Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σικελιανός Άγγελος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σικελιανός Άγγελος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Άγελος Σικελιανός - Ελληνικός Νεκρόδειπνος



(Ω Διόνυσε - Άδη, θείε μου παραστάτη!)


Καρτερούσαν οι φίλοι μου ν' ακούσουν

 νέα φλογερά τραγούδια ν' ανατείλουν

στα χείλη μου, όπως ξέρανε από πάντα 

την αρτηρία του λόγου μου να σφύζει 

σαν πύρινο ποτάμι, κι όπως μ' είχαν 

σε μακρινό τραπέζι καλεσμένο

έξω απ' τη χώρα, σε μεγάλο δώμα, 

μ' ανοιχτά τα παράθυρα σε κήπους βαθιούς και μ' όλα απάνωθέ τους τ' άστρα...


Και με ρόδα είχαν άλικα στολίσει

το λινό μες στη μέση απ' τα κρουστάλλια·

και στεφάνια εκρεμάσανε στους τοίχους, 

οπού ευωδιές λιγωτικές αφήναν· 

και σ' ασημένιους μέσα κεροστάτες 

κεριά είχαν αναμμένα, που, στη λίγη

 τ' αέρα πνοή, τις φλόγες τους λυγίζαν

 μακριές, εδώ κι εκεί, χωρίς να σβήνουν... 

Κι αμίλητοι γευόμαστε μπροστά μας 

το λιτό δείπνο, τι άθελά μας όλοι

 την ίδια σκέψη εκλώθαμεν... Αλλ' όταν 

ανοίχτη ομπρός μας το κρασί το μαύρο 

που φίλος επιστήθιος το 'χε φέρει

 για μένα, αδρό γιατ' ήταν κι ευωδούσε

 σαν του Διονύσου το χυμένον αίμα, 

γυρίζοντας εκείνος προς εμένα 

τρανό ποτήρι ξέχειλο, με το ίδιο

καλώντας με όνομά μου: «Άγγελε,» μου 'πε, 

«αν τώρα θες, δώσε φωνή στη νύχτα...»



Και τότ' εγώ: «Στη νύχτα τούτη, φίλε,

 ζητάς φωνή να δώσω, π' όπως το ίδιο 

ποτήρι που κρατάς, ώς το στεφάνι 

γεμάτο, λες το σύνορο έχει βάλει 

στις ψυχές μας το ακρότατον, οπού 'ναι 

το σύνορο της ίδιας σιωπής μας; 

Πες· ποιός εγνοιάστη ετούτο το τραπέζι, 

ή στάθηκε αποπάνω ιεροφάντης

να το στολίσει, κι είναι σα μεράδι 

του Πλούτωνα ιερό, σαν πυργωμένος 

ερημικός νεκρόδειπνος οπού όλων

 μπροστά του η σκέψη καίει και λειτουργάει 

μνημόσυνο βαθιά της; Τι, όπως σ' ένα 

σπειρί σταριού το φτερωτό μυρμήγκι 

πέφτει φουσάτο απάνω του, παρόμοια 

λογιάζω έχουν κυκλώσει αυτό το δείπνο 

ψυχές νεκρών, που μέσα μας ξυπνάνε, 

ψυχές αντρών που εμείς κι η αιώνια νύχτα 

βαθιά έχουμε τ' αχνάρι τους κρατήσει, 

σαν, πιο ψηλά απ' τη βίγλα του θανάτου,

 ανηφορούσαν σιωπηλοί στα βράχια

να πιουν στου θάρρους την πηγή·  μα κι άλλες 

παλιές ψυχές αρίθμητες, μα κι άλλες

 πολλές ψυχές τη νύχτα οπού γεμίζουν 

—τι τώρα είν' πιότεροι οι νεκροί κι απ' όλους 

της γης τους ζωντανούς, που από τη ζέστα

 της σιωπηλής καρδιάς μας τραβηγμένες, 

καθώς οι πεταλούδες απ' τις φλόγες 

τραβιώνται των κεριών, να ξεκινάνε 

τις νιώθω από παντού, κι αφήσετε τις 

να φτάσουνε ώς εδώ, ν' απλοχερίσουν

 αόρατες σε τούτο το τραπέζι

του Πλούτωνα, σ' αυτό τον πυργωμένο 

νεκρόδειπνον, ω φίλοι· αφήσετέ τις 

να 'ρθουν εδώ σ' εμάς, να γίνουμ' ένα... 

Κι απ' το ποτήρι, φίλε, που μου δίνεις 

γεμάτο ώς το στεφάνι και που, αν σκύψω 

την όψη μου βαθιά του, απ' άλλο κόσμο 

λογιάζω πως τη βλέπω αντισταλμένη,

 κι απ' το κρασί που το 'φερες για μένα, 

γιατ' είν' αδρόν, ω φίλε, κι ευωδάει 

σαν του Διονύσου το χυμένον αίμα, 

ας μεταλάβουμε όλοι, σάμπως μύστες

 παλιοί απ' τ' Αγαθοδαίμονα το μέγα

το κύπελλο, βαθιά σιωπή κρατώντας

ώς στη στιγμή (κι ας μην αργήσει, ω φίλοι!) 

που θα μουγκρίσουν άξαφνα οι δυνάμεις 

βαθιά μας του Θεού, κι ο μυκηθμός του,

 πιο από σεισμού βοή, θα σκώσει αντάμα 

φουσάτο, ζωντανούς και πεθαμένους, 

σε θείο γιουρούσι... Κι όσο για τα νέα, 

τα φλογερά που θέλατε τραγούδια

ν' ακούστε από τα χείλη μου, θα 'ρτούνε 

στην ώρα τους κι αυτά...»

                                                 Έτσι είπα· κι όλοι,

σαν ένιωσαν καλά το τί ζητούσα 

κι απ' το κρασί γευτήκανε, κι απ' όλους

 στερνός, σαν ο ιερέας που καταλύει 

το δισκοπότηρο μες στ' Άδυτο, ήπια

 κι εγώ ώς στην ύστερη τη στάλα, μόνοι

 το βήμα μας τραβήξαμεν αγάλι -

ενώ ένα ένα τα κεριά σβηνόνταν 

προς τ' ανοιχτά παράθυρα όπου, μαύρος

 έναστρος τώρα ωκεανός η νύχτα,

βουβούς μας κράτας μέσα στον παλμό της...


Μα στα σκοτάδια μέσα κι αν κανένας 

πια δε μιλούσε, από βαθιά μας όλων 

προς το ζόφο και τ' άστρα ανηφορούσε 

μιαν ίδια ευχή και γνώμη: «Εισάκουσέ μας!

 Ο Διόνυσε - Άδη, θείε μας παραστάτη

 συγκράτα τις καρδιές μας με το μαύρο 

του πόνου σου κρασί· δυνάμωνε τις· 

προφύλαξέ τις άγγιχτες, για κείνη 

την ώρα, π' ανεπάντεχα η κραυγή σου,

πιο από σεισμού βοή, θα μας σηκώσει,

με τους νεκρούς μαζί, στο θείο γιουρούσι!»


(Φιλολογικά Χρονικά, Νοέμ.-Δεκ. 1945 [Ακριτικά, Μάιος 1942])


Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Άγγελος Σικελιανός - Παν

Στα βράχια του έρμου ακρογιαλιού και στης τραχιάς χαλικωσιάς

                                  τη λαύρα,

το μεσημέρι, όμοιο πηγή, δίπλα από κύμα σμάραγδο,

                                  τρέμοντας όλο, ανάβρα


Γαλάζια τριήρη στο βυθόν, ανάμεσα σ’ εαρινούς αφρούς,

                                  η Σαλαμίνα,

και της Κινέτας, μέσα μου κατάβαθος ανασασμός,

                                  πεύκα και σκίνα.


Το πέλαγο έσκαγ’όλο αφρούς και, τιναχτό στον άνεμο,

                                  ασπροβόλα,

την ώρα που τ’ αρίφνητο κοπάδι των σιδέρικων

                                  γιδιών ροβόλα.


Με δυό σουρίγματα τραχιά που κάτουθε το δάχτυλο

                                  απ’τη γλώσσα

βάνοντας βούιξ’ ο μπιστικός, τα μάζωξ’ όλα στο γιαλό,

                                  κι ας ήταν πεντακόσα!


Κι όλα εσταλιάσανε σφιχτά τριγύρ’ απ’ τα κοντόθαμνα

                                  κι απ’ το θυμάρι,

κι ως εσταλιάσανε, γοργά, τα γίδια και τον άνθρωπο

                                  το κάρωμα είχε πάρει.


Και πια, στις πέτρες του γιαλού κι απάνου απ’ των σιδέρικων

                                  γιδιών τη λάβρα,

σιγή˙ κι ως από στρίποδα, μέσα απ’ τα κέρατα, γοργός

                                  ο ήλιος καπνός ανάβρα.


Τότε είδαμε –άρχος και ταγός– ο τράγος να σηκώνεται

                                  μονάχος,

βαρύς στο πάτημα κι αργός, να ξεχωρίσει κόβοντας, κ’ εκεί

                                  όπου βράχος,


σφήνα στο κύμα μπαίνοντας, στέκει λαμπρό για ξάγναντο

                                  ακρωτήρι,

στην άκρη απάνου να σταθεί, που η άχνη διασκορπά τ’ αφρού,

                                  κι ασάλευτος να γείρει,


μ’ ανασκωμένο, αφήνοντας να λάμπουνε τα δόντια του,

                                  τ’ απάνω χείλι,

μέγας και ορτός, μυρίζοντας το πέλαγο το αφρόκοπο,

                                  ως το δείλι!


Άγγελος Σικελιανός - Δελφικός λόγος



 -Είναι βαθιός ολοένα όρθρος, που χαράζω στους Δελφούς αυτά τα λόγια. Μια απέραντη σιωπή, η φοβερή βουνίσια σιωπή, σαν κορεσμένη απο το πνεύμα της αιωνιότητας, γεμίζει διάχυτη το διάστημα τριγύρω και βαθιά μου. Ούτ' ένας ήχος δεν ακούεται πουθενά. Και ξαφνικά, μια φοβερή βοή, μια βοή τρανή κι απίστευτη ξεσπά σαν απ' ολούθε.

-Είν' ο μεγάλος άνεμος του Παρνασσού, όπου απροσδόκητα, (τον ξέρουν μόνο εκείνοι π' ώτυχε να τον ακούσουν νάρχεται έτσι), ξεκινά απο τις κορφές στο διάστημα, με μιάν ορμή που λές πως θα συντρίψει και θα κάμει σκόνη, ακόμα και τους βράχους. Ολα γύρα μου και μέσα μου, συθέμελα δονούνται από τον

ήχο, το διάστημα, το σπίτι όπου αγρυπνώ, η ψυχή μου. Αλλά να π' αγάλι-αγάλι, αυτή η βοή αρθρώνεται σε λόγο. Τον ακούω στα έγκατα του νού.

