Απάνω, κάτω, γύρω αμέτρητα
παντού σπαρμένα τρέμουν τ’ άστρα,
κ’ η αραγμένη βάρκα, ανάερη,
κρέμεται μέσ’ σε δυο ουρανούς,
κ’ η νύχτα, απλώνοντας το χέρι της
στ’ άγρυπνα μάτια, ονειροπλάστρα,
φέρνει τον πόθο τον αχόρταγο
σε κόσμους άλλους, μακρινούς.
Απάνω, κάτω, γύρω αμέτρητα
παντού σπαρμένα τρέμουν τ’ άστρα,
κ’ η αραγμένη βάρκα, ανάερη,
κρέμεται μέσ’ σε δυο ουρανούς,
κ’ η νύχτα, απλώνοντας το χέρι της
στ’ άγρυπνα μάτια, ονειροπλάστρα,
φέρνει τον πόθο τον αχόρταγο
σε κόσμους άλλους, μακρινούς.
Βαθιά, τὴ νύχτα τὰ μεσάνυχτα,
μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερὰ τοῦ ὀνείρου,
πετᾷ ἡ ψυχή μου, σκλάβα ἐλεύθερη,
στοὺς μυστικοὺς κόσμους τοῦ Ἀπείρου·
τὴ νύχτα βλέπει ὅλα τ᾿ ἀθώρητα,
ποὺ ἀπόκρυβεν ἡ πλάνα μέρα·
τὴ νύχτα ἀκούει ὅλα τ᾿ ἀνάκουστα
στὸν ἀτρικύμιστον ἀέρα.
Βλέπει τῶν τάφων τὰ φαντάσματα
καὶ τὰ λευκὰ στοιχειὰ τῶν κάστρων
κι ἀκούει τῶν δέντρων τὸ μεγάλωμα
καὶ τὸ περπάτημα τῶν ἄστρων.
Γεώργιος Δροσίνης(1859 -1951)
Πηγή: Ανθολογία Η. Ν. Αποστολίδη 1708-1952
Σάν Ἰφιγένεια, μερόνυχτα
Σ᾿ ἕνα ἀκρογιάλι καθισμένη,
Βλέπ᾿ ἡ ψυχὴ πέρα, κατὰ τὸ πέλαγος,
Καὶ κάτι ἀνέλπιστο προσμένει.
Βασιλοκόρη οὐράνια, ἐξόριστη
Μακρυὰ ἀπ᾿ τὰ πατρικὰ παλάτια,
Τάχα θὰ ἰδῇ στὸ πέλαγος, ὅ,τι εἶδανε
Τῆς ᾿Ιφιγένειας τὰ μάτια;
Γεώργιος Δροσίνης, Φωτερά Σκοτάδια 1915
Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά
γοργά ο πελαργός τα πελαγώνει
κι η φλύαρη χελιδονοφωλιά
χορτάριασε παντέρημη και μόνη.
Του σπίνου χάθηκε η γλυκιά λαλιά,
φοβήθηκε ο μελισσουργός το χιόνι,
κι η σουσουράδα κάτω στην ακρογιαλιά
δεν τρέχει, δεν πηδά, δεν καμαρώνει.
Στης λυγαριάς τ’ ολόξερο κλαδί,
του φθινοπώρου φτωχικό παιδί,
ο καλογιάννος πρόσχαρος προβάλλει.
Με λόγια ταπεινά και σιγανά,
μικρός προφήτης φτερωτός, μηνά
την Άνοιξη, που θα γυρίσει πάλι.
Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963
Τῶν νικημένων ἡ ταπείνωση
Πλέκει τῆς νίκης τὰ στεφάνια.
Μὰ ἐγὼ τῶν νικητῶν τὴ βάρβαρη
Κι’ ἄπονη δόξα δὲν ποθῶ
Καὶ στῆς ζωῆς τὸν ἄγριο πόλεμο
Ἔνιωσα μόνον περηφάνεια
Ὅταν τὴ νίκη εἶχα στὰ χέρια μου,
Καὶ —θέλησα νὰ νικηθῶ.
