Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Κοροβίνης Θωμάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Κοροβίνης Θωμάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

Θωμάς Κοροβίνης - Ολίγη μπέσα, ορέ μπράτιμε! (απόσπασμα)


Και είπα νισάφι εις αυτήν την αδικίαν. Κι ότι άστραψα χαστούκια εις έναν αρχηγόν, υβριστήν του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη του συναγωνιστή μου.  Γιατί εμείς οι αρχηγοί λεγόμενοι έχουμε το ταμάχι. Δεν ομοιάζουμε του Πατροκοσμά οπού εδίδασκε την ταπεινότητα και την αφιλοχρηματίαν και ομολογούσε ότι «δεν έχω άλλο ρούχο παρά ετούτο που φορώ». Και όλοι ημείς ο ταμαχκιάρηδες, οπού δεν αρκούμεθα εις τα ικανά αλλά ποθούμε να ωφεληθούμε από τα πάντα, δέον να τιμωρούμεθα. Της φιλαργυρίας ο σεβντάς ορίζει τα πεπρωμένα του τόπου μας, κάτι ήξευρε ο Πατροκοσμάς. Είναι δε  ησκημένον εις τα τοιαύτα το γένος των Ρωμιών το αδελφοκτόνον. Και ότι δεν τα επίστευα τα κόλπα των προκρίτων και δεν τα έχαβα τα ψέματα των γιαλαντζί  συναγωνιστών. Πάντοτες έπαιρνα τον αέρα της κουβέντας αναμεσό εις τους καπεταναίους. Ας είναι και κοτζαμπασαίοι βασταγμένοι. Και ότι δεν έστεργα το άδικο και το κρίμα πάσης φύσεως εναντία νοματαίων δυνάμεως ισχνής. Και καμπόσους κιοτήδες , χέστηδες ολιγόψυχους τους εντρόπιασα, είτε τους ξεπάστρεψα, ότι έδιναν βάρος της γης, αφού επαρατούσαν την μάχην εις το μέσον. Ότι εκδικήθηκα μιαν ατιμασμένη, δεκαέξι χρονών κορασίδα, οπού την εκατάντησε δημόσια εκειός ο Λιάπης ο ξενοφερμένος απ’ το Βεράτι, κλεμμένη απ’ τα χωριά του Πωγωνίου και την επουλούσε ως κούρβα πότε προς τριάντα, πότε προς σαράντα γρόσια εις το βιλαέτι των Ιωαννίνων, και ήρθε και κατήντησε μισή μερίδα το γύναιον.

        Μα ήτον το νταλαβέρι με τις γυναίκες ρίσκο. Άλλες νυμφευμένες, άλλες αγνές, άλλες είχον ακουστεί και γύρευαν να στεφανωθούν. Μα και τούτο το άθλημα, ο πόλεμος, είναι ιερό. Και δεν του πρέπει του αγωνιστή αποβραδίς να μαγαριστεί με θηλυκό, να πω ουδέ ημέρες πρωτύτερα, ή χάνει την μάχη ή τον τρώει το βόλι του οχτρού.  Αμά, δικαίωμα και γούστο μας,  και την λεβεντιά μας καμαρώνουμε, στολίζουμε και την μπουκουρή  μας. Τις ορμές μου δεν τις εφύλαγα. Ότι είμαι αρσενικός ντούρος και δεν εβάσταγα. Εζαχάρωνα τα κοράσια και με τον έρωτα ήμουν πεσμένος διαρκώς. Και δεν ελογάριαζα φυλήν ή θρήσκευμα γυναικός. Εις τα πρώτα νιάτα μου, εγώ ο πελελός , ντελικανλής και  μπακουρής , δεν ήτον νύχτα να μην αποζητώ θηλυκού αγκάλην. Και εύρισκα συχνά προθυμίαν εις την αυλήν του βεζίρη και εις χωρία του βιλαετιού Ιωαννίνων, άλλοτε δε τις εκάθιζα με το στανιό.  Ο Θεός, αν είναι, ένας είναι! Κι ο ντουνιάς οπού ευρεθήκαμε και η ζήση το λαχταράει το γλέντι και το μεράκι. Αλλιώς τι φελά η ανάσα; 

«Απόψε θέλ’ αρματωθώ να ’λθώ στη γειτονιά σου.

Έβγα, έβγα, δυο λόγια να σου πω.

Να δω τι θα μου κάμουνε τα γειτονόπουλά σου.

Έβγα, έβγα, στα παραθύρια σου»

 Ήμουν μπαρουτοκαπνισμένος, αγριεμένος κι ανελέητος. Δεν έσφαξα ολίγους  εις το γόνατο. Με γύφτικο μαχαίρι, αν αγαπάς! 

 Δεν με χωρούσε εμένα μήδε η γενέτειρα, μήδε το κουρμπέτι . Μήδε Θιάκι, μήδε Πρέβεζα, μηδ’ Ήπειρος ολάκερη, μήδε Ρούμελη ολάκερη, μηδέ μπαΐρες, μηδέ ρουμάνια, μηδέ στεριά και μήδε θάλασσα. Κι εκατήντησα τώρα δα εις το χαπίσι , εις το Βενετσάνικο Κάστρο της Ακροπόλεως μέσα χωστός, σιδεροδέσμιος, με βαριούς κελεψέδες , δεσμώτης χεροπόδαρος. Τούτο το ζ’ λάπ’   ο Γκούρας επήγε με τους κυβερνητικούς και γίνηκε το μάτι και το αυτί του Κωλέττη. Και μου εκήρυξε τον πόλεμον. Και εθανάτωσε λοιπόν τόσους, κατοίκους Αθηνών και τον πρόκριτον Σαρρήν που του αντιγνώμησε. Ετούτοι οι σταυρωτήδες δεν αρκούνται να με εξοντώσουν, τον Γολγοθά μου ζητούν. Ανάθεμα την φύτρα σας, κερατάδες! Και συλλογιούνται από καιρού κάποιοι πονηροί, ξένοι μα και φίλοι, και γυρεύουν την ευκαιρία διά τον εξολοθρεμόν μου, να καρπωθούν τον θησαυρόν του Ανδρούτσου τον περίφημον. Αρβανίτες και Ρωμιοί, επίσης δε και Τούρκοι. Σπειρί σπειρί τα εμάζωνα, λέγουν,  κουβανώντας τα από λημέρι εις σπήλαιον και από σπήλαιον εις τα κονάκια. Από τα λάφυρα του οχτρού και την δούλευσιν εις τον  Αλή πρωτύτερα τα εκαζάντισα. Ότι δεν είχομεν μπάνκα ελληνικήν να τα σιγουράρω. Και τα έθαπτα εις την γην. Πού ’ν’ τα; Εξανεμίσθησαν. Όμως τα εξόδευα διά τας ανάγκας του Αγώνος.


Ολίγη μπέσα, ορέ μπράτιμε! -Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΩΡΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ, εκδ. Άγρα, 

Θωμάς Κοροβίνης - Φερμανλήδες


-γράμμα απ’ το πολιορκημένο Μεσολλόγγι του

Ιωάννη Ιάκωβου Μάγερ σε επιστήθιο φίλο

του στη Ζυρίχη-

Αγαπημένε φίλε και συναγωνιστή σου γράφω έγκλειστος απ’ τη νέα μου πατρίδα, το λατρευτό μου, αποκλεισμένο Μισολόγγι.

Όλο αυτό τον καιρό που κατοικώ στην Ελλάδα αλληλογραφούσα συχνά με τον κοινό μας φίλο ντόκτορ Χέρμαν απ’ την Βέρνη,

καθώς και άλλους, συμφοιτητές και μέλη της οικογένειάς μου. Από πλευράς τους προσκλήσεις και προκλήσεις για το συνετισμό μου ήταν ουσιαστικά αυτές οι επιστολές, να τα παρατήσω δηλαδή πάραυτα και να επιστρέψω στας Ευρώπας, σε περιμένει μέλλον λαμπρό, μου έγραφαν, έλα εσύ κι εμείς θα σταθούμε σθεναρά στο πλάι σου, ήδη σε βλέπουμε σαν ήρωα, όμως σε θέλουμε κοντά μας, θα γίνεις όνομα στην Ιατρική όπως γίναμε κι εμείς, με

το σπαθί σου, γιατί είσαι άνθρωπος άξιος και διαθέτεις μυαλό θηλυκό, που γεννάει ιδέες δημιουργικές, θα διακριθείς, εξάλλου μπορείς να συνεχίσεις κι από δω τον αγώνα σου, με την άνεσή σου, θα βοηθήσουμε να δημιουργήσεις εδώ τυπογραφείο και να ιδρύσεις μια εφημερίδα που θα προπαγανδίζει τα συμφέροντα της μέχρι τούδε Ελεύθερης Ελλάδας και τον δίκαιο αγώνα των υπόδουλων Οθωμανών υπηκόων αυτού του τόπου όπου κάποτε άστραψε το πνεύμα του Ευριπίδη και του Αριστοτέλη, κι εμείς φιλέλληνες είμαστε, δεν ακολουθούμε τον Μέτερνιχ και τις φρικτές ανθελληνικές του αντιλήψεις, όλα τα σκλαβωμένα έθνη πρέπει να έχουν δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή τους, αυτά πλέον έχουν γίνει κτήμα των Ευρωπαίων διανοουμένων απ’ τον καιρό του Ρουσσώ  αλλά κοίταξε κάποτε και τον εαυτό σου, σαν και του λόγου μας. Γιατί ήδη κινδύνεψες, μου υπογράμμιζαν, πριν από λίγα χρόνια, όταν είχες πάρει μέρος στη ναυμαχία του Κορινθιακού κόλπου, όπως μάθαμε, απ’ τις εφημερίδες βέβαια, και παρά τρίχα γλίτωσες απ’ του Χάρου τα δόντια. Λοιπόν όλα αυτά, φίλε μου, ήταν γράμματα με πρόθεση την απολογία μου και την προτροπή για τον κατά την κρίση τους σωφρονισμό μου όμως εγώ τα λογάριαζα πάντοτε σαν επιθέσεις αγάπης.

