Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.2. Πετρόπουλος Ηλίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.2. Πετρόπουλος Ηλίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Ηλίας Πετρόπουλος - Κάτω η Ενωμένη Ευρώπη

Τον Άυγουστο του 1989 ο δημοσιογράφος Πολυδεύκης Παπαδόπουλος παρουσιάσε στην εφημερίδα Τα Νέα μίαν έρευνα (σε συνέχειες), όπου αρκετοί επιστήμονες, λογοτέχνες και καλλιτέχνες απάντησαν στο ερώτημα:'
Με δεδομένη πλεον τη μεγαλύτερη κοινωνικοοικονομική σύγκλιση των χωρών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας το ’92, αλλά και γενικότερα της Ευρώπης, κατά τη γνώμη σας ποιος ρόλος επιφυλάσσεται στο εξής για το ελληνικό πολιτισμικό-πολιτιστικό μοντέλο; Ποια είναι η ανάπτυξη, ή, η κρίση του ελληνικού πολιτισμού, τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα, ή μειονεκτήματα, στη νέα συνάντηση με την Ευρώπη;
Σχεδόν όλοι οι απαντήσαντες μίλησαν θετικά (ή με ενθουσιασμό) για την αναμενόμενη ένταξη της Ελλάδας στην Ενωμένη Ευρώπη. Όσο για μένα, έστειλα την παρακάτω αρνητική απάντηση:
Πρίν έναν αιώνα ο δαιμόνιος Λασκαράτος είπε: «εμείς οι ανατολίτες αντιγράφουμε τους πολιτικούς θεσμούς από τους Κώδικες των Ευρωπαίων, καθώς αντιγράφουμε και τές μόδες από τα φιγουρίνια τους». Όταν εσπούδαζα νομικά άκουγα με προσοχή των καθηγητή Νικόλαο Πανταζόπουλο να αναπτύσεει παρόμοιες απόψεις για το στραπάτσάρισμα που υπέστη το εθιμικό μας δίκαιο από τους ξενόφερτους κώδικες. Ο Καραμανλής υπήρξεν ο αγροίκος πρωτεργάτης της τουριστικής αξιοποίησης της χώρας μας, που τελικά μετέβαλε την Ελλάδα σε ευρωπαϊκό αποχωρητήριο. Σήμερα, πιά, η τουριστική λάμψη της Ελλάδας ξεπέφτει, γιατί οι νέοι τουριστικοί πόλοι είναι η Ανδαλουσία και η Τουρκία. Νομίζω ότι, δεν απέχουμε πολύ από την εποχή όπου η Τουρκία θα έχει ετησίως ένα εκατομμύσιο ΕΛΛΗΝΕΣ τουρίστες…
Ο τουρισμός είναι ένας πολύ μικρός κίνδυνος εν σχέσει με την προετοιμαζόμενη ευρωπαϊκή ΕΙΣΒΟΛΗ. Εξακολουθώ να πιστεύω πώς η Ελλαδίτσα δεν έχει κανένα συμφέρον να εντάσσεται στα διάφορα ευρωπαϊκά γκρούπ: ΝΑΤΟ, Κοίνη Αγόρα, Ευρωπαϊκό Κοινοβουλίο και τα τοιαύτα. Η Ελλάδα είναι, εκ φύσεως, μια εξαιρετικώς πλούσια χώρα, μά την ρημάξανε οι κάτοικοί της. Όποιος ξένος πει την αλήθεια χαρακτηρίζεται, αυτομάτως, ΑΝΘΕΛΛΗΝ. Συνεχώς παραπονιομαστε: «στην Ελλάδα δεν βλέπεις τίποτα άλλο παρά πέτρες». Αγνοώ αν μ’ αυτό το παράπονο εννοούμε τα αρχαία μάρμαρα ή τις κοτρώνες των βουνών μας. Πάσχοντας από αγιάτρευτο εθνικιστικό δαλτονισμό, βλέπουμε πεντακάθαρα την φυλετική πανσπερμία της Γιουγκοσλαβίας και τους κούρδους της Τουρκίας, αλλά αρνιόμαστε κάποιαν ιδιαιτερότητα στους αρβανιτάδες μας και τους σλαβομακεδόνες. Η στραβομάρα καλλιεργείται στα σχολεία μας. Κι έτσι είναι αδύνατον να νιώσουμε τα καλά και κακά της Ευρώπης.
Κατ’ αρχήν, τίποτα δεν μπορούμε να προφητέψουμε για το μέλλον μας είτε μπούμε στα ευρωπαϊκά κόλπα, είτε μείνουμε απ’ έξω. Ο ελληνικός λαός, με μιάν ένταση σχιζοφρενική, αναζητεί εντός/εκτός της χώρας μία λύση. Γιαυτό αρπαζόμαστε, εξ ενστίκτου, από τις ξεπερασμένες ελληνικές εκφράσεις: από τον ΝΕΚΡΟ Καραγκιόζη, από τα ΨΟΦΙΑ ρεμπέτικα κι από την ΒΡΙΚΟΛΑΚΙΑΣΜΕΝΗ Ορθοδοξία. Και γιαυτό είμασταν μαγεμένοι από τις δημαγωγίες του Αντρέα και του Παγκάλου. Είναι μάταιο το ν’ αναζητούμε διαρκώς κάποιο ξένο μοντέλο. Άλλωστε, οι μπούρδες τυπου ελληνικό φιλότιμο, ελληνικό δαιμόνιο, ελληνική φιλοξενία κτλ. δεν πείθουν πιά κανέναν. Η περίφημη ελληνική Διασπορά αποτελεί έναν μύθο, ανανεούμενο από τα αλλεπάλληλα κύματα των μεταναστών. Τα παιδιά των όποιων μεταναστών μας ΔΕΝ είναι ελληνόπουλα. Η ελληνική Διασπορά θα έπρεπε να λάβει πολλά μαθήματα εθνικής ΑΝΤΟΧΗΣ από κάποιες άλλες αντιστεκόμενες Διασπορές: τους γύφτους, τους αρμένηδες, τους εβραίους, τους κινέζους. Θέλουμε να χωθούμε στην αγκαλιά της Ευρώπης, ενώ δεν διαθέτουμε ΤΙΠΟΤΕ για εξαγωγή.
Μιλάμε πολύ για το νέφος, πού μας τύφλωσε τόσο ώστε να μην διακρίνουμε τις αμερικάνικες βάσεις. Λατρεύουμε την γλώσσα μας, μά τα ελληνικά στο εξωτερικό είναι άχρηστα. Είναι αυτονόητο ότι, η ενσωμάτωση της Ελλάδας στην Ευρώπη υποδηλώνει την εξαφάνιση των (όσων απομένουν) ελληνικών αρετών και, συγχρόνως, την υιοθεσία όλων των κακών έξεων των ευρωπαίων.
Οι εφημερίδες μας γράφουν συχνά-πυκνά για τους τοξικομανείς των Εξαχρείων, αλλά δεν βγάζουν άχνα μήτε για τις ελληνίδες που φουμάρουν σαν τσιμινιέρες, μήτε για το κύμα του νεοαλκοολισμού που μαστίζει τη χώρα μας. Ο αμερικάνικος τρόπος ζωής γκρέμισε ένα μεγάλο μέρος της, ας πούμε, ελληνικότητάς μας. Και τώρα, ο ευρωπαϊκός (δηλαδή, ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ) τρόπος ζωής μας απειλεί με καθολική καταστροφή. Μου είναι πολύ οδυνηρό το να πιστέψω πώς όλοι μας θα καταντήσουμε γκαρσόνια τουριστικών ρεστοράν…
Παρίσι, 9-12-1988
Η.Π.
Το κείμενο συμπεριλήφθηκε στην επανέκδοση του βιβλίου του Ηλία Πετρόπουλου «Η μυθολογία του Βερολίνου» (εκδ. Νεφέλη).

