Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Νικολαΐδης Αριστοτέλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Νικολαΐδης Αριστοτέλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

Αριστοτέλης Νικολαΐδης - Αινίγματα πετρωμένα


Κύματ οι μνημες μας, αφρός

άφρονες υποθέσεις'

από τη θάλασσα τι θα 'θελες

μαθές, όλα τα σβύνει κι' ο βυθός

βουβό σκυλόψαρο της λήθης.

Η θάλασσα δεν ξέρει τα καράβια

μόνο δελφίνια ή ναυαγούς

τέρατα σε χιλιάδες λεύγες

ή τα κοχύλια των χειλιών

από ερωτήματα που λείψαν

αινίγματα πετρωμένα.

Τα καράβια είναι για μας

να ταξιδεύουμε σ' όλα τα κύματα μιάς επιφάνειας

όπου φωνές και σύννεφα κι' επιθυμίες -

τα νησιά: νύχτες με νύχια

κόκκινα των γυναικών που μας χαϊδέψαν

φήμες, αμφίθυμες, αναίτιες.

Μα ποια η αιτία για οτιδήποτε'

Κύματα οι μνήμες και πετούν

πουλιά, μηνύματα και παρακρούσεις

η θάλασσα όμως δεν θυμάται τίποτε.


Πηγή: δημοσιευμένο στο περ. Πολιορκία, τ. 8, Απρίλης 1980.

Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη.

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

Αριστοτέλης Νικολαΐδης - Ποιήματα

 Ώρες

Ώρες ατέλειωτες
για μια γραμμή
μια λέξη προσπαθώντας ν’ αναδύσεις
μέσ’ απ’ την χρήση της,
απ’ το μηδέν
ώσπου να βρεις τη μυστική δομή της.

Ώρες ατέλειωτες για την μορφή
που δεν μπορείς ποτέ να καθρεπτίσεις
διασπώντας τον πυρήνα των πραγμάτων
στο πυρ το εξώτερο της ποίησης.

1960/66

Αφασίες

Να δεις αυτό που δεν πρέπει να δεις
ν’ ακούσεις τούτο που δεν πρέπει ν ακούσεις
να πεις αυτό που δεν πρέπει να πεις
φθάνοντας έτσι στον λαβυρινθο της γλώσσας
όταν δεν βλέπεις , δεν καταλαβαίνεις τίποτε
παίζοντας τάχα, ενώ είσαι αυτό
το περιττό σημείο του παιχνιδιού.

Ποίηση

Ποίηση: τρόπος ανέκκλητος να λες
μ’ όσο το δυνατόν πιο λίγες λέξεις
αυτό που θά ’θελες να πεις.

Η ποίηση τούτη μ’ εξαντλεί.
Κάθε μιά λέξη γράφεται για τελευταία
φορά· πώς να την ξαναγράψεις
δίχως να συμβιβασθείς;

Και δεν υπάρχει ποίηση
χωρίς μια διάσπαση της γλώσσας.

Άλλες υποθέσεις

Ανάμεσά μας οι φωνές λιγόστεψαν
Οι λέξεις νοθευμένες , ότι να πεις
αλλοιώνεται και καταλήγει σ άλλες
φράσεις, άλλες υποθέσεις.
Σαφέστερα τα λες με τους εχθρούς
αυτοί σε ξέρουν, είσαι η σκιά
που κυνηγούνε και δεν είσαι.

Νύχτωμα

Η λήθη πάντοτε βουλιάζει
και στα σπασμένα μεταλλεία
λάμψεις ανεκμετάλλευτες
οι λέξεις σαν πυγολαμπίδες
που ζητούν βουβά το νόημά τους·
ερώτημα φωτός
απόκριση νυχτώματος.

Αριστοτέλης Νικολαΐδης, 1922-96

Πηγή:https://www.cocosse.com/2021/01/%CF%8E%CF%81%CE%B5%CF%82-%CE%B1%CF%86%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%AC%CE%BB%CE%BB%CE%B5%CF%82-%CF%85%CF%80%CE%BF%CE%B8%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82/

............................................................................................................................................................


ΤΟΠΙΟ

Επτά επί Θήβας, αλλά κάποιος
είχε από καιρό πεθάνει.

Στην ερημιά του νέου δέρματος
οι σκοτεινές χορεύτριες Ερινύες
οι σκιές εναλλασσόμενες.
Α, πως ν απαλλαγούμε από τις σκιές;

Αύγουστος μήνας, στρογγυλό
τοπίο των επαφών.