Είχα διαβάσει μια τέτοια επιστολή φωναχτά ενώπιον του στενού συνεργάτη μου, του Στάνχοπ, που γνωρίζεις πόσο σπουδαία διάνοια είναι τούτος ο λαμπρός επιστήμονας, ο συνεκδότης μου στα «Ελληνικά Χρονικά» που τα τυπώνουμε με επιτυχία και ενθουσιώδη υποδοχή στο Μισολόγγι. Στην κρίση σου εναπόκειται, μου λέει ο φίλος μου ο Λάισεστερ Στάνχοπ, αν κάποτε μετανοήσεις, μη διστάσεις, δε θα σ’ εμποδίσω, να επιτρέψεις όποτε θες, στην Ελβετία. Θα αστειεύεσαι, αγαπητέ μου συνταγματάρχα, του απαντώ αβίαστα, εσύ δεν είσαι που έφερες εδώ πέρα με απίστευτες δυσκολίες το εγγλέζικο πιεστήριο, που είναι δωρεά του Φιλελληνικού κομιτάτου με έδρα το Λονδίνο; Για μένα αυτό το έντυπο είναι όνειρο ζωής, η δημοσιογραφία, φίλτατε, είναι ιδεολογία, πίστη, λατρεία, ίσως το σημαντικότερο κοινωνικό λειτούργημα. Ο τύπος διαμορφώνει συνειδήσεις, προάγει την εξέλιξη του πολιτισμού, συντελεί στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Το βιβλίο, η περγαμηνή, η καθημερινή φυλλάδα προπαντός ανοίγουν τους ορίζοντες της γνώσης, διευρύνουν τη μόρφωση, φέρνουν σε επαφή ακόμη και κάποιον απομονωμένο, απομακρυσμένο απ’ τον κόσμο με τις ειδήσεις και τα νέα του πλανήτη. Παράλληλα αξιοποιούν το πνεύμα και καλλιεργούν την διάνοια μέσω της παραγωγικής σκέψης των συντακτών του γραπτού λόγου, αρθρογράφων και ειδησιογράφων. Μην ξεχνάς με τι ζήλο και τι πάθος ξεκινήσαμε την έκδοση αυτής της φυλλάδας στο Μισολλόγι μας και με πόσα εμπόδια. Από την παραμονή των Χριστουγέννων του 1824. Συμπληρώσαμε λοιπόν πάνω από δύο χρόνια εκδοτικής ζωής αφού τώρα που σου γράφω έχουμε Πρωτοχρονιά του 1826. Δυο φορές την βδομάδα, κάθε Τετάρτη και Σάββατο βγαίνει το έντυπό μας και μοιράζονται εκατό φύλλα μέσα στο Μισολλόγι, χώρια οι αποστολέςσε λοιπά μέρη της χώρας και στο εξωτερικό. Είχαμε βέβαια αρκετές διακοπές στην έκδοσή του εντύπου μας, μα δεν φταίγαμε εμείς, αλλά ο αποκλεισμός της πόλης, ο τρομερός λιμός, οι ζημιές που παθαίναμε κάθε τόσο από τα εχθρικά πυροβόλα. Η συγκέντρωση της ύλης δεν είναι κάτι απλό. Πρέπει να αξιολογούμε  κάθε φορά το υλικό μας κατατάσσοντάς το σε τομείς. Ανακοινώσεις της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος, διαγγέλματα, προκηρύξεις και προπαγανδιστικά έγγραφα, επιστολές βουλευτών, επιστολές των συνδρομητών μας, ειδήσεις της πόλης και ειδησεογραφία απ’ την υπόλοιπη Ελλάδα, ειδήσεις από το εξωτερικό, μεταφρασμένα αποσπάσματα αμερικανικών και ευρωπαϊκών εφημερίδων, κείμενα και ρεπορτάζ για τον αγώνα των Ελλήνων, ανακοινωθέντα από τα μέτωπα του πολέμου, νέα απ’ το μέτωπο των αντιπάλων, επιστολές φιλελλήνων αλλά και φιλελληνικών κομιτάτων, τα άρθρα που γράφουμε εμείς με θέματα όπως, περί θρησκείας, περί ελληνικών εθίμων, περί ελευθερίας του λόγου, περί συνταγματικών δικαιωμάτων και άλλα, φιλοξενούμενα κείμενα με χαρακτήρα λογοτεχνικό, προπάντων ποιήματα. Εμείς οι δύο μόνο ξέρουμε πως κατορθώσαμε να στήσουμε αυτή την έξοχη δουλειά, ένα έργο ιερό, που έχουμε την τόλμη να το κρατάμε ζωντανό και μέσα στην πολιορκία. Τόσοι πατριώτες εδώ μέσα, εξαθλιωμένοι απ’ την αγωνία, τον κάματο και την ασιτία, περιμένουν απ’ αυτή την εφημερίδα να μάθουν τις ειδήσεις, να διαβάσουν τα λόγια αγάπης και εμψύχωσης που γράφουμε και να τους εμφυσήσουμε θάρρος. Συμπληρωματικά ασφαλώς και η εφημερίδα «Ελληνικός Τηλέγραφος», που κυκλοφορούμε στην ιταλική γλώσσα και την αποστέλλουμε στην Ευρώπη για ενημέρωση των ξένων βοηθάει πολύ στον αγώνα. Το Μισολόγγι αντιστέκεται, σε ασφυκτικό κλοιό από στεριά και θάλασσα, είναι στοίχημα για τους Οθωμανούς πασάδες η πτώση του, φοβάμαι πως θα γίνει σφαγή, δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν, γιατί αλλιώς είναι βέβαιοι ότι θα γίνουν «φερμανλήδες», και θα φύγει το κεφάλι τους απ’ τη θέση του. Κιουταχής και Μπραίμης δεν αστειεύονται. Θα μας κάνουν να φτύσουμε αίμα. Ο Παντισάχ είναι οργισμένος, ο τύραννος βρυχάται, η αυτοκρατορία του χάνει διαρκώς εδάφη με τις τελευταίες νικηφόρες μάχες των ραγιάδων του. Όχι, δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω το Μισολόγγι μου, μόνο τη φλόγα που αντικρίζω στα μάτια των παλικαριών μού φτάνει. Το πρωί ανταμωθήκαμε με τον Κίτσο Τζαβέλα και τον Χρήστο Φωτομάρα. Είναι ημίθεοι αυτοί, πραγματικοί απόγονοι του Ηρακλή και του Θησέα. Και οι λοιποί Σουλιώτες, και οι άλλοι Γραικοί, Νότης Μπότσαρης, Δημήτρης Μακρής και τόσοι αγωνιστές. Είμαστε σε ασφυκτικό κλοιό, φίλτατε. Έχει πιάσει ο Καραϊσκάκης με τους δικούς του τις πλαγιές του Ζυγού, κάτι είναι κι αυτό. Μια ελπίδα έχουμε κι απ’ τον στόλο του Μπότσαρη, έστειλε εφόδια και τροφές, μα τίποτ’ άλλο. Εμείς δώσαμε όρκο απαράβατο να μην παραδοθούμε. Δε βαριέσαι, αδερφέ μου, ο θάνατος έχει αλλιώτικο χαμόγελο για τον καθένα μας, ποιος ξέρει, μπορεί κι εμείς, εδώ μέσα στη φάκα που πιαστήκαμε, να είμαστε μ’ άλλον τρόπο «φερμανλήδες». Ώρα τη ώρα, μέρα τη μέρα, παρακολουθώ και πληροφορούμαι καταλεπτώς τα πάντα γύρω απ’ την πολιορκία μας, τα καταγράφω λεπτομερώς και τα μεταφέρω με απόλυτη ακρίβεια στο έντυπό μας. Στις έριδες που σημειώνονται ανάμεσα σε αρχηγικά κυρίως πρόσωπα τα οποία κατευθύνουν και τα πεπρωμένα μας δεν αναμειγνύομαι καθόλου. Φαίνεται πως σε καιρό άμυνας εντέλει επικρατεί η λογική. Προσπαθώ να εκτελώ τα δημοσιογραφικά μου χρέη στο ακέραιο και να είμαι το δυνατόν αντικειμενικός, αυτό ίσως είναι το ύψιστο χρέος του δημοσιογράφου. Με την συνείδηση μου καθαρή και ελεύθερη, εντελώς αδέσμευτη από σκοπιμότητες και οφέλη άλλων. Ο Μαυροκορδάτος, άντρας πανίσχυρος στην  ελεύθερη Ελλάδα, με τον οποίο έχω πολύ στενά συνδεθεί, επιχείρησε κάποτε να μου αλλάξει άποψη για ορισμένα θέματα και να γίνω τρόπον τινά όργανό των βουλήσεών του, όμως δε δίστασα να έρθω σε σύγκρουση μαζί του. Μια φορά τα τσουγκρίσαμε και με τον Λόρδο Βύρωνα, φίλε μου, που ζει εδώ μαζί μας και μας συμπαραστέκεται, πήγε κι εκείνος να μου ασκήσει επιρροή σε κάποιο ζήτημα, μα στάθηκε αδύνατο. Βρίσκομαι, όπως ξέρεις, σ’ αυτή την αξιολάτρευτη χώρα, από το 1821, τη χρονιά που ξεκίνησε η Επανάσταση. Χώρα ονειρική μα αδελφοφαγική, αν εννοείς αυτή την ιδιότυπη ελληνική λέξη. Είναι μια συνήθεια, ιδιότητα του χαρακτήρα τους καλύτερα, που έχει ριζώσει μέσα τους και τους ακολουθεί σαν κατάρα από γενιά σε γενιά. Δε λένε τούτοι οι Ρωμιοί να συνεργαστούν αρμονικά μεταξύ τους. Μπαίνουν στη μέση η αντιζηλία, ο ανταγωνισμός, η φιλαρχία, η εξουσιομανία, η φιλοχρηματία, οι παλιοί προσωπικοί λογαριασμοί, κάποτε και η προδοσία. Αυτή την έγνοια έχει κι ο Μπάιρον και τους επιπλήττει διαρκώς. Έγραψε μάλιστα ένα σχετικό ποίημα όπου ουσιαστικά τους περιφρονεί και τους καθιστά υπόλογους γι’ αυτό το χούι τους, έτσι το λένε οι ίδιοι, χούι, τούρκικη λέξη, βλέπεις είναι μεν εχθροί στον πόλεμο αλλά μέσα σε αιώνες κοινού βίου και συγχρωτισμού έχουν δανιστεί και ανταλλάξει ο ένας με τον άλλο πολλά και διάφορα. Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός, με την ασίγαστη πνοή πνευματικής ελευθερίας που τον διακρίνει διαμένοντας στο νησί από απέναντί μας και παρακολουθώντας όλο το χρονικό του πολέμου, έγραψε τον Εθνικό Ύμνο των Ελλήνων, ένα εκτενές ομοιοκατάληκτο ποίημα υψίστης ποιητικής αξίας και φλογερού πατριωτισμού, που τον βοήθησα κι εγώ να εκδοθεί στο τυπογραφείο μας μόλις ένα χρόνο πριν, το 1825. Ένα τέτοιο έργο ίσως έχει την δύναμη κάποτε να τους ενώσει. Βαφτίστηκα ορθόδοξος, όπως θα έχεις πληροφορηθεί, έχω δε παντρευτεί μια ωραία κυρά Μεσολογγίτισσα, την Αλτάνα Ιγγλέζου. Μου συμπαραστέκεται η γυναίκα μου, συμμερίζεται την αγωνία μου να συνεχίσω το εκδοτικό και δημοσιογραφικό μου έργο, νιώθει πως η ψυχή μου όλη είναι τούτη η εφημερίδα. Ο δημοσιογράφος είναι λειτουργός, κατέχει θέση ηγεμονική και υπεύθυνη στην κοινωνική πυραμίδα. Όταν η εφημερίδα σου διδάσκει ήθος, και ο ίδιος έχεις φρόνημα υψηλό, εμψυχώνεις τους αναγνώστες, όπως κάνουμε εμείς εδώ με τους πολιορκημένους, καθώς πολιορκημένοι είμαστε και οι ίδιοι με τις φαμίλιες μας. Οι οποίοι συν τω χρόνω φτάνουν στα έσχατα, δεν υπάρχει μέσα στην πόλη μας ίχνος πρωτεΐνης πια, για να φάνε και να δυναμώσουν. Μια μπούκα ψωμί ζητάει το κοριτσάκι μου και τελευταία ούτε αυτό το ελάχιστο δε μπορώ να βρω για να χορτάσει κάπως την πείνα του. Αντιστεκόμαστε στην πολιορκία, φίλε μου, πολεμώντας με νύχια και με δόντια, θα αντέξουμε, κι αν δεν αντέξουμε, τότε θα μας γράψει η ιστορία. Αγαπημένε μου φίλε, θα ταξιδέψουμε όλοι μας στο «κοινό λιμάνι του Άδη», όπως λένε οι αρχαίοι Έλληνες. Όμως ίδιο είναι να ισοπεδωθείς από βαριά ασθένεια και να σταυρωθείς ως το ξεψύχισμά σου με το να δώσεις τη ζωή σου για την ιδέα της Ελευθερίας, και μάλιστα για την ανεξαρτησία του αγαπημένου λαού των Ελλήνων; Κάλλιο ιδεαλιστές λοιπόν και «φερμανλήδες» μελλοντικοί παρά κιοτήδες.


Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Θωμάς Κοροβίνης - «Ασ’ τα να πάνε, Γιώργο μου!»

 

για τον Γιώργο Ιωάννου

 

— Βρε καλώς τον Γιώργο. Δε σε περίμενα.
— Πώς να με περίμενες! Αφού χάθηκα. Λείπω δεκαετίες τώρα, θα ’χετε λησμονήσει και την όψη μου πια!
— Α μπα, ξεχνιέσαι εσύ, αδερφέ!
— Όμως του ανθρώπου η μνήμη σβήνει γρήγορα.
— Άλλων μπορεί, η δική σου όχι, εσένα σ’ αγαπούν, και σε μνημονεύουν, όχι όσοι θα όφειλαν βέβαια. Πάντως οι φίλοι μου κι εγώ κάθε μέρα σε σκεφτόμαστε, κάποιοι από μας σου κάνουμε παρέα νοερά.
— Αλήθεια, δεν ξέρεις τι χαρά μου δίνεις!
— Όταν περνάω απ’ την Ομόνοια ή απ’ το Βαρδάρη στήνω μαζί σου κουβέντα, όταν ακούω προσφυγικές λαλιές το ίδιο, όταν διαβάζω αρχαία κείμενα σε φέρνω στο νου μου, Ψαλμούς, παρομοίως, δημοτικά τραγούδια, επίσης.
— Λαϊκά τραγούδια δεν ακούς;
— Σχεδόν αποκλειστικά. Μα αυτά τ’ ακούω ακόμη και μέσα μου. Προπαντός τα πολύ βαριά κι ασήκωτα, που μου θυμίζουν εσένα, καλέ μου, τα πάθη σου. «Τα παράθυρο κλεισμένο» του Παπαϊωάννου, «Ο ζητιάνος» του Τσιτσάνη, «Μαύρη ζωή, μικρούλα μου» του Μάρκου. Και άλλα πολλά που παραπέμπουν στην αμαρτία, μ’ εκείνα σε συνδέω πιο πολύ, «Κολασμένο μου κορμί», «Είμ’ ένα κορμί χαμένο», «Το παρελθόν μου το βαρύ».
— Πολύ σ’ αγαπώ!
— Δεν τα παίζουν τέτοια τραγούδια, ούτε στις ταβέρνες, ούτε στα ραδιόφωνα. Μόνος μου τα τραγουδώ. Ολομόναχος, δε με καταλαβαίνουν πια. Αν με πιάσει το μεράκι και τραγουδήσω κανένα τέτοιο περπατώντας με κοιτάνε σαν παράξενο φρούτο. Μπορεί και σαν παρακατιανό. Έχω γίνει κι εγώ παλιομοδίτης στα μάτια τους.
— Ενώ όταν μπαίνουν στα μαγαζιά να ψωνίσουν και ακούνε ντίσκο δεν είδα να διαμαρτύρονται.
— Μάλλον το ευχαριστιούνται. Δεν αντιδρούν στα ξένα, γιατί θαρρούν ότι θα λογαριαστούν έξω απ’ το κοπάδι, φοβούνται μην καταντήσουν δαχτυλοδεικτούμενοι.
— «Ουδείς αντέστη, το παν εχέσθη».
— Πάνω κάτω είχες προβλέψει αυτή την κατρακύλα του λαού μας.
— Μα ήδη απ’ την δεκαετία του ’70 είχαν αρχίσει να δίνουν κώλο. Και, για πες μου, τα δικά μου τα τραγούδια τα ακούει κανείς;
— Τα δικά σου; Πεθαίνω! «Κέντρο διερχομένων»! Αλίμονο! «Δε θέλω να μας δούνε, μισώ το μάτι τους, εγώ ποτέ δεν είπα για το κρεβάτι τους»! Πολύ σε πίκραναν οι άνθρωποι, Γιωργάκη μου!
— Οι άνθρωποι από τότε, πολύ πριν κλείσει ο αιώνας, είχαν αρχίσει να γίνονται αγριάνθρωποι, δεν ξέρω για τώρα.
— Που περιπλανιόσουν τόσον καιρό σ’ αυτές τις ξένες χώρες τις άξενες;
— Δε βαριέσαι, τίποτε το περίεργο, έκανα το ίδιο ταξίδι που έχουν κάνει αναρίθμητοι προηγούμενοι κι άλλοι τόσοι απειράριθμοι επόμενοι θα συνεχίσουν να επαναλαμβάνουν στους αιώνες. Όμως δε θυμάμαι να είχαμε γνωριστεί.
— Δικό μου το φταίξιμο μα όχι απόλυτα. Είχαμε διασταυρωθεί κάνα δυο φορές αλλά δεν πήρα το θάρρος. Έχασα βέβαια. Ίσως απ’ τον πολύ θαυμασμό που σου είχα, ήμουνα και μικρός βλέπεις.
— Κλασικό σφάλμα της νιότης, δεν περνάει απ’ το μυαλό των νέων ότι είναι κι αυτοί μελλοθάνατοι, έστω με πιο μακρά προθεσμία, αν και τίποτε δεν είναι σίγουρο. Κι εγώ τα ’κανα αυτά, δεν πλησίαζα εύκολα ανθρώπους που είχαν κάποιο μύθο.
— Ήσουν ένας απ’ τους «μύθους» εκείνης της εποχής, το πιστεύω, Γιώργο.
— Σημασία έχει αν έχω αφήσει κανένα γερό χνάρι στις ψυχές των άλλων, να με διαβάζουν και να συγκινούνται, να ενισχύεται η ανθρωπιά τους, να αυγαταίνει το ήθος τους. Είσαι κι απ’ τη Θεσσαλονίκη, ε; Άλλαξε καθόλου; Έπαψε να είναι σφιχτοκούραδη;
— Όπως τα ξέρεις! Αν κάναμε παρέα τότε θα είχαμε να πούμε πολλά, Γιώργο.
— Ας τα πούμε τώρα, πάντα μου άρεσε να κάνω καινούριους φίλους.
— Εμείς είμαστε φίλοι παλιοί, έχουμε καταγωγή απ’ τα ίδια χώματα της Ανατολικής Θράκης, πονάμε τη μαγκούφα την προσφυγομάνα, είμαστε κι οι δυο μοναχοπεριπατητές, και τόσα άλλα. Έκανες κανένα περίπατο;
— Έκανα πολλές τσάρκες όπως συνήθιζα πάντα. Μέσα σε ύποπτα στενά, σε μισοφωτισμένους δρόμους.
— Αυξήθηκε, λες, η αληταρία;
— Α μπα, δε βγάζω άκρη. Είδα περιποιημένους να κυνηγάνε κουρελήδες, είδα μυστικούς ντυμένους σαν αναρχικοί. Κι εκείνη την έρμη προσφυγιά! Την έχουν βάλει στο μάτι λες και φταίει για την κατάντια τους. Ξεθύμανε η μνήμη των τυραννισμένων γιαγιάδων τους, τι να πω;
— Σε φίλεψαν καθόλου;
— Έφαγα και σ’ ένα «καλό» σπίτι, κάτι γνωστών μου, άθλια γούστα, πρόστυχα ανέκδοτα, αντιπαθητικά σουσούμια. Εύκολο χρήμα, βλέπεις! Μάζεψαν το αληταριό απ’ τα πάρκα και του έδωσαν προαγωγή στα σαλόνια. Εξάλλου τα καημένα τα πάρκα την πλήρωσαν κι αυτά, αποψιλώθηκαν, ξηλώσανε τα παγκάκια τους, τα φωτίζουν με κάτι λάμπες που κάνουν τη νύχτα μέρα, πού να κρυφτείς, καημένε!
— Άλλο τι σου έκανε εντύπωση;
— Μπασκιναρία, βρε παιδάκι μου, παντού μπασκιναρία!
— Δε σου θυμίζει τίποτα;
— Μου φαίνεται πως η Ελλαδίτσα μας ξαναγυρνάει πίσω, στη δεκαετία του ’60, σ’ εκείνα τα χρόνια τα σκληροτράχηλα, μετά τον Εμφύλιο. Μόνο το πορτρέτο της Φρειδερίκας πήρε δρόμο. Κάναμε τόσα χρόνια κανένα βήμα σοβαρό; Δεν το βλέπω!
— Και τα νιάτα μας; Πώς βλέπεις τη νέα σοδειά;
— Τα νιάτα μας είναι ασύλληπτα, λιμπιστικά, πολλή ομορφιά εννοώ, μέγας πειρασμός.
— Γιατί, τότε δεν ήταν;
— Ήταν κακοταϊσμένα και φτωχοντυμένα αλλά αστράφτανε μέσα στα κουρέλια τους. «Το καλό το άτι και κάτω απ’ τα κουρέλια φαντάζει» λέει ο λαός μας.
— Αποθύμησες κανένα τόσον καιρό;
— Τους μαθητές μου απ’ τα χρόνια της Κασσάνδρας, ένα ηλιοβασίλεμα στα Κάστρα, ένα βράδυ στου Τσιτσάνη, κάτι φίλους μου λογοτέχνες απ’ την Αθήνα, τ’ αδέρφια μου στη Θεσσαλονικη, έναν παλιό μου εραστή, πολεμιστή του Έπους της Αλβανίας. Αποθύμησα τη χαρά που έπαιρνα μόλις έβγαινε καινούριο βιβλίο μου!
— Το καλύτερο βιβλίο σου δεν πρόλαβες να το σκαρώσεις! Δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω, τώρα που σε βρήκα, για να σου δώσω λίγη χαρά παραπάνω!
— Δεν πειράζει, φτάνει που με κρατάς έτσι στη μνήμη σου. Κάνε μου ένα χατίρι, άμα βγαίνεις για κρασί, παράγγελνε κανένα σκληρό ρεμπέτικο, βάζε κανένα ποτηράκι απέναντί σου, γέμιζε το και κάνε καμιά πρόποση μ’ εμένα αόρατο, οι άλλοι ας μην ξέρουν.
— Αν τύχει και κάνω έρωτα; Πώς να σ’ έχω μαζί μου;
— Ε, δώσε κανένα χάδι και για μένα.
— Θα ήθελα να περπατήσουμε μαζί, να σεργιανίσουμε από δω κι από κει.
— Μπα, φτάνουν τόσα που είδα. Ευτυχώς που θα ξαναγυρίσω πίσω, αλλιώς θα υπέφερα, θα υπέφερα πολύ! Μια χαρά είμαι εκεί πέρα εγώ, εσύ να κοιτάξεις να περνάς καλά, φίλε μου. Δεν αξίζει το μαράζι! Δεν πιστεύω να βασανίζεσαι κι εσύ!
— Άσ’ τα να πάνε, Γιώργο μου, άσ’ τα να πάνε!

