Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επιστολογραφία Λογοτεχνών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επιστολογραφία Λογοτεχνών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

Οδυσσέας Ελύτης - Ένα γράμμα για τη σύγχρονη τέχνη (απόσπασμα)

 


Αγαπητέ μου κ. Παπανούτσο,

Θα ήτανε περιττό ίσως να τονίσω με πόση ανυπομονησία περίμενα τις διαλέξεις σας και με πόσο ενδιαφέρον τις παρακολούθησα μαζί με πολλούς άλλους φίλους της νέας τέχνης, που δεν έχουν συχνά την ευκαιρία στον τόπο μας ν’ ακούσουνε για ζητήματα που θεωρούνε πολύ ζωτικά και που, νομίζουν, θα ήταν ευχής έργον αν μπορούσανε να διαδοθούνε σ’ ένα κοινό πλατύτερο. Δυστυχώς — και παίρνω αμέσως το θάρρος να σας το πω — ούτε οι φίλοι μου ούτε, πολύ περισσότερο, εγώ, που έμενα πάντοτε με την εντύπωση μερικών ωραίων μας συζητήσεων από το περασμένο καλοκαίρι, δε μείναμε ικανοποιημένοι. Και δε μείναμε ικανοποιημένοι, όχι τόσο για άλλους λόγους, όσο γιατί βρήκαμε πως έλειπε γενικά από την ομιλία σας η αγάπη και γιατί, ακριβώς, νομίζουμε πως μια πράξη που δεν ξεκινάει από την αγάπη ή, έστω, το μίσος είναι κατά βάθος ανώφελη.[…]

Αλλά εγώ είμαι ένας άνθρωπος που αγαπώ τη ζωγραφική όσο και την ποίηση, που παρακολουθώ τη ζωγραφική όσο και την ποίηση, και δε βλέπω καθόλου να περνάνε κρίση• μήτε να κινδυνεύουν να γκρεμιστούν σε κανένα χάος, εξόν κι αν είναι το χάος του ακαδημαϊσμού που, σαν από κατάρα, έχει ανοίξει και στον τόπο μας ένα μόνιμο λάκκο για τις αδύναμες ψυχές. Γι’ αυτό επιμένω στο συμπέρασμά σας, το καταδικαστικό, επιμένω σα σε μια διαμαρτυρία που — πάρτε την όπως θέλετε — από τη μια της όψη είναι παράπονο κι από την άλλη κατηγορία. Ξέρω πολλούς που συμφωνούν μαζί μου και θα ΄θελα σαν από το στόμα όλων να μιλήσω, να μιλήσουμε μαζί, και να σας πούμε ότι, καθώς λέει ο λαός, «κάνατε ένα καλό και το ρίξατε στο γιαλό».

Μιλήσατε για τις νέες τάσεις, άριστα πληροφορημένος, σε ύφος, θα έλεγα, κάπως περιληπτικό• μας αναφέρατε, π.χ., κυβιστές σαν τον Βraque, τον Leger ή τον Juan Gris, χωρίς να τονίσετε καθόλου την τεράστια σημασία που είχε για την εξέλιξη της Τέχνης η παραγωγή τους, ή για τούς υπερρεαλιστές, τον Μax Ernst  τον Joan Miro, τον Arp ( τον Salvador Dali και τον Giorgio de Chirico δεν τους άκουσα καθόλου, μήπως έχω λάθος;), χωρίς να μπείτε καθόλου στον τρόπο της εργασίας τους και στους συγκεκριμένους σκοπούς που επιδιώκουν, και καταλήξατε να χαρακτηρίσετε τον κολοσσό αυτόν πού λέγεται Picasso και που, γι’ αυτόν, κάθε άνθρωπος, σ’ οποιοδήποτε έθνος και αν ανήκει, δίκαια υπερηφανεύεται, καταλήξατε, λέω, να χαρακτηρίσετε τον Picasso  σαν αδύναμο και ασταθή, παίρνοντας για επιχείρημα τα διαδοχικά στάδια που η μεγαλοφυΐα του δρασκέλισε, θέλοντας έμπρακτα να υποδηλώσει ότι δεν υπάρχει τέλος στις αναζητήσεις ενός αληθινά δυναμικού και ζωντανού καλλιτέχνη. Αυτό είναι το μυστικό που κάνει τον Picasso να μην αποστεώνεται, αυτή είναι η αρετή του. Και σεις κατακρίνετε ίσα-ίσα την αρετή του αυτή, απογοητεύεστε γιατί ολόκληρη η νέα τέχνη δε σας δίνει κανένα τέλος (σάμπως θάτανε  τόσο κουτή να υπογράψει την καταδίκη της), και την ξεγράφετε, γιατί δε σας οδήγησε σε μια νέα ισορροπία. Αλλά, προς Θεού, με το να γίνεστε ζηλωτής της ισορροπίας, ύστερ’ από τη μελέτη του μυστικού των συγχρόνων καλλιτεχνών, δεν είναι σαν να ομολογείτε πως δεν μπήκατε καθόλου στο μυστικό τους;

[…] Δε θέλω όμως να επεκταθώ εδωπέρα σε θέματα πιο ειδικά και σε προσωπικές απόψεις. Θέλω μονάχα ν’ αναλάβω για μια στιγμή την ολοκληρωτική αλλά και νόμιμη υπεράσπιση της νέας τέχνης, έτσι όπως μας παρουσιάζεται, κορεσμένη από αντιφάσεις αλλά και κορεσμένη από ζωή, ακαταστάλακτη και σπασμωδική, αλλά όχι νεκρή, όχι αδιάφορη, όχι ανώφελη. Και για να γίνω σαφέστερος: θέλω ν’ αναλάβω την υπεράσπιση του γενικότερου πνεύματος που χαρακτηρίζει την τεχνοτροπία των μοντέρνων καλλιτεχνών, του καθαρά δημιουργικού πνεύματος που έσωσε την τέχνη από το θάνατο σε ολόκληρο το διάστημα της παράδοξης αυτής μεσοπολεμικής εικοσαετίας, και κράτησε το προνόμιο της γνήσιας έκφρασης μονάχα — τι μεγάλη τιμή — για τον εαυτό της.

Αγαπητέ κ. Παπανούτσο, μας χωρίζουνε αρκετά χρόνια και δεν ειμ’ εγώ εκείνος, που, προκειμένου να σας μιλήσει, θ’ άφηνε κατά μέρος το σεβασμό. Θα ήθελα όμως να διαπιστώσω τη μεγάλη διαφορά νοοτροπίας που μας χωρίζει και που με ρίχνει τώρα στον κίνδυνο να κατηγορηθώ σα νέος που βιάζεται να κάνει το σπουδαίο ή το σοφό, ενώ, απλούστατα, βιάζεται να μιλήσει στο όνομα μιας αισιοδοξίας που, παρά τη διάχυτη γύρω απορία, υπάρχει κι εγκυμονείται βαθιά στα σπλάχνα του αποτρόπαιου σημερινού πολέμου, υπάρχει και ταξιδεύει στα στήθια των αντάξιων της εποχής τους νέων όλου του κόσμου. Όταν έρθει η μέρα που θα μπει επιτέλους μια νέα τάξη στον υλικό κόσμο, θα μπορέσουμε κι εμείς να εκφραστούμε καλύτερα, προπάντων πειραματικότερα.  Αλλά τότε — το πιστεύουμε — θα ΄χουμε κι ανθρώπους που θα μπορούνε να μας κρίνουν με νέα κριτήρια, καλύτερα και πειραματικότερα. Κι αυτό δε θα ΄ναι πια μια κριτική από ύψους, αλλά μια συνεργασία που θα δώσει καρπούς ικανούς ν’ απελπίσουν την ανυπαρξία και το κενό — ν’ απελπίσουν την ήττα και το θάνατο.

Οδυσσέας  Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, 1940


Πηγή:http://politropi.greek-language.gr/keimeno/gramma-gia-texni/

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

Arthur Rimbaud - Γράμμα του 1871 στον Πωλ Ντεμενύ


Το πρώτο καθήκον του ανθρώπου που θέλει να γίνει ποιητής είναι να γνωρίσει πλήρως τον εαυτό του. Να ανιχνεύσει το μυαλό του, να το εξετάσει, να το δοκιμάσει και να μάθει να το χρησιμοποιεί. Μόλις το γνωρίσει, πρέπει να το καλλιεργήσει. Αυτό φαίνεται απλό: σε κάθε μυαλό πραγματοποιείται μια φυσιολογική ανάπτυξη. Τόσοι εγωιστές παριστάνουν τους συγγραφείς. Υπάρχουν άλλοι τόσοι που αναφέρονται στην πνευματική τους εξέλιξη. Όμως πρέπει να κάνουμε την ψυχή μας τερατώδη, με τον τρόπο των comprachicos,* ναι. Φανταστείτε έναν άνθρωπο που φυτεύει και καλλιεργεί κρεατοελιές πάνω στο πρόσωπό του. Ο Ο ποιητής γίνεται οραματιστής έπειτα από ένα μακρύ μεθύσι των αισθήσεων. Σε όλες τις μορφές του έρωτα, του πόνου, της τρέλας. Αναζητά τον εαυτό του, εξαντλεί μέσα του όλα τα δηλητήρια, κρατώντας μόνο την πεμπτουσία τους. Μαρτύριο ανείπωτο, που όσο διαρκεί έχει ανάγκη την πίστη του και την υπεράνθρωπη δύναμή του για να γίνει ο μεγάλος ασθενής, ο μεγάλος εγκληματίας, ο μέγας καταραμένος και -ανάμεσα σε όλους- ο ύψιστος σοφός. Γιατί έχει φτάσει στο άγνωστο.  Αφού καλλιέργησε την ψυχή του είναι πλουσιότερος από τον καθένα.  Φτάνει στο άγνωστο και τη στιγμή που γεμάτος τρέλα  θα πέθαινε, χάνοντας την ουσία των οραμάτων του, τα βλέπει.  Κομματιάζεται μέσα στο σκίρτημά του από πράγματα ανήκουστα, ανέκφραστα. Ο ποιητής είναι ο κλέφτης της φωτιάς. Είναι φορτωμένος με την ανθρωπότητα, ακόμη και με τα ζώα.
Είναι υποχρεωμένος να τους αναγκάσει να νιώσουν, ν’ αγγίξουν, ν’ ακούσουν ό,τι ανακαλύπτει. Εάν αυτό που φέρνει από εκεί κάτω έχει μορφή, δίνει μορφή. Εάν είναι άμορφο, το δίνει άμορφο. Κι επειδή κάθε λόγος είναι ιδέα, θα έρθει η εποχή της παγκόσμιας γλώσσας. Τούτη η νέα γλώσσα θα πηγάζει από την ψυχή για την ψυχή, περιλαμβάνοντας τα πάντα: μυρωδιές, ήχους, χρώματα [...]. Η ποίηση δεν θα  ρυθμίζει πια την πράξη. Θα προηγείται».


*Έμποροι παιδιών. Τα καθιστούσαν ανάπηρα και καρπώνονταν τα οφέλη της επαιτείας τους. 


