Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κάσσος Βαγγέλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κάσσος Βαγγέλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 16 Αυγούστου 2025

Βαγγέλης Κάσσος - Το τελευταίο βράδυ


από τότε που χάνεις 
το προνόμιο
να απογοητεύεσαι 
χάνεις τα πάντα
και πια
κάθε βράδυ σου
είναι το τελευταίο
σκεφτόταν
ο ποιητής της ήττας
Δημήτρης Δούκαρης
 καθώς τσούγκριζε 
το ποτήρι του
με τον θάνατο
κι αλλού ο νους του γύριζε 
να διαπράξει τα έσχατα

Πηγή: Η πείρα του θανάτου, Αθήνα: Ίνδικτος 2002.

Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

Βαγγέλης Κάσσος - Στο τέλος του παραμυθιού


στο τέλος του παραμυθιού 

αρχίζει ένας δρόμος

 χωρίς δέντρα

χωρίς βρυσούλα

να ξεδιψά ο διαβάτης 

κι ούτε ένα χάνι 

για ν' αλλάξει ο καβαλάρης 

το κουρασμένο άλογο


στο τέλος του παραμυθιού 

φυσά η σιωπή σαν θύελλα

 όχι σαν θύελλα

σαν τρυφερή μητέρα σκύβει

 σκεπάζει τις φωνές

που καίγονται στον πυρετό


Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΙΝΔΙΚΤΟΣ ΑΘΗΝΑ 2002


Βαγγέλης Κάσσος - Ο χρόνος που φέρνει το φως


η μνήμη φλυαρεί 
όπως το χελιδόνι 
στο ηλεκτρικό σύρμα
 στα ποδαράκια του σφίγγει
 το ρεύμα
τον χρόνο που φέρνει
το φως 
που σκοτώνει
όποιον αγγίζει
με μουσκεμένη 
την ψυχή


Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΚΑΚΤΟΣ ΑΘΗΝΑ 2002

Βαγγέλης Κάσσος - Ο δισταγμός και το φως



έξω από την άκτιστη φωλιά
 το πουλί ραμφίζει
το δισταγμό του 
ραμφίζει το φως
 μα είναι το φως 
σκληρότερο 
από το δισταγμό 
δεν ανοίγει
 τη στέγη του
ποτέ
στους φοβισμένους

Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΙΝΔΙΚΤΟΣ ΑΘΗΝΑ 2002

Βαγγέλης Κάσσος - Προανάκρουσμα

 
ακούστε με καλά εσείς οι μουσικές 
ντροπή σας
πώς επιτρέψατε σ' εκείνο το φρικτό τομάρι 
το άγος του Ακράγαντα τον Φάλαρι 
να κλείνει τους εχθρούς του
τρόπος του λέγειν τους εχθρούς 
θαρρείς και ήτανε γι' αυτόν κανείς
 ζωντανός και φίλος
σ' αυτήν τη φλύκταινα του μηδενός 
της αποικίας το σκουπίδι 
πώς επιτρέψατε
τον κάθε δύστυχο να σέρνει
και να τον ρίχνει στην κοιλιά
 ταύρου από μέταλλο που το πυράκτωνε
 φωτιά μα πιο πολύ το μίσος του τυράννου; 
και σεις καλές μου μουσικές τι κάνατε;
 θα τρελαθώ δεν το χωράει ο νους μου
 από του ταύρου τα ρουθούνια αφήνατε
 αντί κλαυθμός να βγαίνει μελωδία 
τέτοια υποτέλεια λοιπόν;
μόνο και μόνον επειδή 
στο ρύγχος του θηρίου
 εμφιλοχώρησε αυλός 
πλαγίαυλος
σουραύλι ή φλογέρα;

Μουσική για την υποδοχή της ψυχής, Αθήνα: Ίνδικτος, 2024.