Αναδημοσίευσηhttps://www.hartismag.gr/hartis-41/afierwma/as-ta-na-pane-ghiwrgho-moi

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023

Θωμάς Κοροβίνης - Μποκ και Ουμίτ (απόσπασμα)


Υπάρχουν δυο λογιώ φιλοξενούμενοι της ελληνικής γης: αυτοί που την πονάνε πάνω απ’ τον εαυτό τους κι άλλοι που τη βλέπουν σαν προτεκτοράτο της χρηματιστηριακής τους ψυχοσύνθεσης. Η πατρίδα μας είναι ένα φρούτο πεντάμορφο με σαρακοφαγωμένο το μέσα του, ένα διαμάντι έκπαγλο στο μάτι του ήλιου· ήταν φυσικό να πέσει στα χέρια τόσων ασύδοτων εμπόρων. Η ιστορία της είναι μια ατέλειωτη αλυσίδα κούρσους και δραγουμισμάτων.

Τι πάθος ατελείωτο και άλλες ιστορίες

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Θωμάς Κοροβίνης - Ο γύρος του θανάτου (απόσπασμα)

 Η «ΛΟΛΟ»,  ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΑΤΣΑ 


Φτώχια, τρέλα και πουστιά. Τα τρία κακά της μαύρης μοίρας μου της θεόκουλης[1]. Πώς έμπλεξα εγώ, παιδάκι από σπίτι νοικοκυρεμένο μ’ αυτούς τους άχαλους[2];  Ένα αγοράκι με καλούς τρόπους ήμουνα, πρώτος μαθητής στο σχολείο μου και λατσό[3] μπισκετάκι[4]. Δεν ήμουνα τζασλότεκνο[5]. Με τζίναψε[6] ο δάσκαλός μου, ο καλός μου ο ντικοστός[7]πως έπαιρνα τα γράμματα και με είχε από κοντά. –Τζινάβεις, κυρ-δάσκαλε; -Και τζινάβω και μπενάβω[8]. Πολύ διαβαστερός, με τον Καζαντζάκη και προπαντός με τον «Ζορμπά» του μανία να δεις. Μπουτ[9] προχωρημένα πράματα. Το’ 41 γεννηθείς είμαι, γενιά της κατοχής μας λένε. Τα πιο πολλά παιδάκια της ηλικίας μου μένανε τότε τελείως αγράμματα. Ούτε δημοτικό δεν τελείωναν. Άλλο έβγαζε την Δευτέρα, άλλο την Τρίτη, άλλο δεν πήγαινε καθόλου. Τους τις έβρεχαν γερά για να μελετούν, τα ντουπάρανε[10] για να πάρουν το Απολυτήριο τουλάχιστον, ξύλο να δουν τα μάτια σου. Άλλοι, γονείς, πάλι, δε μπορούσαν να τα στείλουν, λόγω οικονομικού σφιξίματος  και τα έβαζαν από μικρά στη δουλειά. Ήμουνα στους τυφλούς ο μονόφθαλμος.
Πώς βρέθηκε στο δρόμο μου εκείνος ο βρομιάρης, ο καριολόπουστας, και με ξελόγιασε. Τσαγκάρης ήτανε, ο μαλάκας, τσαγκάρης της γειτονιάς. Παντρεμένος με παιδιά μεγαλύτερά μου. Αποπλάνηση ανηλίκου. Εφτά χρονών ήμουνα, ξανθό, σγουρομάλλικο, σαν τ’ αγγελάκια στις χαλκομανίες. Γκιουζελίμ[11], λατσό μωρό. Και έφηβος ήμουνα κουκλί, μπισκέτο[12]. Μ’ έστειλε σ’ αυτόν η μάνα μου για να περάσει σόλες σ’ ένα ζευγάρι παπούτσια προπέρσινα φθαρμένα. Είχα ξαναπεράσει από κει. «Έμπα μέσα, θες σοκολάτα;». «Θέλω», είπα. Με τα μπινελίκια[13] τα ξεγελάνε τα μωρά οι μπινέδες[14]. Για πότε με κάθισε στα γόνατά του, μου χάιδεψε τα μαλλάκια και λίγο το μάγουλο; Ούτε που κατάλαβα. Κάνει μια έτσι ο κατέ[15], ξεκουμπώνει το παντελόνι του και βγάζει την ξερή του. Δεν είχαν φερμουάρ τα παντελόνια τότε, σπάνια. Κοντό παντελονάκι φορούσα, ποιο παιδί φορούσε μακριά εκείνο τον καιρό, δε φτάνανε τα λεφτά για το ύφασμα ή έτσι το είχανε.  Έβγαζες μαλλί στα ποδάρια και μετά σου αγοράζανε μακριά παντελόνια. Το πουλί του, τώρα που το θυμάμαι δεν ήτανε σκληρό, σα μισομαραμένη, μελάτη ήτανε η μαλαπέρδα[16]του τζιναβωτού[17]. Τη δουλειά του όμως ήξερε να την κάνει καλά το μπαλαμό[18]. Μου φαινόταν όμως μεγάλο τσουτσούνι. Μπορεί να’ χω και λάθος, γιατί στους μικρούς όλα των μεγάλων μεγάλα φαίνονται, η φαντασία τους τα διογκώνει.  Μου πήρε το χεράκι μου και το’ βαλε εκεί, ύστερα με κάθησε πάνω του, λίγο μου την ακούμπησε στα μπούτια ο πουρός[19]και με πασάλειψε με τα φλόκια[20] του. Μπουλκουμέ[21]. Εντάξει ο κατέ αυτό γουστάριζε, να ξεφλοκάρει[22] ήθελε. Πήρε μετά μια παλιοπατσαβούρα, και τα καθάρισε. Δεν πρέπει να’ τανε βρεμένη, γιατί  θυμάμαι είχα ερεθιστεί στα σημεία που με έχυσε. Αυτό το υγρό, το χύσι,  θέλει αμέσως καλό καθάρισμα, είναι πολύ καυστικό το φλόκι, έτσι και τ’ αφήσεις όλη μέρα, εκεί που θα πέσει  φαγουρίζεσαι και ξύνεσαι συνέχεια.  Έσκυψε πάνω μου, βρωμούσαν τα χνώτα του.  «Δε θα μιλήσεις πουθενά, να μείνει μυστικό μεταξύ μας». Μου’ δωσε κι άλλες δυο σοκολάτες.  Κάτι μάτια γουρλωμένα κι ένα μουστακάκι ποντικοουρά, μπουτ  καλιαρντός[23], τι  να πω. Σιχαμερός ήταν. Δεν έβγαλα άχνα καθόλου, σε κανέναν.  Μέσα μου τα συλλογιόμουν, όμως. Δεν είναι καλό πράμα αυτό. Απ’ την άλλη κάτι με τραβούσε, ψαχνόμουν, άραγε οι νέοι, οι μεγαλύτεροί μου, οι δεκαεξάρηδες, ας πούμε, δε θα’ ναι καλύτεροι απ’ αυτόν τον κουλό; Είχα, φαίνεται, την κλίση, μ’ έβαλε χέρι κι ο μπαλός[24], ο άχαλος και μου έγινε χούι. Με κατάστρεψε το τομάρι. Απ’ το Θεό να το βρει, ο κωλόγερος.
Μεγάλωνα, δεν τα’ βρισκα με τους άλλους. Δεν έκανα και πολλή προσπάθεια, μου’ γινε, όμως, συνείδηση, άλλη γλώσσα μιλούσα εγώ και άλλοι αυτοί. Καταλάβαινα από νωρίς πως θα’ μουνα απ’ τη μια μεριά εγώ κι απ’ την άλλη ο κόσμος. Δε θα’ σκαγα κιόλας, «ε, η πούλη[25] μου να’ ναι καλά», είπα κι εγώ.  Τ’ αδέρφια μου, μεγαλύτερα, δύο αγόρια. Ο Άγης, ένας παίδαρος, θεολάτσα[26], οικοδόμος, πήγαινε στη Γερμανία, μάζευε λίγα μπερντέ[27], ερχόταν πίσω στην πατρίδα, τα έτρωγε με τις γκόμενες, γιατί ήταν μπουτ μουτζοτός[28], μπουτ μουνάκιας, πάλι καβαλούσε το τρένο και γύριζε πίσω εμιγκρές. Δος του καυλομαξίλαρο[29] και πάρ’ του την ψυχή. Μια δόση έβγαλε καλά φράγκα και μου πήγε στον Μουτζότοπο[30] να τα γλεντήσει, τα ξόδεψε στις σαρμούτες[31] και  στις καρακαλτάκες[32] κι έμεινε στο φινάλε ταπί και ψύχραιμος. Οι σούπερ αντρουά[33]λατσεύονται τον Μουτζότοπο κι εμείς οι καραλουμπίνες[34] τον Τζιναβότοπο[35],  το Αδερφοχώρι[36].  Καλόψυχο πλάσμα ο Άγης μας αλλά απότομος χαρακτήρας. Ούτε για στεφάνι  έκανε, γέρασε κι ακόμη μπεκιάρης κάθεται, σολότεκνο[37]. Ήτανε μπερδεμένος και με την Αριστερά, με τους λαϊκούς αγώνες. Ο δεύτερος, σπούδασε μαθηματικός ο Μιχάλης, ήσυχο παιδί, μαζεμένο, του Θεού. Της προσευχής και της μετανοίας. Τα κατάφερε αυτός, διορίστηκε, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, πέφτει το παραδάκι, ασφαλίστηκε, έκανε και μια λατσή κρεμάλα[38] με μια μούτζα[39] με μπερντέ, τη νύφη μου, τη Γαρυφαλλιά. Η νύφη μου  είναι ψυχικιάρα, του «Κυργιελέησον» κι αυτή και με συμπονά. Τα πάμε καλά, μου στέκεται στα δύσκολα. Στο τέλος έγινε παπάς το θεόπαιδο. Τρία αδέρφια, το καθένα κι άλλο μπαϊράκι. Ο πρώτος,  καππακάππας[40], ο δεύτερος, βακουλοπουρός[41], ο τρίτος, καραλούγκρα[42]. Το Γυμνάσιο δεν το τελείωσα, στην τελευταία τάξη έπιασα αμόρε, ένα γειτονόπουλό μου, καρακαψούρα. Λατσότεκνο[43]. Δε φυλαγόμασταν καθόλου,  μου άβελε κοντροσόλ[44] στα σοκάκια, όπου να’ ναι παιρνόμασταν, ακουστήκαμε, βγήκαν τα σκατά μας στο μεϊντάνι[45], η μάνα του, καρά Πόντια, της το σφυρίξανε, στεκότανε στη μέση  στο μαχαλά και καταριόταν. Μας έκραζε το πόπολο[46], κουσκουσεύανε[47] οι κουλοί. Είχαμε στη γειτονιά και μια λουμπουνιά[48], μια άχαλη ψωραδερφή[49], ο Τάκης, η Τακού η μπακάλισσα, μπουτ φόλα[50], και μπέναβε κουσέλες[51]. Ασφυξία. Δεν ήτανε ζωή αυτή. Κουλά, κουλά. Μια νύχτα μάζεψα λίγα ρούχα σ’ ένα βαλιτσάκι, τζούρνεψα[52] και μπερντέ απ’ το πορτοφόλι της μάνας μου, της άφησα και μια λέτρα[53] και την πούλεψα. Φεύγω και αβέλω σπασίμπες[54]. Αριβεντέρτσι Ρόμα.  
Τώρα πού θα πας, μαρή; Τι τα’ θελες, κυρά μου,  τα μπικουτί; Άμα είσαι στο δικό  μας το στυλ, κάνεις μπαμ. Και σε  δουλειές δε σε παίρνουνε  και τον αντάμη[55] να κάνεις, δε σε πιστεύουνε, γιατί κάνεις κρα. Και να σε πάρουνε, θα σε αβέλουν τζαστικό[56] γρήγορα ή προτού να σε τζάσουνε[57], από μόνη σου,  για να μην τους δόσεις  την ικανοποίηση, τους άχαλους, βουέλεις τζα[58] από περηφάνια.  Πόσα να φας σιχτίρ-πιλάφια[59]; Και για πού είσαι μετά; Είσαι ή για το γκρεμό ή να την κάνεις για καυλόγερος στο κηφηνότσαρδο[60]. Την έβγαζα εδώ κι εκεί. Τη μέρα στα τζουρά[61], τη νύχτα στα πάρκα. Κουλά. Πα ντ’ αρζάν. Νάκα[62] μπερντέ. Οι λούγκρες είναι όλες καταδικασμένες υπάρξεις, περνάει η ζωή τους κολλημένη σ’ ένα  ψέμα,  σ’ ένα μουσαντό[63]. Είναι ζούρλες[64], οι καψερές. Έτσι κι εγώ, ζούσα μέσα σ’ ένα τζασλό όνειρο, περιμένοντας το μιράκλι[65], τον πρίγκιπα του παραμυθιού να με σώσει.  
Βρέθηκα εκτός σπιτικής εστίας. Κουλά. Κοπροσκύλιαζα, η λουμπινιά, γυρνοκοπούσα εδώ κι εκεί. Τραγουδούσε τότε ο σούπερ σεβντοκατές[66],  ο Καζάντζος –μόλις είχε βγει- ένα τραγούδι πονεμένο, «Είμαι ένα κορμί χαμένο, ένας άσωτος υιός», γκραν σουξέ. Μέρα νύχτα δεν τ’ άφηνα απ’ τα χείλη μου. Για μένα ήτανε γραμμένο, θαρρείς. Το τραγουδούσα κι έκλαιγα.