Κώστας Αρκουδέας, Η Μυστική Ιθάκη



Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

Vladimir Mayakovsky - Το τελευταίο σημείωμα



Σε όλους
Για το θάνατό μου μην κατηγορήσετε κανένα
και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά.
Το απεχθανόταν αυτό φοβερά ο μακαρίτης.
Μητέρα, αδελφές και σύντροφοι, συγχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος-
(δεν τον συμβουλεύω σε άλλους)
μα δεν έχω διέξοδο. Λίλια αγάπαμε.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι
η Λίλια Μπρικ, η μητέρα, η αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλωτοβα Πολόνσκαγια.
Αν τους εξασφαλίσεις μια υποφερτή ζωή, ευχαριστώ

Τ’ αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ.
Αυτοί θα τα ξεδιαλύνουν.
«Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν» καθώς λεν
και εμείς ας πούμε
τη βάρκα του έρωτα
τη συνέτριψε η ζωή.
Είμαστε πάτσι τώρα οι δυό μας
και δεν έχει νόημα να καταγραφούνε κάθε αμοιβαίος πόνος, συμφορά και προσβολή.
Να ‘στε καλά.
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

Υστερόγραφο 12.IV.30
Σύντροφοι της ΡΑΠΠ. Μη με θεωρήσετε λιγόψυχο.
Σοβαρά, τίποτα δεν μπορεί να γίνει.
Γειά σας.
Πέστε του Γιερμίλοφ, λυπάμαι που έβγαλα το σύνθημα,
έπρεπε να συνεχίσω τον καυγά ως το τέλος.
Β.Μ.

Στο τραπέζι μου είναι 2.000 ρούβλια – δώστε τα στην Εφορία.
Τα υπόλοιπα πάρτε τα απ’ τις Κρατικές Εκδόσεις.
Β.Μ.

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Από την αλληλογραφία μεταξύ του Μ. Καραγάτση και του Ν. Καββαδία.

Θυμάσαι, Κόλια, ένα κοριτσάκι, που μια συννεφιασμένη μέρα του περσινού χειμώνα το κοροϊδέψαμε, σ’ εκείνο το δρομάκι πίσω απ’ τον «Ευαγγελισμό»; Παρουσιάστηκες συ για Καραγάτσης και ΄γω για Μαραμπούς. Ούτε χάσαμε ούτε κερδίσαμε κι οι δύο στην αλλαγή. Δυο παλιάνθρωποι που σκαντζάρουν τα πασαπόρτια τους, πάντα παλιάνθρωποι μένουν.
Δεν ξέρω πώς, μου ήρθε, εδώ και λίγες μέρες, κέφι να ξαναδώ το κοριτσάκι, έτσι, για να του πω πως λυπάμαι για την ανόητη φάρσα που του έκανα. Το φώναξα. Ήρθε. Και πήγαμε κάπου μακριά και μιλήσαμε.
Με ρώτησε πώς και τη θυμήθηκα, μετά τόσον καιρό. Δεν ήξερα τι ν’ αποκριθώ. Αναμάσησα τα αιώνια βρομερά λογοτεχνικά ψέματα, γιατί δεν είχε την απαιτούμενη φιλοσοφική προδιάθεση να δεχτεί την ομολογία της κυνικής αλήθειας. Άκουσε τις υποκριτικές δικαιολογίες μου με αγγελική αφέλεια, και μου είπε: «Δίχως άλλο δεν θα ΄χετε φίλους».
Τότε η πηγή της ψευτιάς στείρεψ’ εντός μου, και αποκρίθηκα: «Φίλους; Έχω έναν, μα δεν είναι δω. Λείπει ταξίδι». Κι έτσι ήρθε η κουβέντα για σένα. Και κράτησε πολύ.
Σήμερα κοιτούσα στο χάρτη πού βρίσκεται η πολιτεία της διαμονής σου. Κι είδα πως η θάλασσα δεν είναι κοντά. Κι ένιωσα πόσο θα υποφέρεις. Η φυγή; Ο στρατιωτικός ποινικός νόμος την ονομάζει λιποταξία και τρεις στρατοδίκες την τιμωρούν με θάνατο. Ο θάνατος μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα δεν αξίζει πολλά πράματα. Αν ήσουνα μέσα στο “Royal Oak” την ώρα που βυθίστηκε περήφανα, ίσως να ΄βρισκες τη Μοίρα σου στο βούρκο των μπάνκων του Dogger Bank. Έχεις βρει, καλότυχε, τον «ωραίο θάνατό» σου, και θα τον πετύχεις. Μα εγώ, πώς πρέπει να πεθάνω, για να πεθάνω «ωραία»;
Στο τέλος αυτής της βδομάδας, ή αρχές της ερχόμενης, θα συναντηθούμε. Έχω δουλειά στην Καβάλα. Και δεν θα λείψω να πεταχτώ ώς αυτού, να σε ιδώ, να τα πούμε, να τα μιλήσουμε.
Γεια χαρά,
Μ. Καραγάτσης
Μη λησμονείς να μου γράφεις
...........................................................................................................................................................................................................
Σεβάχ Θαλασσινέ,
Δεν υπάρχει λόγος πως πρέπει να μπαρκάρεις. Όχι τόσο για τις 40 μηνιάτικες στερλίνες, όσο γιατί η θάλασσα είναι θάλασσα και συ Μαραμπούς. Τα λιμάνια πάντοτε απομένουν λιμάνια, κι οι πόρνες τους δεν επλάσθησαν απ’ τον Γιεχωβά για να γιάνουν τις αρρώστιες, μα για να τις δίνουν. Μη θαρρείς πως ένας πόλεμος μπορεί να έχει την παραμικρότερη επιρροή στις μεγάλες γραμμές της ζωής. Ένα, μόνο, κατορθώνει ο πόλεμος: Φέρνοντας τον θάνατο στο προσκήνιο, κάνει τη ζωή πιο έντονη, πιο ξεφρενιασμένη.
Τρύγα την ηδονή όπου κι όπως τη βρεις, κάτω απ’ οποιαδήποτε μορφή της. Το κορμί μας, που τόσους πόνους μας στοιχίζει, έχει την υποχρέωση, σε αντιστάθμισμα της οδύνης να μας χαρίζει την ηδονή. Αυτή είναι η μεγάλη σαρκική δικαιοσύνη.
Ο Γιούγκερμαν γύρισε στη Φινλανδία να πεθάνει καβαλώντας την Ντάινα. Μα σήμερα πήρα τηλεγράφημά του. Ξαναφόρεσε τη στολή του εσσαούλ των κοζάκων και πολεμάει για τη λευτεριά της πατρίδας του, στα έλη της Καρελίας. Ίσως να πεθάνει από σφαίρα μπολσεβίκου πριν προφτάσει να πάει τη στερνή, υπέροχη και θανάσιμη ιππασία του.
Στον Πυρσό έβγαλα την τρίτη έκδοση του Λιάπκιν. Στον Γκοβόστη τυπώνω διηγήματα. Το s/s «Tynebdidge» προσέκρουσε σε μαγνητική νάρκη στ’ ανοιχτά του Κορνγουώλ, και το α/π «Χίμαιρα» ετορπιλήσθηκε από γερμανικό υποβρύχιο 200 μίλια δυτικά της Ιρλανδίας. Δεν έχω υλικό ούτε κουράγιο να σκαρώσω καινούργια βαπόρια. Ο κατά θάλασσαν πόλεμος με νέταρε. Το κουφάρι του Μακ Γκρέγκορ πλέει στους ωκεανούς έχοντας πανί το κιμονό της Γιαπωνέζας δεμένο στο υπερφίαλο πέος του. Τα σκυλόψαρα σε περιμένουν.
Γεια χαρά
Μ. Καραγάτσης
......................................................................................................................................................................

Φίλε Καραγάτση,
Τελευταία σ’ έχω πάρα πολύ σκεφτεί και πεθυμήσει. Έτσι να ‘ρθω μια μέρα από το Γραφείο ν’ ανεβούμε μαζί στην Αθήνα ή ένα μεσημέρι στο σπίτι να πιούμε καφέ και λικέρ κοιτάζοντας το λεύκωμα με τις ζωγραφιές του παράξενου Φλαμαντέζου ή του Λωτρέκ. Κατόπι να μου διαβάσεις το τελευταίο σου διήγημα κι εγώ να χαίρομαι, να συγκινούμαι, να ξαναταξιδεύω καθώς σ’ ακούω και να καπνίζω. Να σωθούν να τσιγάρα μου και να βάλω χέρι στα δικά σου. Κατόπι να κατεβούμε στο Παλιό Φάληρο. Να ΄ναι χειμώνας και ήλιος. Έπειτα να χωρίσουμε εκεί στη στροφή της οδού Βουκουρεστίου προς το Σύνταγμα, αφού πρώτα πειράζαμε τον Χρυσόστομο ή μάλλον μας πείραζε, να τραβήξεις για το King George κι εγώ για τις άσκοπες νυχτερινές περιπλανήσεις. Βγάλε από τα γράμματά σου αυτό το αυστηρό ύφος που δεν ταιριάζει στη φιλία μας, τη μεγάλη φιλία μας. Γράφε μου όπως τότε στην Ξάνθη. Βρίζε με αλλά δίχως γάντι. Έμαθα πως βγάνεις βιβλίο τώρα γρήγορα. Μεγάλη η επιθυμία μου και η περιέργειά μου. Θα σου είναι δύσκολο να τις ικανοποιήσεις;
Γράφε μου. Γράφε μου συχνά. Όσο μπορείς. Αν άργησα να σου απαντήσω δε φταίω. Του Βαγγελάκη έγραψα χθες ευχαριστώντας.
Στην κυρία τα σέβη μου και στη Μαρίνα ένα φιλί.
Σε φιλώ
Καββαδίας
......................................................................................................................................................................