Βαγγέλης Κάσσος - Το ταχυδρομείο των νεκρών

 
οι νεκροί με τον καιρό 
συνηθίζουν το θάνατο
 κόβουν τη μνήμη τους
σαν το τσιγάρο
πάνε πια τα ατέλειωτα γράμματα
οι λυγμοί απ' το τηλέφωνο
μαθαίνουν τη γλώσσα
 προσαρμόζονται
στο ξένο περιβάλλον
ούτε κουβέντα πια
 για επιστροφή
 μάταια γράφεις
μ' ένα «μετώκησεν»
τα γράμματα γυρίζουν χτυπημένα 
μάταια τους τηλεφωνείς
είτε οι γραμμές βουίζουν
 είτε σε γλώσσα άγνωστη 
σου απαντάει
αυτόματος τηλεφωνητής 
αν τους πονάς
να σηκωθείς μια μέρα και να πας
να πας


ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΣΣΟΥ

Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΙΝΔΙΚΤΟΣ ΑΘΗΝΑ 2002

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Βαγγέλης Κάσσος - Της πίκρας τα ποδάρια


Διονύσιε Σολωμέ τι κρίμα
χτυπούν πάνω στον τάφο σου
της πίκρας τα ποδάρια
ξέρω πως δεν κοιμάσαι
δε σε χωράει εσένα ύπνος
έτσι που έχεις ξαπλωμένο
το μυαλό στην άβυσσο της μοίρας
Διονύσιε Σολωμέ η σκέψη σου
σε πήρε όχι ο θάνατος

(Από τη συλλογή «Αδιαπέραστο φως», εκδ. Ίνδικτος, 1998)

Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Βαγγέλης Κάσσος - Ποιήματα

 ΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

 

το θεσσαλικό φεγγάρι ήταν ένα μεγάλο φεγγάρι

σαν ένα μπακιρένιο ταψί

το κατέβαζαν τα κορίτσι τις νύχτες

και ζύμωναν χιλιάδες όνειρα ως το πρωί

ήταν ένα φεγγάρι παλιό

γεμάτο συννεφοχτυπήματα

το φορτώθηκε μια φορά ο παππούς μου στον ώμο

και πήγε να γανώσει

στο δρόμο τον έπιασαν κάτι αλήτες

και τον σκότωσαν στο ξύλο

το φεγγάρι το θάψανε βαθιά στη γη

 

αυτό που βλέπουν τα βράδια

οι έρμοι οι θεσσαλοί

δεν είναι φεγγάρι

μια κατάρα είναι

που σιγοκαίει τον ουρανό

(ΜΙΚΡΕΣ ΔΟΡΚΑΔΕΣ, 1979)

 

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

 

ο πατέρας μου ήταν ριψοκίνδυνος άνθρωπος

αγαπούσε τους αριθμούς

αγαπούσε τη γη

του άρεσε να ξαπλώνει κατάχαμα

και να μετρά τους σφυγμούς της

ώρες ατέλειωτες χανόταν στη σιωπή

τον έπαιρνε η νηνεμία του κάμπου

και τον άφηνε στάχυ απόπληκτο

ένα δαυλό

τον έπαιρνε η θύελλα των αριθμών

και τον έκανε σβωλαράκι γης

ένα μηδέν

 

επέστρεφε στρυφνός

απόκοσμος

σαν εξόριστος άγιος

(Η ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ, 1981)

 

ΑΝ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΠΙΚΡΑ

 

αν τα λόγια μου είναι τόσο πικρά

γι’ αυτό φταίει η θεσσαλική μαυρόη

που δε μ’ έκανε παπαρούνα

ν’ ανθίσω για μιαν άνοιξη μόνο

ανάμεσα στα στάχυα

να μη μάθω ποτέ

τι θα πει ξηρασία

και τι παγωνιά

 

αν τα λόγια μου είναι τόσο πικρά

γι’ αυτό φταίει ο προπάππος μου ο κολίγος

που δε σηκώθηκε ένα βράδυ σαν άντρας

να βάλει φωτιά στη σοδειά

να τον κρεμάσει το άλλο πρωί ο τσιφλικάς

να μην είμαι τώρα εγώ

να έχω αντίς για ψυχή

αυτή τη στυφή πεδιάδα

(ΣΤΑ ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ, 1984)

 

ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΘΩΡΑΚΟΣ

 

μην ανασαίνεις

κράτησε μέσα τον άνεμο

όπως κρατά η ζωή το μυστικό της

και βουτάει στο θάνατο

 

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ

 

τι στενό πέρασμα

που είναι το κορμί

δισταγμός που δεν καταλήγει

τρυπώνει στο φόβο όπως

το απελπισμένο αγρίμι στη φωλιά του

όπως ο διωγμένος νεκρός

στον τάφο του

επιτέλους πέρασε ο κίνδυνος

η ζωή λέω πέρασε

και δε με πέτυχε

 

ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΤΟ ΧΙΟΝΙ

 

ο έρωτας βυζαίνει την άνοιξη

απ’ το μικρό του στόμα

το γάλα χύνεται

σκορπάει στο χώμα

και ξαφνικά χειμωνιάζει

τη μοναξιά σκεπάζει το χιόνι

(Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, 1989)

 

Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

 

ήταν πρωί ηδονικό

αληθινή περίληψη ελληνιστικών χρόνων

σα γύρη λουλουδιών σκορπούσε γύρω

η κατάφαση καθώς ο Επίκουρος

με σιγουριά και τέχνη

θεμελίωσε τη δόξα του

για το θάνατο

πιο πειστικός κι απ’ το πρωί

που είχε διαλέξει για το μάθημά του

ο θάνατος ουδέν προς ημάς

ξανά και ξανά ετόνιζε με επιμονή

λες και ήταν να πείσει τον ίδιο

όχι τους μαθητές

λες και περίμενε από τον πιο φανατικό

να πεισματώσει και διακόπτοντας

τη δόξα του να πει

ότι

όλα η ηδονή τα ορίζει

κι αν δεν μπορεί να μας κρατήσει στη ζωή

μας κρατάει στο θάνατο για πάντα

 

ΕΡΥΣΙΧΘΩΝ

 

πού είναι το χώμα;

πού είναι το χάδι;

γεύση από πέτρα

μονάχα χύνεται

μες στην ψυχή

ω Δήμητρα

εγώ πεινώ για εαυτό

στάχυ σφοδρό σαν ξύπνημα

και συ με ρίχνεις

στο κορμί

ψίχουλο που περίσσεψε

από της γης το φτωχικό τραπέζι

ακούω σύγκορμος

τα γοερά μου αισθήματα

σε κυρίεψε η ζωή

σε θόλωσε ο θάνατος

πίσω από την ύπαρξη στέκεις

καθώς ο φοβισμένος

πίσω από του σπιτιού του το κατώφλι

άφησε με να βγω

απ’ αυτήν την άπορη γεύση

ρίξε πάνω μου αλύπητη πείνα

να καταπιώ σα χείμαρρος

την αυθαίρετη ζωή μου

(ΑΔΙΑΠΕΡΑΣΤΟ ΦΩΣ, 1998)


Πηγή:https://www.oanagnostis.gr/ta-proina-kelefsmata-ton-toxoton/

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Βαγγέλης Κάσσος - Η δόξα του θανάτου