Απ’ το σπίτι μου διωγμένος
κι απ’ τον τόπο μου μακριά,
στο γκρεμό κατρακυλάω
κάθε μέρα πιο βαθιά.


Μπουτ το γουστάρω το λαϊκό τραγούδι,  πολύ λατσεύομαι[67] το καημόκουτο[68]. Και πιο πολύ τον Στελάρα, που ήταν τότε ένα σεβντότεκνο[69] μούρλια.
Στα δεκαοχτώ ήμουνα, κοντά στην ενηλικίωση, κατέβηκα στον Περαία,  έβγαλα ναυτικό φυλλάδιο, εύκολο ήτανε, γιατί είχα κι όλα τα σέα.  Μάρτης του’ 59 ήτανε όταν μπάρκαρα σε ποστάλι. Στο πλήρωμα με βάλανε, ανήκα στο τσούρμο. Άλλη μεταχείριση εκεί να δεις. Μπουτ κουλά. Έβγαζα μάτι κιόλας ότι ήμουνα γκραν σορέλα και με παίρνανε στο ψιλό. Ευτυχώς με τζίναψε ο υποπλοίαρχος, με έβαλε κάτω απ’ τη φτερούγα του, ο μάγκας ο Καλαματιανός. Λάτσα[70], μπουτ λάτσα. Τον γλυκοκοίταζα αλλά δε μιλούσα. Μόκολα[71]. Ένα βράδυ, πιωμένος ήτανε, μου’ τα’ ριξε. Τι μου τα’ ριξε, άλλο που δεν ήθελα. Τακιμιάσαμε. Όσο έμεινα στο πλοίο, ένα εξάμηνο περάσαμε ζάχαρη. Θεομπούκουρα[72]. Ταξιδέψαμε όλο τον κόσμο, Ταϊλάνδη, Φιλιππίνες,  Ινδικό ωκεανό, Μεσόγειο θάλασσα. Τι Σουέζ και τι Πορτ Σάιντ! Πώς ήτανε στο Πορτ Σάιντ; Βρομιά και δυσωδία. Κι ομοφυλοφιλία. Οι Άραβες, και προπαντός οι Αιγύπτιοι, κάνουν τον ηθικό. Μπουτ κουλοί. Η θρησκεία τους τούς κάνει κομπλεξικούς, όλα, τάχαμου, τους τ’ απαγορεύει. Αλλά να μη βρουν ευκαιρία.  Έτσι και τους έρθει βολικά, οργιάζουν οι καυλιάρηδες. Λατσά κουραβάλουν[73] οι Αραπάδες. Τέλειωσα απ’ τα καράβια. Σωζότανε ο παράς. Πάλι νάκα μπερντέ. Πήγα γκαρσόνι σ’ ένα καφενείο, έκανα και τον τρατάρη[74].  μ’ εκμεταλλεύτηκε  ο αρχιτσιφούτης ο καφετζής. Πουροζελέ[75] ήτανε ο κατέ. Με το σχόλασμα ήθελε να μου βάζει χέρι. Τι έφταιγε κι εκείνος ο χριστιανός; Αφού ήμουνα φορτωμένη κι εγώ καυλομαγνήτες[76]! Έτζασα κι από κει, απ’ την πουρομαριονέτα[77].  Κουλά κι από δω, κουλά κι από κει.
Έπρεπε να παρουσιαστώ στα στρατά. Υποχρέωση όλων των αρσενικών της χώρας. Μπουτ κουλά. Άι εμ ιν δε άρμυ νάου[78].   Τα μαλακιστήρια οι φαντάροι αρχίσανε την καζούρα από μακριά. Μπορεί να με ξεφώνιζαν μα κατά βάθος κάνανε κρα για να μείνω. Έτσι κι αλλιώς για ξεκαυλωτήρι με θέλανε. Αμ, δε σφάξανε. Για να γλιτώσεις απ’ τους στρατόκαυλους[79] ή ιεχοβιάζεις[80] ή πουλάς τζασλοσύνη[81] ή πουλάς αδερφοσύνη. Προτίμησα το πιο ταιριαστό για μένα.  Πούλησα αδερφοσύνη για να την πουλέψω. Παρουσιάστηκα σινάμενη-κουνάμενη με μπανάνες και φτερά στο κεφάλι, όπως η Κάρμεν Μιράντα, η τραγουδίστρια με το εξωτικό στυλ που την βάζανε στα έργα τα βραζιλιάνικα. Έπιασε το κόλπο. Μου δώσαν  πούλο[82]. Εγώ είμαι αδερφή και με κράξανε και με τζάσανε δικαίως ως αδερφή. Δε σημαίνει ότι δεν ήμουν και ικανός να υπηρετήσω. Σιγά! Πήχτρα στους φλώρους και τους λουφαδόρους είναι η επικράτεια! Και στις κρυφολούγκρες! Και στους ανίκανους! Άσε που μόνο τα κορόιδα υπηρετούν. Αν βρείτε έναν άντρα Έλληνα υπήκοο να μη μετάνιωσε που έκανε φαντάρος, εγώ να γίνω τουρλολιγούρης[83].
Μετρούσα πολύ εξωτερικώς. Όπως ήμουν  η δόλια λιγδομπερντές[84], βγήκα στα πάρκα, ήμουνα παλιός γνώριμος εκεί. Ένα βράδυ, αργά, γνώρισα  στο πρεζαντέ[85] μια ντάνα[86],  σα μισοτρανς ήτανε, μια λουμπίνα[87] του κερατά. Περπατημένη τσολαδερφή[88], κουασιμόντα[89] ήτανε η μαντουάνα[90]. «Είσαι η πιο λατσή αδερφή, άμα ντυθείς, θα κονομήσεις μπουτ μπερντέ», μου λέει. «Τι να ντυθώ;» ρώτησα, «σάμπως γυμνή είμαι;». Νόμιζα εγώ θα με στείλει να αβέλω ντανιές[91],  να γίνω μασκαράς, καρναβάλι. Δεν πήγε ο νους μου. Μου λέει έτσι κι έτσι. Θα ψωνίσεις τα κραγιονάκια σου, τις μπογίτσες σου, θα φορτωθείς τα μπουτ αρλεκίνια,[92] και θα βγεις αύριο βράδυ μαζί μου στην πιάτσα, αρτίστ[93]. –Μήπως πρέπει να κοτσάρω και μουζαντίβαρα[94]; τη ρωτάω. Γιατί δε γουστάρω. Εκείνη είχε φουσκώσει τα βυζιά της με το γνωστό σύστημα και μάζευε πελατάκια. Ζήτω η σιλικόνη!
Μπήκα αμέσως στο κόλπο και ξεθάρρεψα γρήγορα. Πρώτη βραδιά, δέκα πελάτες, καλή κονόμα. Μπουτ λατσά. Με πήγε σε μια πιάτσα όχι πολύ γνωστή, που συχνάζανε, ας πούμε, οι μυημένοι. Το ψωνιστήρι γινότανε στην αλάνα, απέναντι απ’ το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Μόλις σουρούπωνε άλλαζε το σκηνικό και μεταμορφωνόταν. Παρκάρανε εκεί μεγάλα φορτηγά πολλών κυβικών, νταλίκες. Οι νταλικέρ[95], πολύ επιρρεπείς στο κοκό. Κι όχι πάντοτε ενεργητικοί, πολλοί ήτανε μερακλαντάν, απ’ όλα κάνανε. Άλλοι πελάτες ήτανε περαστικοί κι άλλοι εργατικοί της γειτονιάς, μιλημένοι, στο κόλπο όλοι τους, πονηροί, τζιναβωτοί. Άμα τελείωνε ο αγώνας στο γήπεδο και μετά, μερικοί φίλαθλοι πηγαίνανε για τουρκόσουπα[96]ή πίνανε κάνα ουζάκι και περίμεναν να νυχτώσει. Πίσω απ’ τις καρότσες το κάναμε ή κάτω από κάτι δέντρα. Δεν συχνάζανε τσόλια[97] εκεί, σπάνια να περνούσε κανένα. Δεν είχε ούτε κουκουβάγιες[98]. Κρατούσαν τσίλιες και κάτι κουλές αδερφές για τα συνθηματικά. Η Βαγγέλω, η δόλια, που ήταν αμπενάβωτη[99], μου έκανε νοήματα από μακριά. Αν διέκρινε κίνδυνο, σήκωνε το μαντήλι της και το κούναγε στον αέρα. Άμα ζύγωνε κανένα λατσό τεκνό, περπατούσε με τσαχπινιά και έκανε σαντά[100] καυλοκουνήματα[101]. Η Τζοκόντα η Κράχτρα, που μπέναβε πολύ ανθυγιεινά[102] ήτανε τζαζεμένη αλλά ψυχικιάρα και λειτουργούσε σαν τροχονόμος και έδινε σε όλες στην πιάτσα διαταγές. «Εσύ τράβα από δω». «Από κει πέρασε ένα τσόλι». «Ο κατέ αβέλει μουσαντά[103]». Αν πλησίαζε κάποιο ωραίο τεκνό φώναζε δυνατά «λάτσα, λάτσα, καραλάτσα[104]». Αν σε δίκελε[105] με κανένα επικίνδυνο πελάτη τραγουδούσε : «Ντικ[106], μαρή, τζουρνεύει[107] το κατέ, μπουτ τζουρνεύει». Η ταβέρνα η «ΠΕΘΕΡΑ» βρισκόταν απέναντι απ’ το γήπεδο. Σύχναζα στο στέκι αυτό, μάζευα κι από κει πελατεία. Είπαμε, καλέ, πως ήμουνα και μουράτω[108]. Από τις βίζιτες πορευόμουνα, αφού δουλειά δεν είχα και δουλειά δε θα μου’ δινε κανείς.  Είχα μια επιδερμίδα βελούδινη, έμοιαζα τη Τζίνα Λολομπρίτζιτα, τα μάτια της έχω τα σπανιόλικα καιτα μαριόλικα,  γι’ αυτό με βγάλανε οι άλλες οι κατέ,  Λολό. Στο Παρίσι, η Μπε-Μπε και στη Ρόμη η Λο-λό.
Η μπατσαρία, άμα έβγαινε για παγανιά, έπρεπε ζορ ζορνά[109] να τσακώσει κανένα κακομοίρη ή να ντουπάρει για να γουστάρει.  Μπιζ και τζαζ[110]. Μια δόση κάνουν οι ρούνες[111] ένα ντου, τσακώνουνε δυο από μας, μας χώνουνε στο ρουνικό[112] και μας πάνε στο Ηθών για ανάκριση. Κουλά. –Πιάσανε μαζί μου και την άχαλη, τη φίλη μου την Πόντια, τη μυταρού. Σούμη, το χαϊδευτικό της απ’ το Σουμέλα. Μας πήγαιναν συνοδεία κι αυτή έκανε την πλάκα της, η άτιμη. «Μάνα μου, θα γαμούνε μας και ντο πολλοί πα είναι», πέταξε την παροιμία της. Δεν είχα ξαναμπεί σε πούλμαν[113], έχω και κλειστοφοβία. Νόμιζα πως θα τεζάρω. Ταραγμάν-ταραχάν[114]. Δε  ρίξανε καθόλου ντουπ[115], πέσαμε σε καλά παιδιά, με τρόπους.  Τελειώσανε τα τυπικά, κάνω να φύγω, «ελεύθερος, αγορίνα» μου λέει ο φρουρός και «πέρνα να μας βλέπεις και μας». Τον δικέλω, κούκλος, θεόλατσος. Τα φτιάχνω μ’ αυτόν, πολύ τον γουστάριζα, κόβω και λίγο απ’ την πιάτσα, με τάιζε. Όσο αρρενωπός ήτανε ο μπάτσος μου, άλλο τόσο  παθιασμένος ήταν με την πάρτη μου. Δε λατσευότανε το κουραβάλιασμα[116]. Βέρος τζιναβωτός ήτανε, μ’ είχε τρελάνει στα τσιμπούκια, αυτός σε μένα, όχι εγώ σ’ αυτόν. Φιλιά στο στόμα, άγριο κοντροσόλ με τη γλώσσα σα τριμπουσόν κι από κει τσιμπούκια συνέχεια, σε σημείο να μπουχτίζεις. Δε γουστάριζε κουραβέλτα[117]. Μέσα στο περιπολικό τα κάναμε τα αίσχη μας, μας κοίταζε κι ένα μωρό από μια μικρή φωτογραφία δίπλα στο τιμόνι. Τελείωνε την πίπα ο καλός μου και άβελε κοντροσόλ από πάνω και στο παιδάκι του. Πατέρας, μικροπαντρεμένος ήτανε. Ποιος ξέρει τι μουσαντά[118] θα μπέναβε στη γυναίκα του.