Αδελφέ
‘Ησουνα μακριά. Πού ήσουνα; Πού ταξίδευες, τόσα χρόνια; Σε ποιες θάλασσες έπλεγες, ποιους ουρανούς αντίκριζες; Τι σε δίδαξαν τα πορφυρά κύματα, τα ματωμένα σύννεφα; Βρήκες τον κόσμο που ονειρευόσουνα; Κατάφερες να λησμονήσεις τον γαμημένο κόσμο που παράτησες; Και που εμείς ─οι άλλοι─ τον αγαπούμε, ακριβώς επειδή είναι ξεκωλιάρης;
Χρόνια σιωπής. Θυμόμουνα εκείνο που κάποτε είπε ο αδελφός σου: «Σκοπός είναι να έχεις ταλέντο ανθρώπου». Κι απορούσα: Πώς γίνεται, ο άνθρωπος που ξεστόμισε αυτόν τον πάνσοφο λόγο, να χάσει το ανθρώπινο ταλέντο του; Χρόνια σιωπής. Κι έξαφνα, γράμμα από το Πόρτο-Φίνο, από το Κολόμπο, από την Αουστράλια. Οι θάλασσες ξαναπήραν το βαθυκύανο χρώμα τους; Ο ουρανός ξανάγινε γαλάζιος; Από ποιο μακρινό ταξίδι γυρίζει πάλι, κοντά μας, ο χαμένος αδελφός;
Εσύ συναπάντησες παράξενους καιρούς στο μεταφυσικό ταξίδι σου. Εμένα, εφέτο μ’ έδειραν τα μελτέμια του Αιγαίου. Στη Μύκονο, στην Άντρο. Κλεισμένος σε μια κάμαρα, πλάι στο κύμα, έγραφα την ιστορία της φυλής των Ελλήνων. Γαμημένη ιστορία ξεκωλιάρας φυλής. Είναι αφάνταστο πώς κατέχουμε την τέχνη να κυλιόμαστε στο βούρκο και να περιπλανιόμαστε στ’ αστέρια. Σαράντα αιώνες αυτό το βιολί. Περισσότεροι ναι, λιγότεροι όχι. Πώς να τους ξεγράψεις, τους αφιλότιμους; Περί το δειλινό, στοχαζόμουν ξαπλωμένος, σε κάποια αμμουδιά. Δίπλα μου, μια γυναίκα που έλεγε στίχους του χαμένου αδελφού. Στίχους γαμημένους. Α! την έσκισε, ο μπινές, τη θολή γραμμή των οριζόντων! Βούλιαξε στη θολούρα της μεταφυσικής, σαν ψαράκι στο νερό. Μαστούρωσε, ντερβίσης γίνηκε. Την ανθρωπότητα βάλθηκε να σιάξει κι αυτός. Τσιμέντο να χύσει στο μουνί της πουτάνας. Μπετό στην κωλοτρυπίδα της Γεωργίας της κουτσής. Δεν του έφταναν τα ποιήματα που έγραψε ─ο κίναιδος─ όταν ήταν λεύτερος να κάνει τέχνη την ανθρωπιά του. Αλλά πριν φύγει, μας τ’ άφησε να τα χαιρόμαστε. Τον ευχαριστούμε, για τη χαρά. Ατίμητα πετράδια, για εμάς, τα ποιήματά του. Στολίζουν υπέροχα τον άδικο κόσμο μας. Τον κάνουν να φαίνεται ωραίος. Τον κάνουν ωραίο. Στον άλλο ─τον δίκαιο─ δεν έχει ποιήματα του αδελφού μου. Δεν έχει παρά ελπίδα δικαιοσύνης. Και ντερβισάδικα τροπάρια που υμνούν δυο μεγαλοφυή μουστάκια, απ’ όπου κρέμεται το αβέβαιο όραμα ενός μελλοντικού κόσμου, όπου όλοι οι άνθρωποι θα τρων ─και θα χέζουν─ τις ίδιες ακριβώς ποσότητες τροφίμων και ποιότητες σκατών.
Μέτρησε τις ρίζες της ψυχής σου, να ιδείς πόσο μακριά πηγαίνουν…
Ο αδελφός σου
Δημήτρης
Από την αλληλογραφία μεταξύ του Μ. Καραγάτση και του Ν. Καββαδία.

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Νίκος Καρούζος - Ένα αυτόγραφο γράμμα του τριαντάχρονου Νίκου Καρούζου προς το ζεύγος Κουτσίνα από το Ναύπλιο (1956). ———— Αρχεἰο Αφροδίτης Κουτσίνα.

               5 Δεκ. 1956


                                    Αγαπητοί μου Τιτίνα και Φίλιππε


Δεν απολησμόνησα την υπόσχεσή μου να σας γράψω, από εδώ κάτω όπου βρίσκομαι, μόνος εν μόνοις, δυστυχισμένος όπως είμαι από τα χτυπήματα του θεού. Δύο ειλικρινείς φίλοι σαν εσάς δεν λησμονούνται. Το εναντίον, καταγράφονται στα φυλλοκάρδια. Η αγάπη, μονάχα η αγάπη αρχίζει τον κόσμο. Και φαίνεται ότι η αγάπη μας απαιτεί εξ ολοκλήρου. Τουλάχιστον, αυτό είναι το νόημα που κλείνει ο ακόλουθος στίχος μου: «Οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη: δεν αγάπησε (τίποτα πιο πολύ).» Πραγματικά, τι να σας πω, κάποιες στιγμές φλέγομαι από τη θέληση να ξαπλωθώ στη μέση του δρόμου και να φωνάξω: ορίστε, κύριοι, πατάτε! Επειδή όμως αυτή η τελευταία λέξη αφήνει στο μυαλό μας μιαν αντήχηση (αλίμονο, μη με πάρετε για ανόητο λογοπαίκτη…) που συγχέεται με τις πατάτες, η θέλησή μου εκμηδενίζεται. Ιδού, λοιπόν, ότι ο φύλακας άγγελός μου είναι ένα χορταρικό. Το πράγμα περιπλέκεται όταν λάβετε υπ’ όψη σας ότι είμαι χορτοφάγος. Με κάποια μεταφυσική μύτη αγγίζουμε, νομίζω, το ενδεχόμενο μιας ευγνωμοσύνης εκ μέρους μου προς τα χορταρικά. Και τα περίεργα δεν σταματούν εδώ. Ο οργανισμός μου έχει ιδιαίτερη κλίση στο φυτικό βασίλειο. Αλλιώς δεν εξηγείται ένας άλλος στίχος μου, που λέει: «Φίλησε τα χρώματα ω μεθυσμένο χόρτο», υπονοώντας, βέβαια, τον άνθρωπο. Μα και ένας άλλος ακόμη στίχος μου, που λέει: «Τα φύλλα των δέντρων, η πιο αγαπητή μου εικόνα της κτίσεως». Και ακόμη κάποια σπουδαία λεπτομέρεια της ζωής μου: όταν κάθε νύχτα πέφτω να κοιμηθώ η προσευχή μου τελειώνει πάντα με λίγες λέξεις εδώ και πολλά χρόνια. Οι λέξεις είναι του Δαυίδ κατά μετάφραση των Εβδομήκοντα και έχουν ως εξής: Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού. Και έρχεται το ερώτημα: γιατί άραγε έχω προτιμήσει αυτές τις λέξεις, προκειμένου να προσεύχομαι; δεν πρέπει να έχουν κάποια σχέση με τις πατάτες; Ωστόσο, δεν φτάσαμε ακόμη στο τρομερώτερο. Η μητέρα μου διηγείται καμμιά φορά ότι σαν με χτύπησε ο τύφος κάποια χρονιά στην παιδική ηλικία, μεταξύ των άλλων διασκεδαστικών πραγμάτων που έλεγα όταν παραληρούσα, ήταν κι αυτό: «Μητέρα, τι ωραία χόρτα που είναι τα μαλλιά σου και δεν τα φάγαμε ακόμη.» Τι λέτε για όλ’ αυτά φίλοι μου; Αντί απαντήσεως, θα περιμένω να μου γράψετε ανάλογα δικά σας. Είμαι ένας άπελπις άνθρωπος. Ευτύχημα υπήρξε ότι ξέχασα με αυτό το γράμμα τα δεινά μου. Να δώσετε ένα φιλάκι στο αγαπημένο σας κορίτσι και στον εξαίρετο φίλο μας Αντρέα Καραντώνη διαβιβάζετε τους ειλικρινείς χαιρετισμούς ενός μετεώρου.


                                                                                          Με αγάπη


                                                                                                            Νίκος Καρούζος




[Μεταγραφή: Θάνος Σταθόπουλος ]


Πηγή: https://www.hartismag.gr/hartis-24/afierwma/mhtera-ti-wraia-xorta-poy-einai-ta-mallia-soy-kai-den-ta-fagame-akomh

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

Όλγα Σελλά - Όταν οι διανοούμενοι έπαιρναν θέση



Θεοτοκάς, Σεφέρης και Καραγάτσης ανταλλάσσουν δημόσια απόψεις μέσω επιστολών για το θέμα της Κύπρου το 1954



Όλοι τις περιμένουν, και πάντα προκαλούν αντιδράσεις. Οι γνώμες, οι απόψεις, οι αναλύσεις των διανοουμένων και των αναλυτών, σε στιγμές εθνικής ή κοινωνικής κρίσης, αναμένονται πάντα με ενδιαφέρον. Άνθρωποι του πνεύματος, των γραμμάτων, της επιστήμης ή της πολιτικής επιχειρούν να ερμηνεύσουν ή να τοποθετηθούν σε θέματα που απασχολούν, κάθε φορά την κοινωνία. Και δεν είναι λίγες οι φορές που οι τοποθετήσεις τους προκαλούν νέες εντάσεις, νέες συμμαχίες, νέα στρατόπεδα σύμπλευσης ή αντιπαράθεσης, νέους κραδασμούς.


Η «Κ» ξαναθυμίζει σήμερα πώς τρεις συγγραφείς της γενιάς του '30 τοποθετήθηκαν στο θέμα της Κύπρου το 1954, λίγο πριν αρχίσει ο αγώνας της ΕΟΚΑ για την ανεξαρτησία της Κύπρου από τους Άγγλους και ενώ στην Αθήνα κυριαρχούσαν οι μεγάλες διαδηλώσεις. Ο Γιώργος Θεοτοκάς (ευγενής, αλλά ευθύς) δημοσίευσε, το 1954, ένα κείμενο στην «Κ», στο οποίο κρίνει τη στάση Ελλήνων και Αγγλων, ανιχνεύει λάθη εκατέρωθεν, επικρίνει επιλογές και πρωτοβουλίες. Του απάντησε ο Γιώργος Σεφέρης (ποιητικός και συναισθηματικός) με μια επιστολή του από τη Βηρυτό. Ο Γιώργος Θεοτοκάς, όμως, δέχεται και μια επιστολή από τον Μ. Καραγάτση (πληθωρικός και άμεσος), που για πρώτη φορά δίνεται στη δημοσιότητα. Είναι ένα κείμενο που βρισκόταν στο αρχείο Γιώργου Θεοτοκά, αλλά λάνθανε.


Τρία κείμενα που υπογραμμίζουν ένα θέμα πάντα επίκαιρο: ποια είναι η θέση των διανοουμένων σε περιόδους διαπραγμάτευσης κρίσιμων θεμάτων; Οφείλουν να φωτίζουν και άλλες πλευρές των πραγμάτων, ακόμα κι όταν η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να το ακούσει; Τα γεγονότα του περασμένου Δεκεμβρίου στην Αθήνα και στην Ελλάδα, οι εκρήξεις οργής, αντίδρασης και βίας, τα πληκτρολόγια πήραν φωτιά, οι λέξεις επιχείρησαν να ερμηνεύσουν και να κρίνουν, οι αντιδικίες για μια ακόμα φορά ακολούθησαν τις απόψεις που εκφράστηκαν. Τα τρία κείμενα, των Θεοτοκά, Σεφέρη, Καραγάτση, υπενθυμίζουν στάσεις και συμπεριφορές των διανοητών που πάντα ισχύουν σε περιόδους κρίσης, αλλά αποκαλύπτουν τις αντιλήψεις και την προσωπικότητα καθενός από τους γράφοντες.