ΕΚΤΟΠΙΣΗ

Με τετραγωνισμένο μάτι
καταργήσαμε τους κύκλους.
Μόνο οι μαστοί των γυναικών
ξέρουν ακόμη τον σκοπό τους
γλυπτοί, γαλατομνήμονες ʽ
των γυναικών εκείνων που σε βάθος
αφομοίωσαν το πέος
κάνοντας έτσι περιττή
την αρχή του Αρχιμήδους.

ΕΦΕΥΓΕ
Λ-1954

Mιά συνάντηση μόλις
έφευγε
και κανένας δεν ήξερε την μορφή της
Μόνο μια παρουσία στα δάκτυλα
που ράγιζε την αφή μου.

( Από το «Διαβαθμίσεις», 1952)

ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ (απόσπασμα)

Δʼ

Ως πότε ο άνθρωπος θα ζεί
σʼ αυτή την υπονομευμένη σφαίρα
κοιτώντας κάθε τόσο απʼ το παράθυρο το Τίποτε
περπατώντας μεθυσμένος πάνω στο σχοινί
μα ως πότε θα κρατάει στα χέρια την πυρά
χωρίς τον πειρασμό να την ανατινάξει;

(Από το «Θάλαμοι», 1957)

ΕΜΦΥΛΙΟΣ 1947-49

Νύχτα της νύχτας και που φεύγεις δίχως σύνθημα
κραυγή της κουκουβάγιας , νυχτοπούλι μου.
Χαράδρες, η σιγή της λούφας . Κόζακας. Όρλιακας
Κρανιά, φρικτές μονιές εκείνου του χειμώνα.
Το μακελειό δεν ξέρει αιτία, μήτε κέρδος
το μακελειό δεν ξέρει κόστος ούτε μοίρασμα.

ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ ΙΔΕΩΝ

Θα σου την βγάλω την ιδέα τούτη απʼ το μυαλό
που σε κρατάει διαφορετικό από τους άλλους
θα σου την ξεριζώσω την ιδέα τούτη .
Με κάθετα νυστέρια και μηχανισμούς
Με φάρμακα που πείθουν η κρυφές αναστομώσεις
Θα σου την βγάλω την ιδέα τούτη απʼ το μυαλό
Που σε διακρίνει.

Θα πεις , ήταν μια ιδέα διφορούμενη
μια εξαίσια και παράδοξη σαν όλες
τις ιδέες, όμως εγώ υποπτεύομαι
τη σκέψη σου, τις άνομες παρεκκλίσεις
εγώ υποπτεύομαι τους οραματισμούς !
Θα σου την βγάλω την ιδέα τούτη απ΄ το μυαλό
που σε μολύνει.

Κι αν όλʼ αυτά δεν επιτύχουν, θα την βρουν
οι αδιάψευστοι παθολογοανατόμοι.
Μοναδική σʼ απόχρωση ; Κάτι που τέλος θα φανεί
μέσα στα σίγουρα φασματοσκόπια.

(Από το «Σελίδες Ιστορίας», 1952/1960)

ΔΙΑ ΛΕΠΤΩΝ ΜΕΜΒΡΑΝΩΝ

Βʼ

Καίγεται ο λόγος καθαρός
η αιτία των πραγμάτων
κι αυτά που μένουν, λιγοστές
εικόνες, αποσπάσματα,
φαντάσματα τυφλά της σύμπτωσης.

ΙΑ΄

Είχαν τελειώσει ο ένας
Με τον άλλον και κοιτάζονταν
σαν δυό παράλληλοι καθρέπτες.

ΙΖʼ

Ο χρόνος ήταν περιττός
Η ζέστη απʼ τη μορφή σου.
Το κάθε τι συνέλαβε
Την σκιά του κι εξηγήθη.

ΚΑʼ

Στην ποίηση τις λέξεις τις ζυγιάζεις
όπως ο φαρμακοποιός τα δηλητήρια.

ΚΕʼ

Το κόκκαλο το κρέας του ζητά
Το κρέας το πετσί του και το πετσί
το χάδι σου πριν από το νύχι.

(Από το «Λεξιτρόπιον», 1955/66)

Ρήματα

Η γλώσσα που μιλούμε κατοικείται από πουλιά, φωλιές αποδη-
μιτικών θαυμάτων, διάκλητες εσπερίδες . Ακούω μέσα της υ-
γρούς απολυόμενους ψίθυρους και δαψιλές εκρήξεις υακίνθων.
Ενίοτε κράζω : Πίμπρημι! Και τότε φλέγονται ιερά τα υδροχαρή
φωνήεντα, λυώνουν οι κάλυκες των ακραιφνών συμφώνων, λέ-
ξεις κατακρημνίζονται , φυλές τεράτων ωκυτόκων και τα αναβλύ-
ζοντα πτερόεντα ρήματα.

ΠΟΙΗΣΗ

Ποίηση: τρόπος ανέκκλητος να λες
μʼ όσο το δυνατόν πιο λίγες λέξεις
αυτό που θα θελες να πεις.

Η ποίηση τούτη μ εξαντλεί.
Κάθε μια λέξη γράφεται για τελευταία
φορά ΄ πώς να την ξαναγράψεις
δίχως να συμβιβασθείς;

Και δεν υπάρχει ποίηση
χωρίς μια διάσπαση της γλώσσας.
.
(Από το «Παράχρονες αναμνήσεις», 1961/66)

ΠΟΙΗΤΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΚΩΔΙΞ

Οι ποιητές μιλούν με λέξεις αυταπόληκτες
φράσεις που δεν συμφέρουν στους κοινούς
είναι κυριώτατα κατά, κι όταν υμνούν προσέχουν
ώστε συντόμως οι ίδιοι να ταπεινωθούν.

Οι ποιητές δεν ξέρουν μήτε ανάγνωση μη και γραφή
παρά μονάχα στίχους, αγνοούν τις αποδείξεις
και ζητούν εξόχως το αναπόδεικτο, το σκοτεινό
γιατί στο φωτισμένο κιόλας κατοικούν οι αποθηκάριοι.
Ζουν στο κενό, στο μαύρο κέντρο των πραγμάτων
εκεί που ο χρόνος καίγεται με μια ταχύτητα φωτός.

Οι ποιητές οφείλουν πάντα να είναι μόνοι
ν’ αντισκευάζονται στους νόμους και την φύση
να καταργούν τις τέσσερεις διαστάσεις
αν τούτο δίνει κάποιο νόημα στη μορφή τους.

Απαγορεύεται στους ποιητές η είσοδος
μέσα σε χώρους λιπαρούς και κοινόχρηστους
η μεταμφίεση τους σε πτηνά κι αξιωματούχους
(οφείλουν πάντα να κυκλοφορούν γυμνοί)
και προ παντός απαγορεύεται η σιωπή τους
όταν οι άλλοι μασουλούν τη γλώσσα τους.

Κι απαγορεύεται το κρέας το κρασί κι η συνουσία
χωρίς να κατακρημνιστούν σε στίχους
απαγορεύονται οι τιμές κι οι διατιμήσεις
απαγορεύονται οι ρομφαίες κι οι τριχοτομήσεις
απαγορεύονται σαφώς οι παραμαρτυρήσεις.
Αλλά το πιο παράδοξο, το πιο ιλαρόν
απαγορεύεται στους ποιητές ο θάνατος.

ΑΦΑΣΙΕΣ

Να δεις αυτό που δεν πρέπει να δεις
νʼ ακούσεις τούτο που δεν πρέπει ν ακούσεις
να πεις αυτό που δεν πρέπει να πεις
φθάνοντας έτσι στον λαβύρινθο της γλώσσας
όταν δεν βλέπεις , δεν καταλαβαίνεις τίποτε
παίζοντας τάχα, ενώ είσαι αυτό
το περιττό σημείο του παιχνιδιού.

ΜΕΛΑΝΙ

Στο μεσοκαύκαλο του καθενός
κοιμάται ράθυμος χαφιές
που περιμένει να ξυπνήσει
με το μαστίγιο του βασανιστή στα χέρια του
γυμνός και με το πέος του σαν σκύλος ν αλυχτάει
σπάζοντας ξαφνικά τις πόρτες
κλείνοντας τις διαβάσεις -άλτ!
κάνοντας ήσυχα τον τροχονόμο η πυροσβέστη
χαζεύοντας αμέριμνα στα καφενεία
σφυρίζοντας τα τραίνα σαν σταθμάρχης
η προλογίζοντας τους άλλους στις γραμμές
μιας σοβαρής εφημερίδας:
ξέρω το νύχι του σε τι μελάνι το βουντάει.

ΠΑΡΙΣΙ , ΑΠΡΙΛΗΣ 1974

Α, πώς περνούν οι επταετίες!
Από καφέ σε καφέ
διαβάζοντας εφημερίδες
διυλίζοντας τις στήλες
διυλίζοντας τον κώνοπα ¨

καφέ πολύ κι ολίγη
χαφιέδες ουκ ολίγοι

ΑΛΛΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Ανάμεσά μας οι φωνές λιγόστεψαν
Οι λέξεις νοθευμένες , ότι να πεις
αλλοιώνεται και καταλήγει σ άλλες
φράσεις, άλλες υποθέσεις.
Σαφέστερα τα λες με τους εχθρούς
αυτοί σε ξέρουν, είσαι η σκιά
που κυνηγούνε και δεν είσαι.

ΒΑΤΤΑΡΙΣΜΟΣ

Τι φοβερό σʼ αυτή την πόλη
δεξιοί που αριστερίζουν
αριστεροί που έχασαν
ξανά τον μπούσουλά τους,
οι πάντες βατταρίζουν!

(Από το «Αντιδράσεις μιας περιόδου», Αθήνα 1967/77)


Πηγή: https://www.poiein.gr/2011/09/06/aieieuacoc-aneooioyec-ieeieauac-dhiethiaoa-adheiyeaea-aeaiaossa-aaiaeuoio/

Κυριακή 19 Μαΐου 2024

Αριστοτέλης Νικολαΐδης - Η κόψη


Όλη σου η ποίηση βρίσκεται εκεί

στην κόψη των βυζιών, στην άκρα

τρυφερότητα του δέρματος

που υπολανθάνει το γάλα, στην έκπληξη,

την έκλειψη και ιδίως στο σβησμένο που,

λευκό που απορροφά το μαύρο βλέμμα

συμπυκνωμένο αφή και γεύση

λιγωμένο από μιαν όσφρηση έλλειψης,

το βλέμμα που άγριο και στοχαστικό

κάνει το άλμα του θανάτου

το υπόκωφο άκουσμα του ποιήματος.


Συγκεντρωμένα ποιήματα 1952-1990, Πλέθρον 1991.


Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

Αριστοτέλης Νικολαΐδης - Γράμμα Εξορίας, 1967


Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
Μνημονεύετε Αλέξανδρον Παπαδιαμάντη

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Δεν είναι πια η απόσταση
μα οι κάθετες παρεμβολές
δεν είναι οι λέξεις
μα η παγίδα της φωνής
φίλε, τι να σου γράψω, πώς
να δονήσω τις φριχτές μεμβράνες
τι να σου πω για τους τυφλούς
τον νουν τα όμματα.
Πικρό είναι το ψωμί της εξορίας,
είπε ο Κάλβος, κρούοντας
την αυθεντική του λύρα.

Είμαστε τώρα εξόριστοι
μέσα στο ίδιο μας το σπίτι
και γύρω μας ασχημονούν
οι μεταμφιεσμένοι επιδρομείς.
Η Ελλάς ξεφεύγει από τα χέρια μας.

Και στη γυμνή επιφάνεια
των καιρών οι κούφιοι
της στιγμής αξιωματούχοι
νοθεύοντας τις λέξεις
ασελγούντες επί της σεπτής
του Γένους ιστορίας
οι κορακόφθαλμοι...

Τέτοιες στιγμές, διαβάζοντας 
τον πληγωμένο βάρδο, κρούω 
κι εγώ την λύρα του, κράζω 
μέσ’ στις στροφές του: σωθήτωσαν 
αι Ωδαί, σώσατε την ψυχή σας!

Ο Μακρυγιάννης είπε:
«σημειώνω τα λάθη ολονών 
και φτάνω ως την σήμερον...»
Πιο πέρα: «και η πατρίς κατάντησε 
παλιόψαθα των ατίμων...»
Πιο πέρα: «Πάρ’ το αυτό 
το χαρτί και βάλ’ το σε μια πέτρα 
να είναι σίγουρο, μην κάψουν 
το σπίτι και καγεί...»
Πιο πριν: «Κι αν είν’ εκείνοι φτωχοί
εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι
πολύ εις τα στορικά του κόσμου...»
Κι εγώ τα λόγια του στοιχειοθετώ.

Φίλε μου, τόσα χρόνια 
προσπαθώντας να εκφρασθώ 
με συγχωρείς την γλώσσα μου 
δεν ξέρω να μιλώ· και όμως
ένα τοπίο μοναχά 
με συντηρεί και λίγες λέξεις 
από την ελληνική λαλιά μας.

Συγκεντρωμένα ποιήματα 1952 -1990, Αθήνα, Πλέθρον, 1991.

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

Αριστοτέλης Νικολαΐδης - Δημοσίου ἀνδρός (1965)


Ὑμνῶ τὸν ἄνδρα
τὸν ἐξαίσιο ῥήτορα
τὸν δικαιότατο
μέσα στοὺς ὑπολοίπους
καὶ οἰκτείρω
τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ
γελοίους καὶ ταπεινούς
ἐν τῇ ἐπιτυχίᾳ των
—ἂν τοῦτο ἐπιτυχία θεωρηθεῖ—
γελοίους καὶ ταπεινούς
ἔνεκα ἰδίως
τῆς ἐπιτυχίας των.
Ἀριστοτέλης Νικολαΐδης
Συγκεντρωμένα ποιήματα (1952-1990), Πλέθρον (1991)

Απ' το προφίλ του Γιάννη Βιτσαρά: https://www.facebook.com/profile.php?id=100046636266014


Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

Αριστοτέλης Νικολαΐδης - Τρία ποιήματα


ΕΡΩΔΙΟΣ
.
Τώρα που έφυγε και η νυχτερίδα
γιατί να μην ξυπνήσει ο ερωδιός
με τα χλωρά εξαπτέρυγα στην πλάτη
πώς να μη συλλαβίσει το φιλί
με το βυζί του πρώτου γάλατος.
Ο Έρως είναι το παιχνίδι του Διός.

ΦΩΝΗΕΝΤΑ
.
Ο μεν ήταν ωτακουστής
ο δε τυμπανοκρούστης
αλλ’ ούτε ο μεν μηδέ ο δε, δεν
ένοιωθαν ποσώς
τους κωφαλάλους.

Αυτοί μιλούσαν με σχιστά
και φλογερά φωνήεντα
οι ομφαλοσκόποι
με ολοστρόγγυλη σιγή
και οι εγγαστρίμυθοι
με μύθους κι επιμύθια,

φίλοι μιας υποθετικής γραμματικής
που μόνο ανίχνευσα
το κόμμα και την υπογεγραμμένη.


ΤΗΣ ΥΠΟΤΕΙΝΟΥΣΑΣ
.
Γυναίκα που κινείται ανάμεσα
μ’ άνεση λάμψης υαλοπωλείου
το βλέμμα της γλυστράει στους θόλους
οι πόρπες της εκλύονται σε κύματα
το στόμα της μιλάει με χίλιους όρκους
ή πυθαγόρεια θεωρήματα

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022

Αριστοτέλης Νικολαΐδης - Ποιήματα

 Σμίλη

Κάθε φορά
περνώντας ἀπό σένα
στό μέρος πού ἡ φθορά
μιᾶς ἄλλης μέρας
μέ τραβᾶ σέ σένα,
σεβαστικά θ’ ἀφήσεις
τήν ἐπιθυμία μου νά γλύφει
τό κορμί σου σάν μιά φλόγα,
τίς πτυχές, απόκρυφες ὥς
μέσα στήν ψυχή σου κι ὥς
τήν θυμωμένη ρώγα σέ ρωγμές
καί παρυφές βελούδινες
ἐκεῖ πού ἡ θλίψη λειτουργεῖ
στά σπλάχνα καί στά χείλη
σάν σμίλη τήν πληγή.
*
Ἰδεόγραμμα
Στόν Νίκο Ἐγγονόπουλο
Οἱ ἑταῖρες εἶν’ ἐδῶ καί πουθενά
πολλοί τίς λέν ἁπλῶς πουθάνες
ἀποτελοῦνται ἀπό μαστούς καί κρέας
ἕτοιμο στήν Ἀγορά, κρέας ὠμό
πρίν τό ψημένο καί τόν τροπικό
τούς στουκτουραλιστές ἤ τίς στρουθο-
καμήλους, ἀνθρωπολόγους καί οἰωνούς
οἱ ἀνθρωποφάγοι νουνεχεῖς πεινοῦν.
Κρέας ἰδέας ἤ μιᾶς ἡδονῆς
πού σάν μαχαίρι γαργαλάει τό χέρι.
*
Τό μυστικό τοῦ γυναικείου σώματος
Ὦ βάθος καί σιωπή τῆς Παρθενιᾶς!
Α. ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ, «Ἡ συνείδηση τῆς γυναίκας»
Ἐξερευνώντας πάντοτε τό γυναικεἶο
σῶμα σκέπτομαι τίς πτυχές ἐκεῖνες
τῶν βυζιῶν, τίς ἀνακόλουθες ἐλλείψεις
κάποια ρωγμή βαθειά στό αἰδοῖο αἱμάσσουσα
τά ὑγρά τῆς βλεννογόνου ροδοπέταλα
σάν ἕνα λυκαυγές μέσα στό δάσος
ἤ στήν ἀμμουδιά μιᾶς θάλασσας πού μόλις
ἀκουμποῦν τά χείλη μέ τήν βραδυνή παλίρροια·
χείλη τοῦ ἀνοίγματος λυτά, χείλη τοῦ περιναίου
καθώς τό γυναικεῖο σῶμα περιμένει.
Καί περιμένοντας αἰώνια, ναυτικούς, ἐργάτες
ἄλλους βιαστικούς, τυχαίους πόρνους
μέ τούς ὄρχεις τους πρησμένους
εἴτε στήν πλατεία Βάθης, είτε στό Faubourg
Saint Denis πού ξεχειλίζουν οἱ πουτάνες
σάν μπουγάδες ἀπό κάποια ξεχασμένη σκάφη
μέ λουλάκι, ἀπορρυπαντικά, ψωλόχυμα
κι ἄλλες ἀπόλυτες ἀπορρίψεις.
Τό πατητῆρι τοῦ μυαλοῦ ἀποστάζει λέξεις
μά στήν γλυφή δοκιμασία τοῦ αἵματος
στήν σύληση, στήν σύλληψη τῆς μήτρας
ποιό εἶναι τό μυστικό τοῦ θείου γκαστρώματος;
Ἄν ὁ Θεός κατοίκησε στίς παρυφές τῆς μήτρας
ἔστω καί σάν ὑπόθεση, έντυπωσιάζουν τά σημεῖα
(μήπως ἦταν ἀρχή ἑνός καρκινώματος;)
μά πῶς νά τό πιστέψεις ἄν δέν γίνεις ἅγιος
σέ μιά έποχή πού οἱ ἅγιοι φεύγουν ἤ ἐνοχλοῦν σάν μύγες
κουβαλώντας μόνο μόλυνση ἀπό τσίμπημα
σέ τσίμπημα, σέ τσίμπημα.
*
Ἡ σπηλιά
«ἄρρητα ρήματα ἄ οὐκ ἐμόν ἀνθρώπῳ, λαλῆσαι»
Κατ᾽ Ἐπιτάφιον «ἀναβατικόν Παύλου»: ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ.
Ἰδού ἡ σπηλιά πού ὁ γεροξούρας
ἔγραφε μέ δάκτυλα λειψά, λεπρός
μέ τό μυαλό γεμάτο μαλακύνσεις
κι ἕνα κρανίο νά γυαλίζει σάν καθῆκι
πεταμένο στά σκουπίδια, παρέα
κάνοντας μέ τόν σκορπιό, μονάχα,
τήν ἀράχνη καί τό δοντιασμένο φίδι
τρώγοντας τσιριχτά ποντίκια
σκατοκάνθραους ἤ μύγες,
λέξεις ψελλίζοντας ἀπό σπυριά καί μύξες
διυλίζοντας τόν Λόγο στό γουδί
τό γουδοχέρι μέ βότανα φαρμακερά
καί μανιτάρια κίτρινα, κόπρανα
κι ἕναν κόπανο στό χέρι,
μιαρός ὁ γεροξούρας, μοχθηρός
μέ τσίμπλες, μάτια γουρλωμένα,
τό χνῶτο του βρωμοκοπώντας:
τί περιμένεις ἀπ’ τό στόμα του νά βγεῖ
καί τί ν’ ἀποκαλύψει, πλήν
ἐμετοῦ καί σάπιου ἐντέρου;
Αριστοτέλης Νικολαΐδης, Συγκεντρωμένα Ποιήματα 1952-1990, εκδ. Πλέθρον

Πηγή: Ανάρτηση του Ιωάννη Τσίρκα στο fb.

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

Αριστοτέλης Νικολαΐδης-Μελάνι


Στο μεσοκαύκαλο του καθενός

κοιμάται ράθυμος χαφιές

που περιμένει να ξυπνήσει

με το μαστίγιο του βασανιστή στα χέρια του

γυμνός και με το πέος του σαν σκύλος ν αλυχτάει

σπάζοντας ξαφνικά τις πόρτες

κλείνοντας τις διαβάσεις -άλτ!

κάνοντας ήσυχα τον τροχονόμο η πυροσβέστη

χαζεύοντας αμέριμνα στα καφενεία

σφυρίζοντας τα τραίνα σαν σταθμάρχης

η προλογίζοντας τους άλλους στις γραμμές

μιας σοβαρής εφημερίδας:

ξέρω το νύχι του σε τι μελάνι το βουντάει.


Αριστοτέλης Νικολαΐδης (Μυτιλήνη, 25 Νοεμβρίου 1922 - 8 Οκτωβρίου 1996)

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Αριστοτέλης Νικολαΐδης-Ποίηση


Ποίηση: τρόπος ανέκκλητος να λες
μʼ όσο το δυνατόν πιο λίγες λέξεις
αυτό που θα θελες να πεις.

Η ποίηση τούτη μ εξαντλεί.
Κάθε μια λέξη γράφεται για τελευταία
φορά ΄ πώς να την ξαναγράψεις
δίχως να συμβιβασθείς;

Και δεν υπάρχει ποίηση
χωρίς μια διάσπαση της γλώσσας.
.
(Από το «Παράχρονες αναμνήσεις», 1961/66)

Πηγή:http://www.poiein.gr/2011/09/06/aieieuacoc-aneooioyec-ieeieauac-dhiethiaoa-adheiyeaea-aeaiaossa-aaiaeuoio/

Αριστοτέλης Νικολαΐδης-Αφασίες



Να δεις αυτό που δεν πρέπει να δεις
νʼ ακούσεις τούτο που δεν πρέπει ν ακούσεις
να πεις αυτό που δεν πρέπει να πεις
φθάνοντας έτσι στον λαβυρινθο της γλώσσας
όταν δεν βλέπεις , δεν καταλαβαίνεις τίποτε
παίζοντας τάχα, ενώ είσαι αυτό
το περιττό σημείο του παιχνιδιού.

Πηγή:http://www.poiein.gr/2011/09/06/aieieuacoc-aneooioyec-ieeieauac-dhiethiaoa-adheiyeaea-aeaiaossa-aaiaeuoio/

Αριστοτέλης Νικολαΐδης-Ποιητών Σύντομος κώδιξ



Οι ποιητές μιλούν με λέξεις αυταπόληκτες

φράσεις που δεν συμφέρουν στους κοινούς

είναι κυριώτατα κατά, κι όταν υμνούν προσέχουν

ώστε συντόμως οι ίδιοι να ταπεινωθούν.




Οι ποιητές δεν ξέρουν μήτε ανάγνωση μη και γραφή

παρά μονάχα στίχους, αγνοούν τις αποδείξεις

και ζητούν εξόχως το αναπόδεικτο, το σκοτεινό

γιατί στο φωτισμένο κιόλας κατοικούν οι αποθηκάριοι.

Ζουν στο κενό, στο μαύρο κέντρο των πραγμάτων

εκεί που ο χρόνος καίγεται με μια ταχύτητα φωτός.




Οι ποιητές οφείλουν πάντα να είναι μόνοι

ν’ αντισκευάζονται στους νόμους και την φύση

να καταργούν τις τέσσερεις διαστάσεις

αν τούτο δίνει κάποιο νόημα στη μορφή τους.




Απαγορεύεται στους ποιητές η είσοδος

μέσα σε χώρους λιπαρούς και κοινόχρηστους

η μεταμφίεση τους σε πτηνά κι αξιωματούχους

(οφείλουν πάντα να κυκλοφορούν γυμνοί)

και προ παντός απαγορεύεται η σιωπή τους

όταν οι άλλοι μασουλούν τη γλώσσα τους.




Κι απαγορεύεται το κρέας το κρασί κι η συνουσία

χωρίς να κατακρημνιστούν σε στίχους

απαγορεύονται οι τιμές κι οι διατιμήσεις

απαγορεύονται οι ρομφαίες κι οι τριχοτομήσεις

απαγορεύονται σαφώς οι παραμαρτυρήσεις.