ήταν πρωί ηδονικό

αληθινή περίληψη ελληνιστικών χρόνων

σα γύρη λουλουδιών σκορπούσε γύρω

η κατάφαση καθώς ο Επίκουρος

με σιγουριά και τέχνη

θεμελίωνε τη δόξα του

για το θάνατο

πιο πειστικός κι απ’ το πρωί

που είχε διαλέξει για το μάθημά του

ο θάνατος ουδέν προς ημάς

ξανά και ξανά ετόνιζε με επιμονή

λες και ήταν να πείσει τον ίδιο

όχι τους μαθητές

λες και περίμενε από τον πιο φανατικό

να πεισματώσει και διακόπτοντας

τη δόξα του να πει

ότι

όλα η ηδονή τα ορίζει

κι αν δεν μπορεί να μας κρατήσει στη ζωή

μας κρατάει στο θάνατο για πάντα

Βαγγέλης Κάσσος - Εξωτικό δωμάτιο



στον Βασίλη Αναγνωστόπουλο
Ποια λύπη έσπρωχνε τον Νίκο Καρακώστα
το περιλάλητο κλαρίνο κι αργά το απόγευμα
άφηνε το Δομοκό
και σα σκιαγμένο αηδόνι έτρεχε
στην αγκαλιά της Όθρυος
ησύχαζε λες στη μουσική
της μυστικής αρχής του κόσμου
κι ώρες ψηλά απ’ το Γερακοβούνι κοίταζε
κατά την πεδιάδα
τι να ’βλεπε
τι να γυρνούσε μέσα του
απ’ τον απέραντο καθρέφτη κάτω
ο ήλιος που έπεφτε σα νόμισμα χρυσό
μέσα στη χούφτα του κάμπου;
ο θαυμασμός του για το χώμα
που απ’ του βουνού τα σωθικά
σαν αίσθημα που περισσεύει
άφθονο έβγαινε και τρυφερό
πιο τρυφερό απ’ ό,τι η μουσική
απ’ το δικό του στέρνο;
η χλεύη ίσως των παιδιών
για του πατέρα το επάγγελμα
το στοιχειωμένο βογκητό την καταγωγή τους;
ή μήπως τελικά αυτό που έδειχνε
ο ταπεινός καθρέφτης
δεν ήταν χλεύη δεν ήταν θαυμασμός
ούτε και δίψα για το χρήμα
μα ήταν σκέψη καθαρή
για της τέχνης του
το πιο στέρεο βήμα;
μήπως λοιπόν θυμόταν το βράδυ εκείνο
που τον φώναξαν
να παίξει σ’ ένα ξόδι
το αγαπημένο τραγούδι του νεκρού
κι ύστερα τόσο τους συνεπήρε όλους
το αδίστακτο κλαρίνο που βγήκαν
ως την αυγή χορεύοντας ξυπόλητοι
στις μύτες των ποδιών
όχι από ντροπή
αλλ’ από πάθος σιγανό
πηδώντας έτσι απ’ το δωμάτιο του νεκρού
στη σάλα της υποδοχής και πίσω πάλι
ανεπαίσθητα γλυκά
σαν τα αμφίβια;
(Β. Κάσσου, Αδιαπέραστο φως, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 1998, σσ. 17-18)

Βαγγέλης Κάσσος - Το ρολόι


από το χέρι του νεκρού

πρέπει να βγαίνει το ρολόϊ

όχι γιατί η μικρή του κόρη

πρέπει να έχει κάτι να θυμάται

όχι γιατί σ' ένα νεκρό

πάει πάντοτε πίσω το ρολόϊ

γι' αυτό κι αργοπορεί

γι' αυτό και δεν κρατάει ποτέ

τις υποσχέσεις του

όχι για τίποτε απ' αυτά

αλλά γιατί

καθώς θα ξυπνά το χάραμα

και με το μάτι του πικρό

θα ψάχνει κάτω απ' το μανίκι

θα δει πως λείπει το ρολόϊ

θα πει πως είναι Κυριακή

δεν έχει σήμερα δουλειά

ας κοιμηθώ λιγάκι παραπάνω

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024

Βαγγέλης Κάσσος - Δύο ποιήματα




Αν τα λόγια μου είναι τόσο πικρά

Αν τα λόγια μου είναι τόσο πικρά
γι᾿ αυτό φταίει ή θεσσαλική μαυρόη
πού δε μ᾿ έκανε παπαρούνα
ν᾿ ανθίσω για μιαν άνοιξη μόνο
ανάμεσα στα στάχυα
να μη μάθω ποτέ
τί θα πει ξηρασία και τί παγωνιά.


Αν τα λόγια μου είναι τόσο πικρά
γι᾿ αυτό φταίει ό προπάππος μου ο κολίγος
που δε σηκώθηκε ένα βράδυ σαν άντρας
να βάλει φωτιά στη σοδειά
να τον κρεμάσει τ᾿ άλλο πρωί ο τσιφλικάς
να μην είμαι τώρα εγώ να έχω
αντίς για ψυχή αυτή τη στυφή πεδιάδα.

(Στα ριζά της σιωπής, 1984)

Το θεσσαλικό φεγγάρι

Το θεσσαλικό φεγγάρι ήταν ένα μεγάλο φεγγάρι
σαν ένα μπακιρένιο ταψί,
Το κατέβαζαν τα κορίτσια τις νύχτες
και ζύμωναν χιλιάδες όνειρα ως το πρωί.
Ήταν ένα φεγγάρι παλιό
γεμάτο συννεφοχτυπήματα.
Το φορτώθηκε μια φορά ο παππούς μου στον ώμο
και πήγε να γανώσει.
Στο δρόμο τον έπιασαν κάτι αλήτες
και τον σκότωσαν στο ξύλο
το φεγγάρι το θάψανε βαθιά στη γη.
 
