Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024
Κωστής Παλαμάς - Η φωνή
Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022
Κωστής Παλαμάς - Φοινικιά
Στο Δροσίνη, που το πρωτάκουσε. |
Μέσα σ’ ένα περιβόλι, γύρω στον ίσκιο μιας φοινικιάς, κάποια γαλανά λουλουδάκια, εδώ κατάβαθα, και κει πιο ανοιχτά, μιλούσανε. Πέρασ’ ένας ποιητής, (που πέθανε τώρα), και ρύθμισε το μίλημά τους έτσι: |
Ω Φοινικιά, μας έριξεν εδώ ένα χέρι·το χέρι το ’βαλε καταραμένη Μοίρα;το πήγε νους καλοπροαίρετος; Ποιός ξέρει!Από ενός ύπνου κάτου τον καταποτήρα5ποιά ορμή μάς άδραξε και ποιός μάς έχει φέρει;Τάχ’ από χαλαστή γιά τάχ’ από σωτήρα;Νά μας ασάλευτα στον ίσκιο σου αποκάτου·ο ίσκιος σου είναι της ζωής ή του θανάτου; Τα καταχώνιαζε όλα γύρω το λιοπύρι,10εδώ κι εκεί ψάχνανε λαίμαργες ακρίδες,κι ήρθε βροχή· και τ’ άνθια, που είχαν αχνογείρει,ξυπνούνε και ποτίζονται δροσοσταλίδες·κι ύστερ’ ακόμα πιο γλαυκό το πανηγύριτου ξάστερου ουρανού ξαναρχισμένο το είδες·15τρικυμιστή μόνο η κορφή σου ανάρια ανάριασταλοβολάει αδρά βροχομαργαριτάρια. Λαμποκοπάει ανάσταση το περιβόλι,κάθε πουλί ονειρεύεται πως είναι αηδόνι,μονάχα πέφτει από τα ύψη σου σα βόλι20το μαργαριταρένιο στάλαμα, και —ω πόνοι!—όλων κορόνα τούς φορεί το δροσοβόλι,όλα το γάργαρο νερό τα μπαλσαμώνει·γιατί σ’ εμάς η θεία των όλων καλοσύνηγίνεται λάβωμα κι αρρώστια και καμίνι; 25Πόσο σκληρά χτυπάει το βόλι το δικό σου!Κανέν’ αφτί ψηλά, κανένα μάτι εμπρός μας.Ζούμε στον ίσκιο σου, ένας κόσμος ο κορμός σου,το στέμμα σου ουρανός με τ’ άστρα· ο ουρανός μας.Θεός αλύπητος αν είσαι, φανερώσου.30Αν όχι, γνέψε μας, και μια γαλήνη δώσ’ μας,και μη σκοτώνεις μας αγάλια αγάλια, ή δράμεκαι ρίξε μας νεροποντή μεμιάς να πάμε! Σαν πληρωμή είν’ ο πόνος μας και σα βρετίκι,της αρμονίας μάς σφράγισεν η χρυσή βούλα,35ενώ μας γγίζει ο Χάρος, μας θεριεύει η Νίκη,τρέμομε, χαίρε, του ρυθμού ιερή τρεμούλα!Καταχωμένο ανήλιαγο ζει το σκουλήκιγια να χαρεί μεταξοφτέρουγη ψυχούλαμιαν ώρα την ωραία ζωή, και να πεθάνει.—40—Το χάσμα της πληγής γίνεται σιντριβάνι. Τα σταχτερά, τα διάφανα, τα χίλια μύριαπράσινα, τ’ αναβρύσματα· και τα μαμούδιακαι τα δετά της γης· τ’ ανάερα τρεχαντήρια,τα σκουληκάκια, οι μέλισσες, τα πεταλούδια,45λουλούδια, ω δισκοπότηρα και θυμιατήρια!