Θαρρώ πως λέει :

“Είμαι το πνεύμα, το πανάρχαιο Απολλώνειο πνεύμα, που κατέβη πρώτο απο τις χιονοσκέπαστες κορφές της ιστορίας, ο 'Αρρην Λόγος, ο όρθιος Δωρικός σκοπός, ο Πυθικός προαιώνιος Νόμος.

Είμαι η αρχή της Ακτινοβολίας, της Ευρυθμίας, της Πειθαρχίας, της Απλότητας, της βασικής κάθε ψυχής και λαού Αυτονομίας, είμαι η αρχή της τέλειας Μνήμης.

-Είμαι το Γνώθι Σαυτόν, το Μηδέν Αγαν, είμαι η Χρυσή Τομή και η Τετρακτύς και ο 'Ακμων, είμαι το προμήνυμα του νέου χορού του καθαρμού απάνω απο το πτώμα του φιδιού, που θρέψαν στη σπηλιά της γήινης ύλης, σκοτεινοί ληθαργημένοι αιώνες.

Περιμενω πια την πιο μεγάλη λύτρωσή μου. Θέλω να σαρώσω με μια υπέρτατη αντίσταση, ο,τι μάταιο κι ο,τι σάπιο, απο το χώμα.

-Μη μου κλείτε πια τα στήθη Σας, τη σκέψη Σας και την ακοή Σας. Ξεκινήστε. Εβγάτε να συναντηθούμε στην μεγάλην άπλα, που ό,τι τώρα στη φωνή μου Σας φαντάζει φοβερό, αυτού που βρίσκεστε κλεισμένοι, είναι το Μέλος και το Μέτρο και ο Ρυθμός, οπ' ώχει πλάσει, ό,τι ανώτερο, γλυκύτερο κι αδρότερο στο λαό Σας και στους λαούς όλου του κόσμου.

Είμαι ο ποταμός της Φωτεινής Αγιότητας, που Σας καλεί να ξαναβαφτισθείτε, στα προαιώνια κρουσταλλένια νάματά του.

Βοηθήστε με, να σας βοηθήσω.

Δεν μ' ακούτε; Ο βρυχηθμός μου έχει πια ωριμάσει μες στους αιώνες.

Μην αργείτε.

Ελάτε, ελάτε.

Ως πότε πια θα να σας κράζω;”


Δελφοί, 18 Οκτ. 1932

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 20 Απριλίου 2025

Άγγελος Σικελιανός - Ο Χριστός Λυόμενος ή ο θάνατος τού Διγενή (απόσπασμα)

 

Σωπάστε αδέρφια. Το τραπέζι είναι στρωμένο.

Και δεν θα το ξεστρώσουμε πριν πάρει τέλος.
Να πιήτε σεις να πιουν κι αυτοί. Να πιω κι εγώ συντρόφοι.
Πασχαλινό είν' το τραπέζι και μεγάλο.
Κι οχτρούς και φίλους τους χωράει η ίδια τάβλα.
Καθένας το ποτήρι του να πιεί. Καθένας να μεθύσει
με το δικό του το μυαλό κι όποιο του πάει τραγούδι
να τραγουδήσει πάνω στα κεράσματα.
Τι εδώ είναι Πάσχα. Και το θέλουμε ως το τέλος Πάσχα.
Πάσχα πλατύ. Πάσχα τρανό σαν την καρδιά μας.
Πάσχα για οχτρούς. Πάσχα για φίλους. Πάσχα για όλους.
Τι ένα σφαχτό μπορεί να φτάσει σε χιλιάδες
σαν οι καρδιές μονιάσουν όλες στην αλήθεια.
Όρκο μεγάλο ομόσωμεν αδέλφια αλήθεια.
Το νιόν αυτό παράδεισο που μας αντάμωσε όλους
με τους αγώνες στην αρχή, με το ψωμί κατόπι,
με τις δροσιές του, με τα λουλούδια, με τα πουλιά του
να τον απλώσουμε στη γην αγάλι-αγάλι
κι οι Ανατολίτες λαοί κι από την Δύση να το σπρώξουν.
Ακούραστοι μπροστά κι αντάμα πάντα
το ζωντανό νερό της πίστης μας αδέλφια
απ΄τους φραγμούς να το λυτρώσουμε τον κόσμο να ποτίσει.
--------------------
(Απόσπασμα από την τραγωδία του Άγγελου Σικελιανού

Ο Χριστός Λυόμενος ή ο θάνατος τού Διγενή, (1947).

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

Ἄγγελος Σικελιανός - Ἀπὸ τὸν Πρόλογο τοῦ Πλήθωνα


Κι ἀπ᾿ τὶς κορφὲς τοῦ Ταΰγετου ποὺ ἀπὸ τὸν πάγο ἀσημολάμπουν αἰώνια,
μὲς σὲ μίαν αὔρα ἀσίγητη π᾿ ἀλαφροπνέει ἀπ᾿ τὰ λιωμένα χιόνια,
στὴν ἀστραπὴ τῆς ἄνοιξης, στῆς ἥβης τὰ χρυσόχνουδα τὰ χρόνια,
σ᾿ ἄσπρα ἄλογα τῶν Διόσκουρων τὸ ἀσύγκριτο ζευγάρι κατεβαίνει,
κι ἀνάμεσα στ᾿ ἀδέρφια της ποὺ ἀκροποδίζουν στὸ γκρεμνό, σκυμμένη,
μέσα σε πέπλο ἀθάνατο, κατηφοράει, σὰν τὸ νερό, ἡ Ἑλένη.

Μὲς στὴ ροδόφωτην αὐγή, γιὰ Σέ, Μεγαλομάτα,

τὰ σημαντήρια ἐσήμαναν, Μιστρᾶ καὶ Καλαμάτα!

Δῶσ᾿ νὰ κρατήσω ἀνθὸ ροδιᾶς στὸ δεητικό μου χέρι,

ὥρα μὲ βέβαιον ὁποῦ πᾶς φτερό, σὰν περιστέρι...


Στ᾿ ἁψιδωτὰ παράθυρα, ὥρα ἱερή, ποὺ πᾶσα

λύχνος φωτᾶς ἀπάρθενος μπροστὰ στὰ εἰκονοστάσια...

Στύλοι λιγνοί σε ἀνάλαφρες ἁψίδες, κ᾿ ἐσεῖς ἴσια,

κατάρραχα ποὺ ὑψώνεστε στὴν πέτρα, κυπαρίσσια,


Κῆπε ἀρχαγγέλων, ποὺ ἀλαφρὰ ξαφτέρουγα ἀνεμίζουν

τὶς ζωγραφιὲς ποὺ σβήσανε, γιὰ νὰ δροσολογίζουν, 

καμπαναριό, ποὺ ἀνάγυρτος ἀνθὸς εἶναι ἡ καμπάνα

- μέλισσα ὁ ἦχος, νὰ βογκάει στῶν μελισσιῶν τὴ μάνα -


σπαθὶ τοῦ Ταΰγετου ποὺ αἰφνίδια σβεῖς τὸν ἥλιο κι ὅλοι

δροσολογᾶνε οἱ ἴσκιοι του σὰν τοῦ ναοῦ Σου οἱ θόλοι,

ἐγὼ εἶμαι ποὺ ὀνειρεύτηκα, μὲς σὲ βραγιὲς καὶ κρίνα,

Σὲ νὰ σκιρτᾶς, Παντάνασσα, ζαρκάδα κι ἀλαφίνα!


Γύρα Σου ἀγγέλοι ὀρχούντανε, κι ὡστόσο ἐπροχωροῦσα

ὠσὰ νὰ μ᾿ ἔσερνε ἄνεμος ἐρωτικός, Ἐλεοῦσα·

καὶ διασταυρώνονταν γοργὰ -πὼς ἄκουα, λέω, τὸ θρό τους

στὸν ἴδιο ἀέρα ὑψώνοντας φτερὰ στὸ γυρισμό τους! 


Μὲς στ᾿ αὐγινὸ περβόλι Σου, βραγιές, ροδιές, κεράσια,

οἱ ἄδετες οἱ ἀμυγδαλιὲς καὶ τῶν μηλιῶν τὰ δάσα...

Δέξου με κεῖ ποὺ δέχεσαι καὶ τὸ πουλί, ποὺ μπαίνει

καὶ κελαηδεῖ τόσο γλυκά, στὴ σκιὰ τὴ βλογημένη...


Δὲ θέλω ἀπ᾿ ὅλους τοὺς καρπούς· μὰ ἐκειοὺς ποὺ ὡριμασμένοι

εἶν᾿ ἕτοιμοι νὰ πέσουνε κι ἀπ᾿ τὰ πουλιὰ ῾γγιγμένοι...

Καὶ νὰ ποτίσω τὴ βραγιὰ κηπάρης Σου· νὰ σκύψω

στὸ ῥυάκι, ὡσὰν τὸν κότσυφα, τὴν ὄψη μου νὰ νίψω·


κάτου ἀπὸ τ᾿ ἄσπρα Σου, Κυρά, ν᾿ ἀναπαυτῶ σταφύλια,

στὸ πεύκι ποὺ σοῦ ὑφάνανε τὰ πλήθια χαμομήλια, 

Κῆπε ἀρχαγγέλων, π᾿ ἀλαφρὰ ξεφτέρουγα ἀνεμίζουν

τὶς ζωγραφιὲς ποὺ σβήσανε, γιὰ νὰ δροσολογίζουν!



(ἀπὸ τὸν Λυρικὸ Βίο, B´, Ἴκαρος 1966)

Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

΄Αγγελος Σικελιανός - Αφαία


Ποιοι κύκλοι ακολουθάγανε, ποιοι αιώνες τους αιώνες:

Το μονοπάτι ήταν απλό, κι ο Ναός ήταν κρυφός...

Από τα πεύκα ανάμεσα κρυβόντανε οι κολόνες

και, μέσ’ από τα σύννεφα, του φεγγαριού το φως...


Αλλ’ ως δεξιά μας και ζερβά ανοίξαν οι πυλώνες

και μονοκράτης άπλωσε στα πέρατα ο Ρυθμός,

α, πώς ξανάρχονταν βουβές σ’ εμέ οι αλήθειες μόνες,

που τις ποιμαίνει αθάνατος ο κρύφιος Αριθμός!


Τότε τα μάτια μου έκλεισα στο πέλαο και στο δέντρο...

Τι ο νους μου, ως εκρατειόντανε από το αιώνιο κέντρο,

σε λίγο ήταν ολάκερος στον ώμο μου γυρτός...


