από τότε που χάνεις
το προνόμιο
να απογοητεύεσαι
χάνεις τα πάντα
και πια
κάθε βράδυ σου
είναι το τελευταίο
σκεφτόταν
ο ποιητής της ήττας
Δημήτρης Δούκαρης
καθώς τσούγκριζε
το ποτήρι του
με τον θάνατο
κι αλλού ο νους του γύριζε
να διαπράξει τα έσχατα
στο τέλος του παραμυθιού
αρχίζει ένας δρόμος
χωρίς δέντρα
χωρίς βρυσούλα
να ξεδιψά ο διαβάτης
κι ούτε ένα χάνι
για ν' αλλάξει ο καβαλάρης
το κουρασμένο άλογο
στο τέλος του παραμυθιού
φυσά η σιωπή σαν θύελλα
όχι σαν θύελλα
σαν τρυφερή μητέρα σκύβει
σκεπάζει τις φωνές
που καίγονται στον πυρετό
Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΙΝΔΙΚΤΟΣ ΑΘΗΝΑ 2002
Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΚΑΚΤΟΣ ΑΘΗΝΑ 2002
ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΣΣΟΥ
Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΙΝΔΙΚΤΟΣ ΑΘΗΝΑ 2002
Διονύσιε Σολωμέ τι κρίμα
χτυπούν πάνω στον τάφο σου
της πίκρας τα ποδάρια
ξέρω πως δεν κοιμάσαι
δε σε χωράει εσένα ύπνος
έτσι που έχεις ξαπλωμένο
το μυαλό στην άβυσσο της μοίρας
Διονύσιε Σολωμέ η σκέψη σου
σε πήρε όχι ο θάνατος
(Από τη συλλογή «Αδιαπέραστο φως», εκδ. Ίνδικτος, 1998)
ΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
το θεσσαλικό φεγγάρι ήταν ένα μεγάλο φεγγάρι
σαν ένα μπακιρένιο ταψί
το κατέβαζαν τα κορίτσι τις νύχτες
και ζύμωναν χιλιάδες όνειρα ως το πρωί
ήταν ένα φεγγάρι παλιό
γεμάτο συννεφοχτυπήματα
το φορτώθηκε μια φορά ο παππούς μου στον ώμο
και πήγε να γανώσει
στο δρόμο τον έπιασαν κάτι αλήτες
και τον σκότωσαν στο ξύλο
το φεγγάρι το θάψανε βαθιά στη γη
αυτό που βλέπουν τα βράδια
οι έρμοι οι θεσσαλοί
δεν είναι φεγγάρι
μια κατάρα είναι
που σιγοκαίει τον ουρανό
(ΜΙΚΡΕΣ ΔΟΡΚΑΔΕΣ, 1979)
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ
ο πατέρας μου ήταν ριψοκίνδυνος άνθρωπος
αγαπούσε τους αριθμούς
αγαπούσε τη γη
του άρεσε να ξαπλώνει κατάχαμα
και να μετρά τους σφυγμούς της
ώρες ατέλειωτες χανόταν στη σιωπή
τον έπαιρνε η νηνεμία του κάμπου
και τον άφηνε στάχυ απόπληκτο
ένα δαυλό
τον έπαιρνε η θύελλα των αριθμών
και τον έκανε σβωλαράκι γης
ένα μηδέν
επέστρεφε στρυφνός
απόκοσμος
σαν εξόριστος άγιος
(Η ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ, 1981)
ΑΝ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΠΙΚΡΑ
αν τα λόγια μου είναι τόσο πικρά
γι’ αυτό φταίει η θεσσαλική μαυρόη
που δε μ’ έκανε παπαρούνα
ν’ ανθίσω για μιαν άνοιξη μόνο
ανάμεσα στα στάχυα
να μη μάθω ποτέ
τι θα πει ξηρασία
και τι παγωνιά
αν τα λόγια μου είναι τόσο πικρά
γι’ αυτό φταίει ο προπάππος μου ο κολίγος
που δε σηκώθηκε ένα βράδυ σαν άντρας
να βάλει φωτιά στη σοδειά
να τον κρεμάσει το άλλο πρωί ο τσιφλικάς
να μην είμαι τώρα εγώ
να έχω αντίς για ψυχή
αυτή τη στυφή πεδιάδα
(ΣΤΑ ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ, 1984)
ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΘΩΡΑΚΟΣ
μην ανασαίνεις
κράτησε μέσα τον άνεμο
όπως κρατά η ζωή το μυστικό της
και βουτάει στο θάνατο
Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ
τι στενό πέρασμα
που είναι το κορμί
δισταγμός που δεν καταλήγει
τρυπώνει στο φόβο όπως
