Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Δροσίνης Γεώργιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Δροσίνης Γεώργιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Γεώργιος Δροσίνης - Απάνω, κάτω, γύρω



Απάνω, κάτω, γύρω αμέτρητα

παντού σπαρμένα τρέμουν τ’ άστρα,

κ’ η αραγμένη βάρκα, ανάερη,

κρέμεται μέσ’ σε δυο ουρανούς,


κ’ η νύχτα, απλώνοντας το χέρι της

στ’ άγρυπνα μάτια, ονειροπλάστρα,

φέρνει τον πόθο τον αχόρταγο

σε κόσμους άλλους, μακρινούς.


Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Γεώργιος Δροσίνης - Βαθιά, τὴ νύχτα


Βαθιά, τὴ νύχτα τὰ μεσάνυχτα,

μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερὰ τοῦ ὀνείρου,

πετᾷ ἡ ψυχή μου, σκλάβα ἐλεύθερη,

στοὺς μυστικοὺς κόσμους τοῦ Ἀπείρου· 


τὴ νύχτα βλέπει ὅλα τ᾿ ἀθώρητα,

ποὺ ἀπόκρυβεν ἡ πλάνα μέρα· 

τὴ νύχτα ἀκούει ὅλα τ᾿  ἀνάκουστα

στὸν ἀτρικύμιστον ἀέρα.


Βλέπει τῶν τάφων τὰ φαντάσματα

καὶ τὰ λευκὰ στοιχειὰ τῶν κάστρων

κι ἀκούει τῶν δέντρων τὸ μεγάλωμα

καὶ τὸ περπάτημα τῶν ἄστρων.


Γεώργιος Δροσίνης(1859 -1951)


Πηγή: Ανθολογία  Η. Ν. Αποστολίδη 1708-1952

Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

Γεώργιος Δροσίνης - Το σπίτι σου



Τίποτε δεν άλλαξε απ’ το σπίτι σου,
κι απ’ το δρόμο κι απ’ τη γειτονιά.
Μόνον η παλιά βρυσούλα στέρεψε
στην αντικρινή σου τη γωνιά.

Τίποτε δεν άλλαξε απ’ το σπίτι σου.
Βιαστικός διαβάτης το θωρώ
και, ξεχνώντας πόσα χρόνια πέρασαν,
σα και τότε πάλι λαχταρώ…

Λαχταρώ ν᾿ άνοιξης το παράθυρο
και στο διάβα μου άξαφνα να βγεις,
γελαστή παιδούλα καστανόξανθη,
χάραμα απριλιάτικης αυγής.

Σφαλιστό απομένει το παράθυρο
κι αν τ᾿ ανοίξει, μια άλλη θα φανεί…
Μόνο στο παράθυρο της θύμησης
βγαίνεις ίδια και παντοτινή.

 

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Γεώργιος Δροσίνης - [άτιτλο]

 Σάν Ἰφιγένεια, μερόνυχτα

Σ᾿ ἕνα ἀκρογιάλι καθισμένη,

Βλέπ᾿ ἡ ψυχὴ πέρα, κατὰ τὸ πέλαγος,

Καὶ κάτι ἀνέλπιστο προσμένει.


Βασιλοκόρη οὐράνια, ἐξόριστη

Μακρυὰ ἀπ᾿ τὰ πατρικὰ παλάτια,

Τάχα θὰ ἰδῇ στὸ πέλαγος, ὅ,τι εἶδανε

Τῆς ᾿Ιφιγένειας τὰ μάτια;


Γεώργιος Δροσίνης, Φωτερά Σκοτάδια 1915

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Γεώργιος Δροσίνης - Φθινόπωρο


Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά

γοργά ο πελαργός τα πελαγώνει

κι η φλύαρη χελιδονοφωλιά

χορτάριασε παντέρημη και μόνη.


Του σπίνου χάθηκε η γλυκιά λαλιά,

φοβήθηκε ο μελισσουργός το χιόνι,

κι η σουσουράδα κάτω στην ακρογιαλιά

δεν τρέχει, δεν πηδά, δεν καμαρώνει.


Στης λυγαριάς τ’ ολόξερο κλαδί,

του φθινοπώρου φτωχικό παιδί,

ο καλογιάννος πρόσχαρος προβάλλει.