Ε, δεν κρατάνε πολύ αυτά.   Δεν είμαι δα και των δεσμών. Ούτε και της προστασίας, γιατί δε φοβάμαι. Είμαι πολύ δυνατή. Μας ζυγώνανε μερικοί και μας κάνανε τον κατελάνο[119]. Ή τον νταβελάκη[120]. Ε, δε σήκωνα τέτοια. Μια φορά έδειρα κάποιον νταγλαρά στο Βαρδάρι, ένα κωλόπαιδο, που μ’ έψαχνε με  την πρόθεση να με χτυπήσει ο κατέ.  Αδερφή είναι, σου λέει, μαθημένη να τις τρώει. Τώρα θα δεις ποια ειν’ η αδερφή και ποιος ειν’ ο μάγκας. Έφαγε ντουπ, καραντούπ, ο τσόγλανος, ο θεοκάλιαρντος[121]. Πολλές φορές πλακώθηκα στο ξύλο αλλά εκείνη τη νύχτα μαζεύτηκε κόσμος περαστικός, έγινε  γκραν επεισόδιο. Ταραχή! Σκέψου να βλέπεις έναν νταβραντισμένο νεαρό, ντυμένο με γυναικείο φόρεμα να βάζει κάτω ένα δίμετρο θηρίο. Και να τον βρίζει κιόλας ελεινά. Μπουτ κουλό.
Ο Αρίστος με πλησίασε μόνος του. Έκανα πιάτσα πίσω απ’ τα φορτηγά. Το’ 59 ήτανε, χειμώνας. Αργά, κατά τις δώδεκα. Ήταν δεκαεννιά χρονών, όπως μου είπε, αλλά θα τον έκανες και εικοσιδύο. Ένα χρόνο με περνούσε. Αδύνατος ήταν. Τελευταία είχα καλή πελατεία σ’ αυτή την πιάτσα, γιατί δούλευα κυρίως μόνη μου, δεν είχα ανταγωνισμό. Είχανε ντουπάρει[122] κόσμο και είχανε ψιλοεξαφανιστεί οι λουμπουνιές. Είχανε αλλάξει στέκι, κατεβαίνανε Βαρδάρη μεριά. Ήταν Σαββατόβραδο. Με σίμωσε πιωμένος. –Γειά σου. Θέλεις παρέα; -Εξαρτάται. Πόσα θα δώσεις; -Δεν ήρθα για να δώσω; -Αλλά, τι, ρε μάγκα; Μήπως θες να σε πληρώσουμε κιόλας; -Το βρήκες. Εγώ δεν πληρώνω, πληρώνομαι. –Ε, τότε δεν ταιριάζουμε. –Γιατί, δε μπορούμε να κάνουμε παρέα χωρίς να μπούνε τα λεφτά στη μέση;  -Μπορούμε αλλά είμαι πολύ κουρασμένη. –Μην ανησυχείς, θα σε ξεκουράσω εγώ. –Πώς; -Θα δεις. Ήτανε πολύ γλυκός. Δεν ήτανε χαρμάνης, ούτε φράγκα ήθελε να βγάλει. Αν και νάκα μπερντέ[123].  Ήθελε παρέα, ανθρώπινη παρέα. Τον έτρωγε τον άμοιρο η μοναξιά. 
Αυτός  γραπώθηκε, ρε παιδί μου, από πάνω μου. Κόλλησε σα βδέλλα. Είμαι χαρακτήρας με σίκ οριεντάλ[124].  Κάνω ωραίο κλίμα, αβέλω λατσούς τζιλβέδες[125], σ’ αυτό θα οφείλεται που τους τραβάω. Σπάνια να κάνει άλλος τέτοια ατμόσφαιρα. Κι όχι μόνο στη φάρα μας, γενικά. Μα και λατσά τα μπενάβω[126], μπουτ λατσά.  Έξω το κάναμε, έβρι νάϊτ, αραιά και πού σε κλειστό χώρο. Είμαι και συνηθισμένη. Χρόνια απ’ την πιάτσα με τους πελάτες στις εξοχές βγάζαμε τα μάτια μας. Όλα τα τσαΐρια[127] της Θεσσαλονίκης τα’ χω φέρει βόλτα. Είχε κάτι καβαντζούλες η Σαλόνικα, μούρλια. Στο Βασιλικό θέατρο, πίσω απ’ το  Γ΄ σώμα στρατού, στη ρωμαϊκή αγορά, μέσα στο Πανεπιστήμιο, στα Λαδάδικα, στα Ξυλάδικα, και πολλά γύρω απ’ το Βαρδάρι. Ωραίο πράμα η τσαϊράδα. Ωραίο πράμα να το κάνεις στην ύπαιθρο. Απελευθερώνεσαι. Καβαλούσαμε το μηχανάκι παλιά και τρέχαμε να ξεσκιστούμε στις καβάντζες μας. Όχι με τον Αρίστο, πού ο Αρίστος μηχανάκι, με άλλους.  Αχ, Σαλόνικα, Σαλόνικα! Που’ ναι τα τζουτζουκλέρια[128] του παλιού καιρού που δε μ’ αφήνανε να ησυχάσω λεπτό ; Πέντε πέντε τα άβελα. Μου’ χε βρει ο Αρίστος μου μια καλή κρυψώνα στο λιμάνι, κανείς δεν πατούσε, όλο εκεί τη βρίσκαμε. Πάντοτε φτιαγμένοι το κάναμε, φτιαγμένοι από πιοτό, συνήθως μπύρες. Ο Αρίστος, η αλήθεια είχε γίνει νταμιρατζής[129], τον μπάσανε από μικρό στο κόλπο. Αλλά κι εγώ καμιά φορά, άμα το έφερνε η περίσταση φουμάριζα, την αγαπούσα κι εγώ τη νταμίρα[130], τη ρίγανη, όπως λέμε εμείς συνθηματικά.
Ε, πέρασε λίγο διάστημα, άρχισε να μου ζητάει και μπερντέ. Τα μπερντέ είναι ακριβά. Κι άμα τα βγάζεις κιόλας στο πεζοδρόμιο, τα πονάς πιο πολύ. Είχα λίγα λεφτά στον κουμπαρά, δεν τα’ χα για να μου τα φάνε οι νταβατζήδες. Τώρα, νταβατζής ο Αρίστος δεν ήτανε, αστεία πράματα. Αυτός φοβόταν και τη σκιά του. Παραδάκι δεν είχε βέβαια. Νάκα μπερντέ. Πού να το βρει; Ό, τι έβγαζε εκείνα τα φεγγάρια από δουλειές του ποδαριού κι απ’ τα πανηγύρια, ό, τι μπαγιόκο[131] μάζευε, τα  έτρωγε γρήγορα. Δούλευε κάνα δυο μήνες στον Πειραιά, στον γύρο του θανάτου, στις κούνιες,  ξέρω γω, γύριζε πίσω στη Σαλόνικα, τα έκανε τα λεφτά του σκόνη. Ποιος να του’ δινε; Ποιος να τον ζούσε; Η μάνα του που’ τανε πλύστρα η φουκαρού; Ο πατριός του;  Τον χαρτζιλίκωνα κάπου κάπου για να’ ναι λίγο σουλουπωμένος. Αφού τα’ χαμε ταιριάξει. Σαν αρραβώνας ήταν αυτό, εφόσον τον είχα για νταλκαρέτεκνο[132]. Έπρεπε να βγαίνει σένιος στην πιάτσα. Γιατί μας αρέσει κι η φιγούρα. Θέλουμε να είμαστε μπάνικοι, να μας γουστάρουνε οι φίλοι μας, να μας ζηλεύουνε οι εχθροί μας. Λατσά!
Πέντε μήνες τα είχαμε. Πηγαίναμε στην «ΠΕΘΕΡΑ». Αυτό ήταν το στέκι μας. Σ’ αυτό το ταβερνάκι συχνάζανε πολλά ζευγάρια αντρικά. Μερικοί, παντρεμένοι.  Το ένα μέλος κάθε ζεύγους με όνομα μουτζωτό[133]. Κουλά ονόματα συνήθως, κοριτσίστικα λαϊκά. Σούλα, Νίτσα, Μαίρη, Αννέτα. Και μερικές, ξενικά. Τζέσυ, Λούσυ, Μαίρυλιν, Γκρέτα. Και λίγες, καλιαρντά ονόματα. Σαρμέλα, Πλακομουνού, Αφροδισία, Κουδουνίστρα. Σκέτο Λουγκριστάν. Οι πιο πολλοί, τη μέρα πηγαίνανε κανονικά στη δουλειά τους, παριστάνανε τις  αντρικές,  όμως το βράδυ αλλάζανε τελείως στυλ. «Τη μέρα παλικάρι, το βράδυ μαξιλάρι». Ή, Ντόκτορ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ. Όπως το πάρεις, όπως θέλεις πες το. Η Σαγιονάρα, μια φίλη μου, Καζαμπλάνκα[134], που είχε κάποτε ταξιδέψει στο Τόκιο, γιατί είχε αδερφή παντρεμένη και έμεινε δυο μήνες εκεί, γι’ αυτό τη φωνάζανε Σαγιονάρα ή Γιαπωνέζα, που τα μπέναβε πολύ λατσά, έλεγε το εξής, που είχε γίνει τσιτάτο : Όλοι οι πούστηδες, πούστηδες είναι. Όλοι το ίδιο. Όμως άλλο να’ σαι άντρας που αγαπάει απλώς τους άντρες, άλλο να’ σαι άντρας που γαμάει τους άντρες, άλλο να’ σαι άντρας που τον γαμάνε οι άντρες, άλλο να’ σαι αδερφούλα, άλλο να’ σαι αδερφή, άλλο καραδερφή, άλλο προϊσταμένη. Άλλο πούστης με πατέντα,  άλλο αρχοντόπουστας, άλλο φτωχόπουστας, άλλο κωλόπουστας, άλλο αγριόπουστας. Κι άλλο να’ σαι σαν αυτή τη βλογιοκομμένη τη Φαλκονέρα. Και έδειχνε προς το μέρος του Λάκη, δηλαδή της κακομοίρας της Φαλκονέρας, της άχαλης, της καρακουδούνας. Η εν λόγω ήταν μια πολύ μικρόσωμη, άσχημη και θεόχαζη αδερφή, που δεν είχε ταίρι. Κουλή, θεόκουλη. Και ήταν και πολύ κακιά, το χειρότερο. Και μονίμως άπαρτη, ακουράβελτη[135] η κατέ.
Ήρθανε οι άλλες, οι κατέ, απ’ το μαγαζί «Η ΠΕΘΕΡΑ» και μου το σφυρίξανε. Πιο μπροστά ο Αρίστος είχε ζευγαρώσει και με άλλες σορέλες. Η μια ζήλευε την άλλη, με το παραμικρό φαγώνονταν. Τα είχε, λέει, με την Αλέκα. Ε, και; Μπροστά μου δεν έπιανε χαρτωσιά. Ούτε οι υπόλοιπες χαζολούγκρες, καμιά δεν είχε την λατσοσύνη[136] τη δικιά μου.  Τα είχε μπλέξει με τη τζαζεμένη τη Δημητρούλα, την υψομετρού[137]. Και με τη Σαλώμη. Αυτή η Σαλώμη ήτανε καπάτσα, καλίγωνε τον ψύλλο. Τον διεκδικούσε. Ήταν τραβηχτικός ο μπαγλαμάς.