Αυτό που βλέπουν τα βράδια
οι έρμοι οι Θεσσαλοί
δεν είναι φεγγάρι
μια κατάρα είναι
που σιγοκαίει τον ουρανό
 
(Μικρές δορκάδες, 1979)

Βαγγέλης Κάσσος - Πέντε ποιήματα

[ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ]


ζω τη ζωή μου σα να τη θυμάμαι

σα να είμαι ο καπνός της

μονάχα ο νους μου καίει

και στάχτη αφήνει γύρω του

τα πράγματα

ντροπή ο θάνατος

η πιο μεγάλη τρέλα

κύμα τυφλό χτυπάει

στην όχθη της ζωής

μετά που πάει;

για κάθε θάνατο

για κάθε θάνατό σας

ντρέπομαι

και θέλω γι’ αυτό

όλο το σώμα μου να κλάψει

θέλω το σώμα μου εδώ

για πάντα να θρηνεί

γι’ αυτό σε σένα Αίτνα καταφεύγω

δείξε το θρήνο μου

κάνε το σώμα μου κρατήρα γοερό

για ό,τι υπάρξει

μόνον εσύ ω λάβα νιώθεις

τον πόνο της διαύγειας που λείπει

γι’ αυτό ξεσπάς και βγαίνεις

μοναδικό συμπέρασμα

από τη μαύρη ασάφεια της γης

τρέμεις ω λάβα

τρέμεις σαν ψυχή

με σένα μόνο το πνεύμα μου ταιριάζει

είναι ο φόβος μου κορμί και θάμνος

ζαρκάδι και έξαλος ιχθύς

κι ακόμη κάθομαι και όλ’ αυτά

τα λέω της ύπαρξης εκλάμψεις;

τα λέω φως;

ούτε για διάδημα δεν κάνει

στο κουρασμένο μου κεφάλι


[Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΑΙΑΝΤΑ]


πρέπει να υπακούμε στη νύχτα

καθώς υπακούμε στη γέννησή μας

και τρομαγμένοι ξεσπάμε

σε ασταμάτητο φως

οι άνθρωποι είναι το παρελθόν μου

δεν θέλω να επιστρέψω

δεν θέλω να επιστρέψω

τα πρόσωπά τους αμετάκλητα

κρύα σαν καταδίκη

κι αν Οδυσσέα στο θάνατο μπήκες

σα δούρειος ίππος

μην προσπαθείς

και τη δική μου σιωπή

να καταλάβεις

έπρεπε γρήγορα

απ’ το κορμί μου να περάσω

είχε μείνει μόνον αυτό

μονοπάτι απάτητο

ο κόσμος γύρω μου

σα λυσσασμένο μνήμα

τώρα έχω φύγει απ’ όλα

μην περιμένεις να γίνω εγώ

των δικών σου των λόγων

της ύπαρξης τέχνασμα

στους θαμμένους να πεις

της ζωής

όπως άταφος ήμουν εκεί

άταφος είμαι κι εδώ

του θανάτου


[Το ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΦΕΓΓΑΡΙ]


Το Θεσσαλικό φεγγάρι ήταν ένα μεγάλο φεγγάρι

σαν ένα μπακιρένιο ταψί

το κατέβαζαν τα κορίτσια τις νύχτες

και ζύμωναν χιλιάδες όνειρα ως το πρωί

ήταν ένα φεγγάρι παλιό

γεμάτο συννεφοχτυπήματα

το φορτώθηκε μια φορά ο παππούς μου στον ώμο

και πήγε να το γανώσει

στο δρόμο τον έπιασαν κάτι αλήτες

και τον σκότωσαν στο ξύλο

το φεγγάρι το θάψανε βαθιά στη γή


αυτό που βλέπουν τα βράδια

οι έρμοι οι Θεσσαλοί

δεν είναι φεγγάρι

μια κατάρα είναι

που σιγοκαίει στον ουρανό.



[Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ]


τι στενό πέρασμα

που είναι το κορμί

δισταγμός που δεν καταλήγει

τρυπώνει στο φόβο όπως

το απελπισμένο αγρίμι στη φωλιά του

όπως ο διωγμένος νεκρός

στον τάφο του

επιτέλους πέρασε ο κίνδυνος

η ζωή λέω πέρασε

και δε με πέτυχε


[Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ]


Ο πατέρας μου ήταν ριψοκίνδυνος άνθρωπος

αγαπούσε τους αριθμούς

αγαπούσε τη γη

του άρεσε να ξαπλώνει κατάχαμα

και να μετρά τους σφυγμούς της

ώρες ατέλειωτες χανόταν στη σιωπή

τον έπαιρνε η νηνεμία του κάμπου

και τον έκανε στάχυ απόπληκτο

ένα δαυλό

τον έπαιρνε η θύελλα των αριθμών

και τον έκανε σβωλαράκι της γης

ένα μηδέν


επέστρεφε στρυφνός

απόκοσμος

σαν εξόριστος άγιος


Πηγή:  https://www.bibliotheque.gr/article/82137

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Βαγγέλης Κάσσος - Ο λόρδος Charles Murray πεθαίνει για την Ελλάδα (1824)



αθώα βροχή αποφάσισε

λύσε αυτό το αίνιγμα την καρδιά μου

σα σύννεφο μαύρο σκεπάζει

τη ζωή μου

ο ουρανός περνάει και χάνεται

δεν υπάρχει ποτέ ουρανός

μόνο το βλέμμα που τον ζητάει

στα ορεινά περάσματα της Αχαΐας

περιμένω την απάντηση

μην αργείς άλλο βροχή

στο δρόμο από το Ναύπλιο για Μεσολόγγι

έχουν γίνει όλα σκληρά ακατέναυστα

σαν εφιάλτης του Θεού

που κοιμάται

είναι 26 Ιουλίου 1824

πάνε εικοσιδύο μέρες

που κάηκαν τα Ψαρά

που έγινε στάχτη η ψυχή μου

οι Έλληνες με περιφρόνησαν

η οικογένειά μου με αρνήθηκε

όμως από σένα βροχή

περιμένω την απόλυτη είδηση

αγλαόν ύδωρ φως μου

άστραψε τώρα

στη σκοτεινιά της επιφάνειας

παραμέρισε το κορμί μου

και μπες

ο θάνατός μου είναι άδειος




Από τη συλλογή Αδιαπέραστο φως, 1998



Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2023

Βαγγέλης Κάσσος - Οι φίλοι μας φεύγουν ξαφνικά


Οι φίλοι μας φεύγουν ξαφνικά
μ' ένα καμένο καλοκαίρι στα μάτια
μ' ένα κρύο κελί στην καρδιά
οι φίλοι μας δραπετεύουν
μετακομίζουν στα κρυφά
αλλάζουν όνομα τηλέφωνο
έχουν χαθεί
έχουν χαθεί οι φίλοι μας
η νύχτα τους ρουφάει
η νύχτα σαν ξερόκλαδα τους σέρνει
στις εκβολές

στο δέλτα του θανάτου
σαν παράνομοι οι φίλοι μας γυρνούν
σαν κλέφτες
σφίγγουν το μαχαίρι
έτοιμοι να επιτεθούν
σ' αυτούς που ακόμη τους ζητούν
αυτούς
που σαν ρουφιάνοι καρτερούν
στις γωνιές της μνήμης


Βαγγέλης Κάσσος
από τη συλλογή Στα ριζά της σιωπής, 1984
Ηλίας Κεφάλας-Ανθολογία Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης
Η δεκαετία του 1980 (Ιδιωτικό όραμα), 1989

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

Βαγγέλης Κάσσος - Το πικραμένο βουνό

 ΤΟ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟ ΒΟΥΝΟ

Στον αδελφό ποιητή Ηλία Κεφάλα
Θ' ανοίξει κάποτε αυτό το πικραμένο βουνό
κι ένα ποτάμι φωτεινό θα ξεσπάσει
μέσα στη δίψα
σα λυγμός ή σα γέλιο
δεν ξέρω
κάποτε
θα κουραστεί η σιωπή
θα πάρει τα κύματά της
και θα τραβηχτεί στο βυθό
μαζί με τα φριχτά της ναυάγια
ακόμη κάποτε
θα έχεις ένα κύπελλο να πιεις
και μια φωνή να μιλήσεις
κάνε γρήγορα λοιπόν
σαν κλέφτης
διότι η ερημιά
σαν αμείλικτη νοικοκυρά
μπορεί ξαφνικά να επιστρέψει
Βαγγέλης Κάσσος