Το κείμενο Θεοτοκά και η αντίδραση Σεφέρη


Στις 22 Δεκεμβρίου 1954 ο Γιώργος Θεοτοκάς δημοσίευσε στην «Κ» ένα κείμενο με τίτλο «Έλληνες και Άγγλοι - Σκέψεις εξ αφορμής του Κυπριακού», το οποίο περιλαμβάνεται στο δίτομο έργο «Στοχασμοί και θέσεις - Πολιτικά κείμενα 1925-1966» (Εκδ. Εστία). «Όσοι έχουν τον τρόπο να εκφράζονται δημοσίως οφείλουν, όσο είναι καιρός, να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου». Στη συνέχεια κάνει μια αναδρομή στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας - Βρετανίας και συνεχίζει με κριτική τοποθέτηση στους πολιτικούς χειρισμούς από τις δύο πλευρές: «Δεν χωρεί αμφιβολία ότι, για κάθε απροκατάληπτο τρίτο, η κύρια ευθύνη βαρύνει τους αρμόδιους Βρετανούς υπουργούς. Οι Έλληνες επικαλούνται το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως των λαών, δηλαδή μίαν από τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η πολιτική φιλοσοφία του δυτικού πολιτισμού. Οι Άγγλοι επικαλούνται τις ανάγκες της στρατηγικής τους και φοβούνται, προφανώς, ότι η υποχώρησή τους στην Κύπρο θα τους αναγκάση να υποχωρήσουν και σε άλλα σημεία του χάρτη. (...) Ας πούμε τώρα και τα δικά μας λάθη... (...) Λάθος ήταν ο φανατισμένος τόνος που προσέλαβε συχνά η ελληνική προπαγάνδα και η ενθάρρυνση των σκηνών του δρόμου. Φαντάζεται κανείς σοβαρά ότι οι εκκλήσεις προς το μίσος, οι προσβολές ξένων σημαιών και οι καταστροφές γραφείων και βιβλιοθηκών αποτελούνε επιχειρήματα που πρόκειται να ενισχύσουν τη διεθνή μας θέση; Ποιον πάμε να πείσωμε με τα μέσα αυτά;»


Λίγες μέρες αργότερα, στις 28 Δεκεμβρίου 1954, του απαντά από τη Βηρυτό (η επιστολή δημοσιεύεται στον τόμο «Αλληλογραφία Γιώργος Θεοτοκάς και Γιώργος Σεφέρης, 1930-1966)», εκδ. Ερμής. «...Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς-Κυπρίους-όχι-Έλληνες, που κάνει τους ανθρώπους μπαστάρδους, με την εξαγορά και την απαθλίωση των συνειδήσεων, με τις κολακείες των αδυναμιών ή των συμφερόντων (το Κυπριακό ζήτημα είναι πριν απ’ όλα ζήτημα καλλιέργειας, ζήτημα “κουλτούρας” με την πλατύτερη έννοια που έχει η λέξη), και ονομάζει τη φυσιολογική παιδεία αυτών των ανθρώπων “πολιτική προπαγάνδα”. (...) Απόκριση σ’ αυτό το αίτημα της συνείδησης περίμενα να βρω στο άρθρο σου, Γιώργο. Θα μου πεις: δεν ήταν το θέμα μου – έπρεπε να είναι κι αυτό».


Η επιστολή Καραγάτση (31.12.1954)


Αγαπητέ Γιώργο,


Αργά διάβασα το περί Κύπρου άρθρο σου στην «Καθημερινή». Χρέος μου να σε συγχαρώ για τη νηφαλιότητα των απόψεών σου. Το ότι δεν συμφωνώ σε πολλά σημεία (ιδίως σε ό,τι αφορά την προϊστορία των ελληνο-βρετανικών σχέσεων) δεν έχει σημασία. Ο αγοραίος όμως τρόπος –ο ενθυμίζω δηλιγιαννική πολιτική σαπρία– με τον οποίο έγινε ο εσωτερικός και ο εξωτερικός χειρισμός ενός τόσο σοβαρού εθνικού ζητήματος με έκανε, πολλές φορές, να αηδιάσω. Μισώ το πεζοδρόμιο. Μισώ την ψευδορρητορική πομφόλυγα. Μισώ την επιπόλαια ταρταρινική προκλητικότητα, που μας γελοιοποιεί ανεπανόρθωτα στη διεθνή γνώμη. Με κάτι τέτοιες ευτράπελες μπαλαφάρες ο παλαιοκομματισμός χαντάκωσε τις εθνικές μας επιδιώξεις, τον περασμένο αιώνα. Δυστυχώς η βρετανική πολιτική υπέθαλπε, στην Ελλάδα, αυτή την ευτράπελη πολιτική ατμόσφαιρα, που τόσο εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της. Όταν όμως οι Άγγλοι είδαν πως ο Ελευθέριος Βενιζέλος έδωσε τη σφραγίδα της σοβαρότητας στην πολιτική ζωή μας (και πως συνεπώς τα διαλυτικά τεχνάσματά τους δεν έπιαναν πια τόπο) με πολιτική ευστροφία αξιοθαύμαστη επήραν την Ελλάδα στα σοβαρά, και την οδήγησαν στην Τσατάλτζα και στη Σμύρνη. Όταν πάλι ξαναγινήκαμε πολιτικώς ευτράπελοι, οι Βρετανοί ξαναγύρισαν στην παλιά διαλυτική πολιτική τους. Και γεννιέται το ερώτημα: φταιν οι Βρετανοί που μας διαλύουν πολιτικώς; Ή εμείς που προσφερόμεθα βλακωδέστατα στη διαβρωτική επενέργεια των Βρετανών; Οι Άγγλοι κάνουν τη δουλειά τους· κι όπως ξέρεις, στις business συναισθηματισμοί δεν στέκονται...


Στο ζήτημα της Κύπρου έχουμε όλο το δίκιο με το μέρος μας. Μέσα στο σημερινό κυρίαρχο κλίμα της δημοκρατίας και της αυτοδιαθέσεως των λαών, ένας ήρεμος και σοβαρός πολιτικός χειρισμός θα μας οδηγούσε –αργά ίσως αλλά ασφαλώς– στην επιτυχία. Προτιμήσαμε το πεζοδρόμιο, τον κούφιο ψευδολυρισμό και τις φωνασκίες χυδαίων ρασοφόρων και ηλίθιων καθηγητάδων ενός δήθεν Πανεπιστημίου. Έτσι, γενήκαμε καταγέλαστοι. Σκατά!


Δικός σου


Μ. Καραγάτσης


Πηγή: εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (11 Ιανουαρίου 2009)

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

Ε. Χ. Γονατᾶς-Ἐπιστολὴ στὸν Νίκο Ἐγγονόπουλο

 «Πάντοτε, κάθε φορὰ ποὺ ἐπληροφορούμην ἀπὸ τὰ διαβάσματά μου ὅτι στὴν Κηφισιὰ εἶχαν πατήσει τὸ πόδι τους ἄλλοτε ὁ Φλωμπέρ, ἄλλοτε ὁ Λόρδος Βύρων καὶ ἄλλοτε ὁ Ἀρθοῦρος Γκομπινώ, καταλαμβανόμουν ἀπὸ μία ἀπερίγραπτη, καὶ τρομερὴ ὑπερδιέγερση ποὺ διαρκοῦσε μέρες. Ἡ φαντασία μου ἀποχαλινωνόταν, καὶ μὲ τὴ βοήθεια παλιῶν τοπογραφικῶν χαρτῶν προσπαθοῦσα νὰ ἐξιχνιάσω ἀπὸ τὶς διηγήσεις τους, ποὺ τὶς ἐφήρμοζα ὕστερα στὸ χάρτη, ἀπὸ ποιὸ σημεῖο τῆς Κηφισιᾶς ἀκριβῶς εἶχαν περάσει, ποῦ εἶχαν σταθεῖ, καὶ μήπως τυχὸν πέρασαν ἐκεῖ ποὺ εἶναι σήμερα τὸ περιβόλι μου, καὶ στὴ σκέψη αὐτή, ὅτι μπορεῖ νὰ πάτησαν ἐδῶ ποὺ πατάω σήμερα ἐγὼ τρελλαινόμουν ἀπὸ ἀγαλλίαση».


[πηγή: Ε. Χ. Γονατᾶς, Ἐπιστολὴ στὸν Νίκο Ἐγγονόπουλο, Κατάλογος 24, Στιγμή, Ἀθήνα 2009, σελ. 23-24]

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

Νίκος Καββαδίας- Γράμμα στη Φραντζέσκα Ιωάννου Λαγωνίκα

Νήστεψα για να μπορέσω να σου γράψω τούτο το γράμμα. Και προσευχήθηκα. Ο ειδωλολάτρης. Εκείνη η μικρή κάρτα που έλαβα ήταν γιομάτη από ένα κόσμο. Από χιλιάδες κόσμους. Πρώτη φορά πήρα ένα τέτοιο δείγμα ανθρωπιάς, καλοσύνης! Το φύλαξα. Θα το φυλάω, θα με προστατεύει. Το πρωινό σου τηλεφώνημα ήταν κάτι χαρμόσυνο. Μ' έκανε να φύγω για το πρώτο φετινό ταξίδι πιο ήρεμος, πιο καλός και τιμιότερος. Ταλαιπωρήθηκα στην Αθήνα. Έφυγα χρεώστης. Για πρώτη μου φορά δε μου φταίει κανείς. Εγώ φταίω που καμιά φορά (σπάνια) ξεγελιέμαι και πιστεύω για μια στιγμή πως η ζωή είναι όμορφη. Βρίσκω καλό κι ό,τι δεν είναι και τα κάνω μούσκεμα και θολό νερό. Όμως μόλις βγήκαμε τα "Σαράντα κύματα" έριξα ένα μπουγέλο θάλασσα από την κορυφή ως τα νύχια. Τρεις ανθρώπους γνώρισα να περπατάνε στέρεα στα δυο τους πόδια. Ο ένας ήταν Μαλαίσιος, ο άλλος Εγγλέζος. Ο τρίτος ήταν ο άντρας σου. Δεν πίστευαν καθόλου τα ίδια πράγματα. Δεν γνωρίζονται όμως μοιάζουν και οι τρεις στη λεβεντιά, τη δύναμη και την καλοσύνη. Θα ξανάρθω να σας δω, να καθίσουμε σε κείνο το φωτεινό δωμάτιο με το τζάκι και θα σου πω παραμύθια. Δε θα σε κουράσω. Όμως θα σε κάνω να νυστάξεις και κατόπι θα φύγω περπατώντας ξυπόλυτος. Τα σκυλιά σου θα με πάνε ως την εξώπορτα και θα μου γλείφουν τα χέρια γιατί θα καταλαβαίνουν την αγάπη μου για όλους σας.

Ο πιο αφοσιωμένος φίλος σου Κόλιας.


 ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΛΑΣΑΚΗΣ: ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, Ο ΑΡΜΕΝΙΣΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023

Ο Gustave Flaubert στην ερωμένη του Louise Colet τον Αύγουστο του 1846

Ιούλιος 1846

Είμαι δεμένος στο σώμα σου σαν άγριο σκυλί σε πάσσαλο και αλυχτάω, όχι γιατί θέλω να λευτερωθώ και να το σκάσω, αλλά επειδή σαν σε φέρνουνε σε μένα μια ώρα αρχύτερα να κόψω με τα δόντια μου τις σάρκες σου, αυτές που ντύνεσαι για να είσαι όπως πρέπει μπροστά στους τρίτους. Το πάθος μου για σένα συγκρίνεται μονάχα με ένα μάτσο απρέπειες μη εξημερωμένου ζώου. Θέλω να σε απολαύσω αργά. Θα μένω λοιπόν κάμποσο νηστικός. Θα αφήνω την πείνα μου να ξαναμεγαλώνει σαν κλαδεμένο κλαρί, για να σε ευχαριστηθώ πάλι από την αρχή. Δεν θα σε λυπάμαι που θα κείτεσαι κι εσύ αιχμαλωτισμένη. Θα σε ποδοπατάω. Κανείς δεν λυπάται κάτι το θεϊκό. Κανείς δεν δείχνει ευσπλαχνία για το αναίτια υπέροχο. Θα τα υποστείς όλα μέχρι να γιατρευτεί η λύσσα του έρωτά μου.

Αύγουστος 1846

Θα σε σκεπάσω με έρωτα την επόμενη φορά που θα ιδωθούμε. Τα χάδια θα έχουν έκταση. Θα σε μπουκώσω με όλες τις χαρές της σάρκας μέχρι να λιποθυμήσεις, να πέσεις να πεθάνεις. Θέλω μαζί μου να τα χάσεις ολότελα και να ομολογήσεις κρυφά στον εαυτό σου ότι ποτέ δεν είχες τολμήσει να ονειρευτείς τέτοιο παραλήρημα.

Όταν γεράσεις, θέλω να νοσταλγείς αυτές τις λίγες ώρες, θέλω να ανατριχιάζεις ολόκληρη από την παλιά χαρά όταν στον νου σου θα τη φέρνεις.

Ιανουάριος 1854

Δεν θα με κουράσουν ποτέ οι συναντήσεις μας. Μπορεί ο άνθρωπος να χορτάσει το νερό; Μπορεί το χορτάρι να βαρεθεί τον ήλιο; Μπορεί η κορυφή του ψηλού βουνού να θελήσει να τινάξει από πάνω της το παγωμένο χιόνι; Εσύ αγάπη μου, είσαι απ’ τις ανάγκες η πιο ζωτική. Δεν έχεις τίποτα απ’ τις άλλες – όλες μαζί – να ζηλέψεις.

Πηγή: https://perithorio.com/

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

Fyodor Dostoevsky - Επιστολή στη Ν. Ντ. Φονβίζινα, 20 Φεβρουαρίου 1854, Ομσκ

Θα σας πω για τον εαυτό μου ότι είμαι παιδί του αιώνα μου, παιδί της απιστίας και της αμφιβολίας,ως αυτή τη στιγμή που σας μιλάω και το (γνωρίζω αυτό) ως τον τάφο. Τι φοβερά βάσανα μου κόστισε και μου κοστίζει ακόμα και τώρα αυτή η επιμονή μου να πιστεύω, που είναι τόσο δυνατή μέσα στη ψυχή μου, όσο περισσότερα είναι εντός μου τα εναντίον της επιχειρήματα. Παρ' όλα αυτά ο Θεός μου στέλνει μερικές φορές κάποιες στιγμές όπου είμαι απολύτως γαλήνιος. Αυτές τις στιγμές αγαπώ και νιώθω ότι αγαπιέμαι από τους άλλους. Σ' αυτές τις στιγμές έστησα μέσα μου ένα σύμβολο πίστης μέσα στο οποίο τα πάντα για μένα είναι τόσο καθαρά και αγαπημένα. Το σύμβολο αυτό είναι πολύ απλό. Ιδού: πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο, πιο βαθύ, πιο ελκυστικό, πιο λογικό, πιο ανδρείο, και πιο τέλειο από τον Χριστό, κι όχι μόνον δεν υπάρχει, αλλά και με παθιασμένη αγάπη επαναλαμβάνω ότι δεν μπορεί να υπάρξει. και δεν φτάνει μόνον αυτό, αλλά και αν κάποιος καταφέρει να μου αποδείξει ότι ο Χριστός είναι έξω από την αλήθεια και αποδειχτεί πραγματικά ότι η αλήθεια είναι έξω από τον Χριστό, τότε εγώ θα ήθελα να μείνω με τον Χριστό παρά με την αλήθεια.

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Εγώ ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Εκμυστηρεύσεις και Στοχασμοί, Πάνος Σταθόγιαννης (επιμέλεια και μετάφραση), Printa 2011.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Δύο γράμματα αγάπης της Έμιλι Ντίκινσον προς τη Σούζαν Γκίλμπερτ


Επιστολή 77
προς τη Σούζαν Γκίλμπερτ, πιθανόν Φεβρουάριος 1852
Ευχαριστώ τις αγαπημένες μικρές χιονονιφάδες, που πέφτουν σήμερα και όχι κάποια αδιάφορη καθημερινή, όταν ο κόσμος και οι φροντίδες του κόσμου θα έβαζαν τα δυνατά τους να με κρατήσουν μακριά από τη φευγάτη μου φίλη — κι ευχαριστώ κι εσένα, αγαπημένη μου Σούζι, που δεν κουράζεσαι ποτέ από μένα, ή τουλάχιστον ποτέ δεν μου το λες, και που όταν ο κόσμος είναι ψυχρός, κι η καταιγίδα αναστενάζει τόσο μελαγχολικά, είμαι βέβαιη πως έχω ένα γλυκό καταφύγιο, ένα κρησφύγετο από την καταιγίδα! Χτυπούν οι καμπάνες, Σούζι, στο βορρά και στην ανατολή, και στο νότο, κι η καμπάνα του δικού σου χωριού, κι οι άνθρωποι που αγαπούν το Θεό, ανυπομονούν να πάνε στην εκκλησία· εσύ μην πας Σούζι, όχι στη δική τους συνάθροιση, μα έλα μαζί μου αυτό το πρωινό στην εκκλησία μες στις καρδιές μας, εκεί που οι καμπάνες δεν σταματούν να χτυπούν, κι ο ιεροκήρυκας που τον λένε Αγάπη – θα μεσολαβήσει εκεί για εμάς!
Θα πάνε όλοι εκτός από εμένα, στο συνηθισμένο οίκο συνάθροισης, να ακούσουν το συνηθισμένο κήρυγμα· η δριμύτητα της καταιγίδας είχε την ευγένεια να με καθηλώσει· και καθώς κάθομαι εδώ Σούζι, μόνη με τους αέρηδες κι εσένα, νιώθω βασιλικά όπως παλιά κι ακόμα περισσότερο, επειδή γνωρίζω πως ούτε φτωχοδιάβολος δεν θα εισβάλει σε αυτή τη μοναξιά, αυτή τη δικιά μας γλυκιά Κυριακή. Και σε ευχαριστώ για το πολυάκριβό σου γράμμα, που ήρθε τη νύχτα του Σαββάτου, όταν όλος ο κόσμος ήταν ασάλευτος σε ευχαριστώ για την αγάπη που μου έφερε, και για τις χρυσαφένιες του σκέψεις, και τα αισθήματα πετράδια απαράλλακτα, που ήμουν σίγουρη πως μάζεψα ολόκληρα καλάθια με μαργαριτάρια! Θρηνώ αυτό το πρωινό, Σούζι, που δεν έχω κανένα γλυκό ηλιοβασίλεμα πρόχειρο να σου επιχρυσώσω μια σελίδα, ούτε κανέναν όρμο τόσο γαλάζιο – ούτε καν μια καμαρούλα ψηλά—ψηλά πάνω στον ουρανό, σαν τη δική σου, να μου δώσει ουράνιες σκέψεις, να τις δώσω σ’ εσένα. Ξέρεις πως πρέπει να σου γράψω, κάτω, κάτω στο γήινο πεδίο – κανένα ηλιοβασίλεμα εδώ, κανένα άστρο ούτε καν ένα κομμάτι λυκόφως να μπορέσω να το κάνω ποίημα – και να σου στείλω! Ωστόσο, Σούζι, θα υπάρχει ρομάντζο στο ταξίδι του γράμματος σε σένα – σκέψου τους λόφους και τα λαγκάδια, και τα ποτάμια που θα περάσει, και τους οδηγούς και τους επόπτες της αμαξοστοιχίας που θα σπεύσουν να στο φέρουν· και πες μου δεν θα είναι ένα ποίημα απ’ αυτά που όμοιό του δεν γράφεται; Σε σκέφτομαι αγαπημένη Σούζι, τώρα, δεν ξέρω πώς ή γιατί, αλλά όλο και πιο τρυφερά με το πέρασμα κάθε μέρας, κι ο γλυκός μήνας της υπόσχεσης σιμώνει όλο και πιο πολύ· κι ο Ιούλιος μου φαίνεται τόσο αλλιώτικος – κάποτε φαινόταν στεγνωμένος και ξερός – και καθόλου δεν τον αγαπούσα λόγω της ζέστης του και της σκόνης· μα τώρα Σούζι, ο μήνας όλου του χρόνου ο καλύτερος· προσπερνώ τις βιολέτες – και την πρωινή δροσιά, και το πρώιμο Ρόδο και τους Κοκκινολαίμηδες· θα τα ανταλλάξω όλα αυτά με τη λάβρα και την καυτή μεσημβρία, όταν θα μπορώ να μετρώ τις ώρες και τα λεπτά μέχρι να έρθεις – Ω Σούζι, συχνά σκέφτομαι πως θα δοκιμάσω να σου πω πόσο πολύ πολύτιμη είσαι, και πως όλο σε ψάχνω, μα οι λέξεις δεν έρχονται, αν κι έρχονται τα δάκρυα, και κάθομαι απογοητευμένη – ωστόσο λατρεμένη μου, τα ξέρεις όλα αυτά – τότε γιατί προσπαθώ να σου τα πω; Δεν ξέρω μα όταν σκέπτομαι τους αγαπημένους μου, χάνεται όλη μου η λογική, και πράγματι φοβάμαι μερικές φορές πως πρέπει να φτιάξω ένα νοσοκομείο για τους αθεράπευτα παράφρονες, και να με αλυσοδένω εκεί κάτι τέτοιες στιγμές, για να μη σε πληγώσω.
Πάντα όταν λάμπει ο ήλιος, και πάντα όταν έχουμε καταιγίδα, και πάντα πάντα Σούζι, σε θυμόμαστε, και τι άλλο υπάρχει εκτός από το να θυμόμαστε; Δεν θα σου πω, επειδή ξέρεις! […] Αγαπημένη μου Σούζι, όλα σου τα γράμματα περιέχουν πράγματα γλυκά και πολλά για τα οποία θα μπορούσα να μιλήσω, μα ο χρόνος λέει όχι – ωστόσο μη νομίζεις πως τα ξεχνώ – Ω όχι – είναι ασφαλή στο σεντουκάκι τους που δεν μαρτυρά τα μυστικά τους — δεν τα φτάνει ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά – μα όταν η ώρα που ονειρευόμαστε – φτάσει – τότε Σούζι, υπόσχομαι να τα φέρω, και θα περάσουμε ώρες φλυαρώντας και φλυαρώντας για αυτά – εκείνες οι πολύτιμες θύμησες φίλων – πόσο τις αγαπούσα, και πόσο τις αγαπώ τώρα – τίποτα εκτός από τη Σούζι την ίδια δεν μου είναι ούτε κατά το ήμισυ τόσο αγαπητό. Σούζι δεν σε ρώτησα αν είσαι εύθυμη και καλά – και δεν μπορώ να σκεφτώ γιατί, εκτός από το ότι υπάρχει κάτι αέναο σε εκείνους που πολυαγαπάμε, αθάνατη ζωή και σφρίγος· πράγματι μοιάζει πως όλες οι αρρώστιες και συμφορές, θα τρέπονταν σε φυγή, δεν θα αποτολμούσαν να τους βλάψουν, και Σούζι, παρόλο που σε παίρνουν από εμένα, σε κατατάσσω με τους αγγέλους, και ξέρεις η Βίβλος μας λέει – «οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον». Μα αγαπημένη Σούζι, είσαι καλά, και γαλήνια, γιατί δεν θέλω να σε κάνω να κλάψεις λέγοντας, είσαι ευτυχισμένη; Μη δίνεις σημασία στη μουτζούρα, Σούζι. Είναι επειδή δεν κράτησα την αργία της Κυριακής!
***
----------
Επιστολή 868
προς τη Σούζαν Γκίλμπερτ, αρχές Οκτωβρίου 1883
Αγαπημένη Σου –
Το Όραμα της Αθάνατης Ζωής εκπληρώθηκε –
Τελικά πόσο απλά έρχεται η Βαθεία Αντίληψη! ὁ ἐπὶ τόπον Πλέων κι όχι η Θάλασσα, ανακαλύπτουμε πως μας αποσβολώνει.
Ο Γκίλμπερτ αγαλλίαζε στα Μυστικά –
Η Ζωή του μ’ αυτά λαχάνιαζε – Με τι φοβέρα Φωτός, κραύγαζε «Μην το πεις, Θεία Έμιλυ!» Τώρα ο αναληφθείς Συμπαίκτης μου οφείλει να καθοδηγήσει εμένα. Δείξε μας, πολυλογά Μέντορα, την Οδό προς εσέ και μόνο!
Μίζερη στιγμή δεν έζησε – γεμάτη Θεία Δώρα η Ζωή του – τα Παιχνίδια του πιο ξέφρενα απ’ του Δερβίση ήτανε –
Τούτο το πλάσμα Χάση δεν ήτανε – Ταξίδευε απ’ τη Φέξη –
Τέτοιο ζύγιασμα των φτερών, δεν έδυσε ποτέ –
Τον βλέπω στ’ Άστρο, και συναπαντώ τη γλυκιά του γρηγοράδα σ’ όλα τα πετούμενα – Σάλπιγγα η Ζωή του, που ξελαρυγγιάζεται ως να σβήσει, Ηχώ η Ελεγεία του – έκσταση το Θρηνητικό του Άσμα –
Χάραμα και Μεσημβρία μαζί.
Για ποιο λόγο να περιμένει, αδικημένος μόνο απ´ τη Νύχτα, που σε μας την άφησε –
Δίχως κανένα στοχασμό, ο μικρός μας Αίας μετρά σπιθαμή προς σπιθαμή το σύμπαν –
Πέρνα στο Ραντεβού σου με το Φως,
Δίχως λαβωματιά εσύ λαβωμένοι εμείς –
Τσαλαβουτάμε αργά προς το Μυστήριο
Που εσύ δρασκέλισες με μιας!
Έμιλι.
----------------
Μετάφραση επιστολών: Φρόσω Μαντά, από τη σελίδα CΑTISART

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

Νίκος Εγγονόπουλος - Γράμματα στη Λένα

 


                                                                                                  Αθήνα, 25 Ιουλίου 1959
Λενούλα μου, λατρεία μου,
Σ' αγαπώ τόσο, μα τόσο πολύ, αγάπη μου. Χαιρόμουνα όλη μέρα με την προσδοκία αυτής της στιγμής που θα'ρχόμουν κοντά σου. ... Σήμερα σ' έβλεπα δεν ξέρω πώς (να σ' έβλεπα έτσι, μέσα στα μάτια, μέσα από τα μάτια) να περνάς στη Μαρίνα Γκράντε, και μου σφίγγονταν η καρδιά. ... Κι είμαι κοντά σου, είμαι κοντά σου, είμαι πολύ κοντά σου σου λέω, πάντα, παντού, αλλά τι κρίμα που δε σ' αγγίζω, που δε σε βλέπω.... Και σου εύχομαι μέσα απ' τα τρίσβαθα της ψυχής κάθε χαρά, κάθε ευτυχία, όπως σου αξίζει. Να ξεκουραστείς, να διασκεδάσεις, να χαρείς νέους τόπους. Κι εγώ θα είμαι παντού, και πάντα, χωρίς να σ'ενοχλώ, κοντά σου, κι όλο και πιο και πιο κοντά σου, κοντά σου. Και γιατί και μόνο κοντά σου είναι η Ευτυχία, η Χαρά, η Ζωή. Γιατί εσύ είσαι η Ευτυχία, η Χαρά, η Ζωή. ... Τα σμαράγδια των φωτεινών ματιών σου, λατρεία μου, ... Σ΄αγαπώ τόσο πολύ, αγάπη μου, που θα 'θελα να μπορούσα, σας τον Δημητράκη (πρόκειται για τον ανεψιό της Λένας) να πηγαίνω να κλαίω πάνω στο κρεββάτι σου, τώρα που λείπεις.
Φιλώ τα πόδια σου τα λατρευτά
                                                                                                                                Νίκος


                                                                                              Αθήνα, Δευτέρα βράδυ, 27-7-1959
Λενούλα μου, λατρεία μου,
Σ' αγαπώ τόσο πολύ, αγάπη μου, και φοβούμαι μη σε κουράζω είτε με την παραλαβή τους είτε με τα ίδια μου τα γράμματα..... Δε θέλω να σε κουράσω άλλο. Από τα πολλά όμως, τα πάρα πολλά που έχω να σου πω, άφησε να σου πω τουλάχιστον πως δεν υπάρχει πιο μεγάλη ευτυχία, στον κόσμο, προ πάντων για άνθρωπο άκρως και αυστηρά απόλυτο, από του να σ' αγαπά. Μόνο αυτός που δεν μπορούσε να βρει ικανοποίηση με τα μέτρια και τα ταπεινά που προσφέρονται γύρω, και για τα οποία τόσος γίνεται λόγος (!), μόνον αυτός είχε το δικαίωμα να πλησιάσει την τελειότητα της ομορφιάς σου και την καθαρότητα της υπερήφανης σκέψης σου, αυτός το λαμπρό φως το δικό σου, και να θαμπωθεί. Τώρα μόνο καταλαβαίνω την πορεία της εδικιάς μου ζωής, όπου όλα την οδηγούσαν στη στιγμή που θα σε πλησίαζα, να σε γνωρίσω και να σε λατρέψω. Η μόνη μου γαλήνη είναι ότι αυτό το δικαίωμα να σ'αγαπώ μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής, δεν μπορεί να μου το αμφισβητήσει και να μου το αφαιρέσει κανείς.
Σ' αγαπώ.
                                                                                                                                   Νίκος

                                                                                                                     Αθήνα, 30-7-1959
Λενούλα μου, λατρεία μου,
Θα ήθελα να μην ξεχνούσες ποτέ το πόσο πολύ σ' αγαπώ, αγάπη μου. Σ' ευχαριστώ απείρως για τα λογάκια σου και την κάρτα που έλαβα σήμερα. .... Άλλωστε μόνο εσύ μπορείς και μου δίνεις τη γαλήνη. .... Λενούλα, πολλοί σ' αγάπησαν, και πολλοί θα σ' αγαπήσουν. Αλλά εγώ είμαι εκείνος που θα σ' αγαπά πάντα με την ίδια ένταση, από μακριά ή από κοντά, αποκλειστικά, με πάθος βουβό και παράφορο, βαθειά, οδυνηρά, όπως αξίζει στο πλάσμα το προνομιούχο, στο θαύμα που είσαι συ. Δε θα φιλήσω ποτέ αρκετά τα πόδια σου. Συγχώρεσέ με...
                                                                                                                                    Νίκος

                                                                                                                    Αθήνα, 5 Αυγούστου 59
Λενούλα μου, λατρεία μου,
Τι ευτυχία να βρίσκομαι κοντά σου. Γιατί σ' αγαπώ τόσο, μα τόσο πολύ, αγάπη μου. Μακρινή, φευγαλέα μου αγάπη! ... Τώρα, τώρα ακριβώς, κλείνω τα μάτια και βλέπω το φως που εκπέμπεις, τα ωραία φωτεινά σου μάτια, τα χρυσά σου μαλλάκια πάνω στο σοφό μέτωπο, τα χεράκια σου, τα πόδια σου, όλη την τόσο κομψή, την τόσο κοριτσίστικη σιλουέττα σου. Είσαι η Ζωή, κι η αγάπη είναι τόσο βαρειά, Λένα, Λένα μου, λατρευτή μου Λένα. Συ που ξέρεις και μεταδίδεις αυτή την κοριτσίστικη χάρη και κομψότητα και στα λατρευτά σου γράμματα με τις μεγάλες μπλε κόλλες και την ελεύθερη, χαριτωμένη γραφή. Με κάνουν τόσο ευτυχισμένο, και μου θυμίζουν πόσο τιποτένιος είμαι κοντά σου. Τόσο ευτυχισμένος όμως. Στο ξαναλέω, όλη μου η ζωή, κι ό,τι έκαμα στην περιοχή της τέχνης, έδειχνα την πορεία μου προς ΕΣΕΝΑ, τον πόθο μου, την ανυπομονησία μου, τις ελπίδες, τις απελπισίες μου, τη λύσσα μου. Κάθε ποίημα, ό,τι ζωγράφισα, είτανε για σένα. Γι' αυτά και μόνο άξιζε η ζωή μου. Και τώρα, τι ευτυχία, ζω και θα ζήσω μόνο για σένα, κοντά στο φως σου, στη χάρη σου, στην ομορφιά και στη δικαιοσύνη σου. Και να μην έχεις τον παραμικρό φόβο πως θα σ'ενοχλήσω: το ξέρεις πως είμουνα και θα είμαι ευτυχής και με τα μόνα ίχνη των βημάτων σου. Σε λατρεύω τόσο, λατρεία μου, αγνό, φωτεινό μου κορίτσι.
                                                                                                                                  Νίκος
Υ.Γ. Μην τραβιέσαι, φιλώ τα χείλια σου τα γλυκά.
                                                                                                                                  Νίκος