Ο Αρίστος είχε πολύ ωραία, βραχνή φωνή. Με την μπασαδούρα κάτι παθαίνω, μ’ αρέσει η μπάσα φωνή, η βραχνάδα της, το βάρος της, μου επιβάλλεται. Τους ρεμπέτες τους παλιούς τους πάω πολύ, καθόμουνα με τις ώρες και τους άκουγα. Λατσεύομαι μπουτ τα τουρκοσουσούμια[138]. Τον Παπαϊωάννου τον Γιάννη. Σα να μου κάνει μάθημα ο δάσκαλος. «Πέντε Έλληνες στον Άδη» όταν λέει, πεθαίνω. Ή το Μάρκο. Αυτές είναι οι φωνές των πατέρων μας. Οι άλλες, οι ψιλές, μου φαίνονται κάλπικες. Ίσως γιατί κι η δικιά μου είναι λεπτή, γυναικουλίστικη, δεν την κάνω επίτηδες, έτσι γεννήθηκα. Χάλια! Το αντίθετο από μας, εκείνο που μας λείπει, θαυμάζουμε. Πολύ γλυκομίλητος ο Αρίστος, γλυκόπιοτος. Έβαζα το χέρι μου μέσα στο χέρι του, ζεσταινόταν η ψυχή μου και έχυνα. Έχυνα, ξερόχυνα, ρε παιδί μου. Φχαριστιόταν η ψυχή μου. Αυτά τα μάτια του, τα μάτια του! Αθώο πλάσμα. Πολλές κουτουράντζες και τζασλοσύνες έκανε, όπως κάνουν όλα τα ζωηρά όμως αθώα παιδιά. Γρήγορα ξεκόλλησε. Γιατί; Γιατί ήταν ασταθής. Επί ξύλου κρεμάμενος. Όλα τα επαγγέλματα άλλαξε, γκαρσόνι, μάγειρας,  χτίστης, μπογιατζής, τσαγκάρης, παντοφλάς,  ηλεκτρολόγος, οικοδόμος, αχθοφόρος, χρυσοχόος, βοηθός στο γύρο του θανάτου.  Δεν έμενε πολύ σε κανένα. Όσο γρήγορα καψουρευόταν, τόσο  γρήγορα του περνούσε. Τον κυνηγούσαν, από παντού τον κυνηγούσαν. Ακόμη και τα φαντάσματα. Αχ, αυτή η καλιαρντοσύνη της εποχής!  Το φονικό του πατέρα του τον βασάνιζε, η φτώχεια τον κατέτρεχε, η ορφάνια τον τυραννούσε. Η γειτονιά του τον απόπαιρνε. Οι φίλοι του τον έριχναν. Ο κόσμος τον κουσέλευε. Οι χασικλήδες τον χρησιμοποιούσαν. Οι μπάτσοι τον παρακολουθούσαν. Η ψυχή του τον έτρωγε. Τον είχε στο μάτι ο άχαλος ο Μαυρονταβάς[139]. Στο γύρο του θανάτου δε δούλευε; Ε, αυτό ήταν η ζωή του. Ο γύρος του θανάτου ήτανε.
Μια Τσικνοπέμπτη, παραλίγο να χάσω τη ζωή μου. Στην «ΠΕΘΕΡΑ». Καθόμασταν με τον Αρίστο, οι δυο μας σ’  ένα τραπεζάκι και χαμουρευόμασταν. ΄Ητανε σε μιαν άλλη παρέα ένας παλιός αγαπητικός μου με κάτι  κολλητούς. Μου τα  ψιλοέπαιρνε αυτός παλιά, όταν ήμουνα μικρή, τζασλή. Ζήλεψε και τον Αρίστο μου και «τα πήρε». Σου λέει, θα χάσουμε το χρυσό αυγό. Μπορεί να μας ξανακάτσει. Μα εγώ τον είχα τζάσει πρόσφατα, δεν είχε απάνω μου δικαιώματα. Απότομα όρμησε πάνω στον Αρίστο, «θες να μου φας τη γυναίκα, το γυναικάκι είναι δικό μου, τσόγλανε». Γροθιές, κλοτσιές, του τις έβρεξε ο Αρίστος, έφαγε κι αυτός μερικές, έγινε σαματάς, μαζευτήκανε πολλοί για να τους χωρίσουν. Τον ντουπάρισε άγρια ο Αρίστος, τον μαζέψανε, χάλασε η καρδιά μου, δεν ήθελα στο μαγαζί να δίνω και αφορμές. Ηρεμήσαμε εν τέλει, ξανακαθίσαμε. Συνεχίσαμε την διασκέδασή μας.
Δεν πέρασε κανένα τέταρτο, βλέπω –καθόμουνα φάτσα στην είσοδο- αναμαλλιασμένο κάποιον, έμοιαζε τον αδερφό μου,  τον Άγη μας. Αγησίλαο τον λέγανε, του παππού μου τον τσιφλικά.   Ο αδερφός μου ο μεγάλος, αυτός ήταν, που μπούκαρε στο μαγαζί, πιωμένος, με άγριες διαθέσεις, θα μ’ έσφαζε. Είχα να τον δω χρόνια. Παρέμενε ένα γοητευτικό θηρίο, ένας ανήμερος θεός. Πώς μ’ ανακάλυψε! Απ’ την πιάτσα, λέω. Θα με ρουφιάνεψε καμιά δικιά μας, καμιά κουλή. Καμιά ακουράβελτη ή καμιά που βουέλει μουνόπασχα[140]. Με τις λούγκρες, δε βγάζεις άκρη. Δε σου φτάνεις που έγινες πούστης, μωρή παλιαδερφή, πρέπει να πας και στα χειρότερα, να γίνεις και ρουφιάνος; Και τώρα πώς θα την πουλέψουμε μέσα από κείνη την τρούπα, δεν είχανε τότε τα λαϊκά μαγαζιά έξοδο κινδύνου για πυρκαγιές και για ώρα ανάγκης. Μόλις είχε γίνει ο χαμός με τον Αρίστο, είχαμε ησυχάσει, πλάι πλάι καθόμασταν και τα πίναμε, τον χάιδευα και ζαχάρωνα. Ζούσα ένα λατσό όνειρο. Είχαμε σχεδιάσει να πάμε σε μια καβάντζα να τη βρούμε, είχα κονομήσει και δυο τσιγάρα από μιαν αδερφή, νταμίρα. Νταμίρα η Μακαρόνα, μπαινόβγαινε στη φυλακή. Μακαρόνα, γιατί ήτανε αδύνατη και λεπτή, ντερέκα, η κατέ, και ψηλιά, ένα κι ενενήντα και ολόισια, στέκα. Κάνω την πάπια και γυρίζω την πλάτη σαν να μην τρέχει τίποτα. Τραβάω για την κουζίνα, χώνομαι μέσα στη λάντζα να κάνω πως πλένω πιάτα, τον δικέλω, με ψάχνει, κάνω να κρυφτώ στο πατάρι. «Κάνε την κορόιδα», λέω στο μάγειρα. Με είχε κιαλάρει ο Άγης. Με αρπάζει απ’ το μαλλί και με σούρνει. Με βγάζει στη σέντρα, μέσα στον κόσμο, μπροστά στους πελάτες. «Μη Άγη, μη, αδερφάκι μου», τον παρακάλεσα ικετευτικά. Τι φταίγανε κι εκείνοι οι πελάτες να διαλύσουν το καρναβάλι τους; Τους τη χαλάσαμε μια, να τους τη χαλάσουμε και δεύτερη; Η οικογένεια μέχρι τέλους δε μου έδωσε άφεση αμαρτιών. Ο πατέρας μου, ποτέ, συχωρέθηκε και στον τάφο του πήγα να κλάψω κρυφά μέσα στα άγρια χαράματα, να μη με πάρει μάτι. Καλός ήταν ο άνθρωπος κατά βάθος μα τέτοια καμώματα που τους  έκανα, τέτοια χουνέρια! «Μωρή πουστάρα», να φωνάζει ο Άγης, «γίναμε βούκινο εξ αιτίας σου. Η μάνα μας τα τίναξε απ’ την ντροπή της. Γίνε άντρας, ρε. Θα σε σφάξω, παλιόπουστα». Έτρεχα γύρω γύρω απ’ τα τραπέζια  να γλιτώσω. «Το σόι μας είναι άντρες, γαμιάδες εκατό στα εκατό. Ο παπούς γαμούσε κι έδερνε στην Ανατολή. Πώς βγήκες εσύ τσακίστρα;». Οι συγγενείς μου όλοι ήτανε αντρούκλες απ’ τον καιρό των παππούδων μας. Με όλη τη σημασία της λέξεως. Ο πατέρας του πατέρα μου ήτανε πολυγαμικός τύπος, το νου τον είχε στην κουραβέλτα, τρεις οικογένειες είχε στην Ανατολή. Μια οικογένεια με τη γιαγιά μου, επίσημη και μια χήρα κρυφά, τι κρυφά, το ξέρανε όλοι στο Εσκί Σεχίρ. Χήρα γυναίκα, αμόλησε και δυο μούλικα του Αγησίλαου. Είχε και μια Τουρκάλα, λέγανε οι παλιοί στο μαχαλά μας, παστρικιά, της έκανε κάνα δυο κι αυτηνής. Νταής ήτανε, δε θα γλίτωνα απ’ τον Άγη. Από κάποια τραπέζια δυο τρεις σηκώθηκαν όρθιοι. Πλησίασε ένας κολόμβος[141], απ’ αυτούς που κάνανε τον αγαπητικό, τον πιπιλογατούλη[142] στις αδερφές. Κονομούσαν από κει. Είχανε κάθε συμφέρον να σταματήσουν τη φασαρία για να μην μπουκάρουν οι ρούνες. Έπεσε πάνω του η Σούμη,   η Πόντια φιλενάδα μου,   που ήταν  χεροδύναμη. Τύφλα να’ χουν οι ζόρικοι άντρες. «Καλέ, θα την πετσαχαλίσει[143] ατός[144]την κατέ τη Λολό», φώναξε και όρμηξε επάνω του. «Παλάωσεν ο σαπσάλ’ς[145]». Τον συγκράτησε κι ο Αρίστος, -εμένα είχανε μπει μπροστά μου, κάνανε ασπίδα και με κρύψανε-, τον τραβήξανε τον αδερφό μου έξω με απειλές και με φοβέρες οι άνθρωποι του μαγαζιού κι έτσι τη γλίτωσα.
Δεν είμαι, είπαμε, των δεσμών αλλά τέτοιο καρασεβντά σαν αυτόν του Αρίστου δεν είχα ξαναζήσει.  Απ’  αυτά τα παιδιά, τα σακάτικα, που τα πετάει  η ζωή στην άκρη σαν τα σπουργίτια στην ανεμοδούρα και δεν έχουν ποτέ στον ήλιο μοίρα, ε, απ’ αυτά τα παιδιά μπορεί κάτι να πάρεις.  Όχι απ’ τα χορτασμένα, τα σαλονίσια, τα φλωρίστικα! Πώς χάθηκε; Πώς να ζήσω πια χωρίς τα φλογισμένα μάτια του; Ο χωρισμός, καλέ, είναι μισός θάνατος. Δεν είμαι της κλαψομουνιάσεως αλλά βαλάντωσα στο λάκριμο[146], η  καψερή. Πού χάθηκε; Άνοιξε η γη και τον κατάπιε. 
Πέντε-έξι χρόνια αργότερα, όταν πια το αίσθημά μου είχε σβήσει, τότε ξανάμαθα γι’ αυτόν. Για την τύχη του την κουλή. Από πού;  Απ’ τις εφημερίδες. Τον παρουσιάζανε σαν τέρας της φύσεως. Ότι έκλεψε, βίασε και έσφαξε. Α, μπα, μπα, μπουτ σαντά[147]. Άλλος φταίει, κι άλλος πληρώνει. Τσακίστηκα. Δεν πίστεψα τίποτα. Τον είχα ζήσει τον άνθρωπο. Ένα τρακαρισμένο παιδί ήταν, ένα φοβισμένο ζωάκι. Τον αγαπούσα, τον αγαπούσα βαθιά. Τι καλά να ξανασμίγαμε! Να τον αποφυλάκιζαν και να τα βρίσκαμε πάλι. Τι λατσά που θα περνούσαμε! Μα ήταν πια πολύ αργά. Και για μένα και γι’ αυτόν. Και προπαντός γι’ αυτόν, που η μοίρα του τον έστειλε ίσια στην κόλαση. 
Ένα πρωί ξύπνησα απότομα. Χρόνια μετά τον θάνατό του. Τον είδα στο ύπνο μου. Έπαθα ζαλούζα[148]. Ήταν, λέει, καθισμένος στο κελί του την  τελευταία νύχτα πριν τον εκτελέσουν και συλλογιόταν: «Τον πατέρα μου τον έσφαξαν μπροστά μου. Κάποιος καπετάν Λεωνίδας. Δε θέλω να θυμάμαι. Από τότε φοβάμαι το αίμα. Και μια σταγόνα να δω, αναγουλιάζω και φεύγω. Τι θα μου κάνουν; Πως θ’ αντικρίσω το δικό μου αίμα να τρέχει σαν ποτάμι; Ή μήπως εκείνη την ώρα δεν καταλαβαίνεις τίποτα; Μπαμ και κάτω;  Η ώρα είναι τέσσερις. Σε δύο ώρες……..  Χειμώνας είναι. Έξω σφυρίζει ο Βαρδάρης. Ποιος να’ ναι ξάγρυπνος τέτοια ώρα; Τι ώρα έπλασε ο Θεός τον κόσμο; Οι νυχτοφύλακες, οι φαροφύλακες, οι σκοπιές στο στρατό, στο ναυτικό, στην αεροπορία. Στα σύνορα. Αυτοί που φυλάνε εργοστάσια, δικαστήρια, διοικητήρια. Οι νυχτερινοί στη δουλειά. Που κάνουνε βραδινή βάρδια. Οι φαροφύλακες. Αυτοί ξαγρυπνούν σαν και μένα.
Είχαμε πάει εκδρομή στο φάρο, στο Αγγελοχώρι. Στο Μεγάλο Καράμπουρνου. Όχι το Καραμπουρνάκι, στην Αρετσού. Εκεί στη μύτη, που φυλάει τον κόλπο τον Θερμαϊκό, εκεί είναι ο φάρος και δίπλα του είχανε χτίσει οι Γερμανοί πολυβολεία. Να φυλάνε τον τόπο. Λες κι ήτανε δικός τους.  Η παρέα ήταν ένας γείτονας με τα παιδιά του κι ένας άλλος με μας, τα αδέρφια μου, δηλαδή, φορτωμένα στη βέσπα, στην καλαθούνα. Είχαμε μαζί κεφτεδάκια, ψωμί, λεμονάδες. Πρωτομαγιά και μαζέψαμε μαργαρίτες, παπαρούνες. Η αδερφή μου έπλεξε στεφάνι. Οι μεγάλοι ψάρευαν στο γιαλό. Είχε, νομίζω, μια μικρή ιχθυόσκαλα κάτω. Το μέρος μου έκανε εντύπωση, γιατί πίσω απ’ τα πολυβολεία είχε χτισμένα οχυρώματα κι εμείς παίζαμε πόλεμο με ξύλα που τα κάναμε ντουφέκια. Ινδιάνοι και καουμπόηδες. Σουρούπωνε και ήρθε ο φαροφύλακας, «φύγετε», λέει,  «νυχτώνει και απαγορεύεται εδώ».  Είχε γενειάδα, τον παρόμοιασα με τον Αη-Βασίλη. «Είμαι νυχτερινός», είπε. «Ξέρετε τι πράμα είναι να φυλάς όλη νύχτα; Είναι ευθύνη. Είναι τσιβί» είπε. «Τι θα πει τσιβί;», ρωτήσαμε. «Τσιβί θα πει καρφί, σφίξιμο, ζόρι». Αυτοί φυλάνε, οι φάροι είναι ανοιχτοί τη νύχτα. Τα μπουρδέλα είναι κλειστά. Ένα – δυο διανυκτερεύουν για τους χαρμάνηδες. Φοβούνται κιόλας οι γυναίκες τη νύχτα. Τα πατσατζίδικα είναι ανοιχτά, η «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ» ο «ΛΕΥΘΕΡΗΣ», ο «ΗΛΙΑΣ» στην Εγνατία. Στο Βαρδάρι, ένα μπουγατσατζίδικο, ένα περίπτερο. Κι ένα περίπτερο στο πάρκο. Οι φορτηγατζήδες που κουβαλάνε εμπορεύματα. Οι νταλικέρηδες για Σερβία. Οι καλόγεροι που έχουν αγρυπνία. Οι μοναχές. Τώρα καταλαβαίνω τον φαροφύλακα. Πόσος καιρός μου μένει ακόμα; Είναι τσιβί. Η μάνα μου, η κυρα Ελένη. Τ’ αδέρφια μου. Οι παλιοί μου φίλοι. Οι συγκρατούμενοι.  Είμαι αθώος. Κλείνω τα μάτια να μη σκέφτομαι τίποτα πια. Αν υπάρχει Θεός, θα τους τιμωρήσει. Εμένα έλαχε να με κόψει χέρι ανθρώπινο. Δεν είν’ αυτό το χέρι του Θεού».

(από το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ πρώτη έκδοση Νοέμβρης 2010 -  εκδόσεις ΑΓΡΑ)

Γλωσσάρι: 
[1] θεόκουλη(καλιαρ.) : φρικτή, απαίσια
[2] άχαλος(καλιαρ.) : αποκρουστικός, απαίσιος
[3] λατσό(καλιαρ.) : ωραίο
[4] μπισκετάκι(καλιαρ.) : ωραίο αγοράκι
[5] τζασλότεκνο(καλιαρ.) : τρελόπαιδο
[6] τζινάβω (καλιαρ.) : καταλαβαίνω, εννοώ, πονηρεύομαι
[7] ντικοστός(καλιαρ.) : δάσκαλος
[8] μπενάβω (καλιαρ.) : μιλάω
[9] μπουτ(καλιαρ.) : πολύ
[10] ντουπάρω(καλιαρ.) : δέρνω
[11] γκιουζελίμ(τουρκ.) : όμορφό μου
[12] μπισκέτο (καλιαρ.) : ωραίο νεαρό παιδί
[13] μπινελίκι(καλιαρ.) : γλύκισμα -και- βρισιά
[14] μπινές(μαγκ.) : ενεργητικός και παθητικός μαζί ομοφυλόφιλος, από το τουρκ.     :ανεβαίνω, καβαλικεύω
[15] κατέ(καλιαρ.) : αυτός
[16] μαλαπέρδα(καλιαρ.) : το αντρικό πέος
[17] τζιναβωτός(καλιαρ.) : πονηρός, μπασμένος
[18] μπαλαμό(καλιαρ.) : μεσόκοπος παιδεραστής
[19] πουρός(καλιαρ.) : ηλικιωμένος, γέρος
[20] φλόκι(καλιαρ.) : σπέρμα, σπερματικό υγρό, χύσι
[21] μπουλκουμέ(καλιαρ.) : σπερματικό υγρό
[22] ξεφλοκάρω(καλιαρ.) : βγάζω τα φλόκια μου, χύνω
[23] καλιαρντός(καλιαρ.) : άσχημος, κακός, περίεργος
[24] μπαλός(καλιαρ.) : χοντρός
[25] πούλη(καλιαρ.) : πρωκτός
[26] θεολάτσα(καλιαρ.) : πανέμορφος
[27] μπερντέ(καλιαρ.) : το χρήμα
[28] μουτζοτός(καλιαρ.) : γυναικάς
[29] καυλομαξίλαρο(καλιαρ.) : μουνί
[30] Μουτζότοπος(καλιαρ.) : το Παρίσι, γιατί θεωρείται ότι είναι γεμάτο ωραίες γυναίκες και πόρνες
[31] σαρμούτα(καλιαρ.) : πουτάνα
[32] καρακαλτάκα(τουρκ.) : παλιοπουτάνα
[33] αντρουά(καλιαρ.) : αρσενικός
[34] καταλουμπίνα(καλιαρ.) : κίναιδος
[35] Τζιναβότοπος(καλιαρ.) και Αδερφοχώρι : το Λονδίνο
[36] Αδερφοχώρι(καλιαρ.) : το Λονδίνο, προφανώς λόγω του πλήθους των ομοφυλόφιλων
[37] σολότεκνο (καλιαρ) : εργένης, μπεκιάρης
[38] κρεμάλα(καλιαρ.) : γάμος
[39] μούτζα(καλιαρ.) : γυναίκα
[40] καππακάππας(καλιαρ.) : κουκουές, κομμουνιστής
[41] βακουλοπουρός(καλιαρ.) : παπάς
[42] καραλούγκρα(καλιαρ.) : αρχιπουστάρα
[43] λατσότεκνο(καλιαρ.) : ωραίο παιδί
[44] αβέλω κοντροσόλ(καλιαρ.) : φιλάω
[45] βγαίνουν τα σκατά στο μεϊντάνι(λαϊκή έκφρ.) : βγαίνουν τα άπλυτα στη φόρα
[46] πόπολο(καλιαρ.) : λαός
[47] κουσκουσεύω(λαϊκή εκφρ.- και- καλιαρ.): κουτσομπολεύω, κουσελεύω
[48] λουμπουνιά(καλιαρ.) : αδερφή
[49] ψωραδερφή(καλιαρ.) : λαϊκός κίναιδος
[50] φόλα(καλιαρ.) : κακάσχημη
[51] μπενάβω κουσέλες(καλιαρ.) : κουτσομπολεύω
[52] τζουρνεύω(καλιαρ.) : κλέβω
[53] λέτρα(καλιαρ. από το ιταλ.  lettera) : γράμμα, επιστολή
[54] βουέλω σπασίμπες(καλιαρ.) : λέω αντίο, φεύγω
[55] αντάμης (καλιαρ) : μάγκας, βαρύς άντρας
[56] αβέλω τζαστικό(καλιαρ) : διώχνω
[57] τζάω(καλιαρ.) : φεύγω, το σκάω, διώχνω, διαφεύγω
[58] βουέλω τζα(καλιαρ.) : παίρνω δρόμο
[59] σιχτίρ-πιλάφι(αργκ., από  το τουρκ.siktir +πιλάφι ):άγριο βρισίδι
[60] κηφηνότσαρδο(καλιαρ.) : μοναστήρι
[61] τζουρά(καλιαρ.) : ουρητήρια
[62] νάκα(καλιαρ.) : όχι, δεν
[63] μουσαντό(καλιαρ.) : ψέμα
[64] ζούρλα(καλιαρ.) : παλαβιάρα
[65] μιράκλι(καλιαρ.) : το θαύμα, από το ιταλ. miracolo
[66] σεβντοκατές(καλιαρ. από το τουρκ.sevda =+κατές) : λαϊκός τραγουδιστής
[67] λατσεύομαι (καλιαρ.): γουστάρω, μου αρέσει
[68] καημόκουτο(καλιαρ.) : μπουζούκι
[69] σεβντότεκνο(καλιαρ.από το τουρκ. sevda +τεκνό) : νεαρός λαϊκός τραγουδιστής
[70] λάτσα(καλιαρ.) : ομορφιά
[71] μόκολα(καλιαρ.) : σιωπή
[72] θεομπούκουρα(καλιαρ.) : υπέροχα, λαμπρά
[73] κουραβάλω(καλιαρ.) : γαμάω
[74] τρατάρης (καλιαρ. από το ιταλ trattare : κερνώ) : γκαρσόνι
[75] πουροζελέ (καλιαρ.) : γεροραμολιμέντο
[76] καυλομαγνήτης(καλιαρ.) : σεξουαλικό θέλγητρο
[77] πουρομαριονέτα(καλιαρ.) : γεροπαραλυμένος
[78] Άι εμ ιν δε άρμυ νάου : είμαι στο στρατό τώρα, τίτλος διάσημου αμερικανικού ροκ  τραγουδιού
[79] στρατόκαυλος(λαϊκή έκφρ.) : στρατιωτικός, μανιακός με το στρατό
[80] ιεχοβιάζω(καλιαρ. από το όνομα Ιεχοβά και την πρακτική των οπαδών της γνωστής αίρεσης{Ιεχοβάδες}
) : πετάω το όπλο
[81] τζασλοσύνη(καλιαρ.) : τρέλα
[82] δίνω τον πούλο(λαϊκή έκφρ.) : διώχνω
[83] τουρλολιγούρης(καλιαρ.) : κολομπαράς
[84] λιγδομπερντές(καλιαρ.) : άφραγκος, μπατίρης
[85] πρεζαντέ(καλιαρ.) : πιάτσα, τόπος, όπου συνήθως εμφανίζεσαι, από το γαλλικό( presenter)  : παρουσιάζω
[86] ντάνα(καλιαρ.) : πουτάνα
[87] λουμπίνα(καλιαρ.) : κίναιδος
[88] τσολαδερφή (λαϊκή έκφρ.) : αδερφή και τσόλι ταυτόχρονα
[89] κουασιμόντα(καλιαρ.) : καμπούρα, από τον μυθιστορηματικό Κουασιμόδο του Ουγκό
[90] μαντουάνα(καλιαρ.) : άσχημος ασήμαντος
[91] αβέλω ντανιά(καλιαρ.) : κάνω νάζια
[92] αρλεκίνι(καλιαρ.) : μπιχλιμπίδι, κρεματζούνι
[93] αρτίστ(καλιαρ.) : καλλιτέχνης
[94] μουτζαντίβαρα(καλιαρ. μουνί + αντίβαρο) : βυζιά, μουτζό
[95] νταλικέρ(υποκορ.) : νταλικέρης
[96] τουρκόσουπα(καλιαρ.) : καφές
[97] τσόλι(καλιαρ) : θρασύς νεαρός, τσόγλανος
[98] κουκουβάγια(καλιαρ.) : μυστικός αστυνομικός
[99] αμπενάβωτη(καλιαρ.) : μουγγή
[100] σαντά(καλιαρ.) : ψεύτικα
[101] καυλοκουνήματα(καλιαρ.) : παλινδρομικές κινήσεις επιβήτορος κατά την συνουσία
[102] μπενάβω ανθυγιεινά(καλιαρ.) : κουτσομπολεύω πολύ
[103] ο κατέ αβέλει μουσαντά(καλιαρ.) : αυτός λέει ψέμματα
[104] καραλάτσα(καλιαρ.) : πανέμορφος
[105] δικέλω(καλιαρ.) : βλέπω
[106] ντικ(καλιαρ.) : πρόσεχε
[108] μουράτω(καλιαρ.) : επιθυμητή, ποθητή, καυλιάρα, από το τουρκ.murat : επιθυμία
[109] ζορ ζορνά(λαϊκή έκφρ.) : με το ζόρι, με το στανιό
[110]μπιζ και τζαζ(καλιαρ.) : αστυνομία αμέσου δράσεως
[111] ρούνα(καλιαρ.) : αστυνομικός
[112] ρουνικό(καλιαρ.) : αμάξι της αστυνομίας
[113] πούλμαν(καλιαρ.) : κλούβα
[114] ταραγμάν-ταραχάν(καλιαρ.) : κακήν κακώς
[115] ντουπ(καλιαρ.) : ξυλοφόρτωμα
[116] κουραβάλιασμα(καλιαρ.) : συνουσία.
[117] κοραβέλτα(καλιαρ.) : γαμήσι
[118] μουσαντός(καλιαρ.) : ψεύτικος, πλαστός
[119] κατελάνος(καλιαρ). : σκληρός άντρας, σέρτικος, από το όνομα  των ξακουστών αιμοβόρων νταήδων Κατελάνων
[120] νταβελάκης(καλιαρ.) : ο κακούργος, από το όνομα του θρυλικού λήσταρχου Νταβέλη
[121] θεοκάλιαρντος(καλιαρ.) : ασχημότατος
[122] ντουπάρω(καλιαρ.) : ρίχνω ξύλο
[123] νάκα μπερντέ9καλιαρ.) : δεν υπάρχουν χρήματα
[124] με σικ οριεντάλ(καλιαρ.) : με μεγάλη ευγένεια, πολύ προσεκτικός
[125] τζιλβές(καλιαρ. από το τουρκ. cilve : ερωτοτροπία, ακκισμός) : πουτανιά
[126] λατσά τα μπενάβω(καλιαρ.) : τα λέω ωραία
[127] τσαΐρια(τουρκ. çayır) : λιβάδια, χωράφια, χορταρότοποι
[128] τζουτζουκλέρια(από το τουρκ. çocuk) : παιδιά
[129] νταμιρατζής(καλιαρ.) : χασικλής
[130] νταμίρα(καλιαρ.) : το χασίσι
[131] μπαγιόκο(αργκό) : χρήμα
[132] νταλκαρέτεκνο (καλιαρ.) : μόνιμος εραστής, από το μάγκικο νταλκάς, τουρκ . dalga+ τεκνό
[133] μουτζωτό (καλιαρ.) : γυναικείο
[134] Καζαμπλάνκα(καλιαρ.) : εγχειρισμένη
[135] ακουράβελτη(καλιαρ.) : αγάμητη
[136] λατσοσύνη(καλιαρ.) : ομορφιά
[137] υψομετρού(καλιαρ.) : αδερφή με καταγωγή από βουνίσιο χωριό
[138] τουρκοσουσούμι (καλιαρ.) : ρεμπέτικο τραγούδι
[139] Μαυρονταβάς(καλιαρ.) ο Χάρος
[140] βουέλω μουνόπασχα(καλιαρ.) : έχω έμμηνα
[141] κολόμβος(καλιαρ.) : κωλομπαράς
[142] πιπιλογατούλης(καλιαρ.) : τρυφερός εραστής
[143] πετσαχαλίζω(ποντ.) : πετσοκόβω
[144] ατός(ποντ.) : αυτός
[145] παλάωσεν η σαπσάλ’ ς(ποντ.) : παλάβωσε ο χαζός
[146] λάκριμο(καλιαρ.) : το δάκρυ, από το λατιν.  lacrimum, ιταλ. lacrima
[147] σαντά9καλιαρ.) : ψέμματα
[148] ζαλούζα9καλιαρ.): ζάλη

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Θωμάς Κοροβίνης - Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν (Απόσπασμα απ' το κεφάλαιο 1)

