση της ηθικής τού δούλου ήταν ο ισχυρισμός ότι αυτή ήταν η μόνη αληθινή ηθική. Αυτή η επιμονή στο απόλυτο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο τόσο της φιλοσοφικής όσο και της θρησκευτικής ηθικής. O Νίτσε, παρ’ όλο που έδωσε την ιστορική γενεαλογία της ηθικής τού κυρίου και τού δούλου, υποστήριξε ότι επρόκειτο για μιαν ανιστορική τυπολογία χαρακτηριστικών τα οποία ενυπάρχουν σε κάθε άνθρωπο.
Το νιτσεϊκό έργο ήταν μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά. Γι αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήταν κακία ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφοδρά να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων.
Ο Νίτσε κάποτε έγραψε ότι μερικοί άνθρωποι γεννιούνται μετά το θάνατό τους και αυτό ασφαλώς ισχύει στην περίπτωσή του. Η ιστορία της φιλοσοφίας, της θεολογίας και της ψυχολογίας του 20ου αιώνα δεν νοείται χωρίς αυτόν.
Περνώντας στη θεωρία του Νίτσε, πρέπει να πούμε πως γι’ αυτόν η θέληση για δύναμη είναι η μόνη δύναμη πάνω στη γη, αυτή που κινεί όλα τα όντα και τα κάνει να αλληλοσυγκρούονται, να συνδυάζονται, να ενώνονται, να ανακατεύονται αέναα. Όπως λέει ο ίδιος στο Πέρα από το καλό και το κακό, «η ζωή είναι κατ’ ουσίαν ιδιοποίηση, παράβλαψη, καθυπόταξη του ξένου και του ανίσχυρου, καταπίεση, σκληρότητα, εκμετάλλευση… δηλαδή θέληση για δύναμη».
Επειδή τα όντα δεν έχουν την ίδια δύναμη (δεν είναι ίσα), ο κόσμος είναι μια τάξη ιεραρχίας από το ανώτερο στο κατώτερο, μια τάξη όμως ρευστή και επιδεχόμενη συνεχείς αμφισβητήσεις και ανακατατάξεις. Στην κορυφή της πυραμίδας αυτών των θελήσεων για δύναμη βρίσκεται φυσικά ο άνθρωπος, ο οποίος έχει επιβάλλει και θα επιβάλλει πάντα την εξουσία του πάνω στη φύση και στους ομοίους του. Αυτό που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις είναι ο ανταγωνισμός (ο αρχαίος ελληνικός αγών, αυτό που δεν άφηνε τον Θεμιστοκλή να κοιμηθεί όταν σκεφτόταν «το του Μιλτιάδου τρόπαιον»). Ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό ότι ενώ πολλοί θεωρούν τον οστρακισμό που λάμβανε χώρα στην αρχαία Αθήνα εκμηδένιση του ατόμου, αντίθετα, ο Νίτσε υποστηρίζει ότι ο θεσμός του οστρακισμού ήταν θετικός: όταν ένα άτομο ξεπερνάει όλα τα άλλα, παραμερίζεται από την κοινότητα «προκειμένου να ξαναρχίσει το παιχνίδι των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων».
Για τον Νίτσε, η πιο ισχυρή θέληση για δύναμη είναι η πιο πνευματική, δηλαδή εκείνη που χαρακτηρίζει τους «μεγάλους εφευρέτες καινούργιων αξιών» ή δημιουργούς. Τέτοιοι άνθρωποι προβαίνουν, μαζί με τους μαθητές/οπαδούς τους, σε καινούργιες αξιολογήσεις των ανθρώπινων αξιών, ιδεών και πραγμάτων και έτσι προτείνουν ένα καινούργιο «αγαθό» για την πλειονότητα των ανθρώπων (για τον λαό), αναπόσπαστο από έναν πίνακα «υπερνικήσεων», δηλαδή έναν πίνακα που περιέχει όλα εκείνα που πρέπει να ξεπεραστούν τη δεδομένη στιγμή.
Οι δημιουργοί μπορούν να εκφράζουν μια «θετική» ή μια «αρνητική» θέληση για δύναμη. Θετική είναι κάθε θέληση για δύναμη που είναι καταφατική προς τη ζωή, που «ευλογεί τα πράγματα και τον άνθρωπο», και αρνητική κάθε θέληση για δύναμη που δεν σέβεται, δεν εκτιμά και δεν αναδεικνύει την αξία της ζωής.
Για παράδειγμα, ο χριστιανισμός, η πανίσχυρη αυτή θρησκεία, υποτιμά και δυσφημεί τη ζωή και τον κόσμο εδώ κάτω εν ονόματι ενός «επέκεινα», ενός άλλου κόσμου τιμωρίας ή ανταμοιβής (κόλαση και παράδεισος). Με τις έννοιες της αμαρτίας και της τιμωρίας ταπεινώνει και κουτσουρεύει το ανθρώπινο σώμα και πνεύμα. Με τον χριστιανισμό ανεβαίνουν στην εξουσία οι αδύναμοι, οι αρνητές της ζωής. Ο Χριστός ήταν βέβαια ένας μεγάλος δημιουργός, εξέφρασε όμως την ηθική και επέβαλε την κυριαρχία των «αδύναμων», των «δούλων», δηλαδή των αρνητών της ζωής.
Ο μηδενισμός του Νίτσε
Με τον όρο «μηδενισμό» ο Νίτσε περιέγραφε τον υποβιβασμό των υψηλών αξιών, τις οποίες είχε θέσει με αξιωματικό τρόπο το ασκητικό ιδεώδες. Πίστευε ότι η εποχή που ζούσε ήταν μία εποχή παθητικού μηδενισμού, δηλαδή μία εποχή η οποία δεν είχε αντιληφθεί ότι τα θεωρούμενα από τη θρησκεία και τη φιλοσοφία ως απόλυτα είχαν αποσυντεθεί με την εμφάνιση του θετικισμού του 19ου αιώνα.
Με την κατάρρευση των μεταφυσικών και θεολογικών βάσεων και θέσφατων της παραδοσιακής ηθικής, εκείνο που θα απέμενε ήταν μία διάχυτη αίσθηση έλλειψης σκοπού και νοήματος. Και η επικράτηση της επίγνωσης έλλειψης νοήματος σήμαινε τον θρίαμβο του μηδενισμού: «Ο Θεός είναι νεκρός».
Μιλώντας για την εποχή του, την εποχή της Δύσης του 19ου αιώνα, ο Νίτσε υποστηρίζει πως είναι παρακμιακήμηδενιστικήεποχή της κυριαρχίας των αδύναμων και της αρνητικής θέλησης για δύναμη. Το κοινωνικό πρόταγμά του είναι να επικρατήσει πάλι, όπως συνέβη πολλές φορές στην ιστορία, η θετική θέληση για δύναμη, η θέληση για δύναμη των δυνατών. (Το «πάλι» διασώζει ώς ένα βαθμό τον Νίτσε από την κατηγορία ότι προσβλέπει κι αυτός σε μια μελλοντική «τέλεια» κοινωνία.) Παρόλο που διατείνεται πως είναι αμοραλιστής και βρίσκεται «πέρα από το καλό και το κακό», θέλει την εγκαθίδρυση μιας καινούργιας ηθικής, που θα στηρίζεται στην επαναξιολόγηση όλων των δεδομένων μέχρι τώρα αξιών. Το ζητούμενο είναι να βρεθούν οι δημιουργοί, εκείνη η ελίτ που θα προωθήσει και θα επιβάλλει μέσα από ένα νικηφόρο αγώνα έναν τέτοιο σκοπό. Είναι ολοφάνερο ότι ο Νίτσε διαφοροποιείται ευθέως από οποιοδήποτε σοσιαλιστικό ή αναρχικό όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας, η οποία θα ερείδεται κυρίως στη συνεργασία και στην αλληλοβοήθεια ίσων ατόμων.
Επιπλέον, ακόμη κι αν νικήσει η θετική θέληση για δύναμη, η κυριαρχία της δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή, όπως διδάσκει η νιτσεϊκή θεωρία της αιώνιας επιστροφής όλων των πραγμάτων –μια δυσνόητη και νεφελώδης θεωρία με την οποία δεν μπορώ να ασχοληθώ εδώ παραπάνω.
Επιγραμματικά, ο μηδενιστικός χαρακτήρας της σύγχρονης εποχής φαίνεται για τον Νίτσε α) από την κυριαρχία του κράτους και των ψεύτικων και παραπλανητικών ιδεωδών της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, καθώς και των γελοίων τυπικών ενσαρκώσεών τους (η ισότητα π.χ. δεν είναι παρά ισότητα έναντι του νόμου και στηρίζεται στην οικονομική και κοινωνική ανισότητα), β) από την κυριαρχία της θρησκείας και των πάσης φύσεως ασφυκτικών και αποστερητικών ιδεολογιών, γ) από την παντοδυναμία του πνεύματος του καπιταλισμού ή του «μικρέμπορου», όπως έλεγε ο ίδιος, με τις αξίες του τού πλουτισμού, της ακατάπαυστης και μηχανικής εργασίας, της επιβεβλημένης σχόλης, του ζωώδους καταναλωτισμού και ηδονισμού.
Όλα τα παραπάνω σε καμιά περίπτωση όμως δεν αυτοαποκαλούνται «μηδενισμός», αλλά αυτοπαρουσιάζονται ως πρόοδος και συνεχής βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι για τον Νίτσε αντιπροσωπεύουν τον «κρυφό», αλλά πανίσχυρο, μηδενισμό –αν και ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι δικός του.
Στον «φανερό», τώρα, μηδενισμό ανήκουν όλες εκείνες οι ιδεολογίες και οι φιλοσοφίες που ισχυρίζονται απερίφραστα ότι τίποτε δεν αξίζει, ότι η ζωή είναι μια σειρά επαναλαμβανόμενων κύκλων δίχως νόημα, ότι όλα κανονίζονται, όπως έλεγε π.χ. ο γερμανός φιλόσοφος Άρτουρ Σοπενάουερ, από μια ανώτερη δύναμη, μια «θέληση», που θα μείνει για πάντα άγνωστη στον άνθρωπο.
Ο Νίτσε ζητά λοιπόν μια πνευματική επανάσταση που θα επιφέρει την κυριαρχία της θετικής θέλησης για δύναμη, την οποία αντιπροσωπεύουν οι «δυνατοί». Ωστόσο, τόσο αυτή η σύλληψη για την επανάσταση όσο και η θέληση για δύναμη και το δυαδικό σχήμα «κατάφαση στη ζωή» και «άρνηση της ζωής» παραμένουν για μένα εξαιρετικά προβληματικά, όπως άλλωστε και το αντιδιαφωτιστικό μένος του Νίτσε –με την παντελή απαξίωση της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Είναι όμως αναπόφευκτο να ισοδυναμεί η δύναμη με την επιβολή της κυριαρχίας, δηλαδή την ανισότητα και την ανελευθερία; Με άλλα λόγια, γιατί να μη συμβαδίζει η διαφοράστη δύναμη με μια θεσμισμένη ισότητα και ελευθερία; (Με τη λέξη δύναμη δεν εννοώ φυσικά καμιά μορφή κοινωνικής, οικονομικής κτλ. δύναμης.)
O Νίτσε πίστευε όμως ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να αποδεχθούν την απώλεια τού  ασκητικού ιδεώδους και την έλλειψη εγγενούς νοήματος στην ύπαρξη, αλλά θα επιδίωκαν να αντικαταστήσουν τις απόλυτες  αξίες, ώστε  να προσδώσουν νόημα στην ζωή. Πίστευε ότι ο εθνικισμός, ο οποίος είχε αρχίσει να αναδύεται στην εποχή του, αποτέλεσε ένα τέτοιο επικίνδυνο υποκατάστατο τού θεού, όπου το έθνος-κράτος θα επενδυόταν με υπερβατική αξία και υπερβατικό σκοπό.
Κατά τον Νίτσε, ακριβώς όπως η φιλοσοφία και η θρησκεία είχαν εκφραστεί μέσω απόλυτων δογμάτων, η απολυτότητα εκφραζόταν   με ιεραποστολική θέρμη και ζήλο  και στο έθνος-κράτος. Θα εξακολουθούσε η αυταπάτη, ο σφαγιασμός των αντιπάλων και η κατάκτηση της γης, κάτω από την σημαία της παγκόσμιας  αδελφοσύνης,  της δημοκρατίας   και  τού   σοσιαλισμού. Στο σημείο αυτό η πρόγνωση τού Νίτσε είναι εξαιρετικά οδυνηρή, γιατί κάνει   ιδιαίτερα   αποκρουστικό   τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε αργότερα η θεωρία του. Λογουχάρη, δύο βιβλία είχαν μόνιμα την θέση τους   στα  σακίδια  των   Γερμανών στρατιωτών κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο: το Τάδε έφη Ζαρατούστρα και το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Είναι δύσκολο να πει κανείς  ποιος  από τους δύο συγγραφείς κηλιδώθηκε περισσότερο από αυτή την χρήση.
O Νίτσε θεωρούσε τα γραπτά του ως μάχες με τον μηδενισμό. Εκτός από την κριτική που ασκούσε στη θρησκεία, την φιλοσοφία και την ηθική, ανέπτυξε πρωτότυπες θέσεις, οι οποίες μελετήθηκαν με μεγάλο ενδιαφέρον, όπως ο προοπτισμός, η βούληση για δύναμη, η αιώνια επιστροφή και ο υπεράνθρωπος.
Η αιώνια επιστροφή
To δόγμα της αιώνιας επιστροφής το οποίο αποτελεί την βασική σύλληψη του Τάδε έφη Ζαρατούστρα θέτει το ερώτημα: «Πόσο θα ήταν διατεθειμένος ένας άνθρωπος, απέναντι στον εαυτό του και στη ζωή, να μην επιθυμεί διακαώς τίποτε άλλο παρά την απεριόριστη επιστροφή, χωρίς μεταβολές, του κάθε ενός λεπτού;».
Η «αιώνια επιστροφή» είναι μια ιδέα μυστηριώδης και ο Νίτσε με αυτήν έφερε πολλούς φιλοσόφους σε δύσκολη θέση: σκέψου δηλαδή ότι μια μέρα όλα πρόκειται να επαναληφθούν όπως ήδη τα έχουμε ζήσει και ότι ακόμα κι η επανάληψη αυτή θα επαναλαμβάνεται ασταμάτητα! Τι πάει να πει αυτός ο χωρίς νόημα μύθος;
Ο μύθος της αιώνιας επιστροφής μας λέει, αρνητικά, ότι η ζωή που μια για πάντα θα εξαφανιστεί και δεν θα ξανάρθει, μοιάζει με σκιά, ότι δεν έχει βάρος, ότι ήδη από σήμερα είναι πεθαμένη, κι ότι, όσο άσπλαχνη, όσο ωραία, όσο λαμπερή κι αν είναι, αυτή η ομορφιά, αυτή η φρίκη, αυτή η λαμπρότητα, δεν έχουν κανένα νόημα”
Στην θεωρία ή καλύτερα ‘ομοίωμα θεωρίας’ της ‘αιώνιας επιστροφής’ ο Νίτσε αναδεικνύει τη σημασία του ‘είναι του γίγνεσθαι’ και της κυκλικής του αναγκαιότητας. Ο κόσμος του Νίτσε μπορεί να θεωρηθεί ένα ομοίωμα, ένα αντίγραφο που αναπαράγεται στο διηνεκές: ‘επειδή σε κάθε στιγμή είναι επανάληψη, ομοίωμα πραγμάτων που συνέβησαν ήδη απεριόριστες φορές’. Ή όπως αναφέρεται κάπου αλλού: ‘Εάν το σύμπαν είχε μια θέση ισορροπίας, εάν το γίγνεσθαι είχε κάποιο σκοπό ή μια τελική κατάσταση, θα τα είχε ήδη πετύχει’.
Ό,τι αποκλείεται από την ‘ αιώνια επιστροφή ‘ ό,τι δεν ξαναγυρνά, είναι αυτό που προσπαθεί να τεθεί ως μοναδικό μοντέλο, ως πρωτότυπο ‘εκτός χρόνου’, ως αυτό που διακρίνει το γνήσιο από το αντίγραφο.
Υποτίθεται ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα θεωρούσαν, θα έπρεπε να θεωρούν, αυτή την σκέψη εξουθενωτική, διότι θα το θεωρούσαν ίσως δυνατόν να προτιμήσουν την αιώνια επιστροφή της ζωής τους σε μία επιδιορθωμένη εκδοχή παρά να επιθυμούν διακαώς την αιώνια επιστροφή της δυστυχίας τους. Εκείνος που θα αποδεχόταν την επιστροφή, χωρίς αυταπάτες και χωρίς υπεκφυγές, θα ήταν ένα υπεράνθρωπο ον (Ubermensch), ένας υπεράνθρωπος, που η απόσταση του από τον κανονικό άνθρωπο, κατά τον Νίτσε, είναι μεγαλύτερη από την απόσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον πίθηκο. Οι σχολιαστές διαφωνούν ακόμη ως προς το εάν υπάρχουν ειδικά χαρακτηριστικά τα οποία προσδιορίζουν τον άνθρωπο ο οποίος ενστερνίζεται την αιώνια επιστροφή.
H επίδραση του Νίτσε
O Νίτσε έγραψε κάποτε ότι μερικοί άνθρωποι γεννιούνται μετά τον θάνατο τους και αυτό ασφαλώς ισχύει στην περίπτωση του. H ιστορία της φιλοσοφίας, της θεολογίας και της ψυχολογίας τού 20ού αιώνα δεν νοείται χωρίς αυτόν. Πολλά, λογουχάρη, του οφείλει το έργο των Γερμανών φιλοσόφων Μαξ Σέλερ, Καρλ Γιάσπερς και Μάρτιν Χάιντεγκερ, καθώς και εκείνο των Γάλλων φιλοσόφων Αλμπέρ Καμύ, Ζακ Ντεριντά  και Μισέλ Φουκώ.
O υπαρξισμός  και ο αποικοδομητισμός (deconstructionism), ένα κίνημα της φιλοσοφίας και της λογοτεχνικής κριτικής, αντλούν πολλά στοιχεία από το έργο του. Ο Martin Buber,   ο   μεγαλύτερος   στοχαστής τού ιουδαϊσμού τον 20ό αιώνα, θεωρούσε τον Νίτσε ως μία από τις τρεις πιο σημαντικές επιδράσεις που δέχθηκε στη ζωή του και μετέφρασε στα Πολωνικά το πρώτο μέρος τού Ζαρατούστρα. Βαθιά ήταν η επίδραση που άσκησε στους ψυχολόγους Άλφρεντ Άντλερ και Καρλ Γιουνγκ, όπως και στον Ζήγκμουντ Φρόυντ, ο οποίος είπε ότι ο Νίτσε διέθετε μία αντίληψη για τον εαυτό του που ήταν διεισδυτικότερη   από  οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου που είχε ζήσει ή θα ζήσει ποτέ.
Μυθιστοριογράφοι όπως ο Τόμας Μαν, ο Χέρμαν Έσε, ο Αντρέ Μαλρώ, ο Αντρέ Ζιντ  και ο Τζων Γκάρντνερ εμπνεύστηκαν από το έργο του και έγραψαν γι’ αυτόν, όπως επίσης, ανάμεσα σε άλλους, οι ποιητές και δραματουργοί Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, Ράινερ Μαρία Ρίλκε. 
O Νίτσε ανήκει σίγουρα στους φιλοσόφους με την μεγαλύτερη επίδραση που έζησαν ποτέ. Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην πρωτοτυπία του, αλλά και στο γεγονός ότι ήταν ο πιο λαμπρός χειριστής της γερμανικής γλώσσας στον πεζό λόγο.
Κυριότερα έργα: H γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής (ελληνική μετάφραση N. Καζαντζάκη, 1965), H φιλοσοφία κατά τους τραγικούς χρόνους των Ελλήνων, Η χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883-1885), Πέραν του καλού και του κακού (1886), Γενεαλογία της ηθικής, Η περίπτωση Βάγκνερ (1888), Το λυκόφως των ειδώλων (1889), Ο Αντίχριστος (1895), Ιδέ ο άνθρωπος.
Η πολυτάραχη ζωή του
Ο πατέρας του ήταν λουθηρανός πάστορας, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη ενός πάστορα. ήταν δε το νεότερο από τα παιδιά της οικογένειας αυτής. Ο Νίτσε από τα παιδικά του χρόνια έγραφε ποιήματα και μικρά θεατρικά έργα, μέρος των οποίων φρόντιζε να φυλάσσει η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ταξινόμησε τα ποιήματά του σε περιόδους.
Αν και από νωρίς υπήρχε η γενικευμένη αντίληψη πως επρόκειτο να γίνει κληρικός, ο Νίτσε σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί τον Χριστιανισμό και περίπου το φθινόπωρο του 1862 είχε απορρίψει οριστικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σκεπτόμενος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική, αλλά ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Παράλληλα, γράφτηκε στο θεολογικό τμήμα του πανεπιστημίου με διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με τη φιλολογική κριτική του Ευαγγελίου και τις πηγές της Καινής Διαθήκης, γεγονός που είναι μάλλον ενδεικτικό των θρησκευτικών αμφιβολιών του, αλλά και της αδυναμίας του να ομολογήσει στην οικογένειά του πως δεν επιθυμούσε να γίνει ιερέας. Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές μέχρι το Πάσχα του 1865, περίοδο κατά την οποία απέρριψε οριστικά τη θρησκευτική πίστη, με επιχειρήματα που αποτυπώνονται και σε επιστολή του προς την αδελφή του, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά:
    «Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ’ αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας […] Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.»
Το 1869 το Πανεπιστήμιο της Λειψίας του απένειμε τον τίτλο του διδάκτορα χωρίς εξετάσεις ή διατριβή, με βάση τα δημοσιεύματά του, και το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας τον εξέλεξε έκτακτο καθηγητή της Κλασικής Φιλολογίας. Τον επόμενο χρόνο ο Νίτσε έγινε Ελβετός υπήκοος και προήχθη σε τακτικό καθηγητή.
Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, ο αμείωτος ενθουσιασμός του για τον Σοπενχάουερ, ο θαυμασμός του για το έργο του Βάγκνερ και οι φιλολογικές σπουδές και μελέτες του συνδυάστηκαν για την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο Η Γέννηση της Τραγωδίας (1872).
Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με τον γενικό τίτλο Ανεπίκαιροι Στοχασμοί. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονταν γενικότερα τον σύγχρονο γερμανικό πολιτισμό, εστιάζοντας στο έργο του Νταβίντ Στράους στην κοινωνική αξία της ιστοριογραφίας, στον Σοπενχάουερ και τέλος στον Βάγκνερ .
Για τον Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Βάγκνερ αποτελούσαν φωτεινά παραδείγματα για την ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμικού κινήματος που συνέδεε τη μουσική, τη φιλοσοφία και την κλασική φιλολογία.
Το επόμενο διάστημα, η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά: υπέφερε από ημικρανίες, που οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του, γεγονός που τον ανάγκασε τελικά να υποβάλει παραίτηση από το πανεπιστήμιο, στις 2 Μαΐου του 1879, καθώς αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.
Απελευθερωμένος από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις, ο Νίτσε πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας συχνά σε πόλεις της Ελβετίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας και αναζητώντας κάθε φορά ένα αναζωογονητικό κλίμα που θα βοηθούσε να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του.
Ο τελευταίος χρόνος της διανοητικής διαύγειας του Νίτσε, το 1888, υπήρξε περίοδος σε υπέρτατο βαθμό παραγωγική. Έγραψε και εξέδωσε το Η περίπτωση Βάγκνερ. Επίσης, έγραψε μία σύνοψη του φιλοσοφικού του συστήματος και τα έργα Το λυκόφως των ειδώλωνΟ ΑντίχριστοςΝίτσε εναντίον Βάγκνερ και Ίδε ο Άνθρωπος, ένα διαλογισμό γύρω από τα έργα του και την προσωπική του αξία. Το Λυκόφως των ειδώλων κυκλοφόρησε το 1889, Ο Αντίχριστος και το Νίτσε εναντίον Βάγκνερ είδαν το φως μόλις το 1895.
Ο Νίτσε λίγο πριν τον θάνατό του (Μάιος 1899)
Στις 3 Ιανουαρίου του 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά. Τις επόμενες ημέρες απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν επίσης την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος». Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα σε κλινική της Ιένας, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλούνταν δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ’, συνοδευόμενες συχνά από βίαιες συμπεριφορές.
Μετά τον θάνατό της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία. Τα συμπτώματά του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο της ιδιαίτερης πατρίδας του, Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή λουθηρανική τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.
Ο Αδόλφος Χίτλερ πάτησε πάνω στα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει τη θεωρία του εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον Υπεράνθρωπο (Τάδε έφη Ζαρατούστρα), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απανθρωπότερο. Εξάλλου και ο ίδιος ο Nietzsche προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευτούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν».
Όταν πέθανε στα 1900 όμως, μόνος και τρελός, είχε την πεποίθηση ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο. Αυτά που είπε στους ανθρώπους τα παρομοίαζε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη. Ήταν ριζωμένη βαθιά στη συνείδησή του η αδυναμία κατανόησης των «ασμάτων» του από τους άλλους: "Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε ‘Κατάρα του Τροβαδούρου’;"
Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος δε σταμάτησαν ποτέ να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε για το τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου».
Λόγια του Φρίντριχ Νίτσε
  * «Ένας δυνατός και συγκροτημένος άνθρωπος χωνεύει τις εμπειρίες του, όπως και τα επιτεύγματα και τα παραπτώματά του, όπως χωνεύει το κρέας, ακόμα κι όταν αναγκάζεται να καταπιεί μερικά σκληρά κομμάτια.»  
  * «Η κοιλιά είναι ο λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος δεν νομίζει εύκολα πως είναι θεός»  
  * «Όταν χαιρετώ έναν θρησκομανή, αισθάνομαι την ανάγκη να πλύνω τα χέρια μου.»   
  * «Το χρυσό θηκάρι της συμπόνιας κρύβει κάποτε το λεπίδι της ζηλοφθονίας.»  
  * «Δύο πράγματα θέλει ο άντρας, κινδύνους και παιχνίδια. Γι’ αυτό ζητάει τη γυναίκα, γιατί είναι το πιο επικίνδυνο παιχνίδι.»  
  * «Μια μικρή εκδίκηση είναι ανθρωπινότερη από καθόλου εκδίκηση.»  
  * «Ο άντρας πρέπει να είναι γυμνασμένος για τον πόλεμο και η γυναίκα για το ξεκούρασμα του πολεμιστή. Όλα τ’ άλλα είναι τρέλα.»  
  * «Στο μίσος και στον έρωτα η γυναίκα είναι περισσότερο βάρβαρη από τον άντρα.»  
  * «Ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και τον υπεράνθρωπο, ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο.»  
  * «Κι αν ακόμα ένας άνθρωπος έχει ακλόνητη πίστη, μπορεί να εμπλακεί στη γοητεία της αμφιβολίας.»
Πηγές: wikipedia, Ελευθεροτυπία, Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάννικα

Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

Κώστας Γιαννόπουλος: Νίτσε- Ο ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΟΣ

  ”Μόνο η μεθαυριανή μέρα μού ανήκει. Μερικοί γεννιούνται μεταθανάτια”. Νά μια αλαζονική φράση που μοιάζει να μη διαφέρει και πολύ από την άποψη εκείνη του Βαλερύ, πως μερικοί άνθρωποι ζουν την επίγεια ζωή τους ως πρόλογο σε μια σταδιοδρομία χωρίς τέλος.
Ο Ρούντολφ Στάινερ έγραψε πως ο Νίτσε πίστευε πως ”δεν θα πεθάνει ποτέ, αλλά θα ατένιζε αιώνια την ανθρωπότητα και όλο τον αισθητό κόσμο”.
   Άλλωστε ήταν γνωστό πως προτιμούσε την αιωνιότητα από την σεξουαλική επιθυμία. Ο Φρόυντ τον χαρακτήρισε ηθικολόγο που δεν μπόρεσε να αποβάλει τον θεολόγο. Ο βιογράφος του Ρόναλντ Χάιμαν θεωρεί πως ο Νίτσε, όπως και ο Κάφκα, ήταν ένας θρησκευόμενος άθεος.
       Ας δούμε την θρυλική απόφανσή του για τον θάνατο του θεού με ορισμένα από τα συμφραζόμενά της:
   ”Ακόμα και οι θεοί σαπίζουν! Ο θεός είναι νεκρός! Ο θεός έχει μείνει νεκρός! Εμείς τον σκοτώσαμε! Με ποιον τρόπο θα καταφέρουμε να παρηγορηθούμε, εμείς οι πιο αισχροί από όλους τους φονιάδες”. Και κυρίως πώς θα καταφέρουμε να επιζήσουμε πνευματικά και ηθικά σ’ αυτόν τον σκοτεινό κόσμο που η παρουσία του θεού έπαψε να φωτίζει.
  ”Η ηθική προσφέρει στον φιλόσοφο την αποφασιστική μαρτυρία για το ποιος είναι – δηλαδή σε ποια ιεραρχική σειρά βρίσκονται οι πιο εσώτερες ορμές της φύσης του.” Και ακόμα κάτι συναφές:
”Τίποτα δεν μπορεί να οριστεί επακριβώς, αν δεν έχει ιστορία.” Ο καθένας έχει την δική του και η φιλοσοφία την δική της, όπως οι μάζες την δική τους.