                                                                                                                                  Αθήνα, 8-8-59
Λενούλα, λατρεία μου,
Σ' αγαπώ τόσο πολύ αγάπη μου, γλυκό, χρυσό μου κοριτσάκι. ... Ώστε μου μαύρισες, άσπρο μου τριανταφυλλάκι, άσπιλη, απαλή μου γαρδένια; Μα εγώ ακουμπώ το βαρύ μου κεφάλι, τα φλογισμένα μου μάγουλα πάνω στ' άσπρα σου τα γόνατα, και σε πίνω ολόκληρη μέσα στ' άρωμα του Balenciaga, και σε λατρεύω, και σ' ευχαριστώ ολόψυχα για την τόση σου ομορφιά και την τόση σου καλοσύνη. ... Μην το ξεχνάς ότι Εσύ είσαι η μόνη, η αποκλειστική μου σκέψις. Το ξέρεις πως δεν έχω τίποτα άλλο στον κόσμο, στη ζωή, εκτός από Σένα. Κι είσαι τόσο υπέροχη, τόσο απόλυτα τέλεια, τόσο θεία, που έπαθα αυτόν τον βαθύ νευρικό και σωματικό κλονισμό, από τον οποίο λέω ότι συνέρχομαι λίγο-λίγο, τόσο κοντά σου, και ταυτόχρονα τόσο μακριά σου, για να μπορέσω απερίσπαστα πια, εξοικειωμένος με την ευτυχία, να σου αφιερωθώ με όλη μου την ψυχή και μ' όλο μου το σώμα. ... Λενούλα μου, λατρεία μου. Και μη μ'ευχαριστείς, σε παρακαλώ, ποτέ πια για τα γράμματά μου: δεν είναι άλλωστε ούτε ωραία, είναι μόνο αληθινά! Εγώ πρέπει να σ' ευχαριστήσω που μου επιτρέπεις να σου γράφω, κι όπως λέω ότι κατάλαβα, ότι τώρα μου επιτρέπεις να σου γράφω κάθε μέρα, μου επιτρέπεις να 'ρχομαι κάθε μέρα κοντά σου, να σου λέω κάθε μέρα τη θερμή, τη φλογερή μου λατρεία για το μόνο κορίτσι που υπάρχει στον κόσμο.
Όσο για τους φίλους, η συμπάθεια, η συνήθεια με φέρνουν κοντά τους. Αλλά ούτε μ' ενδιαφέρει να τους ερμηνέψω, ούτε έχω καιρό να ελέγχω τι λεν, τι θέλουν, ή τι κάνουν. Προχτές είμουνα σπίτι τους, και κάτι μου έλεγαν. Κι εγώ σε ζητούσα, Εσένα, παντού, στο χαμηλό ντιβάνι πλάι απ' τη μικρή λάμπα, στο ντιβάνι πλάι απ' την μπαλκονόπορτα, ξαπλωμένη στην πολυθρόνα στο μπαλκόνι, με τα χρυσά σου πέδιλα, να μου γελάς με τα φωτεινά σου μάτια. Όσο για τα γαρύφαλα, τώρα στ'αποκαλύπτω: είμουνα γω, με τη μορφή τους, που είχα έρθει να σε παρακολουθώ ύπουλα και ζηλιάρικα, μέχρι την πιο ιδιαίτερή σου intimite, μέχρι μέσα στο ίδιο σου το δωμάτιο, ίσαμε τη μέρα που πέταξες και το τελευταίο. ....

Σε λατρεύω λατρεία μου. Αγάπη μου, πες το μου, δε θα μ' αφήσεις ποτέ, δεν είν' έτσι; Φιλώ τα ματάκια σου, τα χειλάκια σου, τα χεράκια σου, τα γόνατά σου, τα πόδια σου.

Σε λατρεύω
                                                                                                                                     Νίκος


                                                                                              [Καβάλα] Τετάρτη βράδυ [27-5-1964]
Λένα μου,

Δρόμο παίρνω, δρόμ' αφήνω, όπως στα παραμύθια. Δεν αποκλείεται αυτό το γράμμα να φτάσει στο σπίτι μετά την επιστροφή μου. .....

Επέστρεψα στο ξενοδοχείο για να σου γράψω βιαστικά για να μην μου παραπονιέσαι.
Στιγμή δεν μου φεύγετε απ' το νου, πρώτα εσύ, αμέσως μετά η Ερριέττη.
Να ξέρεις πόσο πολύ σ' αγαπώ, Λένα μου.
Δε βλέπω τη στιγμή πότε θα τελειώσει αυτή η περιπέτεια. "Κάλλιο να ζω σκλάβος κοντά σου, παρά να βασιλεύω μακριά σου", το θυμάσαι;
Σας φιλώ πολύ, πολύ, πρώτα εσένα, αμέσως μετά την Ερριέττη μας.
Με όλη μου την αγάπη
                                                                                                                                    ο Μπαμπάς

                                                                                                  Καβάλα, Σάββατο βράδυ [11-7-1964]
Λένα μου,
Πώς πέρασε ήδη τόσος καιρός από την Κυριακή που ξεκίνησα! .... Χτες σας σκεφτόμουν νοερά σας παρακολουθούσα που ταξιδεύατε. ... Μόλις μου μένει χώρος να σας αγκαλιάσω και τις δυο σφιχτά σφιχτά και να σας φιλήσω πολύ πολύ, μ' όλη μου την αγάπη.
                                                                                                                                      ο Μπαμπάς

                                                                                                                Καβάλα, Πέμπτη, 23-7-[64]
Λένα μου,
Τώρα το απόγεμα μου έφεραν το γράμμα σου. Καλά που μεσολάβησε το τηλεφώνημά μου, γιατί αλλιώς θ' ανησυχούσα υπερβολικά. Έτσι, σκοπεύω κι αύριο το πρωί να σου ξανατηλεφωνήσω για να μάθω νέα σας, αν και το κάθε τηλεφώνημα εδώ προϋποθέτει μιαν ατέλειωτη διαδικασία. ...
Σας σκέφτομαι πάντα και είμαι συνεχώς κοντά σας. Φιλώ την κόρη μου στην χρυσή της κορφούλα και σε φιλώ κι εσένα, Λένα μου, πάρα πολύ.
Μ' όλη μου την αγάπη
                                                                                                                                             Νίκος

                                                                                                                 Αθήνα, 4 Αυγούστου 1964
Λένα μου,
Σήμερα το μεσημέρι ήρθε το γράμμα σου της Κυριακής. ... Αν έλαβες ήδη το χθεσινό μου γράμμα, θα επείστηκες ότι μπορείς να μείνεις ίσαμε τις 16. Μη στενοχωριέσαι για μένα. Εδώ βολεύομαι. Μια βδομάδα ακόμη δεν είναι και ζήτημα. Άλλωστε δεν είμαι και μόνος, αφού σας σκέφτομαι. ...
Στέλνω στην Ερριεττη μου όλα της τα φιλάκια κι ένα φιλάκι ιδιαίτερα για την κορφούλα. Σε φιλώ πολύ πολύ, Λένα μου.
Με όλη μου την αγάπη,
                                                                                                                                             

Νίκος

 ...και σ' αγαπώ παράφορα (επιστολές του Νίκου Εγγονόπουλου προς την Λένα), φιλολογική επιμέλεια: Νίκος Δασκαλόπουλος, εκδόσεις Ίκαρος.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

Arthur Rimbaud - απόσπασμα επιστολής του Ρεμπώ στον καθηγητή του Georges Izambard

Επιστολή: Σαρλεβίλ, 13 Μαϊου 1871 

Αγαπητέ Κύριε, 

Να δουλέψω τώρα; Ποτέ, ποτέ! Κάνω απεργία. 

Προς το παρόν ασωτεύω όσο γίνεται περισσότερο. Για ποιο λόγο; Θέλω να είμαι ποιητής, κι εργάζομαι να γίνω Προφήτης: δεν θα καταλαβαίνετε τίποτε απολύτως, κι ούτε σχεδόν μπορώ να σας το εξηγήσω. Θα πει, να φτάσεις στο άγνωστο μέσα απ' την απορρύθμιση όλων των αισθήσεων. Κόπος τεράστιος, μα πρέπει να 'σαι δυνατός, και γεννημένος ποιητής, κι εγώ το ΄χω νιώσει πως είμαι. Όχι, το λάθος δεν είναι δικό μου. Είναι λάθος να λέμε: Εγώ σκέφτομαι - θα 'πρεπε να λέμε: σκέφτεται κάποιος μέσα μου. - Συγγνώμη για το λογοπαίγνιο.
ΕΓΩ είν' ένας άλλος. Και κρίμα για το ξύλο που βρέθηκε να 'ναι βιολί, κι ας παν' να χαθούν οι άμυαλοι που λογομαχούν για ό,τι αγνοούνε τελείως!
Ένα ποίημα και πέντε επιστολές, μετάφραση: Στρατής Πασχάλης, εκδόσεις Γαβριηλίδη.

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Αντόν Τσέχωφ – Oι καλλιεργημένοι άνθρωποι

Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι σέβονται την ανθρώπινη ατομικότητα και γι' αυτό είναι πάντοτε συγκαταβατικοί, γελαστοί, ευγενικοί, υποχρεωτικοί. Δε χαλούν τον κόσμο για το σφυρί ή για τη γομολάστιχα που χάθηκαν... Δεν αγανακτούν για τους θορύβους ή το κρύο. Δέχονται με καλοσύνη τα χωρατά και την παρουσία ξένων ανθρώπων στο σπιτικό τους. Δεν συμπονούν μονάχα τους κατώτερους, τους αδύναμους και τις γάτες. Πονάει η ψυχή τους και για κείνο που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι... Είναι ντόμπροι και φοβούνται το ψέμα σαν τη φωτιά. Δεν λένε ψέματα ακόμα και για τιποτένια πράγματα. Το ψέμα προσβάλλει εκείνους που το ακούνε και ταπεινώνει στα μάτια τους εκείνους που το λένε. Δεν παίρνουν ποτέ πόζα, στο δρόμο είναι όπως και στο σπίτι τους, δεν ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κατώτερου τους... Δεν είναι φλύαροι και δεν αναγκάζουν τον άλλο να ακούει τις εκμυστηρεύσεις τους όταν δεν τους ρωτάει. Δεν ταπεινώνονται για να κεντήσουν τη συμπόνια του διπλανού. Δεν παίζουν με τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής των άλλων για να κερδίζουν σαν αντάλλαγμα αναστεναγμούς και χάδια. Δεν λένε "εμένα κανείς δεν με καταλαβαίνει", ούτε "πουλήθηκα για πέντε δεκάρες", γιατί αυτά δείχνουν πως αποζητάν τις φτηνές εντυπώσεις. Είναι πρόστυχα τερτίπια, ξεθωριασμένα, ψεύτικα... Δεν είναι ματαιόδοξοι. Δεν τους απασχολούν τέτοια ψεύτικα διαμάντια όπως οι γνωριμίες με εξοχότητες.
Όταν κάνουν δουλειά που δεν αξίζει ένα καπίκι, δεν γυρίζουν με χαρτοφύλακα των εκατό ρουβλιών και δεν καμαρώνουν πως τάχα τους άφησαν να μπουν εκεί που δεν επιτρέπουν στους άλλους. Κι ο Κριλώφ ακόμα λέει πως το άδειο βαρέλι ακούγεται πιο πολύ από το γεμάτο. Αν έχουν ταλέντο, το σέβονται. Θυσιάζουν γι' αυτό την ησυχία τους, τις γυναίκες, το κρασί, την κοσμική ματαιότητα. Είναι περήφανοι για την αξία τους και έχουν συνείδηση της αποστολής τους. Αηδιάζουν από την ασχήμια και καλλιεργούν μέσα τους την ομορφιά. Δεν μπορούν να κοιμηθούν με τα ρούχα, δεν μπορούν να βλέπουν στο τοίχο κοριούς, να πατούν σε φτυσιές... Δαμάζουν όσο μπορούν και εξευγενίζουν το ερωτικό ένστικτο. Δεν κατεβάζουν βότκα όπου βρεθούν... Πίνουν μονάχα όταν είναι ελεύθεροι και τους δίνεται ευκαιρία... Γιατί τους χρειάζεται "γερό μυαλό σε γερό κορμί".
Τέτοιοι είναι οι καλλιεργημένοι άνθρωποι. Για να μορφωθεί κανείς και να μη στέκει χαμηλότερα από τους ανθρώπους που κινούνται στο περιβάλλον του, δε φτάνει να έχει διαβάσει Πίκγουικ του Ντίκενς ή να έχει αποστηθίσει το μονόλογο από τον Φάουστ... Εδώ χρειάζεται αδιάκοπη δουλειά, μέρα νύχτα, ακατάπαυστο διάβασμα, μελέτη, θέληση... Εδώ είναι πολύτιμη κάθε ώρα.
Διηγήματα, μτφρ.: Κυριάκος Σιμόπουλος, εκδόσεις Θεμέλιο
(Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από γράμμα στον νεότερο αδελφό του, τον ζωγράφο Νικολάι και παρατίθεται από τον μεταφραστή στον πρόλογο του βιβλίου.)
tsexof
  ~ Απόσπασμα από ένα γράμμα του Αντόν Τσέχωφ στον αδερφό του Νικολάι.

Κυριακή 7 Απριλίου 2019

Γράμμα στους διευθυντές των ασύλων για τους τρελούς, του Αντονέν Αρτώ


Στον πίνακά μου «Νυχτερινό καφενείο» προσπάθησα να εξηγήσω 
ότι το καφενείο είναι ένας χώρος που μπορείς να καταστραφείς, 
να τρελαθείς, ακόμη και να σκοτώσεις. Τέλος, προσπάθησα 
να εκφράσω τη δύναμη του σκοταδιού ενός καπηλειού, 
φέρνοντας σε αντίθεση το απαλό ροζ με το κόκκινο του αίματος 
και το κοκκινομόβ, το γλυκό πράσινο Luis XV 
και το βερονέζικο πράσινο, τα πρασινοκίτρινα και τα έντονα πρασινομπλέ, 
όλα αυτά μέσα σε μια ατμόσφαιρα καταχθόνιου καμινιού, ωχρού θειαφιού…
Βίνσεντ βαν Γκογκ προς τον αδερφό του Τεό, 23 Ιουλίου 1890
Η ζωγραφική του Βαν Γκογκ δεν επιτίθεται σε κάποιον κομφορμισμό ηθών, 
αλλά στον κομφορμισμό των ίδιων των θεσμών. Ακόμη και η φύση, 
με τα κλίματά της, τις παλίρροιές της και τις ισημερινές καταιγίδες της,
δεν μπορεί πια να κρατήσει την ίδια έλξη, μετά το πέρασμα του Βαν Γκογκ από τη γη. 
Ακόμη πιο έντονα, σε κοινωνικό επίπεδο, οι θεσμοί αποσυντίθενται 
και η ιατρική μοιάζει με πτώμα αχρησιμοποίητο και αλλοιωμένο, 
που παρουσιάζει τον Βαν Γκογκ σαν τρελό. 
Μπρος στη διαύγεια ενός Βαν Γκογκ που δουλεύει, 
η ψυχιατρική δεν είναι παρά ένα κλουβί με γορίλες, που από μόνοι τους ήδη, 
έχουν έμμονες ιδέες και συμπεριφέρονται σαν καταδιωκόμενοι, 
και για ν’ αντισταθμίσουν τα πιο φρικτά άγχη και την ανθρώπινη ασφυξία, 
χρησιμοποιούν μια γελοία ορολογία, προϊόν άξιο των ανάπηρων μυαλών τους
Αντονέν Αρτώ, «Βαν Γκογκ, ο αυτόχειρας της κοινωνίας»
(μτφρ.: Δέσποινα Ψάλλη)


O Αντονέν Αρτώ, υπήρξε για μεγάλο διάστημα της ζωής του έγκλειστος σε ψυχιατρικές κλινικές και χαρακτηρισμένος παράφρονας. Ίσως γι’ αυτό να κατατρεχόταν από πάντα, από μια ειδική ευαισθησία για τους έγκλειστους αυτής της κοινωνίας, όπως απέδειξε στη διάλεξή του για τον Βαν Γκογκ, στην οποία κατηγορούσε την κοινωνία ως τον ηθικό αυτουργό της αυτοκτονίας του ζωγράφου. Ή, στην προσπάθειά του να χρησιμοποιήσει την τέχνη ως ένα μέσο ψυχοθεραπείας, μέσα από το θέατρο της σκληρότητας.


Κύριοι,
Οι νόμοι, οι συνήθειες, σας παραχωρούν το δικαίωμα να μετράτε το πνεύμα. Αυτήν την κυριαρχική και φρικτή δικαιοδοσία, εξασκείτε με τη συμφωνία σας. Μη μας κάνετε να γελάμε. Η ευπιστία των πολιτισμένων λαών, των ειδικών, των κυβερνώντων, ξαναντύνει την ψυχιατρική με ανεξήγητα, υπερφυσικά φώτα. Το επάγγελμα που εσείς εξασκείτε έχει κριθεί εκ των προτέρων. Δεν σκεφτόμαστε να πραγματευτούμε εδώ την αξία τούτης της επιστήμης, μήτε την αμφίβολη πραγματικότητα των πνευματικών ασθενειών. Αλλά για κάθε εκατό υποτιθέμενες παθογένειες, όπου εξαπολύεται η σύγχυση της ύλης και του πνεύματος, για κάθε εκατό ταξινομήσεις, όπου οι πιο θωλές είναι επίσης οι μόνες χρησιμοποιήσιμες, πόσες ευγενείς προσπάθειες έχουν γίνει για να προσεγγιστεί ο εγκεφαλικός κόσμος, στον οποίο ζουν εκείνοι που εσείς έχετε φυλακίσει; Πόσοι από εσάς, για παράδειγμα, θεωρείτε ότι το όνειρο της πρώιμης άνοιας ή των εικόνων που το παρενοχλούν, είναι κάτι παραπάνω από μια σαλάτα από λέξεις;
Δεν εκπλησσόμαστε παρατηρώντας μέχρι ποιο βαθμό είστε κάτω από ένα καθήκον, για το οποίο προορίζονται μόνο πολλοί λίγοι. Μα εξεγειρόμαστε ενάντια στο παραχωρημένο σε συγκεκριμένους ανθρώπους -ανίκανους ή μη- δικαίωμα, να θεωρούν ολοκληρωμένες τις έρευνές τους στο πεδίο του πνεύματος, με μια ετυμηγορία ισόβιας κάθειρξης.
Και τι κάθειρξης! Είναι γνωστό -ποτέ δεν θα είναι γνωστά αρκετά- πως τα άσυλα, μακριά από το να είναι “άσυλα”, είναι τρομακτικές φυλακές, όπου οι κρατούμενοι παρέχουν δωρεάν και εύκολα εργατικά χέρια και όπου η κτηνωδία είναι κανόνας. Κι εσείς τα ανέχεστε όλα αυτά. Το ίδρυμα των αποξενωμένων, υπό την προστασία της επιστήμης και της δικαιοσύνης, είναι συγκρίσιμο με τους στρατώνες, τις φυλακές, τα μπουντρούμια.
Δεν αναφερόμαστε εδώ στις αυθαίρετες νοσηλείες, για να σας βγάλουμε από τον κόπο μιας εύκολης διάψευσης. Aλλα επιβεβαιώνουμε πως μεγάλο κομμάτι των τροφίμων σας -εξολοκλήρου τρελοί σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό- είναι, επίσης, υπό κράτηση αυθαίρετα. Και αρνούμαστε τα εμπόδια που βάζετε στο ελεύθερο ξετύλιγμα ενός παραληρήματος, τόσο νόμιμου και λογικού, όσο οποιαδήποτε άλλη σειρά ιδεών και ανθρώπινων πράξεων. Η καταστολή των αντικοινωνικών αντιδράσεων είναι τόσο χιμαιρική όσο και καταρχήν απαράδεκτη. Όλες οι ατομικές πράξεις είναι αντικοινωνικές. Οι τρελοί είναι κατ’ εξοχήν τα ατομικά θύματα της κοινωνικής δικτατορίας. Και στο όνομα τούτης της ατομικότητας, που είναι κληρονομιά του ανθρώπου, διεκδικούμε την ελευθερία τούτων των θαλαμιτών της ευαισθησίας, μιας και δεν είναι είναι αρμοδιότητα του νόμου η καταδίκη σε εγκλεισμό, όλων εκείνων που σκέφτονται και πράττουν.
Χωρίς να επιμένουμε στον πραγματικά ευφυή χαρακτήρα των εκδηλώσεων ορισμένων τρελών, στο μέτρο της ικανότητάς μας να τις εκτιμούμε, βεβαιώνουμε την απόλυτη νομιμότητα της πρόσληψης της πραγματικότητας από αυτούς, καθώς και όλων των πράξεων που απορρέουν από αυτή.
Ελπίζουμε πως αύριο το πρωί, την ώρα της ιατρικής επίσκεψης, θα το θυμηθείτε αυτό, όταν θα προσπαθείτε να συζητήσετε δίχως λεξικό με τούτους τους ανθρώπους, πάνω στους οποίους, αναγνωρίστε το, έχετε απλά την ανωτερότητα της δύναμης.
Αντονέν ΑρτώΔημοσιεύτηκε στο περιοδικό «La révolution Surréaliste» το 1925

Artaud BNF.jpg
(Antoine Marie Joseph Paul Artaud4 Σεπτεμβρίου 1896 - 4 Μαρτίου 1948