/
Γεώργιος Δροσίνης, Φωτερά Σκοτάδια 1903-1914
(Γεωργίου Δροσίνη Άπαντα, Τόμος Δεύτερος, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων)
Είναι ωραίο τη νύχτα
να πιστεύεις στο φως.
Παρηγορήτρα θύμηση
Και ξελογιάστρα ελπίδα.
Πώς νάσαι ακριβομίλητος
τ' αηδόνι σε μαθαίνει:
τον ένα μήνα κελαϊδεί
τους ένδεκα σωπαίνει.
Ό,τι δεν βλέπουν ανοιχτά
Βλέπουν κλειστά τα μάτια.
Τα πιο μεγάλα ανθόκλαδα
στα πιο μικρά ανθογυάλια.
Εκεί που στάχτη απόμεινε
Φωτιά θάχει περάσει.
Δεν σπάει απόνετα κανένας κλώνος.
Βαθυά τη νύχτα
Βαθυά, τη νύχτα, τα μεσάνυχτα,
Με τ' ανοιχτά φτερά του ονείρου,
Πετά η ψυχή μου, σκλάβα ελεύθερη,
Στους μυστικούς κόσμους του Απείρου.
Τη νύχτα βλέπει όλα τ' αθώρητα,
Που απόκρυβεν η πλάνα η μέρα.
Τη νύχτ' ακούει όλα τ' ανάκουστα
Στον ατρικύμιστον αέρα:
Βλέπει των τάφων τα φαντάσματα
Και τα λευκά στοιχειά των κάστρων
Kι' ακούει των δέντρων το μεγάλωμα
Και το περπάτημα των άστρων.
Ποιητική Συλλογή, «Φωτερά Σκοτάδια»
Αν έφυγες
Αν έφυγες πιστά, βαθυά κι' αλήθεια αγαπημένος.
Μη σε τρομάζουν χώρες και πέλαγα πλατυά.
Μακρυά, στης γης τα πέρατα να πας, δεν είσαι ξένος:
Ο κόσμος της αγάπης δεν έχει ξενιτιά.
Εκείνος, που έρημος γυρνά μεσ' στη ζωή την ίδια,
Μακρυά από της αγάπης τον ξάστερο ουρανό,
Ξένος χωρίς ξενίτεμα, ξένος χωρίς ταξίδια,
Εκείνος είναι ξένος-εκείνον συμπονώ.
Ποιητική Συλλογή, «Φωτερά Σκοτάδια»
Η Ξενούλα
Ξενούλα μου, για σένα,
Που μ' έκανες στα ξένα
Ώρες καλές να ιδώ,
Βαρυά θλιμμένος τώρα,
Σ'του χωρισμού την ώρα,
Τραγούδια τραγουδώ.
Του χωρισμού τραγούδια:
Χλωμά, χλωμά λουλούδια
Κομμένα απ' την καρδιά,
Το δάκρυ τα δροσίζει
Κι' ο πόνος τους χαρίζει
Αγάπης ευωδιά.
Ποιητική Συλλογή, «Αμάραντα»
Το σπίτι σου ήταν φτωχικό κι εγώ το είδα παλάτι
και στο κατώφλι καθιστή βασιλοπούλα εσένα.
----------------------------
«Κάθησα στο κατώφλι να πω το μοιρολόϊ».
Οι Δυο
Οι δυο πιασμένοι σφιχτά απ' το χέρι
Στου δάσους ήρθαν τ΄ απόσκια μέρη.
Για πάντα αγάπη και πίστη ωρκίστηκαν
Κι' άξαφνα-σώπασαν και χωρίστηκαν.
Και τ' αγριολούλουδα τ' ανθισμένα,
Και τα πουλάκια τα ταιριασμένα,
Ρωτά ένα τ' άλλο και συλλογίζονται:
-Μ' αν αγαπιώνται, γιατί χωρίζονται;
Ποιητική Συλλογή, «Κλειστά Βλέφαρα»
τετράστιχα από τις «Σπίθες στη Στάχτη»
α) Του τηλεγράφου σύρματα, πέντε γραμμές θωρώ τες,
και γράφουν στο πεντάγραμμο, τα χελιδόνια νότες.