       Ο Νίτσε ήταν φιλάσθενος και κάθε τόσο πάθαινε ενός είδους νευρική κατάρρευση, γι’ αυτό είχε σκαρφιστεί μια θεωρία που υποστήριζε πως ο άρρωστος ξέροντας πολύ καλά τι στερείται, τι του λείπει σε σχέση με τον υγιή, είναι κατάλληλος να γράψει για την υγεία. Έγραψε λοιπόν γι’ αυτήν, αλλά και για την ασθένεια αυτοπαρατηρούμενος και αυτοενδοσκοπούμενος.  
   Έγραψε για τον μύθο και για την αλήθεια. Διαμαρτυρήθηκε ενάντια σε κάθε είδους δουλεία, είτε της λογικής είτε της ηθικής είτε της οικογένειας είτε του κράτους είτε των θεσμών.
     Έγραψε ακόμα για την ένδεια των περιεχομένων, την κενότητα των αποδείξεων χρησιμοποιώντας την προβληματική της άρνησης, την διαλεκτική της αντίφασης. Εν ολίγοις, έφτασε στα όρια της σκέψης χωρίς να συναντήσει κάποιο όριο, αναγνωρίζοντας πως το να απαρνιέσαι τις ευκολίες που προσφέρει το δυνατό δεν σημαίνει πως σκέφτεσαι αναγκαστικά το αδύνατο, αλλά ότι δέχεσαι σαν προϋπόθεση της σκέψης την καταστροφή αυτής της προϋπόθεσης.
       Οι ιδέες του οδήγησαν τον Ρίλκε, τον Κάφκα, τον Μούζιλ, τον Γκόντφριντ Μπεν, τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, τον Φρόυντ, τον Άντλερ, τον Γιουνγκ, τον Τόμας Μαν και τον Στέφαν Τσβάιχ. Ενώ από την άλλη μεριά των συνόρων ο Λωτρεαμόν, ο Μοντερλάν, ο Ζιντ, ο Μπέρναρ Σω, Ντ. Χ. Λώρενς, ο Ντριέ λα Ροσέλ,  του είναι βαθύτατα υπόχρεοι.
   Πρώτος αυτός άνοιξε τον δρόμο στο παράλογο, για να το διατυπώσει στην περί το παράλογο φιλοσοφία του ο Καμύ. Και ο Μπέκετ, στο έργο του οποίου μια συνείδηση ενδοσκοπούμενη διαλέγεται με τον εαυτό της, προεικονίζεται στο έργο του Νίτσε.
Λίγο μετά το 1860, όταν η βασιλεία του εγελιανού ιδεαλισμού άρχισε να υποχωρεί, όπως επισημαίνει σε κείμενό του ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, και η επίδραση του Καντ να περιορίζεται, και την στιγμή που η θετικιστική σκέψη καταλάμβανε την θέση των απερχομένων, ο Μπερξόν με την διαίσθηση να ψηλαφεί τα ”εσωτερικά τοιχώματα της πραγματικότητας” και ο Χούσερλ ανοίγουν τον δρόμο σε εκείνους ακριβώς που θα επισημάνουν τον βασικό παραλογισμό της ζωής: Κίργκεγκορ, Ντοστογιέφσκι, Νίτσε και λίγο αργότερα: Χάιντεγκερ, Σαρτρ, Γιάσπερς. Όλοι αυτοί με προεξάρχουσα μορφή εκείνη του Νίτσε ανέλαβαν την ριζική κριτική της δυτικής φιλοσοφίας όπως τους παραδόθηκε. Το κόστος που πλήρωσε ο Νίτσε ήταν η τρέλα, γιατί διακινδύνευσε και το μυαλό και το σώμα του.
  Η θέση του Νίτσε στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας είναι σκανδαλώδης. Ίσως και ο ίδιος δεν είναι άμοιρος του σκανδάλου, αφού χρησιμοποιώντας λέξεις – σφυριά στράφηκε εναντίον των πάντων προσπαθώντας, αν όχι να τα καταστρέψει, πάντως να τα ανασκευάσει, να τα ανασυστήσει, να τ’ αλλάξει. Επιτέθηκε στην αυστηρότητα της επιστήμης, αποκάλυψε το στυγερό πρόσωπο της εξουσίας, αλλά παρ’ όλα αυτά του χρέωσαν την Γερμανία, όχι μόνο του Κάιζερ αλλά και του Χίτλερ. Τον χαρακτήρισαν μηδενιστή, ενώ αυτός προσδοκούσε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο από αυτόν που γνώρισε.
   Μίλησε για την καταπίεση της γλώσσας κι έφτασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του – χρόνια της τρέλας – να βγάζει μόνο άναρθρες κραυγές. Και δεν καταλάβαινε τίποτε από το βιβλίο που είχε μπροστά στα μάτια του. Είναι ζήτημα αν διάβαζε τον αριθμό της σελίδας της ίδιας πάντα, αφού δεν φυλλομετρούσε τις σελίδες του.
    Όσο σπουδαίο υπήρξε το έργο του, τόσο τερατώδης ήταν η τρέλα μέσα στην οποία βούλιαξε ακολουθώντας ίσως την πλατωνική ρήση ” τα μέγιστα των αγαθών γίγνεται διά μανίας”.
  Φυσικά, άνθρωπος παθιασμένος όπως ήταν, διονυσιακός, δεν μπόρεσε να την ελέγξει ούτε να την χειριστεί δημιουργικά όπως όταν ήταν νέος – εκεί γύρω στα 24 χρόνια του – όταν έγραφε:
”Αυτό που με τρομάζει περισσότερο δεν είναι η τρομακτική μορφή πίσω από την καρέκλα, αλλά η φωνή της. Δεν με τρομάζουν τα λόγια, αλλά ο τρομερά άναρθρος κτηνώδης τόνος αυτής της μορφής. Ειλικρινά δεν ξέρεις πόσο εύχομαι να μιλούσα σαν άνθρωπος.” Δεν ξέρουμε αν η τρέλα που τον επισκέφθηκε οφείλεται στην σύφιλη, αν και ένας γιατρός που τον κούραρε στα τελευταία του χρόνια διέγνωσε την τρομερή αυτή ασθένεια από τα έγχρωμα στίγματα στην μεμβράνη του κρυσταλλοειδούς φακού και την ανύπαρκτη αντίδραση της κόρης του ματιού του στο φως. Ένας ομοιοπαθής και σύγχρονός του, ο Γκυ Ντε Μωπασάν, γράφει σ’ ένα διήγημα το 1883 κάτι που θυμίζει πολύ το κείμενο του Νίτσε: ”Φοβάμαι τους τοίχους, τα έπιπλα, τα αντικείμενα του σπιτιού που ζωντανεύουν για μένα, μ’ ένα είδος σαρκικής ζωής. Φοβάμαι προπαντός την φοβερή σύγχυση της σκέψης μου, του λογικού μου που μου ξεφεύγει ταραγμένο, διασκορπισμένο από μια μυστηριώδη και αόρατη αγωνία”.
 
    Ο Νίτσε γεννήθηκε στο Ρέκεν της Πρωσικής Σαξωνίας στις 15 Οκτωβρίου του 1844, 2 χρόνια πριν την αδερφή του και 4 πριν τον αδερφό του. Ο πατέρας του είχε διοριστεί εφημέριος από τον Βασιλέα της Πρωσίας Φρειδερίκο Γουλιέλμο IV, αλλά είχε την ατυχία να τον χάσει στα πέντε του χρόνια και είχε την ακόμη μεγαλύτερη ατυχία να ανατραφεί ώς και τα 14 του χρόνια στο ασφυκτικό περιβάλλον που αποτελούσαν μόνο γυναίκες. Η μητέρα, 23 μόλις ετών – τον γέννησε στα 18 της χρόνια – η αδερφή του, δύο ανύπαντρες θείες και μια υπηρέτρια ηλικιωμένη. Γυναίκες όλων των ηλικιών σχημάτιζαν γύρω του έναν χορό που τον καταπίεζε εξίσου με τον κόσμο που θα απέρριπτε αργότερα. Ωστόσο ο ίδιος μιλάει για ευτυχισμένα παιδικά χρόνια και για τις στοργικές γυναίκες που τον περιτριγύριζαν. Παρ’ όλα αυτά, όταν νευρίαζε, έπεφτε κάτω και χτυπιόταν, ενώ πάθαινε κρίσεις επιληπτικής μορφής.
  Όλοι υπέθεταν πως θα γινόταν πάστορας σαν τον πατέρα του, του οποίου την απώλεια αδυνατούσε να ξεπεράσει, νομίζοντας πως τον τραβούσε μαζί του στον κάτω κόσμο. Γι’ αυτό απέκτησε την συνήθεια να διαλογίζεται σε μεγάλο υψόμετρο.   
       Στα 16 του, όταν πια έχει βγει απ’ το καβούκι της οικογένειας, αρχίζει να γράφει ένα ορατόριο, να συντάσσει ένα δοκίμιο για τον Χαίλντερλιν κι ένα άλλο για το πεπρωμένο και την ιστορία. Μεγαλώνοντας, θα διαπιστώσει πως για όποιον και να γράψει, τον Ιησού, τον Σωκράτη ή τον Βάγκνερ, γράφει για τον εαυτό του. ”Είμαι όλα τα πρόσωπα της ιστορίας” δηλώνει στο ”Πέρα από το καλό και το κακό”.
       Το 1864 αρχίζει σπουδές θεολογίας, αλλά αρνείται να μεταλάβει, ενώ παίρνει μέρος σε μονομαχία και συνεχίζει τις σπουδές του  στην κλασική φιλολογία.
       Το 1867 κατατάσσεται στο πυροβολικό, ενώ τραυματίζεται στην ιππασία. Συντάσσει ένα δοκίμιο για τον Καντ και στα 25 του χρόνια, (1869), διορίζεται καθηγητής στην Βασιλεία και γίνεται Ελβετός υπήκοος.
(”Δεν θυμάμαι να προσπάθησα ποτέ μου για τίποτα. Σ’ όλη την διαδρομή της ζωής μου άδικα θα ψάξει να βρει κανείς έστω ένα μοναδικό ίχνος αγώνα. Είμαι το αντίθετο μιας ηρωικής φύσης. Η ‘’θέληση’’ για κάτι, η ”επιθυμία”, η τάση που κατευθύνεται σ’ έναν ”σκοπό”, σ’ έναν ”πόθο”, όλα αυτά δεν μου τα ’μαθε η πείρα.  Έτσι έζησα πάντα, δίχως ‘’πόθο”).  
    1871, γράφει το περίφημο η ”Γένεση της τραγωδίας”, διατυπώνοντας την αιρετική του γνώμη για τον αρχαίο κόσμο, η οποία τον οδήγησε μαζί με τον Διόνυσο να υπερβεί το προσωπικό στοιχείο και τελικά να ταυτιστεί με τον θεό, του οποίου το όνομα χρησιμοποιούσε για να υπογράφει τις επιστολές του. Στην Γένεση της φιλοσοφίας με έμφαση επισημαίνει πως ”όλα τα φιλοσοφικά συστήματα είναι ξεπερασμένα, οι Έλληνες ακτινοβολούν με μία λάμψη μεγαλύτερη από ποτέ, κυρίως οι Έλληνες πριν από τον Σωκράτη (…) οι παλιοί φιλόσοφοι, οι Ελεατικοί, ο Ηράκλειτος, ο Εμπεδοκλής είναι φιλόσοφοι τραγικοί. Η θρησκεία των ορφικών είναι τραγική. Ας μην νομίσουμε πως ο Φειδίας και ο Πλάτωνας θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς την τραγωδία.
Εμπεδοκλής, ο τραγικός άνθρωπος στην καθαρή του μορφή. Ρίχνεται στην Αίτνα… από ανάγκη να μάθει. Επιζητούσε την τέχνη και δεν βρήκε παρά την γνώση. Η γνώση όμως δημιουργεί τους Φάουστ’’.
