[ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ]
ζω τη ζωή μου σα να τη θυμάμαι
σα να είμαι ο καπνός της
μονάχα ο νους μου καίει
και στάχτη αφήνει γύρω του
τα πράγματα
ντροπή ο θάνατος
η πιο μεγάλη τρέλα
κύμα τυφλό χτυπάει
στην όχθη της ζωής
μετά που πάει;
για κάθε θάνατο
για κάθε θάνατό σας
ντρέπομαι
και θέλω γι’ αυτό
όλο το σώμα μου να κλάψει
θέλω το σώμα μου εδώ
για πάντα να θρηνεί
γι’ αυτό σε σένα Αίτνα καταφεύγω
δείξε το θρήνο μου
κάνε το σώμα μου κρατήρα γοερό
για ό,τι υπάρξει
μόνον εσύ ω λάβα νιώθεις
τον πόνο της διαύγειας που λείπει
γι’ αυτό ξεσπάς και βγαίνεις
μοναδικό συμπέρασμα
από τη μαύρη ασάφεια της γης
τρέμεις ω λάβα
τρέμεις σαν ψυχή
με σένα μόνο το πνεύμα μου ταιριάζει
είναι ο φόβος μου κορμί και θάμνος
ζαρκάδι και έξαλος ιχθύς
κι ακόμη κάθομαι και όλ’ αυτά
τα λέω της ύπαρξης εκλάμψεις;
τα λέω φως;
ούτε για διάδημα δεν κάνει
στο κουρασμένο μου κεφάλι
[Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΑΙΑΝΤΑ]
πρέπει να υπακούμε στη νύχτα
καθώς υπακούμε στη γέννησή μας
και τρομαγμένοι ξεσπάμε
σε ασταμάτητο φως
οι άνθρωποι είναι το παρελθόν μου
δεν θέλω να επιστρέψω
δεν θέλω να επιστρέψω
τα πρόσωπά τους αμετάκλητα
κρύα σαν καταδίκη
κι αν Οδυσσέα στο θάνατο μπήκες
σα δούρειος ίππος
μην προσπαθείς
και τη δική μου σιωπή
να καταλάβεις
έπρεπε γρήγορα
απ’ το κορμί μου να περάσω
είχε μείνει μόνον αυτό
μονοπάτι απάτητο
ο κόσμος γύρω μου
σα λυσσασμένο μνήμα
τώρα έχω φύγει απ’ όλα
μην περιμένεις να γίνω εγώ
των δικών σου των λόγων
της ύπαρξης τέχνασμα
στους θαμμένους να πεις
της ζωής
όπως άταφος ήμουν εκεί
άταφος είμαι κι εδώ
του θανάτου
[Το ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΦΕΓΓΑΡΙ]
Το Θεσσαλικό φεγγάρι ήταν ένα μεγάλο φεγγάρι
σαν ένα μπακιρένιο ταψί
το κατέβαζαν τα κορίτσια τις νύχτες
και ζύμωναν χιλιάδες όνειρα ως το πρωί
ήταν ένα φεγγάρι παλιό
γεμάτο συννεφοχτυπήματα
το φορτώθηκε μια φορά ο παππούς μου στον ώμο
και πήγε να το γανώσει
στο δρόμο τον έπιασαν κάτι αλήτες
και τον σκότωσαν στο ξύλο
το φεγγάρι το θάψανε βαθιά στη γή
αυτό που βλέπουν τα βράδια
οι έρμοι οι Θεσσαλοί
δεν είναι φεγγάρι
μια κατάρα είναι
που σιγοκαίει στον ουρανό.
[Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ]
τι στενό πέρασμα
που είναι το κορμί
δισταγμός που δεν καταλήγει
τρυπώνει στο φόβο όπως
το απελπισμένο αγρίμι στη φωλιά του
όπως ο διωγμένος νεκρός
στον τάφο του
επιτέλους πέρασε ο κίνδυνος
η ζωή λέω πέρασε
και δε με πέτυχε
[Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ]
Ο πατέρας μου ήταν ριψοκίνδυνος άνθρωπος
αγαπούσε τους αριθμούς
αγαπούσε τη γη
του άρεσε να ξαπλώνει κατάχαμα
και να μετρά τους σφυγμούς της
ώρες ατέλειωτες χανόταν στη σιωπή
τον έπαιρνε η νηνεμία του κάμπου
και τον έκανε στάχυ απόπληκτο
ένα δαυλό
τον έπαιρνε η θύελλα των αριθμών
και τον έκανε σβωλαράκι της γης
ένα μηδέν
επέστρεφε στρυφνός
απόκοσμος
σαν εξόριστος άγιος
Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/82137
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου