Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Άγελος Σικελιανός - Ελληνικός Νεκρόδειπνος



(Ω Διόνυσε - Άδη, θείε μου παραστάτη!)


Καρτερούσαν οι φίλοι μου ν' ακούσουν

 νέα φλογερά τραγούδια ν' ανατείλουν

στα χείλη μου, όπως ξέρανε από πάντα 

την αρτηρία του λόγου μου να σφύζει 

σαν πύρινο ποτάμι, κι όπως μ' είχαν 

σε μακρινό τραπέζι καλεσμένο

έξω απ' τη χώρα, σε μεγάλο δώμα, 

μ' ανοιχτά τα παράθυρα σε κήπους βαθιούς και μ' όλα απάνωθέ τους τ' άστρα...


Και με ρόδα είχαν άλικα στολίσει

το λινό μες στη μέση απ' τα κρουστάλλια·

και στεφάνια εκρεμάσανε στους τοίχους, 

οπού ευωδιές λιγωτικές αφήναν· 

και σ' ασημένιους μέσα κεροστάτες 

κεριά είχαν αναμμένα, που, στη λίγη

 τ' αέρα πνοή, τις φλόγες τους λυγίζαν

 μακριές, εδώ κι εκεί, χωρίς να σβήνουν... 

Κι αμίλητοι γευόμαστε μπροστά μας 

το λιτό δείπνο, τι άθελά μας όλοι

 την ίδια σκέψη εκλώθαμεν... Αλλ' όταν 

ανοίχτη ομπρός μας το κρασί το μαύρο 

που φίλος επιστήθιος το 'χε φέρει

 για μένα, αδρό γιατ' ήταν κι ευωδούσε

 σαν του Διονύσου το χυμένον αίμα, 

γυρίζοντας εκείνος προς εμένα 

τρανό ποτήρι ξέχειλο, με το ίδιο

καλώντας με όνομά μου: «Άγγελε,» μου 'πε, 

«αν τώρα θες, δώσε φωνή στη νύχτα...»



Και τότ' εγώ: «Στη νύχτα τούτη, φίλε,

 ζητάς φωνή να δώσω, π' όπως το ίδιο 

ποτήρι που κρατάς, ώς το στεφάνι 

γεμάτο, λες το σύνορο έχει βάλει 

στις ψυχές μας το ακρότατον, οπού 'ναι 

το σύνορο της ίδιας σιωπής μας; 

Πες· ποιός εγνοιάστη ετούτο το τραπέζι, 

ή στάθηκε αποπάνω ιεροφάντης

να το στολίσει, κι είναι σα μεράδι 

του Πλούτωνα ιερό, σαν πυργωμένος 

ερημικός νεκρόδειπνος οπού όλων

 μπροστά του η σκέψη καίει και λειτουργάει 

μνημόσυνο βαθιά της; Τι, όπως σ' ένα 

σπειρί σταριού το φτερωτό μυρμήγκι 

πέφτει φουσάτο απάνω του, παρόμοια 

λογιάζω έχουν κυκλώσει αυτό το δείπνο 

ψυχές νεκρών, που μέσα μας ξυπνάνε, 

ψυχές αντρών που εμείς κι η αιώνια νύχτα 

βαθιά έχουμε τ' αχνάρι τους κρατήσει, 

σαν, πιο ψηλά απ' τη βίγλα του θανάτου,

 ανηφορούσαν σιωπηλοί στα βράχια

να πιουν στου θάρρους την πηγή·  μα κι άλλες 

παλιές ψυχές αρίθμητες, μα κι άλλες

 πολλές ψυχές τη νύχτα οπού γεμίζουν 

—τι τώρα είν' πιότεροι οι νεκροί κι απ' όλους 

της γης τους ζωντανούς, που από τη ζέστα

 της σιωπηλής καρδιάς μας τραβηγμένες, 

καθώς οι πεταλούδες απ' τις φλόγες 

τραβιώνται των κεριών, να ξεκινάνε 

τις νιώθω από παντού, κι αφήσετε τις 

να φτάσουνε ώς εδώ, ν' απλοχερίσουν

 αόρατες σε τούτο το τραπέζι

του Πλούτωνα, σ' αυτό τον πυργωμένο 

νεκρόδειπνον, ω φίλοι· αφήσετέ τις 

να 'ρθουν εδώ σ' εμάς, να γίνουμ' ένα... 

Κι απ' το ποτήρι, φίλε, που μου δίνεις 

γεμάτο ώς το στεφάνι και που, αν σκύψω 

την όψη μου βαθιά του, απ' άλλο κόσμο 

λογιάζω πως τη βλέπω αντισταλμένη,

 κι απ' το κρασί που το 'φερες για μένα, 

γιατ' είν' αδρόν, ω φίλε, κι ευωδάει 

σαν του Διονύσου το χυμένον αίμα, 

ας μεταλάβουμε όλοι, σάμπως μύστες

 παλιοί απ' τ' Αγαθοδαίμονα το μέγα

το κύπελλο, βαθιά σιωπή κρατώντας

ώς στη στιγμή (κι ας μην αργήσει, ω φίλοι!) 

που θα μουγκρίσουν άξαφνα οι δυνάμεις 

βαθιά μας του Θεού, κι ο μυκηθμός του,

 πιο από σεισμού βοή, θα σκώσει αντάμα 

φουσάτο, ζωντανούς και πεθαμένους, 

σε θείο γιουρούσι... Κι όσο για τα νέα, 

τα φλογερά που θέλατε τραγούδια

ν' ακούστε από τα χείλη μου, θα 'ρτούνε 

στην ώρα τους κι αυτά...»

                                                 Έτσι είπα· κι όλοι,

σαν ένιωσαν καλά το τί ζητούσα 

κι απ' το κρασί γευτήκανε, κι απ' όλους

 στερνός, σαν ο ιερέας που καταλύει 

το δισκοπότηρο μες στ' Άδυτο, ήπια

 κι εγώ ώς στην ύστερη τη στάλα, μόνοι

 το βήμα μας τραβήξαμεν αγάλι -

ενώ ένα ένα τα κεριά σβηνόνταν 

προς τ' ανοιχτά παράθυρα όπου, μαύρος

 έναστρος τώρα ωκεανός η νύχτα,

βουβούς μας κράτας μέσα στον παλμό της...


Μα στα σκοτάδια μέσα κι αν κανένας 

πια δε μιλούσε, από βαθιά μας όλων 

προς το ζόφο και τ' άστρα ανηφορούσε 

μιαν ίδια ευχή και γνώμη: «Εισάκουσέ μας!

 Ο Διόνυσε - Άδη, θείε μας παραστάτη

 συγκράτα τις καρδιές μας με το μαύρο 

του πόνου σου κρασί· δυνάμωνε τις· 

προφύλαξέ τις άγγιχτες, για κείνη 

την ώρα, π' ανεπάντεχα η κραυγή σου,

πιο από σεισμού βοή, θα μας σηκώσει,

με τους νεκρούς μαζί, στο θείο γιουρούσι!»


(Φιλολογικά Χρονικά, Νοέμ.-Δεκ. 1945 [Ακριτικά, Μάιος 1942])


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Edouard Vuillard - Τhe Window