 ΦΩΤΙΑ ΣΤΟ ΓΙΛΑΝ ΜΕΡΜΕΡ

-Φτου! Ανανίν αμί! Το μουνί σου μάνας σου!, έριξε μια βρισιά στον αέρα, στα τούρκικα και στα ελληνικά μ' όλη του την ψυχή, ξέχασα τα κομποσκοίνια!
Μεγάλη και πολύ κακιά ήταν η φήμη που είχε αποκτήσει ένας θεωρητικός μα αψύς στον χαρακτήρα Αγιονορείτης μοναχός στις περισσότερες λαϊκές γειτονιές και στις πιάτσες της πόλης. Ο αδελφός Πανάρετος, κατά κόσμον Θεόφραστος, που μέσα κι έξω απ’ το Όρος τον προσφωνούσαν όλοι με το υποκοριστικό Μαύρος λόγω της έντονης μελαχρινάδας του, όμως στο κόσμο, οι πολύ δικοί του, τον φώναζαν χαϊδευτικά και Τάκη, θα έμενε πάνω από δυο μήνες στη Σαλονίκη. Καταχρηστικώς! Ο άγιος ηγούμενος της μονής Ιβήρων τον είχε συνοδεύσει μέχρι το λιμάνι της Δάφνης, απ’ όπου θα επιβιβαζόταν στο ατμόπλοιο «Βυζάντιον» που θα έφτανε απ’ την Καβάλα επιστρέφοντας απ’ το Ηράκλειο. Ήταν η πρώτη χρονιά που εκτελούσε το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη-Κρήτη. Ο ηγούμενος τον είχε φορτώσει με εκλεκτή πραμάτεια που μπορούσε να πουληθεί άνετα στον ορθόδοξο πληθυσμό της πόλης : ξυλόγλυπτα γουδιά, εικόνες και εικονίτσες χειροποίητες, συναξάρια και βίους αγίων, θυμίαμα πρώτης τάξεως καμωμένο από χιώτικο γιασεμί και βουνήσιο τριαντάφυλλο. Τον είχε νουθετήσει όταν τον ξεπροβόδιζε στη σκάλα. –Έχεις ευλογία ξεχωριστή, τέκνον μου. Να μη γυρίσεις πίσω, αδελφέ, αν δεν ξεπουλήσεις τα πάντα. Το μοναστήρι έχει ανάγκες μεγάλες. Πρέπει να επισκευάσουμε την περιτείχιση, να διορθώσουμε τον αρσανά. Ας σου πάρει και μήνα, και χρόνο, που λέει ο λόγος, την έχεις την άδεια. Ευλογία! Ο Θεός μαζί σου, αδελφέ Πανάρετε!
Ο παμπόνηρος αυτός μοναχός δούλευε βάσει σχεδίου. Την Θεσσαλονίκη την ήξερε απέξω κι ανακατωτά. Απ’ τα χαράματα έπαιρνε τους δρόμους. Είχε σκαρώσει έναν πρόχειρο χάρτη και είχε σημαδεμένες με μια χοντρή βούλα από κάρβουνο όλες τις γειτονιές όπου οι χριστιανοί πλειοψηφούσαν. Πολύ ψηλά κατά την Άνω πόλη, στους τούρκικους μαχαλάδες δεν πολυανέβαινε, ενώ στο Χιρς, στο Ρεζί Βαρδάρ και τους υπόλοιπους εβραίικους συνοικισμούς του κέντρου δεν πατούσε σχεδόν καθόλου. Φόρτωνε τα συμπράγκαλά του σ’ ένα χοντρό και μακρύ τσουβάλι και το έριχνε στον ώμο του περπατώντας αγόγγυστα για ώρες. Ψημένος ήταν στην αγγαρεία, τον χαμάλη στο λιμάνι έκανε στην προηγούμενη ζωή του. Ήταν περπατημένος πολύ κι αθεόφοβος, μουρντάρης κι αρχικλέφταρος. Είχε κάνει και μισό χρόνο στο τούρκικο χαπίσι . Για λωποδυτιές. Κι όταν αρμένισε για τον Άθω, δεν ήταν για να σωθεί απ’ τ’ αμαρτήματά του αλλά για να κάνει την καλή του.
Στο μοναστήρι κάθε τόσο έρχονταν τα μαντάτα του, από επισκέπτες, ιερείς και κοσμικούς, πως ο πραματευτής μοναχός ο εντεταλμένος να πουλά την αγιωτική παραγωγή του στην άλλοτε Συμβασιλεύουσα με σκοπό να ενισχύσει τα οικονομικά της μονής επιδιδόταν σε όργια ψεύδους, κλοπής, μέθης και ακολασίας μα ο θεοσεβής και ευσπλαχνικός Ιβηρίτης ηγούμενος μάζεψε στο αρχονταρίκι τους υπόλοιπους αδερφούς της μονής και πάσχιζε να τον δικαιολογήσει. «Τον είχον συλλάβει κατά το παρελθόν εγώ ο ίδιος αμαρτάνοντα, κλέπτοντα οπώρας εκ του κήπου ή επαιρόμενον. Και τον είχον ψέξει αυστηρώς. -Διατί κλέπτεις ή τι παφλαγωνίζεις ανοήτως; αλλά τον είχον συγχωρήσει. Ο μισόκαλος διάβολος, ο αιέν κατεργαζόμενος μετά πανουργίας την πτώσιν του ανθρώπου εις τον βόρβορον έρριψεν εις την αγαθήν καρδίαν του τάλαινος χριστιανού τούτου τον σπόρον της φιλοχρηματίας και της φιληδονίας. Άμα τη επιστροφή του εις τον Άθω θα επαναφέρομεν τον πεπλανημένον αδελφόν μας εις την οδόν του Θείου Λόγου».
Απ’ τ’ άγρια χαράματα έπαιρνε τους δρόμους ο ανήσυχος και νευρικός καλόγερος, γιατί οι «δουλειές» του έτρεχαν συνέχεια. ...........................................................
Ξεκινούσε λοιπόν από χαμηλά, απ’ την Καμάρα. Έφτιαχνε μια ανοιχτή σπηλιά με τις παλάμες γύρω απ’ το στόμα του σαν χωνί, σήκωνε το κεφάλι ψηλά και περιφέροντάς το δεξιά και αριστερά διαλαλούσε τα προς διάθεσιν προϊόντα του.
–Ήρθε ο καλόγερος απ’ το Όρος. Ο καλόγερος ο Μαύρος. Εδώ τα ξυλόγλυπτα γουδιά τ’ αγιασμένα! Έχω ευλογημένο θυμίαμα, εικόνες, κομποσκοίνια απ’ το άγιο μοναστήρι των Ιβήρων! Η φωνή του ήταν καμπάνα.
Ο ψηλόλιγνος μελαψός τριανταπεντάρης με τη μπάσα φωνή, τα καρβουνιασμένα μάτια που δεν έκρυβαν ούτε στιγμή τον πόθο του για ασέλγεια, και την επιδεικτική αυτοπεποίθηση, κόλαζε τις στερημένες Θεσσαλονικιές νοικοκυρές. ................................................................ Αφού τις κανόνιζε κάνοντάς τους μανιασμένο έρωτα, -σ’ αυτή την επίδοση πια ήταν μαστοράντζα- που τους έμενε αξέχαστος και στη θύμησή του κολάζονταν, ξάφριζε ό, τι του είχε γυαλίσει από πριν. Πού να μιλούσαν οι άμοιρες και ποιόν να καταγγείλουν; Και σε ποιόν; Ένας Σαλονικιός μπογιατζής τις προάλλες έτρεξε να κάνει μήνυση για ληστεία που’ χε γίνει στο σπίτι του και βρέθηκε ο ίδιος μέσα στο Γεντί για κάτι ψιλά, κάτι παλιά χρεωστούμενα. «Ο καδής γαμάει τη μάνα μου», λέει, « κι εγώ πού θα πάω να κριθώ!».
..............................................................................
Θα κόντευε δύο το μεσημέρι. Καμιά ώρα πριν είχε πιεί βιαστικά δυο τσίπουρα συνοδεία φτηνομεζέδων σ’ ένα υπόγειο καπηλειό της Ερμού. Δυναμωμένος συνέχισε την περιοδεία του αλλάζοντας γειτονιές. Τώρα είχε πιάσει ένα συνοικισμό στις παρυφές της Άνω Πόλης. Περνώντας μπροστά απ’ το Σαατλί τζαμί, δίπλα στο Διοικητήριο, το βλέμμα του συναντήθηκε με την βιαστική, λάγνα ματιά μιας ψηλόλιγνης καλλονής, που ήταν ντυμένη σεμνά και σκεπασμένη με πολύχρωμη μαντίλα. Την λιγουρεύτηκε. –Μουσουλμάνα θα είναι, σκέφτηκε, πιο καλά, Τουρκάλα καυλομούνα, τις ξέρω αυτές τις καπακωμένες, είναι πιο εύκολες απ’ τις πεταχτές. Την ακολούθησε διακριτικά κατά πόδι. Εκείνη πήρε την κατηφόρα και κάθε τόσο στρεφόταν πίσω της, έβαζε την δεξιά παλάμη της πάνω απ’ τα μάτια δήθεν για αντήλιο ή σαν κάτι τάχα να ερευνούσε στο βάθος του ορίζοντα και συνέχιζε. Στρίβοντας την Ολυμπιάδος, μπήκε σ’ ένα μπακάλικο. Σε λίγο βγήκε, κρατώντας ένα σακί με πατάτες. Το ’ριξε στον ώμο της, περπάτησε τρία στενά πιο κάτω, έστριψε, έκανε καμιά τριανταριά βήματα και χώθηκε βιαστικά σ’ ένα δίπατο ξυλόσπιτο αφήνοντας μια ιδέα ανοιχτή την πόρτα.
Λίγα λεπτά αργότερα ο Μαύρος έφτασε στο κατώφλι της. Μα η Θεσσαλονίκη δεν ήταν μια πόλη που μπορούσε κανείς να διαφυλάξει την ιδιωτική του ζωή. Ήταν τόσο πυκνοκατοικημένη που το παραμικρό γινόταν αντικείμενο θέασης ή ακρόασης από χίλιους δυο, γείτονες ή περαστικούς. Κάτι λίγο να τους ξένιζε μπορούσε να επισύρει τη χλεύη, το κάτι παραπάνω να φτάσει μέχρι την κατάρα, δεν ήταν δύσκολο η αποδοκιμασία να οδηγηθεί ως το γιουχάισμα και την πομπή. Γι’ αυτό όσοι ήθελαν να συνευρεθούν ερωτικά, για να φυλαχτούν απ’ τα κουτσομπολιά κατέφευγαν στις άκρες των μακρινών αραιοκατοικημένων συνοικιών, στην Καμουτσίδα και στην Καλαμαριά, και, στο Σέιχ Σου, που διέθετε τις καλύτερες καβάντζες, στα εβραίικα μνήματα ή πίσω απ’ τα νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας.
Έτσι και τώρα, έκοψε την κίνηση απ’ το αντικρινό παραθύρι μια κοσμοκαλόγρια, από εκείνες τις στερημένες από ζωή χριστιανόπληκτες γεροντοκόρες που συνδυάζουν αρμονικά τη κατήχηση περί ηθικής με το αδιάκοπο κους κους. «Τς, Τς, Τς», ακούστηκε με νόημα στο άδειο καλντερίμι. «Βούλωσ’ το, μωρή κάργα, μην ανέβω επάνω και σε ψήσω ζωντανή», της αντιγύρισε ο Μαύρος, κι έπειτα πέρασε θαρρετά απ’ την πόρτα κι άφησε προσεκτικά να πέσει από μέσα το μάνταλο. Έριξε μια εξεταστική ματιά στο κάτω πάτωμα. Ερεύνησε δυο μεγάλους χώρους που επικοινωνούσαν μεταξύ τους κι ήταν γεμάτοι λογιώ λογιώ στοιβαγμένα υφάσματα, ένα μακρύ τραπέζι με καρέκλες τριγύρω του κι αραδιασμένα επάνω του κάμποσα ρετάλια, αλλά και κλωστές, βελόνες και δαχτυλήθρες. Συμπέρανε πως είναι μοδιστράδικο. Σ’ έναν τοίχο σταμπάρισε δυο μικρούς περίτεχνους τεγιαρισμένους καθρέφτες. Τους έβαλε στο μάτι, αν τον βόλευε, θα τους σούφρωνε αργότερα. Ανέβηκε ανάλαφρα τη σκάλα που τα σκαλοπάτια της έτριζαν απαίσια. Η όμορφη αρχοντοκυρά βγήκε ξεσκέπαστη στο κεφαλόσκαλο κα του ’κανε νόημα να περάσει.
–Αχ, γκιουζελίμ , σεκερίμ , αναστέναξε ο Μαύρος, μόλις την πλησίασε.
–Μίλα ελληνικά καλέ, Ρωμιά είμαι, του είπε η νοικοκυρά.
-Πως με γέλασες, μωρή καλτάκα !, μουρμούρισε ο καλόγερος.
Χωρίς να πει λέξη έβγαλε το ράσο και το αντερί του, την άρπαξε, την βούτηξε απ’ τα μαλλιά κι άρχισε να την φιλάει κα να την δαγκώνει στο λαιμό και στα στήθια ξεγυμνώνοντάς την ταυτόχρονα. –Σιγά μορφονιέ, θα φωνάξω, είπε εκείνη. Την έσυρε βίαια στην άκρη της καριόλας. Της κατέβασε γρήγορα το φουστάνι, της έκλεισε το στόμα, την ανάγκασε να σκύψει και μπήκε βιαστικά μέσα της από πίσω μουγκρίζοντας. Η κυρά άρχισε να σπαράζει βγάζοντας κραυγές λιγωτικές και λέγοντας «μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις, σε θέλω, έλα, άντρακλά μου, χρόνια σε λαχταρούσα, χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή», ενώ παράλληλα πέθαινε απ’ τον πόνο γιατί πρώτη φορά της παλούκωνε κάποιος τον πισινό. Πάνω στην πάλη τους κι ενώ ο Μαύρος κόντευε να τελειώσει ακούστηκαν επίμονα και δυνατά χτυπήματα στην πόρτα και λαχανιασμένες φωνές.
–Φεβρωνία, μωρή Φεβρωνία, έλα να ξεμανταλώσεις, άνοιξε. Ήταν η φωνή του άντρας της.
Η κυρά σηκώθηκε βιαστικά απ’ την καριόλα, έσπρωξε μαλακά τον καλόγερο και δίνοντας του τα ράσα του στο χέρι, «περίμενε εδώ δίπλα», του λέει, δείχνοντάς του ένα χώρισμα που έκρυβε ένα μικρό κελάρι, «να δούμε τι με θέλει, και θα τον ξαποστείλω αμέσως». Ο καλόγερος, ατάραχος, έμεινε με κατεβασμένη την σκελέα του χωρίς να ενδιαφέρεται για τον κατευνασμό της φλογισμένης του στύσης.
–Ντροπή, σου είναι ακόμα κορδωμένη, του είπε η κυρά.
–Ντύσου μωρή, αμά βλέπω τον κώλο σου γυμνό, δεν πέφτει! Ύστερα φόρεσε το λερό του ράσο με αργές, τελετουργικές κινήσεις, σα να ετοιμαζόταν για να τον χειροτονήσουν επίσκοπο. Η κυρά Φεβρωνία σκεπάστηκε πρόχειρα, έβγαλε το κεφάλι της απ’ το παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο και,
-Τι θες, Γρηγοράκη, και φωνάζεις; ρώτησε σκύβοντας.
-Έλα μωρή Φεβρωνία, βιάσου, καιγόμαστε. Φωτιά, έπιασε φωτιά, πυρκαγιά, λίγο πιο ψηλά, κατά κει, στον συνοικισμό Γιλάν Μερμέρ, που λένε, κοντά στον Μεβλανέ. Έρχεται προς τα δω. Καίγεται η γειτονιά, καλέ, καίγεται η πόλη.
–Αμάν, πάλι φωτιά, κάθε τρεις και λίγο φωτιά, δε βαρέθηκαν πια να την καίνε τη Θεσσαλονίκη; φώναξε δυνατά η Φεβρωνία.
–Μωρή Φεβρωνία, βγες έξω, λέω, να σωθείς, η φωτιά ζυγώνει.
Ο Γρηγόρης βάλθηκε να εξηγεί στους περίεργους που όλο και συγκεντρώνονταν γύρω του τα καθέκαστα. Μια άμυαλη Οβριά είπανε, μια Ρωμιά προσφυγίνα είπανε, που να ξέρεις, πήγε να τηγανίσει μελιτζάνες, λέει, και δες τι ζημιά που έκανε! Από σπίτι σε σπίτι, λέει, κι από σοκάκι σε σοκάκι πήρε δρόμο η φωτιά κι ό, τι βρεθεί στο δρόμο της το κάνει στάχτη. Και φυσικά, καθώς οι πιο πολλές κατασκευές, σπίτια και μαγαζιά, είναι από ξύλο δε θα μείνει, καθώς φαίνεται, τίποτα όρθιο. Θα ψάξουνε πάλι να βρεθεί κάποιος φταίχτης, δε μπορεί! –Ε, πως! Δεν έπεσε απ’ τον ουρανό η φωτιά! Κάποιος θα την έβαλε! είπε μια γλωσσού γειτόνισσα. –Κυρά μου, ναι, απάντησε ο Γρηγοράκης, μα την άλλη φορά συκοφαντήσανε αθώους κάτι ψευδομάρτυρες. Και τους πήρανε στο λαιμό τους. –Έτσι γίνεται, μωρέ Γρηγοράκη, άμα δε σε γουστάρουνε, και σε βάλουνε στο μάτι, πληρώνεις του μαχαλά τα μαναφούκια, είπε ένας φίλος του.
.....................................................................................
Η Φεβρωνία σουλούπωσε κάπως τα μαλλιά της άρπαξε μια καλαθούνα, που χε μέσα τα λεφτά και τα τζοβαΐρια της και ξεχνώντας στο πανικό της τον καλόγερο έκανε να κατέβει τη σκάλα. Ο Μαύρος, την πρόλαβε, της έδωσε μια δυνατή σπρωξιά προς τα πίσω, της άρπαξε την καλαθούνα και σάλταρε προς την σκάλα που την κατέβηκε με πέντε έξι δρασκελιές. Ξεκρέμασε στο άψε σβήσε και τα καθρεφτάκια απ’ το ντουβάρι του κάτω δωματίου κι έκανε να βγει.
-Βοήθεια με κλέβουνε, έβαλε της φωνές η Φεβρωνία αψηφώντας το ρεζιλίκι της.
Μα ο χεροδύναμος λωποδύτης καλόγερος, άνοιξε γρήγορα το μάνταλο, και –χωρίς να κοιτάξει προς την Άνω Πόλη, όπου χαμηλά, στις παρυφές των Κάστρων της, έβγαινε από κάποιες γειτονιές καπνός- έδωσε μια σπρωξιά στον Γρηγοράκη ρίχνοντάς τον καταγής κι από κει ροβόλησε στους κάτω μαχαλάδες, ανακατεύτηκε μέσα στο σαλεμένο πλήθος που έτρεχε αλαφιασμένο άλλος προς την θάλασσα να σωθεί, άλλος προς τα πάνω να δει από κοντά τι συμβαίνει, και έγινε καπνός.