Με λόγια ταπεινά και σιγανά,

μικρός προφήτης φτερωτός, μηνά

την Άνοιξη, που θα γυρίσει πάλι.


Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963


Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024

Γεώργιος Δροσίνης - [άτιτλο]

Τῶν νικημένων ἡ ταπείνωση

Πλέκει τῆς νίκης τὰ στεφάνια.

Μὰ ἐγὼ τῶν νικητῶν τὴ βάρβαρη

Κι’ ἄπονη δόξα δὲν ποθῶ


Καὶ στῆς ζωῆς τὸν ἄγριο πόλεμο

Ἔνιωσα μόνον περηφάνεια

Ὅταν τὴ νίκη εἶχα στὰ χέρια μου,

Καὶ —θέλησα νὰ νικηθῶ.

/

Γεώργιος Δροσίνης, Φωτερά Σκοτάδια 1903-1914

(Γεωργίου Δροσίνη Άπαντα, Τόμος Δεύτερος, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων)

Γεώργιος Δροσίνης - Ποιήματα

 Είναι ωραίο τη νύχτα

να πιστεύεις στο φως.

 

Παρηγορήτρα θύμηση

Και ξελογιάστρα ελπίδα.

 

Πώς νάσαι ακριβομίλητος

τ' αηδόνι σε μαθαίνει:

τον ένα μήνα κελαϊδεί

τους ένδεκα σωπαίνει.

 

Ό,τι δεν βλέπουν ανοιχτά

Βλέπουν κλειστά τα μάτια.

 

Τα πιο μεγάλα ανθόκλαδα

στα πιο μικρά ανθογυάλια.

 

Εκεί που στάχτη απόμεινε

Φωτιά θάχει περάσει.

 

Δεν σπάει απόνετα κανένας κλώνος.


 

Βαθυά τη νύχτα

Βαθυά, τη νύχτα, τα μεσάνυχτα,

Με τ' ανοιχτά φτερά του ονείρου,

Πετά η ψυχή μου, σκλάβα ελεύθερη,

Στους μυστικούς κόσμους του Απείρου.

 

Τη νύχτα βλέπει όλα τ' αθώρητα,

Που απόκρυβεν η πλάνα η μέρα.

Τη νύχτ' ακούει όλα τ' ανάκουστα

Στον ατρικύμιστον αέρα:

 

Βλέπει των τάφων τα φαντάσματα

Και τα λευκά στοιχειά των κάστρων

Kι' ακούει των δέντρων το μεγάλωμα

Και το περπάτημα των άστρων.

Ποιητική Συλλογή,  «Φωτερά Σκοτάδια»

Αν έφυγες

Αν έφυγες πιστά, βαθυά κι' αλήθεια αγαπημένος.

Μη σε τρομάζουν χώρες και πέλαγα πλατυά.

Μακρυά, στης γης τα πέρατα να πας, δεν είσαι ξένος:

Ο κόσμος της αγάπης δεν έχει ξενιτιά.

 

Εκείνος, που έρημος γυρνά μεσ' στη ζωή την ίδια,

Μακρυά από της αγάπης τον ξάστερο ουρανό,

Ξένος χωρίς ξενίτεμα, ξένος χωρίς ταξίδια,

Εκείνος είναι ξένος-εκείνον συμπονώ.

Ποιητική Συλλογή, «Φωτερά Σκοτάδια»


Η Ξενούλα

Ξενούλα μου, για σένα,

Που μ' έκανες στα ξένα

Ώρες καλές να ιδώ,

Βαρυά θλιμμένος τώρα,

Σ'του χωρισμού την ώρα,

Τραγούδια τραγουδώ.

 

Του χωρισμού τραγούδια:

Χλωμά, χλωμά λουλούδια

Κομμένα απ' την καρδιά,

Το δάκρυ τα δροσίζει

Κι' ο πόνος τους χαρίζει

Αγάπης ευωδιά.

Ποιητική Συλλογή,  «Αμάραντα»

 

                                                               

Το σπίτι σου ήταν  φτωχικό κι εγώ  το είδα παλάτι

και στο κατώφλι καθιστή βασιλοπούλα εσένα.

----------------------------

«Κάθησα στο κατώφλι να πω το μοιρολόϊ».