Αλλά το πιο παράδοξο, το πιο ιλαρόν

απαγορεύεται στους ποιητές ο θάνατος.

http://www.poiein.gr/2011/09/06/aieieuacoc-aneooioyec-ieeieauac-dhiethiaoa-adheiyeaea-aeaiaossa-aaiaeuoio/

Αριστοτέλης Νικολαΐδης-Ρήματα


Η γλώσσα που μιλούμε κατοικείται από πουλιά, φωλιές αποδη-
μιτικών θαυμάτων, διάκλητες εσπερίδες . Ακούω μέσα της υ-
γρούς απολυόμενους ψίθυρους και δαψιλές εκρήξεις υακίνθων.
Ενίοτε κράζω : Πίμπρημι! Και τότε φλέγονται ιερά τα υδροχαρή
φωνήεντα, λυώνουν οι κάλυκες των ακραιφνών συμφώνων, λέ-
ξεις κατακρημνίζονται , φυλές τεράτων ωκυτόκων και τα αναβλύ-
ζοντα πτερόεντα ρήματα.

(Από το «Παράχρονες αναμνήσεις», 1961/66)

Αριστοτέλης Νικολαΐδης-Δ΄ «Θάλαμοι»

Δʼ

Ως πότε ο άνθρωπος θα ζεί
σʼ αυτή την υπονομευμένη σφαίρα
κοιτώντας κάθε τόσο απʼ το παράθυρο το Τίποτε
περπατώντας μεθυσμένος πάνω στο σχοινί
μα ως πότε θα κρατάει στα χέρια την πυρά
χωρίς τον πειρασμό να την ανατινάξει;

(Από το «Θάλαμοι», 1957)

Αριστοτέλης Νικολαΐδης-Οι έκφρονες

Οι έκφρονες
είχαν ακόμη μια φορά
λοιπόν μεταμφιεσθεί;
Ακόμη δεν τους ανεγνώριζα
κι όμως όλα μου φαίνονταν ως εάν·
ο ένας έλεγε: με υποκατέστησαν,
ο άλλος: φυσικά δεν είμαι αυτός,
ο Τίμων Συμφερόπολις, αυτός,
υποψιασμένος έστριβε διακυβευόμενος
από μια πάροδο στιγματισμένη.
Φίλε, του φώναξα, δεν μου ξεφεύγεις.
Δεν μου ξεφεύγεις πάλι
με κρυφές γραμμές
ύποπτες αφαιρέσεις
είναι η ψυχή σου αστείρευτη πληγή
που θα στερέψει.
Μπορώ να δω τις λεπτομέρειες
που σε συντηρούν, τις λεπτομέρειες
που σ’ ακρωτηριάζουν
πίσω απ’ τη μάσκα τούτη που ο Καιρός
την αποτιτανώνει:
δ ι ό τ ι  μ ε  μ ι α ν  α ν ά λ υ σ η
μ π ο ρ ώ  ν α  σ ε  σ κ ο τ ώ σ ω .

Πηγή:https://www.bibliotheque.gr/article/46581


Αριστοτέλης Νικολαΐδης-Χειρουργείο ιδεών

Θα σου την βγάλω την ιδέα τούτη απ’ το μυαλό
που σε κρατάει διαφορετικό από τους άλλους
θα σου την ξεριζώσω την ιδέα τούτη .
Με κάθετα νυστέρια και μηχανισμούς
Με φάρμακα που πείθουν η κρυφές αναστομώσεις
Θα σου την βγάλω την ιδέα τούτη απ’ το μυαλό
Που σε διακρίνει.


Θα πεις , ήταν μια ιδέα διφορούμενη
μια εξαίσια και παράδοξη σαν όλες
τις ιδέες, όμως εγώ υποπτεύομαι
τη σκέψη σου, τις άνομες παρεκκλίσεις
εγώ υποπτεύομαι τους οραματισμούς !
Θα σου την βγάλω την ιδέα τούτη απ΄ το μυαλό
που σε μολύνει.
Κι αν όλ’ αυτά δεν επιτύχουν, θα την βρουν
οι αδιάψευστοι παθολογοανατόμοι.
Μοναδική σ’ απόχρωση ; Κάτι που τέλος θα φανεί
μέσα στα σίγουρα φασματοσκόπια.

 Αριστοτέλης Νικολαΐδης (1922-1996)