Πηγή:https://www.nostimonimar.gr/kato-i-enomeni-evropi-tou-ilia-petropoulou/?fbclid=IwY2xjawLNRkhleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFrY1owSGNVZVppS3NOdnlEAR5w35rw9v9iMCY4OhdSlQgf2Y_7n98lnugZMedfd_fPyrbL4LRFzw63PrvNrA_aem_YFG8OV8a_NTm72t_Sj4k7Q

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

Ηλίας Πετρόπουλος - Αποσπάσματα από την Εισαγωγή στα Καλιαρντά

 «ΑΓΑΠΩ ΤΑ ΤΣΟΓΛΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΧΑΣΙΚΛΕΣ, τους κλέφτες, τις πουτάνες, τους ρεμπέτες και τους πούστηδες γιατί μάχονται κάθε μορφή εξουσίας και τους αγαπώ πιο πολύ γιατί τα καταφέρνουν και επιζούν κόντρα στην αστυνομία, κόντρα στον ποινικό νόμο, κόντρα στην απαίσια ηθική των μικροαστών, κόντρα στον φλογερό εαυτό τους». 

«ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΜΑΣ ΠΙΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΟΤΙ ΟΛΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ, αφού όσο καθαρότερα βλέπουμε τόσο αγνότερα ζούμε. Οι μετριοπαθείς είναι ψεύτες. Οι ριζοσπαστικές ιδέες οι μόνες ιδέες. Κατέχω σημαίνει ψυχορραγώ. Εκείνοι, που λόγω αρμοδιότητος, διώκουν τους συγγραφείς ας μάθουν, επιτέλους, να τους βλέπουνε με προοπτική μερικών δεκαετιών. Εξάλλου, ποιος συγγραφεύς δέχεται άλλην εξουσίαν έξω από την εξουσία της καρδιάς του; Οι συγγραφείς γνωρίζουν κάλλιστα πως θεωρούνται περιττοί. Ακριβώς γι αυτό ταυτίζουν τα ιδεώδη με τα πεπρωμένα τους. Εκάς οι ηθικολόγοι». 

«ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ, ΤΩΡΑ ΠΙΑ, ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΡΑΦΟΥΝ ΟΜΟΡΦΑ, αλλά σκληρά. Δυστυχώς οι μικροαστοί χαράσσουν την μοίρα της Ελλάδος. Αυτά τα αήττητα κνώδαλα ήταν, είναι και θα είναι ανεπίδεκτα αισθητικής διαπαιδαγωγήσεως. Κι έτσι στην αλλοπρόσαλλη χώρα μας, ων Έλλην, πρέπει διαρκώς να πείθεις ότι είσαι όντως Έλλην. Οι άνθρωποι με τα επίχρυσα μανικετόκουμπα ωθούν τους συγγραφείς στην αυτοκτονία. Των μικροαστών το πνεύμα διέβρωσε την πατρίδα. Η φύτρα και η φύση του Έλληνος απέβη ολοκληρωτική. Φασίστριες πρωταρχικές οι μανάδες μας. Οι Έλληνες αγνοούν την κριτική, άρα τον διάλογο. Ανέκαθεν ο λαός υφίσταται για να χρησιμοποιείται.» «Ο ΚΥΝΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΑΠΟΚΛΕΙΕΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ. Επιζείς στην Ελλάδα μόνον αν σε κατέχει ο διάβολος. Οι συμπατριώτες μου καθεύδουν όταν η χώρα δημοπρατείται. Επαγγελματίες Έλληνες υπεραμύνονται της ιδέας του ελληνισμού. Λησμονούν πως ο ελληνισμός είναι η ευρύτερη έννοια της Ελλάδος, εδώ και αιώνες. Στον καιρό μας, περισσότερο από ποτέ, είναι χρήσιμα τα πλήγματα κατά των Ελλήνων, όπου μόνο βρίζουν ή χειροκροτούν και ποτέ δεν σκέφτονται. Η αιτιολογία του γεγονότος της 21-4-67 αρχίζει να διαφαίνεται. Δέξου αυτό το γεγονός και ήδη έκανες ένα βήμα. Όποιος μαχαιρώνει τους ρομιούς εκδήλως τους ευεργετεί. Πάντως, επί του παρόντος, προτιμώ να μένω φιλέλλην, παρά Έλλην».

 «ΕΜΕΙΣ, ΟΛΟΙ ΜΑΣ, ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΑΙΩΝΟΣ, υφιστάμεθα έναν ασταμάτητο και εντεινόμενο πνευματικό βιασμό. Η γνώση σώζει. Αλλά ακόμη δεν εγράφη η ιστορία της νεοελληνικής τέχνης. Ούτε της νεοελληνικής μουσικής. Η δε τιμή του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη επιμόνως διασύρεται. Ευλογητή η ιερή αλήθια. Οι έλληνες, σαν λαός γνησίων χατζαϊβάτηδων, είθισται να πρεσβεύουν αλλότριες ιδέες. Παιδιόθεν, συμπιέζουν στην κεφαλή μας τους ενάριθμους Λουδοβίκους και Ερίκους και Ναπολέοντες. Τίποτα, όμως, δεν μας εδίδαξαν για τους σουλτάνους, που, χθες ακόμη, τύποις και ουσία, εβασίλευαν στον τόπο μας. Και τίποτα δεν μάθαμε για τον μαγικό περσικό πολιτισμό και τον ισάξιό του πολιτισμό των αράβων.»  

«Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΑΝΑΓΚΑΣΜΕΝΗ να καθιερώσει την εδελεχή διαδασκαλία της τουρκικής ιστορίας. Αν, φυσικά, επιθυμούμε να εφαρμόσουμε το δελφικό γνώθι σεαυτόν. Ή, τουλάχιστον, να μάθουμε να ξεχωρίζουμε έναν αναρχικό από έναν χαφιέ». 

Αποσπάσματα από την εισαγωγή στα «Καλιαρντά» του Ηλία Πετρόπουλου, εκδ. Νεφέλη. 