Και μ’ έφτανε – ας μη σάλευα καθόλου – η ευωδιά Σου, 

και μ’ έφτανε η ανάσα Σου, και μ’ έφτανε η καρδιά Σου

για να μετράω τα σύμπαντα ψηλάθε σαν αϊτός!


Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Άγγελος Σικελιανός - Γράμμα από το Μέτωπο

«Σου γράφω… Κι όμως τόση είν’ η σιγή που με κυκλώνει,
που, λέω, αν άνοιγα τα χείλη θ’ άκουες τη φωνή μου…
 
Εχτές ακόμα όλο βροντούσε το κανόνι
σα να βρουχιόνταν γύρω – γύρω στις κορφές λιοντάρια
σ’ άγρια σφαγή, κι απάνωθέ μας οι ατσαλένιοι
γυρνούσαν γυπαϊτοί, γυρνούσανε ολοένα,
τον ίσκιο ρίχνοντας του Χάρου, και το χάρο
στα νύχια τους κρατώντας…
 
Αλλ’ απ’ όλα
είναι τρανότερη η σιγή π’ ακολουθάει
κατόπι από τη μάχη, σα βαθιά μας
το μεσότοιχο της ζωής και του θανάτου
γκρεμίζεται, κι ολόγυμνη η ψυχή μας
– θωρώντας ζωντανούς και πεθαμένους
να τους τυλίγει γύρα ένα σουδάρι
μονάχα, το σουδάρι του χιονιού – δεν απαντέχει
σαν άλλοτε ένα ξύπνημα, με κάποιαν
ανάσταση από σάλπισμα μεγάλο,
μια ανάσταση σε ορίζοντες που πρώτα,
ξυπνώντας, δεν τους ζούσαμε… 
 
Και μήπως
θαρρείς που εδώ ψηλά κρατούμε αχνάρια
φτωχά του χρόνου, ή γνοιάστηκε η ψυχή μας
αν θε να λιώσουν κάποτε τα χιόνια –
αν είναι να γυρίσουμε στην ίδια
που ξέραμε άνοιξη;
 
Από το ‘να στ’ άλλο
που παίρνουμε ύψωμα, ο οχτρός κυλιέται
στα βάραθρα, μα τώρα έχουμε φτάσει
σε μια κορφή που λέω πως αγναντεύει
τα μέλλοντα… Τι, αλήθεια, τα κανόνια,
είτ’ εχτρικά ‘ναι είτε δικά μας, κάθε μέρα
γκρεμίζουν τους στενούς ορίζοντες από μπροστά μας,
κι η σκέψη μας, καθώς η λόγχη μας, πλαταίνει
τα σύνορα… Και να που απόψε, όπως στεκόμουν
φρουρός κ΄ είχα τριγύρα μου κοπάδι
τα νέφη ως μπιστικός, (να με ρωτούσες
αν ήταν δείλι ή να ‘ταν μεσημέρι,
δεν ξέρω να σ΄το πω), μια αχτίδα ξάφνου
σαΐτεψε το διάστημα, κι ως πρώτα
στη λόγχη μου αντιχτύπησεν, ακέριες
τις κορυφές εχρύσωσε, τα βάθη
ξεσκέπασε της άβυσσος, λαγκάδια,
νερά, ποτάμια· όμως απάνω απ’ όλα
σάμπως ρομφαία μου διάβη την καρδιά μου,
γυρίζοντάς τη μονομιά ξοπίσω,
απ’ τις κορφές του λυτρωμού στην έννοια
όλων εσάς που μένετε αυτού κάτου,
με κρυφοχτυποκάρδι καρτερώντας
την άνοιξη από μας… Τι αλίμονό μας
να καρτερείτε μια άνοιξη σαν πρώτα
κι όχι την άνοιξη που λέω πως θα ‘ρτει
σπαθί κρατώντας δίστομο, φερμένη
από τα φτερά της Νίκης, να θερίσει
ό,τι δεν είν’ ανάμεσό σας άξιο
να τη δεχτεί… 
 
 
Κι αυτό ‘ναι που με κάνει
την ώρα τούτη να Σου γράφω, φίλε,
να Σε ρωτήσω: “Είστ’ έτοιμοι ή δεν είστε
να τη δεχτείτε τέτοιαν άνοιξη;”.
 
Ίσως,
να πεις μπορεί, την περιμένουν κάποιοι
τέτοια που λέω, βγαλμένη απ’ το καμίνι
της μάχης, απ’ τις μάχες πυρωμένη,
σάμπως χαλκό αναμμένο, με τη ζώνη
πολεμικά ζωσμένη, με τα μάτια
σα φλόγα, και στα χείλη της απάνω
του λαού τη γλώσσα, απόκριση ζητώντας
στην ίδια γλώσσα απ’ όλους σας…
 
Έτσ΄ ίσως,
μ’ αποκριθείς, την περιμένουν κάποιοι,
και πως σ’ αυτόν που ‘ν΄ έτοιμος, το θάμα
της δύναμής της να κατέβει αιφνίδια
μπορεί, καθώς, την ώρ΄ αυτή που γράφω,
δεν ξέρω πούθε, αντίκρυ μου, στο σύρμα
τ’ αγκαθωτό που χτες είχαμε κόψει
του οχτρού, για να περάσουμε αγνάντια,
κατέβη ένα μικρό μικρό πουλάκι,
κι ως μια στιγμήν εστάθηκε κι αφήκε
μιανής στιγμής κελαηδισμό, ξεχύθη
θα ‘λεες παντού, επήε παντού, ξαπλώθη
παντού, βαθιά, στα σύμπαντα, η Αλήθεια… 
 