β) Εκείνος που δε τούλαχε, δεν το καταλαβαίνει.
Τι είναι η φωνούλα ενός πουλιού, στην ερημιά ακουσμένη.
γ) Αφίλητοι αγαπήθηκαν, ξαναϊδωθήκαν γέροι,
Και τότε πρώτη του φορά της φίλησε το χέρι.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ
Το φτάσιμο
Πρωτοβρόχι
Το καλοκαίρι έχει τις χάρες του.-
Ποιος τις αρνιέται,ποιος λέει: όχι;
Μα κάποιες χάρες έχει ξέχωρες
του Αηδημητριού το πρωτοβρόχι.
Της λεύκας σκόρπια τα ξερόφυλλα
κάτω στο υγρό το χώμα να τα,
λαμποκοπούν, καθάριο μάλαμα
που το 'κοψαν κωνσταντινάτα.
Τα πεύκα απ'τη βροχή δροσόλουστα
μοσκοβολούν σα θυμιατήρια.
Νερό γεμάτα τα χλωράγκαθα
γίνονται των πουλιών ποτήρια.
Ο πλάτανος,που ανεμοδέρνεται
γυμνός και ξέφυλλος,αντρειεύει,
τους κλώνους έχει ελαφοκέρατα
και με τ'αερικά παλεύει.
Το ώριμο κούμαρο ολοκόκκινο
τα πράσινα κλαδιά ματώνει.
Χρυσή η σταρήθρα στα μεσούρανα
χορταίνει φως και ξεφαντώνει.
Των θυμαριών τα ξεροκλώναρα
πρώιμα πρασινοφυλλιάζουν
και τη σοδειά απ'τις αποθήκες τους
βρεμένη τα μυρμήγκια λιάζουν.
Παιδούλα πεταχτή και πρόσχαρη
στον κήπο η καρδερίνα φτάνει΄
του απριλομάη τ'αγριολούλουδα
φορεί γιορτιάτικο φουστάνι.
Το τρυποκάρυδο γλιστρά άφοβο
στ'αγκάθια του ανθισμένου βάτου
κι ο σπίνος λέει και λέει ατέλειωτα
τα ίδια τα μονοσύλλαβά του.
Στο κυπαρίσσι κάθε απόβραδο,
που το'χουν πύργο και παλάτι,
φωνάζουν οι σπουργίτες,τρώγονται,
ποιος να βρει πιο ζεστό κρεβάτι.
Και με ξυπνά κάθε ξημέρωμα
-σα μακρινή βοσκού φλογέρα-
καθώς στα χρόνια τα παιδιάτικα
του καλογιάννου η καλημέρα.
Πηγή: Φευγάτα χελιδόνια
[Άρχισε να βρέχει]
Είπε:
Άρχισε να βρέχει-
Κ' εμείς στο σύδεντρο σταθήκαμε΄
Κι άστραφτε,
Κι απ'τα μάτια τα δικά σου
Κάθε αστραπή
Περνούσε στα δικά μου μάτια.
Στο σύδεντρο σταθήκαμε-
Κι ούτε σαλεύαμε,
Κι ούτε μιλούσαμε,
Και μόνο,μόνο που ανασαίναμε.
Κάτω απ'το δέντρο εμείς
Κι απάνω τα πουλιά-
Τι ευτυχισμένη είν'η ζωή
Σε μια φωλιά!
Πηγή: Επίμετρο
Πρωτοβρόχια
Θα δροσοσταλάζουν κόκκινα τα κούμαρα,
κυκλαμιές θ'ανθούν στο χώμα ταίρια-ταίρια,
θα καπνίζουν σφαλιστά τα χωριατόσπιτα
και θ'αρχίσουν τα σπιτιάτικα νυχτέρια.
Θα σωπάσει ο τζίτζικας,κι ετοιμοτάξιδα
κι άλλων τόπων άνοιξη,μακριά απ'τα χιόνια,
βράδυ-βράδυ ως τα μεσούρανα θα χύνονται
μαύροι φτερωτοί σταυροί τα χελιδόνια.