[Πηγή: www.doctv.gr]

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

Ηλίας Πετρόπουλος - Καλιαρντά (απόσπασμα)

 «Στο καιρό μας πια πιστεύουν ότι όλα γράφονται, αφού όσο καθαρότερα βλέπουμε τόσο αγνότερα ζούμε. Οι μετριοπαθείς είναι ψεύτες. Οι ριζοσπαστικές ιδέες οι μόνες ιδέες. Κατέχω σημαίνει ψυχορραγώ. Εκείνοι, που λόγω αρμοδιότητος, διώκουν τους συγγραφείς ας μάθουν, επιτέλους, να τους βλέπουνε με προοπτική μερικών δεκαετιών. Εξάλλου, ποιος συγγραφεύς δέχεται άλλην εξουσίαν έξω από την εξουσία της καρδιάς του; Οι συγγραφείς γνωρίζουν κάλλιστα πως θεωρούνται περιττοί. Ακριβώς γιαυτό ταυτίζουν τα ιδεώδη με τα πεπρωμένα τους. Εμάς οι ηθικολόγοι».

«Οι συγγραφείς, τώρα πια, δεν πρέπει να γράφουν όμορφα, αλλά σκληρά. Δυστυχώς οι μικροαστοί χαράσσουν την μοίρα της Ελλάδος. Αυτά τα αήττητα κνώδαλα ήταν, είναι και θα είναι ανεπίδεκτα ασθητικής διαπαιδαγωγήσεως. Κι έτσι στην αλλοπρόσαλλη χώρα μας, ων Έλλην, πρέπει διαρκώς να πείθεις ότι είσαι όντως έλλην. Οι άνθρωποι με τα επίχρυσα μανικετόκουμπα ωθούν τους συγγραφείς στην αυτοκτονία. Των μικροαστών το πνεύμα διέβρωσε την πατρίδα. Η φύτρα και η φύση του έλληνος απέβη ολοκληρωτική. Φασίστριες πρωταρχικές οι μανάδες μας. Οι έλληνες αγνοούν την κριτικήˑ άρα τον διάλογο. Ανέκαθεν ο λαός υφίσταται για να χρησιμοποιείται.»

«Ο κυνισμός δεν αποκλείει την αγάπη. Επιζείς στην Ελλάδα μόνον αν σε κατέχει ο διάβολος. Οι συμπατριώτες μου καθεύδουν όταν η χώρα δημοπρατείται. Επαγγελματίες έλληνες υπεραμύνονται της ιδέας του ελληνισμού. Λησμονούν πως ο ελληνισμός είναι η ευρύτερη έννοια της Ελλάδος, εδώ και αιώνες. Στον καιρό μας, περισσότερο από ποτέ, είναι χρήσιμα τα πλήγματα κατά των ελλήνων, όπου μόνο βρίζουν ή χειροκροτούν και ποτέ δεν σκέφτονται. Η αιτιολογία του γεγονότος της 21-4-67 αρχίζει να διαφαίνεται. Δέξου αυτό το γεγονός και ήδη έκανες ένα βήμα. Όποιος μαχαιρώνει τους ρομιούς εκδήλως τους ευεργετεί. Πάντως, επί του παρόντος, προτιμώ να μένω φιλέλλην, παρά έλλην.»[…]

«Εμείς, όλοι μας, από του παρελθόντος αιώνος, υφιστάμεθα έναν ασταμάτητο και εντεινόμενο πνευματικό βιασμό. Η γνώση σώζει. Αλλά ακόμη δεν εγράφη η ιστορία της νεοελληνικής τέχνης. Ούτε της νεοελληνικής μουσικής. Η δε τιμή του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη επιμόνως διασύρεται. Ευλογητή η ιερή αλήθια. Οι έλληνες, σαν λαός γνησίων χατζαϊβάτηδων, είθισται να πρεσβεύουν αλλότριες ιδέες. Παιδιόθεν, συμπιέζουν στην κεφαλή μας τους ενάριθμους Λουδοβίκους και Ερίκους και Ναπολέοντες. Τίποτα, όμως, δεν μας εδίδαξαν για τους σουλτάνους, που, χθες ακόμη, τύποις και ουσία, εβασίλευαν στον τόπο μας. Και τίποτα δεν μάθαμε για τον μαγικό περσικό πολιτισμό και τον ισάξιό του πολιτισμό των αράβων. Η λεγόμενη εθνική παιδεία είναι πλέον αναγκασμένη να καθιερώσει την εδελεχή διαδασκαλία της τουρκικής ιστορίας. Αν, φυσικά, επιθυμούμε να εφαρμόσουμε το δελφικό γνώθι σεαυτόν. Ή, τουλάχιστον, να μάθουμε να ξεχωρίζουμε έναν αναρχικό από έναν χαφιέ.»


Ηλίας Πετρόπουλος: «Αγαπώ τα τσογλάνια..»


«Στο καιρό μας πια πιστεύουν ότι όλα γράφονται, αφού όσο καθαρότερα βλέπουμε τόσο αγνότερα ζούμε. Οι μετριοπαθείς είναι ψεύτες. Οι ριζοσπαστικές ιδέες οι μόνες ιδέες. Κατέχω σημαίνει ψυχορραγώ. Εκείνοι, που λόγω αρμοδιότητος, διώκουν τους συγγραφείς ας μάθουν, επιτέλους, να τους βλέπουνε με προοπτική μερικών δεκαετιών. Εξάλλου, ποιος συγγραφεύς δέχεται άλλην εξουσίαν έξω από την εξουσία της καρδιάς του; Οι συγγραφείς γνωρίζουν κάλλιστα πως θεωρούνται περιττοί. Ακριβώς γιαυτό ταυτίζουν τα ιδεώδη με τα πεπρωμένα τους. Εκάς οι ηθικολόγοι».

«Οι συγγραφείς, τώρα πια, δεν πρέπει να γράφουν όμορφα, αλλά σκληρά. Δυστυχώς οι μικροαστοί χαράσσουν την μοίρα της Ελλάδος. Αυτά τα αήττητα κνώδαλα ήταν, είναι και θα είναι ανεπίδεκτα ασθητικής διαπαιδαγωγήσεως. Κι έτσι στην αλλοπρόσαλλη χώρα μας, ων Έλλην, πρέπει διαρκώς να πείθεις ότι είσαι όντως έλλην. Οι άνθρωποι με τα επίχρυσα μανικετόκουμπα ωθούν τους συγγραφείς στην αυτοκτονία. Των μικροαστών το πνεύμα διέβρωσε την πατρίδα. Η φύτρα και η φύση του έλληνος απέβη ολοκληρωτική. Φασίστριες πρωταρχικές οι μανάδες μας. Οι έλληνες αγνοούν την κριτικήˑ άρα τον διάλογο. Ανέκαθεν ο λαός υφίσταται για να χρησιμοποιείται.

Ο κυνισμός δεν αποκλείει την αγάπη. Επιζείς στην Ελλάδα μόνον αν σε κατέχει ο διάβολος. Οι συμπατριώτες μου καθεύδουν όταν η χώρα δημοπρατείται. Επαγγελματίες έλληνες υπεραμύνονται της ιδέας του ελληνισμού. Λησμονούν πως ο ελληνισμός είναι η ευρύτερη έννοια της Ελλάδος, εδώ και αιώνες. Στον καιρό μας, περισσότερο από ποτέ, είναι χρήσιμα τα πλήγματα κατά των ελλήνων, όπου μόνο βρίζουν ή χειροκροτούν και ποτέ δεν σκέφτονται. Η αιτιολογία του γεγονότος της 21-4-67 αρχίζει να διαφαίνεται. Δέξου αυτό το γεγονός και ήδη έκανες ένα βήμα. Όποιος μαχαιρώνει τους ρομιούς εκδήλως τους ευεργετεί. Πάντως, επί του παρόντος, προτιμώ να μένω φιλέλλην, παρά έλλην.»


[...]


«Εμείς, όλοι μας, από του παρελθόντος αιώνος, υφιστάμεθα έναν ασταμάτητο και εντεινόμενο πνευματικό βιασμό. Η γνώση σώζει. Αλλά ακόμη δεν εγράφη η ιστορία της νεοελληνικής τέχνης. Ούτε της νεοελληνικής μουσικής. Η δε τιμή του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη επιμόνως διασύρεται. Ευλογητή η ιερή αλήθια.

Οι έλληνες, σαν λαός γνησίων χατζαϊβάτηδων, είθισται να πρεσβεύουν αλλότριες ιδέες. Παιδιόθεν, συμπιέζουν στην κεφαλή μας τους ενάριθμους Λουδοβίκους και Ερίκους και Ναπολέοντες. Τίποτα, όμως, δεν μας εδίδαξαν για τους σουλτάνους, που, χθες ακόμη, τύποις και ουσία, εβασίλευαν στον τόπο μας. Και τίποτα δεν μάθαμε για τον μαγικό περσικό πολιτισμό και τον ισάξιό του πολιτισμό των αράβων. Η λεγόμενη εθνική παιδεία είναι πλέον αναγκασμένη να καθιερώσει την εδελεχή διαδασκαλία της τουρκικής ιστορίας. Αν, φυσικά, επιθυμούμε να εφαρμόσουμε το δελφικό γνώθι σεαυτόν. Ή, τουλάχιστον, να μάθουμε να ξεχωρίζουμε έναν αναρχικό από έναν χαφιέ.»


Aποσπάσματα από την εισαγωγή στα “Καλιαρντά” του Ηλία Πετρόπουλου, Νεφέλη, 1993

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

Ηλίας Πετρόπουλος -Ποτέ και τίποτα

 «Με ρωτάς:/ ― γιατί είσαι τόσο σκληρός;/ σου απαντώ:/ ― από τρυφερότητα».

«Η Γυναίκα είναι πιο έξυπνη από τον Άντρα/ γιατί σκέφτεται με την επιδερμίδα της».

«Οι όμορφες γυναίκες γερνούν./ Φρονώ πως αυτή η απίστευτη αδικία/ είναι η μεγαλύτερη απόδειξη/ της ανυπαρξίας του Θεού».

«Και μου το ξαναλές:/ ― γιατί δεν γράφεις, πια, όμορφα ποιήματα,/ όπως πριν είκοσι χρόνια;/ Και σκέφτομαι:/ ― μα, τότε ήμουνα σαραντάρης./ Όσο πλησιάζεις προς το φέρετρο/ τόσο και εγκαταλείπεις τις φιοριτούρες,/ τις κούφιες ωραιολογίες».

«Οι αναίσθητοι με ρωτούν:/ ― γιατί δεν γυρίζετε στην Ελλάδα;/ Βεβαίως, τυγχάνω υποχρεωτικώς έλλην,/ αλλά η χώρα μου με κουρελιάζει./ Δεν θάθελα να ξαναπατήσω στην Αθήνα./ Και είπα στη γυναίκα μου:/ ― όταν ψοφήσω, εδώ, στο Παρίσι,/ να κάψεις το κουφάρι μου στο κρεματόριο/ και να ρίξεις τις στάχτες στον υπόνομο./ Τέτια είναι η διαθήκη μου».

«Μα, δεν είναι περίεργο/ ένας κυνικός σαν κι εμένα/ να βασανίζεται από αισθήματα;/ Δεν είναι άδικο;»

― Ηλίας Πετρόπουλος, «Ποτέ και τίποτα»

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Ηλίας Πετρόπουλος-Για τον Σκαρίμπα

 Τώρα πια ο Σκαρίμπας είναι μια παγιωμένη αξία. Όμως, πριν είκοσι-τριάντα χρόνια, συνήθως όποιος μίλαγε για τον Σκαρίμπα συνόδευε τα λεγόμενά του μ' ένα ηλίθιο γελάκι -για να διαχωρίσει τη θέση του. Ο Σκαρίμπας έζησε στο λογοτεχνικό περιθώριο σαν μια ιδιάζουσα περίπτωση, που δεν μας κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη. Απ' όσο θυμάμαι, ο Σκαρίμπας ζούσε σε μιαν ατμόσφαιρα αδιάπτωτου (αλλά, χλιαρού) σνομπαρίσματος. Όλοι μας είμαστε δυτικοθρεμένοι, τουτέστιν μικροψεύτες. Ο Σκαρίμπας προβάλλει σαν ο Μέγας Αυτοδίδακτος. Και, ακριβώς, αυτή είναι η βασική διαφορά ανάμεσα σ' έναν αναγνωρισμένο ποιητή (π.χ. τον Ελύτη) και στον παραγνωρισμένο μας λόγιο, τον Σκαρίμπα. Ο Ελύτης κουβαλάει στη ράχη του τη Γαλλία. Ο Σκαρίμπας αντλεί από τ' άντερά του. Και δεν εχρησιμοποίησα τυχαίως τον τίτλο λόγιος. Ο Σκαρίμπας δεν είναι μια μπουρμπουλήθρα που ξεφυσάει αλλόκοτες χρωματιστές λέξεις. Με τον καιρό απέβη λίαν ενοχλητικός. Υπαινίσσομαι το ιστορικό του έργο, που οι πάνσοφοί μας πανεπιστημιακοί υπεδέχθησαν με μορφασμούς. Γιαυτό, ο κύριος Ασδραχάς δεν περιλαμβάνει τα ιστορικά βιβλία του Σκαρίμπα στις εκατόν-πενήντα σελίδες της ιστοριο-βιβλιογραφίας του. Σπεύδω να δηλώσω: εκτιμώ περισσότερο τον παραμυθά-ιστοριογράφο Σκαρίμπα από τα επιστημονικοφανή παραμύθια των Σβορόνων.

Ο Σκαρίμπας μας έμαθε ότι, η Επιστήμη μπορεί να πηγάζει και από την Καρδιά.