 
Μα οι άλλοι; Ακόμα είναι πολλοί αυτού κάτου;
Αυτοί, που στο ζεστό τους το κρεβάτι
τρεμολογάν να ονειρευτούν το χιόνι,
μα απ’ τα παχιά τα στρώματά τους ξάφνου
πετιώνται ωσά βρυκόλακες, να μπούνε
στον ψεύτικό τους τάφο, να γλιτώσουν
μιαν έρμη ζωή που οι ίδιοι ορίζοντες της
πλατύτεροι απ’ τον τάφο αυτό δεν είναι;
Αυτοί, που τρέμουνε του λαού τη γλώσσα
σαν άκουσμα σειρήνας;
 
Πες μου, φίλε…
»Αλλ’ όχι… αλλ’ όχι… Τι θα πεις, το ξέρω!
 
Πνέμα γυμνό ! Ευωδιά σπαθιού, πλυμένου
μες στ’ άχαρο αίμα των οχτρώνε! Νίκη,
νίκη στα σκιάχτρα απ’ άκρη σ’ άκρη… Τρόμος,
ναι, τρόμος στα φαντάσματα!
 
Η Ελλάδα
θε να γυρίσει να ‘βρει την Ελλάδα!
 
Φίλε, χαίρε!»

Από τους Επίνικους Β΄(1940-1946) Λυρικός Βίος Ε΄, 1946 (πρώτη έκδοση)

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Άγγελος Σικελιανός - Ύμνος του μεγάλου Nόστου



Nυχτιές αφέγγαρες ― κρυφέ της μοίρας μου αρραβώνα·
πιο σκοτεινά βουνά,
που πρωτοδιάβαινα βουβός τ’ αμπέλια, ώσμε το γόνα
κι ώς το λαιμό τρανά·

που διάβαινα, όλο διάβαινα, σαν η σιγή είχε πέσει
στα ξύλα του δρυμού,
ωσάν αλάφι θεόρατο που κολυμπάει στη μέση
μεγάλου ποταμού…
 
Ά, ποιό παλμόν ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
στα τρίσβαθα του νου,
με τη βουβή τους μίμηση μπρος στην βουβήν εικόνα
του κάταστρου ουρανού!
 
Όλυμπος πια χεροπιαστός τριγύρα μου είχε ανθίσει,
και, λάτρα σιωπηλή,
σ’ όλα τα μέλη μου άστραφτε το μυστικό μεθύσι
μια κρύφια ανατολή…
 
Άγρυπνη βίγλα εκράταγε, πολύ ψηλά αναμμένη,
του πόθου η μαντική
φωτιά, και γύρα μια γενιά θεών συμμαζεμένη
με κοίταε σκεφτική…
 
Σαν άλικη η πανσέληνο στα κορφοβούνια απάνω
προβαίνει αργή, τρανή,
στο πορφυρόν εικόνισμα του πόθου μου το πλάνο
βαφόνταν οι ουρανοί.
 
Kαι πίσω από τ’ απάντεχον, αθλητικό όργιό του,
που νίκαε τον καιρό,
σαν ιερέας σιωπηλά που σέρνει το σφάγιό του,
κι ως πρώτος στο χορό
 
που από ξοπίσω του τραβάει πολλούς ― παρόμοια, ακέρια
σα να ‘σερνα φυλή,
απ’ τους πρωτόφαντους θεούς κι από τα πρώτα αστέρια
τηρώντας εντολή,
 
στο στρώμα που φουντώνανε της γης τα ολύμπια μύρα
πώς έσερνα με ορμή
μες στα σκοτάδια, ως ο τυφλός π’ αδράζεται απ’ τη λύρα,
το ερωτικό κορμί!…
 
Nυχτιές αφέγγαρες, θερμό που με γεμίσατε αίμα,
και πλούσιο, μαντικό
το πνέμα μου στεριώσατε ― αλύγιστο ένα ρέμα,
βαθύ, πολεμικό ―
 
και στην ψυχή μού θρέψατε τους στοχασμούς, ως θρέφει
σε θεία κληματαριά
η αδρή απονύχτερη δροσιά τσαμπιά τρανά σα βρέφη,
πανώρια και βαριά!
 
K’ εσύ, παλμέ, που ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
στα τρίσβαθα του νου,
κ’ εσύ πυρρή π’ ανέμιζα της πιθυμιάς μου εικόνα
στην όψη τ’ ουρανού·
 
του Oλύμπου πια, σάμπως ληνό στα πόδια μου, το τέρας
πατώ το μυστικό.
Όλος συρμένος ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
το μάγο στην Iωλκό!
 
Kυλά φωτιές ο Ωρίωνας· κι ο Δίας είν’ ένας θρόνος·
κ’ η Πούλια είναι φωλιά·
μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε ‘γγίζει ο Xρόνος,
του νου μου η αγκαλιά!
 
Nά· πυρωμένη μου η καρδιά, το μέτωπο, το μάτι
ελεύτερο, ουρανέ!
Πήγασος είν’ ασπέδιστος του λογισμού μου το άτι,
οι δρόμοι μου ένα Nαι,
 
την άβυσσο άβυσσο καλεί, το βάθος κι άλλο βάθος,
κι αδάμαστο, αλαφρό,
μέσα μου πλέον αμόνοιαστον εστοίχειωσε το πάθος
που εσκίρτα στον αφρό…
 
Tου Oλύμπου πια, σάμπως ληνό στα πόδια μου, το τέρας
θωρώ το μυστικό.
Όλος εσύρθη ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
το μάγο στην Iωλκό.
 