το απελπισμένο αγρίμι στη φωλιά του
όπως ο διωγμένος νεκρός
στον τάφο του
επιτέλους πέρασε ο κίνδυνος
η ζωή λέω πέρασε
και δε με πέτυχε
ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΤΟ ΧΙΟΝΙ
ο έρωτας βυζαίνει την άνοιξη
απ’ το μικρό του στόμα
το γάλα χύνεται
σκορπάει στο χώμα
και ξαφνικά χειμωνιάζει
τη μοναξιά σκεπάζει το χιόνι
(Η ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, 1989)
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ήταν πρωί ηδονικό
αληθινή περίληψη ελληνιστικών χρόνων
σα γύρη λουλουδιών σκορπούσε γύρω
η κατάφαση καθώς ο Επίκουρος
με σιγουριά και τέχνη
θεμελίωσε τη δόξα του
για το θάνατο
πιο πειστικός κι απ’ το πρωί
που είχε διαλέξει για το μάθημά του
ο θάνατος ουδέν προς ημάς
ξανά και ξανά ετόνιζε με επιμονή
λες και ήταν να πείσει τον ίδιο
όχι τους μαθητές
λες και περίμενε από τον πιο φανατικό
να πεισματώσει και διακόπτοντας
τη δόξα του να πει
ότι
όλα η ηδονή τα ορίζει
κι αν δεν μπορεί να μας κρατήσει στη ζωή
μας κρατάει στο θάνατο για πάντα
ΕΡΥΣΙΧΘΩΝ
πού είναι το χώμα;
πού είναι το χάδι;
γεύση από πέτρα
μονάχα χύνεται
μες στην ψυχή
ω Δήμητρα
εγώ πεινώ για εαυτό
στάχυ σφοδρό σαν ξύπνημα
και συ με ρίχνεις
στο κορμί
ψίχουλο που περίσσεψε
από της γης το φτωχικό τραπέζι
ακούω σύγκορμος
τα γοερά μου αισθήματα
σε κυρίεψε η ζωή
σε θόλωσε ο θάνατος
πίσω από την ύπαρξη στέκεις
καθώς ο φοβισμένος
πίσω από του σπιτιού του το κατώφλι
άφησε με να βγω
απ’ αυτήν την άπορη γεύση
ρίξε πάνω μου αλύπητη πείνα
να καταπιώ σα χείμαρρος
την αυθαίρετη ζωή μου
(ΑΔΙΑΠΕΡΑΣΤΟ ΦΩΣ, 1998)
Πηγή:https://www.oanagnostis.gr/ta-proina-kelefsmata-ton-toxoton/
ήταν πρωί ηδονικό
αληθινή περίληψη ελληνιστικών χρόνων
σα γύρη λουλουδιών σκορπούσε γύρω
η κατάφαση καθώς ο Επίκουρος
με σιγουριά και τέχνη
θεμελίωνε τη δόξα του
για το θάνατο
πιο πειστικός κι απ’ το πρωί
που είχε διαλέξει για το μάθημά του
ο θάνατος ουδέν προς ημάς
ξανά και ξανά ετόνιζε με επιμονή
λες και ήταν να πείσει τον ίδιο
όχι τους μαθητές
λες και περίμενε από τον πιο φανατικό
να πεισματώσει και διακόπτοντας
τη δόξα του να πει
ότι
όλα η ηδονή τα ορίζει
κι αν δεν μπορεί να μας κρατήσει στη ζωή
μας κρατάει στο θάνατο για πάντα
από το χέρι του νεκρού
πρέπει να βγαίνει το ρολόϊ
όχι γιατί η μικρή του κόρη
πρέπει να έχει κάτι να θυμάται
όχι γιατί σ' ένα νεκρό
πάει πάντοτε πίσω το ρολόϊ
γι' αυτό κι αργοπορεί
γι' αυτό και δεν κρατάει ποτέ
τις υποσχέσεις του
όχι για τίποτε απ' αυτά
αλλά γιατί
καθώς θα ξυπνά το χάραμα
και με το μάτι του πικρό
θα ψάχνει κάτω απ' το μανίκι
θα δει πως λείπει το ρολόϊ
θα πει πως είναι Κυριακή
δεν έχει σήμερα δουλειά
ας κοιμηθώ λιγάκι παραπάνω
(Στα ριζά της σιωπής, 1984)
Το θεσσαλικό φεγγάρι
Το θεσσαλικό φεγγάρι ήταν ένα μεγάλο φεγγάρι
σαν ένα μπακιρένιο ταψί,
Το κατέβαζαν τα κορίτσια τις νύχτες
και ζύμωναν χιλιάδες όνειρα ως το πρωί.
Ήταν ένα φεγγάρι παλιό
γεμάτο συννεφοχτυπήματα.
Το φορτώθηκε μια φορά ο παππούς μου στον ώμο
και πήγε να γανώσει.
Στο δρόμο τον έπιασαν κάτι αλήτες
και τον σκότωσαν στο ξύλο
το φεγγάρι το θάψανε βαθιά στη γη.