                                                       Οι Δυο

Οι δυο πιασμένοι σφιχτά απ' το χέρι

Στου δάσους ήρθαν τ΄ απόσκια μέρη.

Για πάντα αγάπη και πίστη ωρκίστηκαν

Κι' άξαφνα-σώπασαν και χωρίστηκαν.

 

Και τ' αγριολούλουδα τ' ανθισμένα,

Και τα πουλάκια τα ταιριασμένα,

Ρωτά ένα τ' άλλο και συλλογίζονται:

-Μ' αν αγαπιώνται, γιατί χωρίζονται;

Ποιητική Συλλογή, «Κλειστά Βλέφαρα»

                                       


 τετράστιχα από τις «Σπίθες στη Στάχτη»

α) Του τηλεγράφου σύρματα, πέντε γραμμές θωρώ τες,

και γράφουν στο πεντάγραμμο, τα χελιδόνια νότες.

β) Εκείνος που δε τούλαχε, δεν το καταλαβαίνει.

Τι είναι η φωνούλα ενός πουλιού, στην ερημιά ακουσμένη.

γ) Αφίλητοι αγαπήθηκαν, ξαναϊδωθήκαν γέροι,

Και τότε πρώτη του φορά της φίλησε το χέρι.

 

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

Γεώργιος Δροσίνης - Τέσσερα ποιήματα

 ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ

Ω, θεά ξενιτεμένη, μελετώντας σε,
Γυρίζει ο νους μου πίσω έναν αιώνα:
Στη νύκτα εκείνη, που αρπαγμένη πέρασες
Μπροστά απ' τον γκρεμισμένο Παρθενώνα.
Απ' τα ζητιάνικα κουρέλια γύμνωσαν
Το θείο κορμί σου βέβηλοι κουρσάροι,
Κ’ έλαμψες αφρογέννητη, και θάμπωσες
Γυμνή, τ' ολόφωτο αττικό φεγγάρι.
Για να σε ξετιμήσουν ανυπόμονα
- Τέτοια άφταστη κι αφάνταστη πραμάτεια-
Με των δαυλιών τις φλόγες σε ψηλάφησαν
Δάχτυλα βάρβαρα κι ανάξια μάτια.
Κι όταν θαλασσόδρομη πάλι κίνησες
Για της ατελείωτης σκλαβιάς τις ώρες,
Μια σκλάβα άλλη θυμήθηκαν και σ' έκλαψαν
Του Ερεχθείου οι μαρμάρινες Κόρες.
Ψεύτικη λευτεριά στα ξένα απόχτησες
Τα θεία σου κάλλη δείχνοντας για λύτρα
Και, στερημένη εσύ τ' Ωραίο, γίνηκες
Μεσ' στ' άσκημα του Ωραίου η διαλαλήτρα.
Τι τάχα κι αν σε θρόνιασαν βασίλισσα
Σε μουχλιασμένο στεριανό παλάτι;
Το μάρμαρό σου ανήλιαγο κι αδρόσιστο,
Του Αιγαίου ποθεί το κρυσταλλένιο αλάτι.
Ω! να πατούσες πάλι της πατρίδος σου,
Τα κυματόδεντρα λευκά χαλίκια,
Κι ένα στεφάνι απ' ανθισμένες κάπαρες,
Κι ένα στρωσίδι από βρεγμένα φύκια!
Ω! κι από κάποιο θάμα τα δύο χέρια σου,
Πανώρια, ακέρια ν' άπλωνες πάλι,
Τα χέρια σου, που σε ξένον τόπο αν σού ‘λειπαν
Δεν είχαν τι να σφίξουν στην αγκάλη.
ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΗΣ
Ποιος σε είδε, νεραϊδόκορμη, να πλένεις στο ποτάμι
και δεν του κόπηκε η μιλιά, δε χάθηκε το φως του;
Ξέζωστη και ξετράχηλη και ξεμαντιλωμένη,
με το κορμί κλωνόγερτο, με τα μαλλιά λυμένα,
του ποταμιού ασπρολίθαρα τα πόδια σου ν’ αστράφτουν
και στο νερό ν’ αφροκοπούν τα χέρια, νεροπούλια!
Ποιος σε είδε, νεραϊδόκορμη, να πλένεις στο ποτάμι,
με τις αγράμπελες σκεπή, τις ροδοδάφνες φράχτη
και δεν του κόπηκε η μιλιά, δε χάθηκε το φως του;
Εγώ σε είδα και σώπασα, να μην κοπή η μιλιά μου
και σφάλισα τα μάτια μου, να μη χαθεί το φως μου.
Κι’ ουδέ ποτέ σου το ‘μαθες κι ουδέ ποτέ σου το είπα.
Τώρα, που δεν τ’ ακούς εσύ, το λέω στο μοιρολόγι.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ
Τίποτε δεν άλλαξε απ’ το σπίτι σου,
κι απ’ το δρόμο κι απ’ τη γειτονιά.
Μόνον η παλιά βρυσούλα στέρεψε
στην αντικρινή σου τη γωνιά.
Τίποτε δεν άλλαξε απ’ το σπίτι σου.
Βιαστικός διαβάτης το θωρώ
και, ξεχνώντας πόσα χρόνια πέρασαν,
σα και τότε πάλι λαχταρώ...
Λαχταρώ ν᾿ άνοιξης το παράθυρο
και στο διάβα μου άξαφνα να βγεις,
γελαστή παιδούλα καστανόξανθη,
χάραμα απριλιάτικης αυγής.
Σφαλιστό απομένει το παράθυρο
κι αν τ᾿ ανοίξει, μια άλλη θα φανεί...
Μόνο στο παράθυρο της θύμησης
βγαίνεις ίδια καεί παντοτινή.
ΝΥΧΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά τη φάτνη τους
τ᾿ άδολα βώδια.
Κι᾿ ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ᾿ της ψυχής τ᾿ απόβαθα,
Χριστός γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.
Μπορεί να είναι απεικόνιση 1 άτομο