Πηγή: Μιχάλη Περάνθη,Τα ποιήματά μου ,Παιδική ανθολογία, Κένταυρος,1962.
Ειδύλλια, 1884
Γεώργιος Δροσίνης, Φωτερά Σκοτάδια 1903-1914
Λ. Πολίτη, Ποιητική Ανθολογία, τόμ. 6, Δωδώνη
Δροσιά τοῦ πόνου κρυφογέννητη
Βγῆκε στὸ φῶς κ’ ἔγινε δάκρυ
Κ’ ἔλαμψε μιὰ στιγμή καὶ σβύστηκε
Στῶν βλεφαρίδων σου τὴν ἄκρη.
Τὸ δάκρυ ἐκεῖνο, ὅπου κι’ ἂν στάλαζε,
Θᾆχεν ἀταίριαστη τὴ χάρη:
Μέσ’ στὴν καρδιά σου τὸ ματάκλεισες
Καὶ γίνηκε —μαργαριτάρι.
Γεώργιος Δροσίνης, Φωτερά Σκοτάδια 1903-1914
... Πώς αλλιώς
να σε πω; ο συνοδοιπόρος,
χαίρε...
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Συνοδοιπόροι ναι, μαζί κινήσαμε
στης Τέχνης το γλυκοξημέρωμα — όμως
με του καιρού το πέρασμα, χαράχτηκε
του καθενός μας χωριστός ο δρόμος:
Εσύ το Ωραίο μες στα μεγάλα ζήτησες
κι εγώ στα ταπεινά κι απορριμμένα,
και δούλεψες το μπρούντζο και το μάρμαρο
κι άφησες τον πηλό της γης σ’ εμένα.
Στις αλπικές χιονοκορφές ανέβηκες
και στάθηκα στις λιόφωτες ραχούλες
αρχόντισσες και ρήγισσες οι Μούσες σου
κι εμένα ψαροπούλες και βοσκούλες.
Εσύ στης δάφνης τ’ ακροκλώναρα άπλωσες
κι εγώ σε κάθε χόρτο και βοτάνι
στεφάνι έχεις φορέσει από δαφνόφυλλα -
λίγο θυμάρι του βουνού μου φτάνει.
Τί λοιπόν, τῆς ζωῆς μας τὸ σύνορο
θὰ τὸ δείχνει ἕνα ὀρθὸ κυπαρίσσι;
Κι ἀπ' ὅ,τι εἴδαμε, ἀκούσαμε, ἀγγίξαμε
τάφου γῆ θὰ μᾶς ἔχει χωρίσει;
Ὅ,τι ἀγγίζουμε, ἀκοῦμε καὶ βλέπουμε,
τοῦτο μόνο Ζωή μας τὸ λέμε;
Κι αὐτὸ τρέμουμε μήπως τὸ χάσουμε
καὶ χαμένο στοὺς τάφους τὸ κλαῖμε;
Σ' ὅ,τι ἀγγίζουμε, ἀκοῦμε καὶ βλέπουμε
τῆς ζωῆς μας ὁ κόσμος τελειώνει;
Τίποτε ἄλλο; Στερνό μας ἀπόρριμα
τὸ κορμὶ ποὺ σκορπιέται καὶ λιώνει;
Κάτι ἀνέγγιχτο, ἀνάκουστο, ἀθώρητο
μήπως κάτω ἀπ' τοὺς τάφους ἀνθίζει
κι ὅ,τι μέσα μας κρύβεται ἀγνώριστο
μήπως πέρ' ἀπ' τὸ θάνατο ἀρχίζει;
Μήπως ὅ,τι θαρροῦμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ' αὐγῆς εἶναι πέρα
κι ἀντὶ νά 'ρθει μιὰ νύχτ' ἀξημέρωτη
ξημερώνει μι' ἀβράδιαστη μέρα;
Μήπως εἶν' ἡ ἀλήθεια στὸ θάνατο
κι ἡ ζωὴ μήπως κρύβει τὴν πλάνη;
Ὅ,τι λέμε πὼς ζεῖ μήπως πέθανε
κι εἶν' ἀθάνατο ὅ,τι ἔχει πεθάνει;