   Φιλία με τον Βάγκνερ. Δίνει διαλέξεις από     μνήμης. Προβλήματα με τα μάτια του.
  Το 1879 αρχίζουν οι κρίσεις, οι ισχυροί πονοκέφαλοι, οι εμετοί και οι κολικοί εντείνονται. Παραιτείται από το Πανεπιστήμιο.
   Το 1881 συλλαμβάνει τον Ζαρατούστρα (”Το παιδί είναι αθωότητα και ξεχασιά, ένα ξαναρχίνισμα, ένα παιχνίδι, μια ρόδα που γυρίζει, μια πρώτη κίνηση, μια άγια κατάφαση”)  και την ιδέα της ”Αιώνιας Επιστροφής”.
  Ρήξη με τον Βάγκνερ. Συναντά την Λου Σαλομέ στην Ρώμη.
   Ταξιδεύει: Νίκαια, Βενετία, Ζυρίχη, Τορίνο. Ανεβοκατεβαίνει στο Ζιλς – Μαρία.
    Ο Γκέοργκ Μπραντές αρχίζει μια σειρά διαλέξεων για τον Νίτσε στην Κοπεγχάγη.
1888, το ”Λυκόφως των ειδώλων”, ο ”Αντίχριστος”. 
    Ενώ γιορτάζει τα 44 γενέθλιά του, γράφει το ‘’Ίδε ο άνθρωπος”.
       Στις 3 Ιανουαρίου 1889 καταρρέει: ”Καταμεσής του δρόμου μαστιγώνουν ένα άλογο. Ο Νίτσε ορμάει στο λαιμό του, για να καταρρεύσει την άλλη κιόλας στιγμή. Ο σπιτονοικοκύρης του τον πάει στην κάμαρή του. Κοιμάται σαράντα οκτώ ώρες χωρίς διακοπή”. Ξυπνάει θεός, εσταυρωμένος, Διόνυσος, φονιάς μιας πόρνης – ”έχει γίνει όλα τα πρόσωπα της ιστορίας” –  Τι φταίει; Ίσως η ρήξη ενός ήρεμου πνεύματος που έφτασε ώς τα άκρα του εαυτού του, πέρα απ’ το καλό και το κακό. Λίγο πριν, την ίδια χρονιά, αφήνει προσχέδια του έργου του ”Θέληση για δύναμη”, που η αδερφή του, θεματοφύλακας του αρχείου του, παραποιεί ασύστολα. Για έντεκα χρόνια, ώς τον θάνατό του, ζει βυθισμένος στην παραφροσύνη, και το έργο του στο έλεος της αδερφής του, η οποία το προσαρμόζει στην ολοκληρωτική ιδεολογία από την οποία εμφορείται. Στέλνει τον χλευαστή του αυταρχισμού στην αγκαλιά του ναζισμού και του αντισημιτισμού. Αμαυρώνει το έργο χωρίς κιόλας να το κατανοεί. Επιδεικνύει τον άρρωστο αδερφό της σε επισκέπτες που πληρώνουν για να  δουν το ‘’άψυχο πλαδαρό πρόσωπό του, τις ρυτίδες που υπέσκαψαν την θέλησή του, την κουρασμένη του έκφραση, τα κέρινα χέρια του με τις πράσινες και μωβ φλέβες ελαφρά πρησμένα όπως τα χέρια ενός πτώματος’’.
    Ο Νίτσε πεθαίνει στις 20 Αυγούστου του 1900 σε ηλικία 56 ετών. Ο εικοστός αιώνας – ιδίως το δεύτερο μισό του – θα αποκαθάρει το έργο του και θα φανερώσει το μεγάλο του εύρος.
  Στην Ελλάδα τον εισάγει ο Νίκος Καζαντζάκης που όχι μόνο τον μεταφράζει, αλλά και τον ενσωματώνει στο έργο του.
   Με το όνομά του Nitzsche=Nichts, δηλαδή τίποτα, παραπέμπει στο μη υπάρχον, αλλιώς μηδέ – εν=μηδέν. Αν και, όπως εξηγεί ο Κωστής Παπαγιώργης, μηδενιστική φιλοσοφία δεν υπάρχει και εμείς θα λέγαμε πως απέναντι στο μηδέν στέκει το άπειρο και απέναντι στην διαστρέβλωσή του παραμένει η φιλοσοφική του σκέψη και περιμένει να την δεξιωθούμε. Σίγουρα δεν προσφέρεται σε μια πρώτη και επιπόλαιη ανάγνωση (ο ίδιος έλεγε ότι παραδεχόταν μόνο την γραφή από αίμα και δεχόταν πως είναι δύσκολο να γνωρίσεις το αίμα του άλλου και αποστρεφόταν τον τεμπέλη αναγνώστη).
 Όπως λέει ο Ζαν Μισέλ Μπενιέ στην ‘’Ιστορία της νεωτερικής και σύγχρονης φιλοσοφίας’’: ”Ο φιλόσοφος έζησε και πέθανε, αλλά ο κόσμος μας ακόμα δεν ησύχασε”.
——————————————————

Ρόναλντ Χάιμαν, ”Νίτσε η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυΐας”, Εκδ. Νεφέλη, 2005
Ρόναλντ Χάιμαν, ”Οι φωνές του Νίτσε”, Εκδ. Ενάλιος, 2001
Ζανί Ντελώμ (εισαγωγή-επιμέλεια)”Νίτσε” Εκδ. Πλέθρον, 1985
Περιοδικό Διαβάζω τ.χ. 91, 4-4-84 Αφιέρωμα στον Νίτσε
Ζαν – Μισέλ Μπενιέ, ”Ιστορία της Νεωτερικής και Σύγχρονης Φιλοσοφίας”, Εκδ. Καστανιώτης, 2001 και
Κωστής Παπαγιώργης, ”Τρία μουστάκια”, ”Ψιχία Μηδενισμού”. Εκδ. Καστανιώτης, 2006