Πηγή:  https://www.facebook.com/andreas.s.karakokkinos/posts/pfbid029oBd1KWPVMmN8x79xHwT6ZNnLM4o6QeBGGLhK6QvD6yMnH7owNJVPrUETPdpC9k3l

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

Γεώργιος Δροσίνης - Δύο ποιήματα

 Το φτάσιμο

Θα βραδιάζει η μέρα, όταν θα φτάνομε
Στου χωριού τ’ αποσκιωμένα αλώνια·
Θα φανούν λευκά τα χωριατόσπιτα
Πίσω από των πεύκων τ’ ακροκλώνια.

Μακρινά θ’ ακούονται αρνιών βελάσματα·
Βραδινή καμπάνα θα σημαίνει·
Στη βρυσούλα βόδια θα ποτίζονται·
Θα καπνίζουν φούρνοι φλογισμένοι.

Θα βαθιανασαίνουμε στο διάβα μας
Μυρωδιά από στάχυα θερισμένα.
Θα μας ευχηθούν το «καλώς ήρθατε»
Χέρια από τον κάματο αργασμένα.

Από το κατώφλι αναμερίζοντας
Του καιρού τ’ αγκάθια και τα χόρτα,
Του κλειστού παλιόπυργου θ’ ανοίξομε
Τη βαριά τη σιδερένια πόρτα.

Κι όταν το λυχνάρι μας θ’ ανάψομε
Ταπεινό —την ώρα που νυχτώνει—
Τη χαρά θα νιώσομε πως είμαστε
Χωρισμένοι απ’ όλα: μόνοι, μόνοι.

[πηγή: Γεώργιος Δροσίνης, Θα βραδιάζει (1915-1922), Ι.Ν. Σιδέρης, Αθήνα χ.χ., σ. 1-2]

Του Γενάρη το ηλιοβασίλεμα

Του Γενάρη ηλιοβασίλεμα
γαλανό, καθάριο λάμπει,
στολισμένο με τα χρώματα
μιας μαγιάτικης αυγής.
Πρώιμη άνοιξη γιορτάζουμε
ο άλλος κόσμος άλλοι κάμποι:
Τ’ ουρανού τα ρόδ’ ανθίσανε
πριν ανθίσουνε της γης.

Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Γεώργιος Δροσίνης – Ἡ Καλωσύνη


Μόνος, μακρυά σου, κρύβω μέσα μου
Βουβὴ κι᾿ ἀδάκρυτη τὴ λύπη·
Ὄχι, δὲ μοὔλειψε ἡ ἀγάπη σου,
Μὰ ἡ καλωσύνη σου μοῦ λείπει.
Ἄστρο ἡ ἀγάπη μεγαλόφωτο
Κι᾿ ἀπὸ μακρυὰ τὸ φῶς της δίνει
Κι' οὔτε φοβᾶται τὸ ξεχώρισμα—
Μὰ δὲν τῆς μοιάζει ἡ καλωσύνη:
Γλυκειὰ φωτιὰ σπιτιοῦ καλόχαρη,
Ποὺ ἡ φλόγα της μακρυὰ δὲ φτάνει,
Πρέπει ν᾿ ἁπλώσωμε τὰ χέρια μας
Κοντά της —γιὰ νὰ μᾶς ζεστάνῃ.
Κλειστά Βλέφαρα, 1918

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Γεώργιος Δροσίνης - Τρία ποιήματα

 Πρωτοβρόχι 

Το καλοκαίρι έχει τις χάρες του.-
Ποιος τις αρνιέται,ποιος λέει: όχι;
Μα κάποιες χάρες έχει ξέχωρες
του Αηδημητριού το πρωτοβρόχι.

Της λεύκας σκόρπια τα ξερόφυλλα
κάτω στο υγρό το χώμα να τα,
λαμποκοπούν, καθάριο μάλαμα
που το 'κοψαν κωνσταντινάτα.

Τα πεύκα απ'τη βροχή δροσόλουστα
μοσκοβολούν σα θυμιατήρια.
Νερό γεμάτα τα χλωράγκαθα
γίνονται των πουλιών ποτήρια.

Ο πλάτανος,που ανεμοδέρνεται
γυμνός και ξέφυλλος,αντρειεύει,
τους κλώνους έχει ελαφοκέρατα
και με τ'αερικά παλεύει.

Το ώριμο κούμαρο ολοκόκκινο
τα πράσινα κλαδιά ματώνει.
Χρυσή η σταρήθρα στα μεσούρανα
χορταίνει φως και ξεφαντώνει.

Των θυμαριών τα ξεροκλώναρα
πρώιμα πρασινοφυλλιάζουν
και τη σοδειά απ'τις αποθήκες τους
βρεμένη τα μυρμήγκια λιάζουν.

Παιδούλα πεταχτή και πρόσχαρη
στον κήπο η καρδερίνα φτάνει΄
του απριλομάη τ'αγριολούλουδα
φορεί γιορτιάτικο φουστάνι.

Το τρυποκάρυδο γλιστρά άφοβο
στ'αγκάθια του ανθισμένου βάτου
κι ο σπίνος λέει και λέει ατέλειωτα
τα ίδια τα μονοσύλλαβά του.

Στο κυπαρίσσι κάθε απόβραδο,
που το'χουν πύργο και παλάτι,
φωνάζουν οι σπουργίτες,τρώγονται,
ποιος να βρει πιο ζεστό κρεβάτι.

Και με ξυπνά κάθε ξημέρωμα
-σα μακρινή βοσκού φλογέρα-
καθώς στα χρόνια τα παιδιάτικα
του καλογιάννου η καλημέρα.

Πηγή: Φευγάτα χελιδόνια

[Άρχισε να βρέχει]

Είπε:
Άρχισε να βρέχει-
Κ' εμείς στο σύδεντρο σταθήκαμε΄
Κι άστραφτε,
Κι απ'τα μάτια τα δικά σου
Κάθε αστραπή
Περνούσε στα δικά μου μάτια.

Στο σύδεντρο σταθήκαμε-
Κι ούτε σαλεύαμε,
Κι ούτε μιλούσαμε,
Και μόνο,μόνο που ανασαίναμε.
Κάτω απ'το δέντρο εμείς
Κι απάνω τα πουλιά-

Τι ευτυχισμένη είν'η ζωή
Σε μια φωλιά!

Πηγή: Επίμετρο

Πρωτοβρόχια

Με τα πρωτοβρόχια θα'ρθουν τα μηνύματα
του χειμώνα: το ποτάμι θα θολώσει,
θα τριζοβολούν ξερά τα πλατανόφυλλα,
θα κρυώσει η νύχτα και θα μεγαλώσει.