Yμέναιο νέο στα βάθη τους λογιάζω τώρα θά βρω,
σαν ήπια μονομιά
της νύχτας όλο το κρασί το μυστικό και μαύρο
για μιαν επιθυμιά·
 
κι όλ’ η φωτιά των ουρανών μού κύκλωσε, μου κρύβει
το πνέμα μου βουβό,
τι πια με κράζει αμείλιχτη του νου μου η πάνοπλη ήβη
προς τ’ άστρα ν’ ανεβώ!
 
Kυλά φωτιές ο Ωρίωνας· κι ο Δίας είν’ ένας θρόνος·
κ’ η Πούλια είναι φωλιά·
μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε ‘γγίζει ο Xρόνος,
η πλέρια μου αγκαλιά!
 
Tων άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει,
κι ο κρύφιος λογισμός,
σάμπως μελίσσι χνουδωτό βαμμένον από γύρη,
ξεσπά βαθιά μου εσμός…
 
Bροχή πεφτάστρια γύρα μου κι αδιάκοπα σταλάζει
το απέραντο γοργά·
κι όπως χορεύει πέφτοντας στο χώμα το χαλάζι
κι ο ουρανός οργά,
 
σαν απ’ της λύρας τις χορδές ανάμεσα το χέρι
φαντάζει που χτυπά,
όμοια η καρδιά μου ολάκερη μέσα σε κάθε αστέρι
σπαράζει κι αγαπά!
 
Όργιο βαθύ! Στον πάγκοσμο παλμό σου, μες στο νέο
που γνώρισα κορμί,
στης δύναμής σου την πηγή κατάβαθα αναπνέω
μ’ ανήκουστην ορμή,
 
κι ως κατεβαίνει αγνάντια μου, χωρίς να το γυρεύω,
τα βάθη τ’ ουρανού
ο αρματωμένος Έρωτας, σκιρτώ κι αντιχορεύω
με τ’ άρματα του νου!
 
Γιατί το ξέρω· πιο βαθιά κι απ’ τον πηχτόν αστρόφως,
κρυμμένος σαν αετός,
με περιμένει, εκεί που πια ο θείος αρχίζει ζόφος,
ο πρώτος μου εαυτός…
 
 
 
(Λυρικός Bίος, B΄, Ίκαρος 1966)
 

Άγγελος Σικελιανός - Αττικό (στ. 60-63)

 Όχι, δεν είναι χίμαιρα

να καβαλάμε τ’ όνειρο τη θείαν ετούτη μέρα,

που όλα, ορατά κι αόρατα, κι εμείς, και οι ήρωες, κι οι θεοί,

στην ίδια ορμάμε μέσα αιώνια σφαίρα!


Πηγή:  Λυρικός Βίος, Ε΄. Ίκαρος, 1968. 56.

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Άγγελος Σικελιανός - Haute actualite (στ. 85-101)



ως το φίδι
που βγαίνει μόλις απ’ το ντύμα του
και με δέρμα νεώτατο,
βυθάω
−δράκοντας τώρα−
στις αιώνιες γύρα μου δροσιές
και του πελάου και της στεριάς,
κι όλος μαζί,
καθώς ολόγυμνο ένα σώμα
οπού για πρώτη ακούμπησε φοράν απάνω
σ’ άλλο αγαπημένο ολόγυμνο κορμί,
οπού η Αφή του απολυτρώνει μέσα του το απέραντο
κ’ εκμηδενίζει
όλους τριγύρα τους ορίζοντες του κόσμου,
υψώνομαι,
έχοντας βαθιά μου κλείσει
την Αιωνιότητά μου·

ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ (ΠΕΜΠΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2024

Άγγελος Σικελιανός -Στόν Ακροκόρινθο


Στὸν Ἀκροκόρινθο ἔπεφτεν ἡ δύση

πυρώνοντας τὸ βράχο. Κ' εὐωδάτη

φυκιοῦ πνοή, ἀπ' τὸ πέλαο, εἶχε ἀρχίσει

νὰ μεθᾶ τὸ λιγνὸ βαρβάτο μου ἄτι...


Ἀφροὶ στὸ χαλινάρι· κι ἀπ' τὸ μάτι

τ' ἀσπράδι ὅλο φαινόταν· καὶ νὰ λύσει

τὴ φούχτα μου, ἀπ' τὰ γκέμια του γεμάτη,

πάλευε πρὸς τὰ πλάτη νὰ χιμήσει...


Ἤτανε ἡ ὥρα; Ἦταν τὰ πλήθια μύρα;

Ἦταν βαθιὰ τοῦ πέλαγου ἡ ἁρμύρα;

ἡ ἀναπνοὴ ἡ ἀπόμακρη τοῦ δάσου;


Ἄ! λίγο ἀκόμα ἄν κράταε τὸ μελτέμι,

ἤξερα ἐγὼ πῶς σφίγγεται τὸ γκέμι

καὶ τὰ πλευρὰ τοῦ μυθικοῦ Πηγάσου!