Βαγγέλης Κάσσος - Το θεσσαλικό φεγγάρι


Το θεσσαλικό φεγγάρι ήταν ένα μεγάλο φεγγάρι
Σαν ένα μπακιρένιο ταψί.
Το κατέβαζαν τα κορίτσια της νύχτες
Καί ζύμωναν χιλιάδες όνειρα ως το πρωί.
Ήταν ένα φεγγάρι παλιό
Γεμάτο συννεφοχτυπήματα.
Το φορτώθηκε μια φορά ο παππούς μου στον ώμο
Και πήγε να το γανώσει.
Στον δρόμο τον έπιασαν κάτι αλήτες
Και τον σκότωσαν στο ξύλο.
Το φεγγάρι το θάψανε βαθιά στη γη.
Αυτό που βλέπουν τα βράδια οι έρμοι οι Θεσσαλοί
Δεν είναι φεγγάρι.
Μια κατάρα είναι που σιγοκαίει τον ουρανό.

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

Βαγγέλης Κάσσος - Ένα ποίημα που δεν είχε τύχη


αυτό το ποίημα δεν είχε τύχη
είχε γραφτεί για τρεις φίλους
για τρεις άντρες με καρδιά
ο ένας χάθηκε στην ξενιτιά
ο άλλος τίναξε τα μυαλά του στο στρατό
ο τρίτος συμβιβάστηκε με το κατεστημένο
τώρα το ποίημα καίει τις νύχτες
σαν τσιγάρο ξεχασμένο
τώρα γυρίζει μόνο του
μέσα στη σιωπή
σαν παιδί ξυπόλητο
τουρτουρίζοντας από το κρύο


Κάσσος Βαγγέλης, Πάροδος, τχ. 3 (Σεπτέμβριος 1987), σ. 206.

 

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Βαγγέλης Κάσσος - Ο βαλσαμωμένος αετός

Μέσα σ’ αυτήν εδώ τη γεωμετρική φωλιά
Μετράς ξαναμετράς τα αισθήματά σου
Με το υποδεκάμετρο
Δεν έχουν γη δεν έχουν ουρανό
Μόνο μια μοναξιά μαρμαρωμένη
Πες πως είσαι ένας αετός που τον βαλσάμωσαν
Πριν προλάβει να πετάξει
Ή πες πως έγινες μια κάμαρα
Η κάμαρά σου
Γιατί εδώ που τα λέμε
Πολύ υγράθηκε η ψυχή σου τελευταία
Παίρνει τα σχήματα που της δίνουν
Τα διάφορα δοχεία

Η νυχτερινή ηδυπάθειαενός μετανάστη, 1981

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

Βαγγέλης Κάσσος-Η πεπρωμένη κοπέλα


η πεπρωμένη κοπέλα ανέβηκε στο παλιό λεωφορείο
και χάθηκε
ποτέ δε θα μάθει πως την ερωτεύτηκα
καθώς ετίναξε με νάζι τα μαλλιά της
καθώς με κοίταξε για μια στιγμή
(μάτια μεγάλα πράσινα)
στην αφετηρία
ποτέ δε θα μάθει πως μόνο γι’ αυτήν υπήρξα
δε θα μάθει ποτέ τίποτε η πεπρωμένη κοπέλα
θα την εξαπατήσουν περιστασιακοί εραστές
προσωρινές υποσχέσεις
και τα γιωταχί
απόψε όμως θα γίνω άνεμος
ολόκληρη την πόλη θα γυρίσω να σε βρω
κι όταν περάσω από το σπίτι σου
εσύ κορίτσι μου δε θα καταλάβεις
θα βλέπεις κάποιο σίριαλ σαχλό στην τηλεόραση
θα σηκωθείς να κλείσεις τα παραθυρόφυλλα
δε θα καταλάβεις...
ως το πρωί θα ’χω κοπάσει
(Η νυχτερινή ηδυπάθεια ενός μετανάστη, 1981)