Αυτό που βλέπουν τα βράδια
οι έρμοι οι Θεσσαλοί
δεν είναι φεγγάρι
μια κατάρα είναι
που σιγοκαίει τον ουρανό
(Μικρές δορκάδες, 1979)
[ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ]
ζω τη ζωή μου σα να τη θυμάμαι
σα να είμαι ο καπνός της
μονάχα ο νους μου καίει
και στάχτη αφήνει γύρω του
τα πράγματα
ντροπή ο θάνατος
η πιο μεγάλη τρέλα
κύμα τυφλό χτυπάει
στην όχθη της ζωής
μετά που πάει;
για κάθε θάνατο
για κάθε θάνατό σας
ντρέπομαι
και θέλω γι’ αυτό
όλο το σώμα μου να κλάψει
θέλω το σώμα μου εδώ
για πάντα να θρηνεί
γι’ αυτό σε σένα Αίτνα καταφεύγω
δείξε το θρήνο μου
κάνε το σώμα μου κρατήρα γοερό
για ό,τι υπάρξει
μόνον εσύ ω λάβα νιώθεις
τον πόνο της διαύγειας που λείπει
γι’ αυτό ξεσπάς και βγαίνεις
μοναδικό συμπέρασμα
από τη μαύρη ασάφεια της γης
τρέμεις ω λάβα
τρέμεις σαν ψυχή
με σένα μόνο το πνεύμα μου ταιριάζει
είναι ο φόβος μου κορμί και θάμνος
ζαρκάδι και έξαλος ιχθύς
κι ακόμη κάθομαι και όλ’ αυτά
τα λέω της ύπαρξης εκλάμψεις;
τα λέω φως;
ούτε για διάδημα δεν κάνει
στο κουρασμένο μου κεφάλι
[Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΑΙΑΝΤΑ]
πρέπει να υπακούμε στη νύχτα
καθώς υπακούμε στη γέννησή μας
και τρομαγμένοι ξεσπάμε
σε ασταμάτητο φως
οι άνθρωποι είναι το παρελθόν μου
δεν θέλω να επιστρέψω
δεν θέλω να επιστρέψω
τα πρόσωπά τους αμετάκλητα
κρύα σαν καταδίκη
κι αν Οδυσσέα στο θάνατο μπήκες
σα δούρειος ίππος
μην προσπαθείς
και τη δική μου σιωπή
να καταλάβεις
έπρεπε γρήγορα
απ’ το κορμί μου να περάσω
είχε μείνει μόνον αυτό
μονοπάτι απάτητο
ο κόσμος γύρω μου
σα λυσσασμένο μνήμα
τώρα έχω φύγει απ’ όλα
μην περιμένεις να γίνω εγώ
των δικών σου των λόγων
της ύπαρξης τέχνασμα
στους θαμμένους να πεις
της ζωής
όπως άταφος ήμουν εκεί
άταφος είμαι κι εδώ
του θανάτου
[Το ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΦΕΓΓΑΡΙ]
Το Θεσσαλικό φεγγάρι ήταν ένα μεγάλο φεγγάρι
σαν ένα μπακιρένιο ταψί
το κατέβαζαν τα κορίτσια τις νύχτες
και ζύμωναν χιλιάδες όνειρα ως το πρωί
ήταν ένα φεγγάρι παλιό
γεμάτο συννεφοχτυπήματα
το φορτώθηκε μια φορά ο παππούς μου στον ώμο
και πήγε να το γανώσει
στο δρόμο τον έπιασαν κάτι αλήτες
και τον σκότωσαν στο ξύλο
το φεγγάρι το θάψανε βαθιά στη γή
αυτό που βλέπουν τα βράδια
οι έρμοι οι Θεσσαλοί
δεν είναι φεγγάρι
μια κατάρα είναι
που σιγοκαίει στον ουρανό.
[Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ]
τι στενό πέρασμα
που είναι το κορμί
δισταγμός που δεν καταλήγει
τρυπώνει στο φόβο όπως
το απελπισμένο αγρίμι στη φωλιά του
όπως ο διωγμένος νεκρός
στον τάφο του
επιτέλους πέρασε ο κίνδυνος
η ζωή λέω πέρασε
και δε με πέτυχε
[Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ]
Ο πατέρας μου ήταν ριψοκίνδυνος άνθρωπος
αγαπούσε τους αριθμούς
αγαπούσε τη γη
του άρεσε να ξαπλώνει κατάχαμα
και να μετρά τους σφυγμούς της
ώρες ατέλειωτες χανόταν στη σιωπή
τον έπαιρνε η νηνεμία του κάμπου
και τον έκανε στάχυ απόπληκτο
ένα δαυλό
τον έπαιρνε η θύελλα των αριθμών
και τον έκανε σβωλαράκι της γης
ένα μηδέν
επέστρεφε στρυφνός
απόκοσμος
σαν εξόριστος άγιος
Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/82137
ΤΟ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟ ΒΟΥΝΟ