Θα δροσοσταλάζουν κόκκινα τα κούμαρα,
κυκλαμιές θ'ανθούν στο χώμα ταίρια-ταίρια,
θα καπνίζουν σφαλιστά τα χωριατόσπιτα
και θ'αρχίσουν τα σπιτιάτικα νυχτέρια.

Θα σωπάσει ο τζίτζικας,κι ετοιμοτάξιδα
κι άλλων τόπων άνοιξη,μακριά απ'τα χιόνια,
βράδυ-βράδυ ως τα μεσούρανα θα χύνονται
μαύροι φτερωτοί σταυροί τα χελιδόνια.

Πηγή: Μιχάλη Περάνθη,Τα ποιήματά μου ,Παιδική ανθολογία, Κένταυρος,1962.


Αναδημοσίευση από:

https://ennepe-moussa.gr/%CF%81%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B1-%CF%84%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/%CE%B7-%CE%B2%CF%81%CE%BF%CF%87%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

Γεώργιος Δροσίνης - Το Πουλί


’Σ την παραπάνω γειτονιά εκεί αγαπώ μια κόρη. 
Μηδέ ποτέ της ᾽μίλησα, μηδέ ποτέ της τώπα, 
Μηδέ την είδ᾽ από κοντά να της το μαρτυρήσω. 
Τάλλα κορίτσια βγαίνουνε 'ς την πόρτα του σπιτιού τους 
Κ' εκείνη βγαίνει μοναχά ψηλά 'ς το παραθύρι· 
Το παραθύρ᾽ είνε ᾽ψηλό και δεν 'μπορώ ν' ανέβω. 
Θάθελα γένομουν πουλί, να γένομουν αηδόνι, 
Να πάω 'ς το παραθύρι της να γλυκοτραγουδήσω:

— Εγώ ειμ' ένα μικρό πουλί κ' ένα μικρό αηδονάκι,
Που τραγουδά ολημερίς τραγούδια πονεμένα,
Γιατί δεν έχει συντροφιά, γιατί δεν έχει ταίρι.
Μα σ' είσαι μια κυρά καλή, κυρά χαριτωμένη,
Θ' ανοίξης το παράθυρο και θα με πάρης μέσα,
Και θα με βάλης στο κλουβί να μ' έχης σκλαβωμένο,
Να με κερνάς ανθόνερο, να με ταίζης μέλι...

Κλουβί θε ναν' τα χέρια σου, θε ναν' η αγκαλιά σου,
Κι' ανθόνερο τα χάδια σου και μέλι τα φιλιά σου.


 Ειδύλλια, 1884

Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

Γεώργιος Δροσίνης-Τι λοιπόν;

Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ’ ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;
Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,
τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;
Σ’ ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;
Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ’ τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ’ απ’ το θάνατο αρχίζει;
Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ’ αυγής είναι πέρα
κι αντί να ‘ρθει μια νύχτ’ αξημέρωτη
ξημερώνει μι’ αβράδιαστη μέρα;
Μήπως είν’ η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
Ό,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν’ αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;

Γεώργιος Δροσίνης, Φωτερά Σκοτάδια 1903-1914

Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Γεώργιος Δροσίνης-Θαλασσινά Τραγούδια



Γλυκά φυσά ο μπάτης,
η θάλασσα δροσίζεται,
στα γαλανά νερά της
ο ήλιος καθρεφτίζεται·
και λες πως παίζουν μ’ έρωτα
πετώντας δίχως έννοια
ψαράκια χρυσοφτέρωτα
σε κύματ’ ασημένια.

Στου καραβιού το πλάι
ένα τρελό δελφίνι
γοργόφτερο πετάει
και πίσω μάς αφήνει.
και σαν να καμαρώνεται
της θάλασσας το άτι
με τους αφρούς του ζώνεται
και μας γυρνά την πλάτη.

Χιονοπλασμένοι γλάροι,
πόχουν φτερούγια ατίμητα
και για κανένα ψάρι
τα μάτια τους ακοίμητα,
στα ξάρτια τριγυρίζοντας
ακούραστοι πετούνε
ή με χαρά σφυρίζοντας
στο πέλαγος βουτούνε.