Χάιδια της χλόης, παντού φιλιά, του μούσκλου χνούδια,του κάτου κόσμου αχός, αιθέρια μαντολίνα·στα φύλλα μια λαχτάρα, λίγωμα στα κρίνα! Άνθια, όσα ξέρετε, δεν ξέρουν τα τρυγόνια,50ωραίων ερώτων είστ’ εσείς τα διαλεμένα,σαλέματα, φιλιά, ταιριάσματα στα κλώνια,μιας πλάσης είναι αυγή του καθενός η γέννα·της ηδονής και της χαράς τα παναιώνιατα ξέρετε, ω λιγόζωα σεις και ω δακρυσμένα!55Εμείς —ω τα χρυσά της ρίζας σου πλεμάτια!—μοιάσαμε τα στοχαστικά και τ’ άυλα μάτια. Ας είστ’ εσείς, άπλεροι ανθοί, μεστά ανθοκλάδια,από τα χρυσολούλουδα ώς τα χαμομήλια,σαν αναμμένα κάρβουνα και σαν πετράδια,60σαν τα παρθένα μάγουλα και σαν τα χείλια,σα χέρια ας γλυκανοίγεστε, γιομάτα ή άδεια,χαράματα κι ας είστε αυγής, βραδιού καντήλια,της νεράιδας δροσιάς ας είστε τα παλάτια·τα μάτια είμαστ’ εμείς, είμαστ’ εμείς τα μάτια. 65Σ’ εμάς, μικρά, κόσμο ξανοίγετε μεγάλο,και σύγνεφ’ από έγνοιες και καημούς λαγκάδια,και τ’ ουρανού τ’ ασάλευτο σ’ εμάς, το σάλοτου πέλαου γύρω στα καράβια προς τα βράδια,το δάκρυ ακύλιστο, κι αξήγητο κάτι άλλο…70Ποιάς φυλακής να ’μαστ’ εμείς τα συγγενάδια;Ήρθε και κλείστη μέσα μας —ποιός να πιστέψει!—μια κολασμένη και μια θεία· η Σκέψη, η Σκέψη! Τ’ ανάστημα έχετε, το παίξιμο, το νάζι,και κάποιο αμίλητο περήφανο καμάρι,75και κάποιο μάγεμα που ρίχνεται κι αρπάζει,κι απ’ την πρωτόπλαστη ομορφάδα έχετε πάρει.Σαν είδωλα χλωμά σάς δείχνει το μαράζι,και το πουλί σάς δίνει κάποτε τη χάρη,και τον αέρα μια νεράιδα ανεμοπόδα,80ω με τα μύρια θεία χαμογέλια, ω ρόδα! Το πρόσταξε θεός Απρίλης ανθομάλλης·—ω μοσκοβόλισμα, άλλαξε και λάμψη γίνε!Για τούτο αμύριστα είστε, ρόδα της Βεγγάλης,όλων των άλλων η ευωδιά σ’ εσάς φως είναι.85Κι εσύ που στέκεις, των ανθών ως νά εισαι ο κράλης,από ποιόν κόσμο παραστράτισες, ω κρίνε;Από της ευωδιάς τη μάνα, από τ’ αστέριτο πιο λευκόν;Ω Φοινικιά, κι εμείς; Ποιός ξέρει! Της ευωδιάς αιθεροπόταμο, κρατήσου·90δεν έτρεξες, δεν πότισες την άνθησή μας·της ευωδιάς είπαμε: πάψε την ορμή σου,μη χύνεσαι από μας, μη γίνεσαι πνοή μας,βυθίσου μες στα φυλλοκάρδια μας, και κλείσουακάτεχη απ’ το μύρισμα, μες στην ψυχή μας·95ψάξε να βρεις τη σκέψη μας, και ομάδι ζήσε.Ας είναι η μέλισσα, κι εσύ το μέλι ας είσαι! Από το βιος του ήλιου όλα αραδιάστε τα όξω,λουλούδια, όλα τα χρώματα, και στολιστείτε.