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

Άγγελος Σικελιανός - Το διάβα του ελαιώνα


Στον Iόνιο διάπλατο γιαλό διαβήκαμε, περνώντας

τον ελαιώνα, αγαπητό της Aθηνάς και πλήθια

σε ίσκιους βαθύ, σαν πέλαγο, και αχό με τους ανέμους.

Kαι ταξιδέψαμε το νου και το κορμί στους ίσκιους,

ανάμεσ’ από λούλουδα κι από ευωδιές, καθένας

στην αρμονία σα σε ραβδί αγριλίδας ζυγιασμένος.

K’ οι σαύρες, φωτοπράσινες, που δίπλα από τη ρίζαν

εκοίταγαν ασάλευτες στον ήλιο, και τα φίδια,

σα γητεμένα όλα βαθιά της αρμονίας μας ήταν,

και το ραβδί μου ως πιστικού, το φίδι να πατήσει                 10

δε σηκωνόνταν, στο μακρύ του κάμπου μονοπάτι,

μα ως σε κλαδί λογίζομουν να τυλιχτεί πως θά ‘ρτει…


K’ η Γλαύκη πρώτη τη σιωπήν έκοψε, πρώτη, ως όταν

κόβεις ψωμί κριθάρινο, στη μέση, απά στο γόνα,

και η ευωδιά του ξεχειλάει αγγίζοντας τη φρένα.

Tέτοια και η Γλαύκη εμίλησε, που ‘χε γλυκά ευωδιάσει

με λιόφυλλο το στόμα της κ’ ελούστη με τα φύλλα

και τον ανθό της λυγαριάς στα χέρια και στα χείλα.

Kαι φούσκωνέ μας η σιωπή τα στήθη, ωσάν την πείνα.

Mα ήταν κι ολόδροση η φωνή, να συγκερνάει τη δίψα,                 20

σαν το ψωμί που πότισες σε κρύας πηγής τη φλέβα.

Kαι τα μαλλιά τη σκέπαζαν, αν τα ‘ριχνε, ώς τα πόδια,

μα πάντα διαφαινόντανε το μέτωπο, ως φεγγάρι

που φέγγει θείον ολημερίς, κι ας ανεβαίνει ο ήλιος.

Kαι μες στο νου μου φάνταζε σαν τη στερνή την ψίχα

του δέντρου, ωσάν τ’ ολόχυμο μιανής φτελιάς μελούδι.


K’ είπεν η Γλαύκη: «Oλονυχτίς τα μάτια σου στον ύπνο

σαν άστρα σού ανοιγόκλειναν· και λαγαρά είναι τόσο

που, να τα ιδώ, στο μέτωπο την απαλάμη βάνω;»


K’ εγώ, που νόμιζα η φωνή σαν κλειστός κρίνος που ήταν,                 30

απάντησα, και να, η φωνή μέσα μου ανοίχτη ως κρίνος:


«T’ άστρι πληθαίνει μέσα μου, σαν το σπειρί στο ρόδι,

ως αναπεύω το κορμί στους άμμους του Iονίου.

H νύχτα ανοίγει απ’ το βαθύ τον πόθο σαν το ρόδι,

και μυρμηγκιάζει μέσα μου κι ολάκερο μ’ αγγίζει,

πώς, σα λουστώ απονύχτερα, μιαν αστραψιά αναβράει

τριγύρα από φωσφόρισμα – σα μέσα από το γνέφι

που κουφοκαίει η αστραπή – και που σπιθίζει ακόμα

στα χέρια μου, στους ώμους μου, πάλε ως συρτώ στους όχτους…

Kι ανοίγουν απονύχτερα των άστρων τα μπουμπούκια,                 40

κι όλη ευωδά η μαγιάτικη νυχτιά απ’ τα τόσα ρόδα,

η Aλετροπόδα σα φανεί κι ως βασιλέψει η Πούλια.

Kι ο ύπνος μου είν’ ανάλαφρος, και φτάνει μου να σειώνται

τα βλέφαρα σ’ ανασασμό βαθύ μαζί με τ’ άστρα,

και μόνο φτάνει μου να πιω σε μιας σιωπής τη φλέβα,

κι ας είναι ως νυχτολούλουδα τα μάτια μου ανοιγμένα…»


K’ η άλλη, πρασινοΐσκιωτα που είχε τα μάτια, εσίγα·

κι από το λόγον άγγιχτη φαινόντανε, και πλήθια

ν’ ακούει ας αναγάλλιαζε, καθώς τα πελαγίσια

πουλιά που, ως λούζονται, γλιστρά το κύμα απάνωθέ τους.                 50

Mεγαλομάτα – κ’ έδειχνε πως σε βαθιές πεδιάδες

είχε αναπέψει τη ματιά και σ’ απλωτά ποτάμια,

για τούτο κι αργοσάλευτη σαν του βοδιού γυρνούσε,

πότε το πέλαο δάμαζε, πότε τον κάμπον όλο…


Aλλ’ όπως εκατέβαινε σε τόση αγάπη ο ήλιος,

στο κύμα ως ελουστήκαμε και βγήκαμε στην άκρη,

σα γλαύκες εκοιτάζαμε τη σιωπηλήν εσπέρα…


K’ εγώ, βαθιά μου πόνιωθα πως δεν πεθαίνει η μέρα,

στης σιωπηλής ακούμπησα τον κόρφο, και στην άλλη

τα πόδια ακούμπησα. Bαθιά ελογίζομουν, σα να ‘χα

στον ήλιο τα ποδάρια μου, στον ίσκιο το κεφάλι…

Edouard Vuillard - Τhe Window