Και γύρω καραβάκια
στη θάλασσ’ αρμενίζουν
σαν άσπρα προβατάκια
που βόσκοντας γυρίζουν
με χαρωπά πηδήματα
στους κάμπους όλη μέρα,
κι έχουν βοσκή τα κύματα,
βοσκό τους τον αέρα.

*μπάτης: ελαφρό θαλασσινό αεράκι, αύρα *άτι: άλογο *ζώνεται: τυλίγεται *πόχουν: που έχουν *ατίμητα: ανεκτίμητα *ξάρτια: τα σκοινιά των πλοίων που στηρίζουν τα πανιά

Λ. Πολίτη, Ποιητική Ανθολογία, τόμ. 6, Δωδώνη


Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021

Γεώργιος Δροσίνης-Σαν Αρχή

Τήν ψυχική μας γαλήνη εκεί
Δέ θά ταράζη τού Αγνώστου ο τρόμος,
Δέ θά μάς δένη τής Μοίρας νόμος
Κι άν δικαιώνη καί άν αδική.

Κάποτε θάρθη κι ώρα κακή
Κι ούτε θά λείψουν οι λύπες όμως
Όποιος κι άν είναι τής ζωής ο δρόμος
Θά τόν διαβούμε καρτερικοί,

Μέ τά όνειρά μας αληθεμένα,
Μ όλους τούς πόθους σμιγμένους σ ένα,
Μέ πίστη ασάλευτη στήν ψυχή

Καί στού θανάτου τό προσκεφάλι
Ό,τι σάν Τέλος φοβούνται οι άλλοι
Θά τό χαιρώμαστε σάν Αρχή.


Γεώργιος Δροσίνης, Θα  Βραδιάζη (1915-1922), 1930.

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021

Γεώργιος Δροσίνης, «Το φτάσιμο»


Θὰ βραδιάζει ἡ μέρα, ὅταν θὰ φτάνομε
στοῦ χωριοῦ τ᾿ ἀποσκιωμένα ἁλώνια
θὰ φανοῦν λευκὰ τὰ χωριοτόσπιτα
πίσω ἀπὸ τῶν πεύκων τ᾿ ἀκροκλώνια.

Μακριὰ θ᾿ ἀκούονται ἀρνιῶν βελάσματα
βραδινὴ καμπάνα θὰ σημαίνει
στὴ βρυσούλα βόδια θὰ ποτίζονται,
θὰ καπνίζουν φοῦρνοι φλογισμένοι.

Θὰ βαθιανασαίνουμε στὸ διάβα μας
μυρωδιὰ ἀπὸ στάχυα θερισμένα.
Θὰ μᾶς εὐχηθοῦν τὸ «καλῶς ἤρθατε»
χέρια ἀπὸ τὸν κάματο ἀργασμένα.

Ἀπὸ τὸ κατώφλι ἀναμερίζοντας
τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀγκάθια καὶ τὰ χόρτα,
τοῦ κλειστοῦ παλιόπυργου θ᾿ ἀνοίξομε
τὴ βαριὰ τὴ σιδερένια πόρτα.

Θα βραδιάζη. 1915-1922, Αθήνα 1930.

Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

Γεώργιος Δροσίνης-[Δροσιά του πόνου κρυφογέννητη]

Δροσιά τοῦ πόνου κρυφογέννητη

Βγῆκε στὸ φῶς κ’ ἔγινε δάκρυ

Κ’ ἔλαμψε μιὰ στιγμή καὶ σβύστηκε

Στῶν βλεφαρίδων σου τὴν ἄκρη.

Τὸ δάκρυ ἐκεῖνο, ὅπου κι’ ἂν στάλαζε,

Θᾆχεν ἀταίριαστη τὴ χάρη:

Μέσ’ στὴν καρδιά σου τὸ ματάκλεισες

Καὶ γίνηκε —μαργαριτάρι.


Γεώργιος Δροσίνης, Φωτερά Σκοτάδια 1903-1914

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Γεώργιος Δροσίνης-Σε μια κόρη της Ακροπόλεως



Απ' την ώρα πού αναστήθηκες,
Δυο χιλιόχρονα θαμμένη
Σε παλιού κόσμου χαλάσματα,
Δε σ΄ αντίκρυσα σαν ξένη.