Η γλώσσα του Σκαρίμπα σε μαγεύει. Ο Σκαρίμπας είναι ο λογοτέχνης μας που ξέρει την μέγιστη διαφορά ανάμεσα στις λέξεις βρέ και μπρέ. Μελετώντας τα βιβλία του Σκαρίμπα μπορούμε να κάνουμε μιαν αναγωγή στην γλώσσα του περασμένου αιώνα. Ο Ελύτης διαθέτει ένα αφάνταστα ευρύ ιστορικό-γλωσσικό πανόραμα. Ο Ταχτσής κωδικοποιεί την νεότατη γλώσσα του άστεος. Το κυρίως προτέρημα του Σκαρίμπα είναι η γλωσσική του ποικιλία.

Eίναι Μεγάλος Δάσκαλος ο Σκαρίμπας.

Παρίσι, 28-3-1985. ".

[ Του Ηλία Πετρόπουλου, από το πόνημά του "Υπόκοσμος και καραγκιόζης" (σελίδες 232 & 233), εκδόσεις Νεφέλη, 1996 ].

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Ηλίας Πετρόπουλος, Για τα ρεμπέτικα

10251905_445552515576490_3708078732253457410_n
– α –Στην πατρίδα μου
χειροκροτούν τον Ποιητή
μόνον όταν αυτοκτονήσει.
Αχ, αυτοί [εμείς] οι μετριοπαθείς επαναστάτες.
Αχ, αυτοί [εμείς] που φοράνε κουστούμι τρουά-πιες.
Αχ, αυτοί [εμείς] που γαμάνε με τα λεφτά τους.
– β -
Λόγος ἐπικήδειος
διὰ τὰ παλαιὰ ἄγνωστα ρεμπέτικα τραγούδια,
ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἐλεγεία
εἰς ἀνάμνησιν τῆς ὀμορφιᾶς μιᾶς γυναίκας
ἐξαιρετικῶς ἀγαπηθείσης.
Καλοῦνται ρεμπέτικα τραγούδια τὰ ἄσματα τῶν πληγωμένων, ἁπλῶν, ἁγνῶν καὶ αἰσθαντικῶν ψυχῶν τῆς Ἑλλάδος. Ἡ περιφρονημένη χωρὶς ἀνταπόκριση ἀγάπη καὶ τὸ τρισμέγιστον μαρτύριον τοῦ θαμένου ἑκουσίως ἔρωτος ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα τραγούδια ἐξόχως ἀνιστορήθησαν. Τὰ ρεμπέτικα ὑπῆρξαν κάποτε ἡ παρηγοριά μας. Ἦταν οἱ λευκοὶ ἀσπασμοὶ τῶν παραγνωρισμένων. Ἀξιώθηκα νὰ κρατήσω στὰ χέρια μου τὸ βουβό, πλέον, μπουζούκι τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη. Ρεμπέτικα δὲν τραγουδοῦσαν οἱ γυναῖκες (αὐτὲς συνήθως ἀργὰ κατανοοῦν τὸ πόσο ἀγαπήθηκαν), οὔτε τὰ τραγουδοῦσαν οἱ σκληρόκαρδοι.
Ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἀλήθειας νοιάζομαι. Μὴ μοῦ στείλεις περιστέρια· μαντεύω τὰ λόγια ἀγάπης ποὺ θὰ μοῦ πεῖς. Ὁ ἔρως συμβαίνει σὰν δυστύχημα. Κρατοῦσα, τότε, σὰν βιολὶ τὸ σῶμα σου, μὰ τώρα ποὺ εἴμαστε μακριὰ σ᾿ ἔχω φωτιὰ παντοτινὴ μὲς στὴν καρδιά μου. Θὰ ψάχνεις λυπημένη νὰ μὲ βρεῖς στοὺς ἄδειους δρόμους καὶ θὰ ρωτᾶς παντοῦ γιὰ μένα, καὶ στὴν περιρρέουσα μελαγχολία τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν θὰ ἀναζητᾶς ἐπὶ ματαίῳ παρηγοριά. Ἐφέτος ἀνήμερα τὸ Πάσχα ἔβρεχε καὶ ἡ δολιότης πίκραινε τὴν καρδιά μου. Τὸ ξέρω· ἡ θέση μου εἶναι στὸ νεκροταφεῖο. Εἴμασταν ἀκόμη παιδιὰ ὅταν μᾶς μάραναν καὶ ζήσαμε σὰν γέροι. Δὲν εἶμαι δικός μου. Σιωπῶ μὲν, ἀρνοῦμαι δὲ νὰ πεθάνω γιατὶ τὰ δακρυσμένα μάτια σου πάντα μὲ γνέφουν. Θλιβερὰ βλέμματα τέκνα τῆς σιωπῆς μου. Ὁ θάνατος ἀπόψε διώχνει τὸ κάθε τι ἀπ᾿ τὴν ψυχή μου. Χαίρομαι τὴν παραφροσύνη μου τώρα.
Τὸ ἀληθὲς ἀπόβαρον ἑνὸς ἀνθρώπου ἰσοῦται μὲ τὶς ἀγάπες, τὸν οἶκτο καὶ τὴν ἀηδία ποὺ ἔνιωσε στὴ ζωή. Δύο μεγάλες ἀδικίες ἐγνώρισα: τὴν φτώχια καὶ τὴν ἐρωτικὴ καταφρόνια. Τὰ ρεμπέτικα προήχθησαν εἰς μαυσωλεῖον αἰσθημάτων. Τὸ νὰ ὑποφέρεις ἀπ᾿ του κόσμου τὶς πίκρες εἶναι ἀναγκαῖον, καὶ ἴσως νόμιμο. Πάθος ἔδωσα καὶ πάθος δὲν ἔλαβα, κι ὅ,τι ἔπιασα ἔγινε στάχτη. Πολλὰ ἐδιδάχθην ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα. Ὁ πατέρας μου μὲ γαλούχησε μὲ τὰ τραγούδια αὐτὰ. Ἔχτισα τὸ παρὸν βιβλίο, σὰ νὰ ἔχτιζα χελιδονοφωλιά, πρὸς χάριν του ἰσοβίου φίλου Τσιτσάνη. Τὴν ἐγκαρτέρηση ἐδιδάχθην ἀπὸ τὰ ρεμπέτικα.
Σήμερον κηδεύομαι. Σβήνω (ἄχ, σβήνω) ὅταν ἐσὺ χρησιμοποιεῖς τὰ αἰσθήματά μου σὰν κέρματα. Ἂν πρόκειται κανεὶς νὰ διατηρήσει τὴν εὐαισθησία του ἂς εἶναι ὁ ἡττημένος. Τὰ ρεμπέτικα τραγούδια βάλλουν ὡς ἀναμνήσεις. Ζήσαμε τὶς πιὸ ἐφιαλτικὲς νύχτες τοῦ αἰῶνος. Οἱ ἐνθυμήσεις ἐλλοχεύουν. Ἔνιωσα τὰ πάντα μόνον σὰν πάθη. Ἄφησέ με νἆμαι παράφορος, ἀφοῦ ἡ λογικὴ εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς τρέλας. Ὑπήρξα ἕνας Ἰδανικὸς Φαῦνος. Θὰ σὲ γκρεμίσω μὲ δάκρυα, ζοφερὴ πολυαγαπημένη.
Τὰ ρεμπέτικα τραγούδια εἶναι τραγούδια τῆς καρδιᾶς. Καὶ μόνον ὅποιος τὰ πλησιάσει μὲ ἁγνὸ αἴσθημα τὰ νιώθει καὶ τὰ χαίρεται. Γιατὶ, ἡ καρδιὰ μὲ καρδιὰ μετριέται.
Ἔκλεισεν ὁ κύκλος τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν. Ἀνήκουν πιὰ στὸ παρελθὸν τὰ τραγούδια αὐτὰ. Χοροστατῶ μοιραίως στὸ μνημόσυνό τους ἀφοῦ ὁ *** κυμαίνεται, τὴ νύχτα αὐτή, μεταξύ εὐφημίας καὶ ἐπιβιώσεως.
Αἴφνης σκοτείνιασε ἡ πλάση καὶ ἡ αὐτοκτονία ἀπέβη τὸ ὄνειρο ἑκάστου ἐχέφρονος ἀνθρώπου. Ὁ θεηφόρος ἔρως μόνη πειθὼ τῆς ζωῆς. Φυλακτὰ σὲ σχῆμα καρδίας ἀντίκρυσα στὸ βυζαντινὸ μουσεῖον Ἀθηνῶν. Στὰ λάσια μπράτσα τῶν ρεμπέτηδων συχνὰ βλέπω κεντημένη μιὰ καρδιὰ μὲ φυλλοκάρδια, ὅπου στὴ μέση της ἔχει τὸ ὄνομα τῆς πολυαγαπημένης.
Οἱ νεοελληνικοὶ αἰῶνες ἐγκυμονοῦσαν τὰ ρεμπέτικα τραγούδια. Στὸν ἔρωτα ὁ χρόνος ἐτάχθη ὑπὲρ τῶν ἀνδρῶν. Ἀφότου γεννηθήκαμε ὁ θάνατος ἀναμένει. Ἤπια τὰ χίλια πικρὰ ὄχι, πρὶν καταπιαστῶ μὲ τὰ ρεμπέτικα. Οἱ χαρὲς, ὅπως καὶ οἱ ἡδονές, ὁδηγοῦν στὴν γνήσια θλίψη. Σὰν χειρονομίες σφοδροῦ κοπετοῦ μοιάζουν τὰ φτερουγίσματα αὐτουνῶν ποὺ χορεύουν ζεϊμπέκικο. Ὁ Γιάννης Τσαρούχης ξέρει γιατὶ ἀποκαλεῖ τὸν ζεϊμπέκικο Χορὸ τῶν Χορῶν. Ἴσως, μόνον ἕνας ἐρωτευμένος μπορούσε νὰ συντάξει τὸν ἐπικήδειο τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν, ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ φαντάζουν σὰν μαγικὸς λουλουδότοπος μακρινός, ὁριστικὰ χαμένος καὶ ἀπροσπέλαστος. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου (ἰσχυρὸς ὡς ὁ ἔρως, πανίσχυρος ὡς ὁ θάνατος) ἐξακοντίζεται πρὸς τὸ παρελθόν. Ἡ θλίψη ἀποτελεῖ τὴν ἠχὼ τῶν ἐρωτικῶν λαϊκῶν ἀσμάτων. Εἴθε, σύντομα τὰ ἑλληνόπουλα νὰ διδάσκονται στὰ σχολεία τὴν ἀπαράμιλλη μελαγχολία τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν.
Θὰ σταδιοδρομήσω τοῦ λοιποῦ ὡς προδότης. Κατάβαθα κι ἐγώ, κατάβαθα κι ἐσύ, πληγώσαμε τὶς καρδιές μας. Ὅλη νύχτα μὲ ξυπνοῦσαν οἱ ἀναστεναγμοί μου. Εἶμαι φίλος τῶν νεκρῶν. Τὸ ἑπόμενο πάθος μὲ σώζει ἀπὸ τὸ προηγούμενο, μὰ κάθε πάθος κατακάθεται στὴν παλίμψηστη ψυχή μου σὰν μαυρίλα, καὶ τότε ἡ αὐτοκτονία ὑποδύεται τὴν λύτρωση. Ἡ ἰδιοφυΐα εἶναι ἡ μόνη ἀποδεκτὴ μορφὴ παραφροσύνης, ὁ δὲ οἶκτος φόρτος ἀλλοτρίων δυστυχιῶν. Οἱ μεγάλοι ἔρωτες, ὅλοι τους, εἶναι σὰν ἐρωτικὸ παράπονο. Ὁ ἔρως στερεῖται νίκης. Ἀρχίζει καὶ τελειώνει μὲ ἧττα τοῦ ἀνδρός. Σὰν τὸν Ἀχιλλέα ἤσουνα ὑπερήφανη καὶ σκληρόκαρδη· ὅμως, ὥρα σου καλή, ὅπου κι ἂν βρίσκεσαι, γλυκιά μου ἀγαπημένη.
Καθὼς χαμένο σκυλί, σκυλὶ τοῦ δρόμου, σέρνομαι αὐτὲς τὶς μαῦρες μέρες μὲ ἄδεια καρδιὰ καὶ κάθε δειλινὸ πέφτω, πέφτω, σ᾿ ἕνα βάραθρο πέφτω. Βέβαια οἱ γυναίκες στεροῦνται φαντασίας καὶ πάθους, ἀλλὰ ἐγὼ ἀγάπησα καὶ ἀγαπήθηκα, κι ἐσένα δείχνω ὅταν ἐρωτηθῶ γιὰ τὸ νόημα τοῦ ἔρωτος. Λιποτάκτης στὴν μυριάνθρωπη ἔρημη Ἀθήνα ποὺ μὲ τρομοκρατεῖ κι ὅλο μὲ ἐξωθεῖ πρὸς τὴν αὐτοκτονία. Ἡ ἀπαισιοδοξία εἶναι ἀπόδειξη ἀνθρωπιᾶς. Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἐχθρὸς μου. Στὴν ἡλικία ὅπου τώρα πιὰ ἔφτασα τὸ νιώθω πεντακάθαρα πὼς εἶμαι ἕνας ἀποτυχημένος. Δὲν θὰ σκεφτόμουνα ποτὲ δίχως τὸ συνοικέσιον τῆς μελαγχολίας. Συχνὰ κλέβω ψυχὲς, μὰ ἐσὺ δὲν εἶσαι κοντὰ μου, οὔτε σὲ ξένα χέρια. Γέρασα μὲ ἐρωτευμένη καρδιὰ ἐφήβου. Εἶναι ὑπερβολὴ νὰ ζεῖς μὲ ἀγάπη κι εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ κατέχεις, τόσο πολὺ, τὰ μυστικὰ τῆς ψυχῆς σου. Ἀδυνατῶ νὰ θάψω τὶς ἀναμνήσεις κι αὐτὸ θὰ προσδιορίσει τὸν θάνατό μου. Τὴν κοίτη τοῦ τάφου μου εἶδα. Πόσες μέρες, πόσα χρόνια, θὰ ἄντεχες ἐσὺ μιὰ ζωὴ δίχως ἐλπίδες;
Ἀργεῖς· ἡ ψυχή μου παγώνει. Κάθομαι τὰ βράδια, ὁλομόναχος, κατάμονος, στὸ καμαράκι ποὺ ξέρεις, καὶ κατηγορῶ τὸν ἑαυτό μου, κι ὅλο σκέφτομαι περὶ τῆς ἀδυσωπήτου φθορᾶς τῶν αἰσθημάτων. Ὁ νοῦς μου ἀρμενίζει πρὸς τὴν ἀπελπισία. Σκότωσαν, κάποτε, πολλοὺς φίλους γύρω μου κι ἀπὸ τότε ζῶ σὰν πουλὶ τρομαγμένο. Σὲ περιμένω μέρα καὶ νύχτα καὶ κάθε αὐγὴ νὰ ξαναγυρίσεις σὲ καρτερῶ. Μὲ παρασύρει ἡ καρδιά μου (ἐσὺ, γλυκιὰ μου, ἀκόμη τὴν κυβερνᾶς) σὲ ἀναπολήσεις τῆς ἐξαίσιας μορφῆς σου, ποὺ οὔτε μπορῶ οὔτε θέλω νὰ ξεχάσω, καὶ ποὺ ἀφότου ἐχάθη σὲ μαῦρα σκοτάδια μ᾿ ἔριξε. Ἐκείνην ποὺ κάθεται ἀντίκρυ μου τὴν ἔχω μὲς στὰ στήθια μου. Οἱ σκιὲς τῶν δολοφονηθέντων φίλων, καὶ ψὲς τὴ νύχτα, ὅπως κάθε νύχτα, ἦρθαν ἀργοσαλεύοντας στὸν ὕπνο μου, καὶ τάχα ἤσουνα μαζί τους, μισοκρυμένη, σιωπηλὴ, μαραμένη. Εὐλαβούμενος τῆς μνήμης των περιδιαβάζω στὴν Ὁδὸν Ἀναπαύσεως. Ὅταν φεύγει ἡ ἀγαπημένη εἶναι σὰν νἄχει πεθάνει. Στὰ μάτια σου τὰ σημάδια τῆς προδοσίας. Ἡ ὁμορφιὰ μιᾶς γυναίκας εἶναι ἕνα ἔνδυμα εὐχαριστήσεως. Κλεῖσε με στὴν καρδιά σου κι ἂς τὸ ξέρουμε μόνον ἐμεῖς οἱ δυό.
Ἤκμασαν τὰ ρεμπέτικα τραγούδια τὴν ἐποχὴ ποὺ μετρούσαμε τάφους. Ἡ δράση σχεδὸν ἀποβλακώνει τὸν ἄνδρα. Οἱ ἄνδρες τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν ἀπεχθάνονται τοὺς μετριοπαθεῖς. Εἶναι σοφὸς ὅποιος ἀγαπᾶ κι ἐλπίζει, καὶ εἶναι σοφώτατος ὅποιος λυπᾶται. Ὁ ἐρωτευμένος καταντάει μισὸς ἄνθρωπος. Ὁ οἶκτος δέον νὰ θεωρεῖται τῆς ἀγάπης ἡ ἀνάληψις. Ἔρωτα μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς. Πάντα οἱ ἀπογοητευθέντες σώζουν τὴν οἰκουμένη. Μιὰ εἰδικὴ λεβεντιὰ ἀπαιτεῖται γιὰ νἆναι κανεὶς ἀνήθικος. Ἡ λογική μου ἐδρεύει στὴν καρδιά μου. Ὁ ἔρως θρέφει (ἀλίμονο) τοὺς ἰδεώδεις. Τὰ τοῦ παρελθόντος ἀγλαΐζονται. Ὁ κυνισμὸς φαίνεται πὼς εἶναι ὁ θώραξ τῶν εὐαισθήτων, ποὺ τοὺς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς ἐνδοσκοπήσεως. Ὁ οἶκτος ἔρχεται μὲ τὰ χρόνια. Ἡ σκέψη εἶναι δυστυχία. Ἐξ οἴκτου ἁμαρτάνω. Τρομάζω ὅταν σκέφτομαι. Ὑπῆρξες τόσον ὡραία ποὺ σὲ σεβόμουνα. Εἶναι ἀντιδραστικὸς κι ὁ ἀρνούμενος νὰ ἀποθάνει. Ἀντιφάσκω, ἄρα ζῶ. Ἡ αὐτοκτονία εἶναι ἔκφραση ἀνταποδοτικὴ τῆς κοινωνικῆς ποινῆς τοῦ ψυχικοῦ ἐξοστρακισμοῦ. Ἡ μόνη προσωπικὴ χειρονομία στὴν αὐτοκτονία εἶναι ἡ αὐτόχειρη ἐκτέλεση μιὰς κοινωνικῆς ἀποφάσεως. Στὸν ἔρωτα ἑνὸς ἀνδρός, πιθανώτατα, ἔχει μεγαλύτερη σημασία τὸ ζέον αἴσθημα παρὰ τὸ ὄνομα τῆς ἀγαπημένης. Ἡ κεφαλή μου, τώρα, σὲ προσκέφαλο φέρετρον, κι ὄχι στὰ γόνατά σου, τώρα, ἀναπαύεται. Ἕναν σταυρὸ σοῦ χάραξα στὸ μέτωπο καὶ σὲ σημάδεψα. Μοναξιὰ θωπεία θανάτου.
Τὰ μάτια της προοιώνιζαν τὴν καταδίκη. Τίποτε δὲν μοῦ στοίχισε ὁ χωρισμός· τίποτ᾿ ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐνθρόνιση τῆς μελαγχολίας. Μᾶλλον δὲν ὑπάρχουν γυναῖκες ἀνιδιοτελῶς ἐρωτευμένες. Ἡ γυνὴ φιλοδοξεῖ νὰ ἀποβεῖ νεκροθάφτης τοῦ ἀγαπημένου της. Θάνατοι καὶ θάνατοι θὰ διαβοῦν μὰ σὺ θὰ βαστᾶς μέσα μου. Ἐσύ, ποὺ ἀπουσιάζεις κι ὡστόσο νιώθω νὰ μὲ κοιτᾶς μὲ χίλια μάτια. Ἐσύ, ποὺ ἤσουνα ἐκείνη μὲ τὰ πικρὰ δάκρυα καὶ τὰ ὁλόγλυκα φιλιά. Ἡ δεινή, ἐσύ, ποὺ μ᾿ ἀνάγκασες ν᾿ ἀγαπήσω τὰ λουλούδια περισσότερο ἀπ᾿ τους ἀνθρώπους. Ἐσύ, ἡ λύκων βρῶσις κι ὁ ἄγγελος τῶν ἐπιγείων λιβαδιῶν.
Ἔπραξαν τὸ πᾶν γιὰ νὰ μαράνουν τὴν ζωντανὴ καρδιὰ τῶν ρεμπέτηδων. Οἱ μεγάλες ψυχὲς ἀντιφάσκουν. Ἰσχυρότερη μνήμη εἶναι ἡ μνήμη τῆς καρδιᾶς. Ὁ λυρισμὸς ἦταν ἡ μόνη ἐπιτρεπτὴ στοὺς ρεμπέτες πολυτέλεια. Τρυφερότης περιβάλλει, σὰν δροσερὸ φύλλωμα, τὰ παλαιὰ αἰσθήματα. Γιὰ μιὰν ἀκόμη φορά, στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ, ἀλλάζω ψυχὴ κι ὁ νοῦς μου ἀνθοφορεῖ. Καλβῖνος του ἁγνοῦ ἔρωτος, ἐλπίζω πὼς καὶ ἡ πλέον ἄσπλαχνη ἀγαπημένη δὲν δύναται νὰ σκοτώσει τὴν ποίηση ποὺ κρύβει μέσα του ἕνας σιωπηλὸς ἄνδρας.
Βασικῶς τὰ ρεμπέτικα τραγούδια εἶναι λαϊκὰ ἅσματα τῆς ἀγάπης καὶ, εἰδικώτερα, τῆς ἐρωτικῆς ἐγκαταλείψεως. Τουλάχιστον τὰ μισὰ ρεμπέτικα ἔχουν τὸν ἔρωτα θέμα τους, καὶ τὰ πιὸ πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ θρηνοῦν τὸν ἐρωτικὸ χωρισμό· τὴν πικρότατη ὀρφάνια. Ὁ ρεμπέτης γνωρίζει ὅτι ὁ ἔρως εἶναι μεταθετὸ αἴσθημα καὶ ὅτι ὁ οἶκτος τῶν ἐπικυριάρχων ἡ ἀγάπη εἶναι. Τόσο ἔδειραν τὰ πάθη τοὺς ἀνθρώπους τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν ὥστε ἀπώλεσαν τὸ δικαίωμα νὰ ἐκπροσωποῦν τὸν ἑαυτό τους. Στὰ δημώδη ἅσματα ὁ ἐραστὴς καταπλήσσει μὲ τὴν ἀνδρεία, ἐνῶ ὁ ἐραστὴς τῶν ρεμπέτικων τραγουδιὼν ἐκλιπαρεῖ, καθικετεύει, ἑλκύει διὰ τοῦ οἴκτου. Σὲ λιτανεία μετήλλαξε τὸν πανδαμάτορα ἔρωτα τὸ ρεμπέτικο τραγούδι, ὅπου οἱ περιπτύξεις εἶναι ψυχικὲς οἱ δὲ μνῆμες δεσπόζουν. Τυγχάνων ὀρθόδοξος ἐρωτικὸς πρωθιερεὺς ἀντιλαμβάνομαι σαφῶς πὼς ἂν δὲν χτίσεις μιὰ ζωὴ σφαλμάτων καὶ ἁμαρτιῶν δὲν θὰ ἐξαρθεῖς εἰς ὑπήκοον τοῦ θανάτου, πὼς ὁπωσδήποτε καλύτερα εἶναι νὰ σὲ σκοτώσουν παρὰ νὰ αὐτοκτονήσεις ἀφοῦ ἡ ἀνίκητη τρομερὴ πλειοψηφία τῶν μοχθηρῶν οὔτε αἰδημοσύνην οὔτε χλωρὸν φόβον ἔνιωσε ποτέ, καί, πὼς ἡ καρδία οἶκος τῆς ψυχῆς ἐστίν. Ἡ φιληδονία εἶναι ἀληθινὴ ἀρρώστια. Τὸ γυμνὸ κορμί σου (εὐφροσύνη τῆς ὁράσεώς μου) ὁδηγεῖ στὸ φθινόπωρο, στὸ φθινόπωρο. Οὐσιαστικῶς τὰ ρεμπέτικα τραγούδια εἶναι ἐρωτικὲς ἐπιστολὲς. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δύο. Δὲν σὲ ἀναπολῶ παρὰ σὰν μιὰν ὅμορφη κοπέλα (ὦ, μεγαλεῖον τῶν ὑψηλῶν γυναικῶν) νὰ ἔρχεσαι μὲ τὴν ἀγκαλιὰ γεμάτη ἄνθη, καὶ τότε σὲ φιλοῦσα καὶ μὲ ἀντιφιλοῦσες, πίστη μου κι ἐλπίδα μου. Ἀγάπησα κάποιαν κυπαρισσένια τέως ἄγνωστη ποὺ δὲν ξεχνιέται. Ἑορτὴ τῶν Νεκρῶν ἡ μέρα τοῦ χωρισμοῦ. Εἶπες παντοῦ πὼς μὲ μισεῖς, σὰν ὅμως ξανανταμώσαμε, τὴν ὕστατη φορὰ, ἐδάκρυσες καὶ μὲ τρυφερότητα ἅπλωσες τὸ πολύτιμο φιλντισένιο χέρι σου στὸ ἱδρωμένο μέτωπό μου. Τώρα ἐδῶ κοντὰ φτερουγίζεις — μακριά μου ὅσο ποτὲ. Μὲ θυμᾶσαι ἆραγε ἀκόμη, φευγάτη μου ἀγάπη;
Οἱ ἐρωτευμένοι χρησιμοποιοῦν ὁλόχρυσα λόγια, λόγια ποὺ καῖνε, ἂν καὶ ἡ ἀγάπη νιώθεται καὶ δὲν τὴν ἀποδεικνύουν. Οἱ ἐρωτευμένοι ἐκφράζονται μὲ ὑπερβολὲς γιατὶ διαβιοῦν ἐν ὑπερβολαῖς. Ὅσο κι ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει βουνὸ τὴν καρδιὰ ἀδυνατεῖ νὰ ἀγαπήσει πολλὲς φορὲς στὴ ζωή του. Ὁ ἔρως εἶναι ἕνας γλυκόπικρος ἐφιάλτης, σάβανο τῶν ζωντανῶν, φονεὺς, ψυχοβγάλτης, νεκροπομπὸς πουλιῶν, ἐλευθερωτής. Τέτοιους ἔρωτες ψάλλουν τ᾿ ἀδέρφια μου, οἱ ἔσχατοι ρεμπέτες.
Ἀθῆναι, Μάϊος 1967.
(ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ρεμπέτικα Τραγούδια»)

Edouard Vuillard - Τhe Window