Κι είπαμε στ’ αδερφάκια μας: το ουράνιο τόξο100φορεματάκια κάμετέ το, και ντυθείτε!Κι είπαμε το καθένα μας: «Ψυχή, θα διώξωκάθε λαμπράδα, μήτ’ η αυγή, και η δύση μήτε·μου φτάνει κάτι από τη θάλασσα, κι ακόμακάτι σα γέλιο, που γελά το ουράνιο στόμα!» 105Σύγνεφο γίνε, μίλα με τ’ αστραποβόλι,κορυδαλλός, και λάλησε, Πόθε μεγάλε,και υψώσου προς αστέρινο άλλο περιβόλι.Όλη τη μουσική μες στην αγάπη βάλε,και βάλε των παιδιών την αθωότητα όλη,110και βάλε κι όλη σου την ομορφιά, και πάλεθα ’χεις τον ίσκιο της αγάπης· όχι εκείνη·εκείνη λάμπει, καίει, φωτίζει και δε σβήνει! Από μια τρίδιπλη ψυχή το περιβόλι,συρτή και ριζωτή και φτερωμένη, πλέκει115το είναι· η κάμπια ολόβαθα χτίζει μια πόλη,και το πουλί χτίζει έναν έρωτα παρέκειπρος τον αιθέρα· και η χλωράδα γύρω σου όληδεν έχει νόημα, δεν υπάρχει, ή για να στέκεικαι νά ειναι, ακροπρεπίδι σου, στη δούλεψή σου·120ω! πώς υψώνεται στον ήλιο το κορμί σου! Δε σταματάει κισσός, δεν κόβει παρακλάδιτου κορμιού σου χυτή κι ελεύτερη τη γύμνια·όμως, γυμνή, με ονειροΰφαντο μαγνάδισκεπάζεις τα χλωρά του κήπου στενορύμια.125Λαμποκοπάει της βασιλείας σου σημάδικορόνα αχτίδων από σμάραγδα κι ασήμιακρεμάμενη, τρεμάμενη από την κορφή σου·ω! τί ρυθμός που κυβερνάει το θείο κορμί σου! Έτσι δεν είναι ωραίο το νέο κυπαρίσσι130λυγώντας αυροσάλευτο προς τον αιθέρα,έτσι δεν είναι ωραία η χλοϊσμένη βρύσηπου ψέλνει σαν ποιητής και θρέφει σα μητέρα,έτσι δεν είν’ η ανατολή, δεν είναι η δύση·απ’ την κορφή σου κρέμεται άλλου κόσμου μέρα·135έτσι όμορφη δεν είν’ η αναπαμένη λίμνη·στα πόδια σου οι θεοί κι οι θεολάλητοι ύμνοι! Αγγέλου φάντασμα στη σκήτη του ερημίτη,στης νύχτας τη σιωπή της αρμονίας το στόμα,η σκέψη, εκεί που πρωταστράφτει στου τεχνίτη140τον πλατυμέτωπο ουρανό, και πριν ακόμα,όνειρο ασκλάβωτο κι απάρθενο, έβρει σπίτικαι γίνει λόγος, μουσική, μάρμαρο, χρώμα,σαν την ιδέα σου δεν είναι, καθώς πέφτεικι αντιχτυπάει στου λογισμού μας τον καθρέφτη. 145Μέσα σου ρέει το διάφανο, τ’ αθάνατο αίμα,ή ο χυμός ο ανήμπορος να σε ξυπνήσειαπό ’ναν ύπνο δίχως μίλημα και βλέμμασε μιας αθόλωτης ζωής τ’ ωραίο μεθύσι;Το στέμμα της κορφής σου είν’ ένα ξένο ψέμα150ή τα μαλλιά σου, που η πνοή σαν τα χτυπήσει,γίνονται λύρες για να ειπούν ολόγυρά σουτη συμφωνία των όλων και της ομορφιάς σου; Μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά. Φτερά είν’ εκείνα,και δοκιμάζεις τα και τα τρεμοσαλεύεις.155Φτερά; δεν είναι, γίνονται· σε τρώει μια πείνα,και σε μια πλάση ανώτερη νά μπεις παλεύεις.Μια Πολιτεία, μιαν ηλιοστάλαχτην Αθήναδεξιά, ζερβά, μακριά, στα ύψη, όλο γυρεύεις,και στέκεσαι να φύγεις προς τα μισουράνια160πετώντας με τους κύκνους και με τα γεράνια. Λείψανο είσαι από νεκρό μεγάλο αιώνα,ζωής, που γίνεται, είσαι η πρώτη δροσεράδα;Πότε από μέσα σου κοιτάει, τραβάει αγώναγια να χυθεί στο φως μια νύφη Αμαδρυάδα,165πότε σαν τελευταία υψώνεσαι κολόναναού, που κάποτ’ έστεκε σε μιαν Ελλάδα.Τέλος ή αρχή, βραδιά ή πρωί, σε δένει κάτιμε τους ορίζοντες που χάνεται το μάτι. Ωσαννά χύνουν οι βλαστοί σου και τα βάγια170και το βασιλικό ωσαννά τ’ ανάστημά σουπρος άγνωστου θεού διαβατικού τα μάγια,φανερωμένου πρώτα πρώτα στη ματιά σου.Εσύ ωσαννά, ωσαννά αποκρίνονται τα πλάγια.Ω! ποιά τα οράματα και ποιά τα μυστικά σου;175Σφάζει τα λυγερά λουλούδια και τα φύλλααπό καινούριους ουρανούς ανατριχίλα. Κι εμείς; Ήρθε ώς εμάς το μακρινό πουλάκι,τ’ αγεράκι μάς άγγιξε με τα φτερά του,και κοντοστάθηκε το βιαστικό το ρυάκι,180και το παιδί μάς έριξε τ’ ανάβλεμμά του,και το περήφανο μας έγνεψε ζαμπάκι,και το φεγγάρι ήρθε για μας ώς εδώ κάτου,κι είδε καθείς τ’ απόξω μας, κανείς τα βάθη·ο κόσμος γλίστρησεν απάνω μας κι εχάθη. 185Πορτοκαλάνθια, τί σας ρώτησαν τ’ αηδόνια;Ο τζίτζικας τί θέλει από τα μεσημέρια;Κι όσα βογκούνε σαν από τα καταχθόνια,κι όσα ανεβαίνουνε τραγούδια προς τ’ αστέρια,του σαρακιού η φωνή, τ’ ανήσυχα τριζόνια,190τ’ αρώματα, οι πνοές, τα έρμα και τα ταίρια,όσα πετούνε, σέρνονται, λυγιένται, σκύβουν,κάτι γνωρίζουνε για σε και μας το κρύβουν. Μέσα μας μια ψυχή από μπόρα κι από πίσσατο πονηρό για σε στο λογισμό μας βάζει.195Στη νυχτερίδα όλο για σε μιλούσε η κίσσα,κι η ακρίδα το παινεύτηκε μ’ εσέ πως μοιάζει,κι η σφήκα ήβρε χαρά στη σκέπη σου περίσσα,κι ο νυχτοκόρακας μ’ εσένα αναγαλλιάζει·μια πλάση —Εσύ που ατάραχη τραβάς προς τ’ άστρα—200παραμονεύει σε κακή κι αναγελάστρα! Ω φυσημένη απ’ την καρδιά του πεύκου, Υγεία!Πατάς, παντού οι καρποί στ’ αγκάθια, στα τριφύλλια,κυλάς με τα νερά, και λάμπουν τα στοιχεία,για τ’ άδολο κρασί τρυγάς τα ωραία σταφύλια,205όπου σταθείς, θ’ αναστηθεί μια πολιτεία,πάντα ο μαστός σου γάλα ρέει, δροσιά τα χείλια.Ω μάνα στρογγυλή και καρπερή και ακέρια,μας λιών’ η αρρώστια· μοιάσαμε τα νεκροκέρια. Κλαδιά, μαλλιά, φτερά. Ίσκιοι, που η θεία της χάρη210παίζει κι απλώνει, πρώτε, δεύτερε και τρίτε,από το στοιχειωμένο το σκληρό φεγγάρι—μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά, και φτερά μήτε!—Προψές μιαν όψη τέταρτην είχατε πάρει·σπαθιά! και καρτερούσατε για να χυθείτε.215Νυχτοπετούσα πεταλούδα, έλεος κάμε·απάνω στα φτερά σου πάρε μας να πάμε! Η αρρώστια μάς τυράγνησε με την αγρύπνια,ω Φοινικιά, και σε είδαμε να κρυφογέρνεις,οι δρακοντιές, τα σκυλοβότανα, όλα ξύπνια,220νύχτα ήταν, άμοιαστο χορό μ’ αυτά να σέρνεις,και σ’ είδαμε όνειρο βαρύ στα πρωτοΰπνιαμε φλόμους και με χαμαιλιούς να παραδέρνεις,και γύρω σ’ έπνιγαν αζώηρων περιβόλια,κι από σκληρές αλόες λαός κι από τριβόλια. 225Κι ήσουνα, της ζωής ως να ζητούσες φόροαιματοπότιστο, κι ολάγρια αντιχτύπαπείνα στο είναι σου, και κάποιο σαρκοβόροήβρε σ’ εσέ και φώλιασε, κι έσκαψε τρύπα,κι έγινε σπήλαιο το κορμί το φτεροφόρο,230και της κορφής σου για κορφή φόρεσες γύπα·σα φλόγες και σαν κύματα και σα λεπίδιασυρμένα από τη ρίζα ώς την κορφή σου φίδια. Ποιός το στοχάστηκε, ποιάς Μοίρας είναι τάμα,από τα κακομύριστα και τ’ απορίμια235να υψώνονται τα ολόχλωρα, και αγνό το θάματου Μάη κι Απρίλη απ’ την ακάθαρτην ασκήμια;Γι’ αυτό γαλάζια μέσα μας και μαύρα αντάμα,και στην ψυχή μας ωκεανοί και στενορύμια,κι εκεί που ο νους με τα υπέρτατα παλεύει,240κάτι πανάθλιο μας κρατεί και μας μολεύει. Ήλιε, τα μαύρα ονείρατα πάρ’ τα και πνίχ’ τα,θολοί είν’ αχνοί, κι είναι κακόπραγα τελώνια.Θρέψε τα ωραία και τ’ αγαθά, τα πάντα δείχ’ τα,σαν αχτιδοπαιξίματα και σαν αηδόνια.245Κι εσύ, φεγγάρι, ξάπλωσε στην άγρια νύχταδιάφανη σκέπη από καρδιά και ψυχοπόνια,της Καλλονής παντού κυμάτισε, ω πορφύρα,κι η πλάση ας γίνει αγάπη κι ας χτυπάει σα λύρα! Ξημέρωσε. Το φως χίλια σού σπέρνει μάτια,250για ν’ αγκαλιάζεις τα βουνά και τα ρουμάνια,στα δέντρα τις φωλιές, στις χώρες τα παλάτια,και τα καράβια στ’ ανοιχτά και στα λιμάνια.Τη νύχτα ωραία ξωτικά σε αχτίδων άτιανα σε δουλέψουν έρχονται από τα ουράνια.255Χέρια φυτρώνει η λεύκα και στ’ απλώνει πλείσια·σε ναναρίζουν ήσυχα τα κυπαρίσσια. Μιλάς με τον αϊτό και με τον πελεκάνο,ρουφάς τη μουσική του κόσμου στάλα στάλα,βλέπεις τα μακρινά, τα γύρω και τ’ απάνω,260τ’ απέραντα και τ’ άπιαστα και τα μεγάλα,ανταποκρίνεσαι με κάθε αεροπλάνο,με αχτίδες, με φτερά, με την παγκόσμια σκάλα.Κι εμείς γειρτά στη γη, δαρμέν’ από μια λύπη,ακούσαμε της γης το μέγα καρδιοχτύπι. 265Ακούσαμε της γης το μέγα καρδιοχτύπι.Νέο τραγούδι αφάνταστο που δεν ειπώθη,ήχος που τίποτ’ από μέσα του δε λείπει·μέσα του ρυάζεται άγγελος που κεραυνώθη,κι όλοι γλυκανασαίνουνε τ’ Απρίλη οι κήποι·270κρυφοί αναπάντεχοι μέσα του κλαίνε πόθοι,και τρίζει μια φωτιά, που κόσμους θα χαλάει·κάτι που μένει αξήγητο και σε περνάει! Πες μας τη φωτερή τ’ αέρινου ιστορία,του μαύρου θα σου πούμ’ εμείς το συναξάρι,275κι έλα να τα ταιριάσουμε τα δυο στοιχεία,τη δύναμή σου εσύ με τη δική μας χάρη.Στ’ άφαντα, στα μικρά, στ’ ανήλιαγα, στα κρύαζουν ένας κόσμος δουλευτάδες και κουρσάροι,κι έχουν οι δρόμοι και τα έργα τους και οι μέρες280κι όσα δεν έχουν των απέραντων οι αιθέρες. Τη ζωή του μας είπε το μελισσολόικι άστραψαν ώς εμάς καινούρια σοφά νιάτα·θάματ’ ανυποψίαστα σκεπάζ’ η χλόη,στο πλάι μας το μυρμήγκι ανοίγει βαθιά στράτα,285μια σαύρα αργοσυρμένη μέσ’ από κατώι,χωρών, εθνών, τεχνών έφερ’ εδώ μαντάτα.Μια πεταλούδα, που έτρεχε για να παντρέψειτα λουλουδάκια, μας επλάτυνε τη σκέψη. Απάντρευτη, άκαρπη, κι αξήγητη και ωραία!290Παράξενη ήταν ώρα, ποιός θα το πιστέψει;Βουλήθη ο θείος κόσμος, κι έγινεν Ιδέα,και στη δική μας φανερώθηκε τη σκέψη.Τώρα σ’ αινίγματα και σε σκοτάδια νέαείν’ έτοιμη η ζωούλα μας για να μισέψει.295—Ω Φοινικιά, αποκρίσου· νά! φυλάει καρτέρι,πριν πεις το λόγο τον υπέρτατο, ένα χέρι. Ω Φοινικιά, μας έσπειρεν εδώ ένα χέρι,και θα ξαναπλωθεί, και θα μας ξεριζώσει,και θα πεθάνουμε· το κύμα και τ’ αγέρι300και το νερό ανελεήμονα θα μας σαρώσει,και δε θα κλάψει μας τ’ ολόανθο καλοκαίρι,κι η πλατιά πλάση το χαμό μας δε θα νιώσει,και κάτου από του ίσκιου σου τα μάγια πάλιθ’ αναστηθεί μοσκόπνοη μια βλάστηση άλλη. 305Και μήτε θα βρεθεί για μας κανένα μνήματου διάβα μας το φάντασμα να συγκρατήσει·μονάχα ολόφωτο τριγύρω σου ένα ντύμαμε νέα μια λάμψη αχάλαστη θα σε στολίσει,και θά ειναι η σκέψη μας κι ο λόγος μας και η ρίμα.310Και θα φανείς εσύ στην ξαφνισμένη χτίσησαν ένα χρυσοπράσινο καινούριο αστέρι.Και μήτ’ εσύ, μήτε κανείς δε θα μας ξέρει… 1900 Η Ασάλευτη Ζωή,1904 |