Στ' ανοιγμένο μνήμα σου άπλωσα
Με λαχτάρα την αγκάλη,
Σα να σε είχα, σα να σ΄έχασα
Κι΄ άξαφνα σε βρήκα πάλι.

Πώς, πού, πότε αδερφωθήκαμε;
Σε ποια πλάση περασμένη,
Που ουτ΄ εγώ ήμουν σάρκα πρόσκαιρη
Κι΄ ουτ΄ εσύ μαρμαρωμένη;

Μέσ΄ στο χάος της μνήμης τίποτε
Δε μου μένει παρά μόνο
Πως, μια μέρα, κάπου ενοιώσαμε
Κάποιο ωραίο, μεγάλο πόνο

Και τον πόνο αυτό, που αγιάτρευτος
Στην ψυχή μου μένει ακόμα,
Όμοια αγιάτρευτο τον γνώρισα
Στο μαρμάρινό σου στόμα.

ΦΩΤΕΡΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ 1903-1914

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Γεώργιος Δροσίνης «Απόκριση στον Παλαμά»






... Πώς αλλιώς

να σε πω; ο συνοδοιπόρος,

χαίρε...

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ


Συνοδοιπόροι ναι, μαζί κινήσαμε

στης Τέχνης το γλυκοξημέρωμα — όμως

με του καιρού το πέρασμα, χαράχτηκε

του καθενός μας χωριστός ο δρόμος:


Εσύ το Ωραίο μες στα μεγάλα ζήτησες

κι εγώ στα ταπεινά κι απορριμμένα,

και δούλεψες το μπρούντζο και το μάρμαρο

κι άφησες τον πηλό της γης σ’ εμένα.


Στις αλπικές χιονοκορφές ανέβηκες

και στάθηκα στις λιόφωτες ραχούλες

αρχόντισσες και ρήγισσες οι Μούσες σου

κι εμένα ψαροπούλες και βοσκούλες.


Εσύ στης δάφνης τ’ ακροκλώναρα άπλωσες

κι εγώ σε κάθε χόρτο και βοτάνι

στεφάνι έχεις φορέσει από δαφνόφυλλα -

λίγο θυμάρι του βουνού μου φτάνει.


Γεώργιος Δροσίνης -Τί λοιπόν;



Τί λοιπόν, τῆς ζωῆς μας τὸ σύνορο

θὰ τὸ δείχνει ἕνα ὀρθὸ κυπαρίσσι;

Κι ἀπ' ὅ,τι εἴδαμε, ἀκούσαμε, ἀγγίξαμε

τάφου γῆ θὰ μᾶς ἔχει χωρίσει;


Ὅ,τι ἀγγίζουμε, ἀκοῦμε καὶ βλέπουμε,

τοῦτο μόνο Ζωή μας τὸ λέμε;

Κι αὐτὸ τρέμουμε μήπως τὸ χάσουμε

καὶ χαμένο στοὺς τάφους τὸ κλαῖμε;


Σ' ὅ,τι ἀγγίζουμε, ἀκοῦμε καὶ βλέπουμε

τῆς ζωῆς μας ὁ κόσμος τελειώνει;

Τίποτε ἄλλο; Στερνό μας ἀπόρριμα

τὸ κορμὶ ποὺ σκορπιέται καὶ λιώνει;


Κάτι ἀνέγγιχτο, ἀνάκουστο, ἀθώρητο

μήπως κάτω ἀπ' τοὺς τάφους ἀνθίζει

κι ὅ,τι μέσα μας κρύβεται ἀγνώριστο

μήπως πέρ' ἀπ' τὸ θάνατο ἀρχίζει;


Μήπως ὅ,τι θαρροῦμε βασίλεμα

γλυκοχάραμ' αὐγῆς εἶναι πέρα

κι ἀντὶ νά 'ρθει μιὰ νύχτ' ἀξημέρωτη

ξημερώνει μι' ἀβράδιαστη μέρα;


Μήπως εἶν' ἡ ἀλήθεια στὸ θάνατο

κι ἡ ζωὴ μήπως κρύβει τὴν πλάνη;

Ὅ,τι λέμε πὼς ζεῖ μήπως πέθανε

κι εἶν' ἀθάνατο ὅ,τι ἔχει πεθάνει;