Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Βλάχος Διομήδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Βλάχος Διομήδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

Διομήδης Βλάχος - Ο πατέρας


Στο έμπα του σπιτιού θα κάθεται ο πατέρας.
Θα 'χουν φυτρώσει βάτα στο κορμί του
θα μπαινοβγαίνει η ομίχλη από τα μάτια του
τίποτε δε θα βλέπει, θα μας ακούει μόνο
πίσω από μέρες θολωμένες.
Ίσκιος θεόρατος θα χαμηλώνει από ψηλά
από τις φτέρες θα κρυφοκοιτάζει ο αρχάγγελος.
Χάραμα θα σηκώνεται όπως τότε
στ’ αμπέλι θα τον φέρνουνε
τα λυπημένα βήματά του.
Κάρβουνο το τραγούδι του θα γίνεται
στις χούφτες μου θα βρίσκω στάχτες
παλιές ρυτίδες θα βαθαίνουν από μέσα.
Στο μισοσκόταδο θ’ αντιφεγγίζει
το ραγισμένο δίκανό του
κι αντί κοτσύφια και λαγούς
θα σημαδεύει εμένα.

Πηγή: «Αντίστροφη πορεία», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2004

Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Διομήδης Βλάχος - Ο πατέρας



Στο έμπα του σπιτιού θα κάθεται ο πατέρας.
Θα ʼχουν φυτρώσει βάτα στο κορμί του
θα μπαινοβγαίνει η ομίχλη από τα μάτια του
τίποτε δεν θα βλέπει, θα μας ακούει μόνο
πίσω από μέρες θολωμένες.
Ίσκιος θεόρατος θα χαμηλώνει από ψηλά
από τις φτέρες θα κρυφοκοιτάζει ο αρχάγγελος.
Χάραμα θα σηκώνεται όπως τότε
στʼ αμπέλι θα τον φέρνουνε
τα λυπημένα βήματα του.
Κάρβουνο το τραγούδι του θα γίνεται
στις χούφτες μου θα βρίσκω στάχτες
παλιές ρυτίδες θα βαθαίνουν· από μέσα.
Στο μισοσκόταδο θʼ αντιφεγγίζει
το ραγισμένο δίκανό του
κι αντί κοτσύφια και λαγούς
θα σημαδεύει εμένα.

Αντίστροφη πορεία, εκδ. Γαβριηλίδης, 2004.

Διομήδης Βλάχος - Δεν περνιέται


Δεν περνιέται δίχως σαρκίο διάτρητο
αύτη ή ανεξάντλητη λίμνη του χρόνου.
Χρειάζεσαι την αναπάντεχη καλοκαιριά
που σκορπούν δυο σάλπιγγες παλλόμενες
στο σώμα του ουρανού.
Για να υπομείνεις την ολονυκτία
και να κερδίσεις την ανύψωση του στήθους
χρειάζεσαι απʼ τις εφτά πληγές την πιο βαθιά
εκείνη των αγγέλων
το ρίγος ενός κήπου απριλιάτικου
να σε σχίζει πάνω ως κάτω
κι από τα χρώματα των σπλάχνων σου
το πράσινο της πρώτης μνήμης.
Δεν περνιέται χωρίς σκοτάδια που ανθίζουν
χωρίς δάκρυα αλλοφροσύνης
χωρίς τις λάμψεις απʼ το διάδημα της νύχτας
που στολίζουνε την θλίψη του έρωτα
η ερημιά των άστρων.


Σε απόσταση βολής, 2000

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

Διομήδης Βλάχος-Σονάτα για δύο φωνές

 

Ι

Πουλί της έσωθεν μαρμαρυγής

όταν χιμάς να βγεις

απ’ το ανοιγμένο στέρνο μου

όταν επικαλούμαι τον θυμό των άστρων

κι αγγίζω μόνον τα φτερά του ρίγους σου

την ώρα πού έρχεσαι να με συναντήσεις

να με βυθίσεις στην αφή των ρόδων

να φυτέψεις μέσα μου

ένα δάσος μ’ ανθισμένες φλαμουριές

για να ενοικούνε κάθε βράδυ

τα ατίθασά μου οράματα

αυτά που ετάχθησαν να μετρηθούνε με τον τάφο

τότε το ξέρω πια

είσαι η λυμένη κόμη

της πιο απλησίαστης άνοιξης

που κατηφορίζει στην σιωπή της.

ΙΙ

Τις νύχτες που ορθώνεται το στήθος

χαϊδεύοντας τον εύθραυστο βλαστό του ονείρου

σιμά στ’ αυτί ακούω την ανάσα σου.

Σαν ανατείλει ανελέητη η ερημιά

κι η φλεγόμενη παρειά της πόλεως φανεί

τότε που σε άνθη μονάζω

και κρέμομαι σε κάθε αγχόνη μπουμπουκιού

μοιράζοντας αντίδωρο το σώμα μου

αυτές τις νύχτες είναι

που σ’ ακούω με βήμα βάδην

να `ρχεσαι σ’ απόσταση βολής

άγρυπνο παραθύρι της αβύσσου

ορθάνοιχτο σε μια γωνιά του νου.

Διομήδης Βλάχος-Πορτραίτο τροβαδούρου


Στο τέμπλο υπήρχε ο κρυφός σχηματισμός του

σαν ένα ρίγος στην αλληλουχία των χρωμάτων

που ανοίγει δρόμο ανάμεσα στις φοινικιές.

Τον επαράστεκε αθέατο τριώ μερώ φεγγάρι

λιγνό δρεπάνι του θανάτου

μια απειλή σε κάθε παραστράτημα.


Μόνο τα μάτια του σαν είδανε το μεσοχείμωνο

αστροπελέκι εν αιθρία τα άνθη της ροδακινιάς

πήρανε να μακραίνουν τόσο που γίνεται

χαλκός ηχών και αλαλάζον κύμβαλο.

Τότες μπαίνει μπροστάρης της πορείας

φεύγει ζωσμένος φλογισμένες λέξεις

σκορπίσαν τα σκυλιά χουγιάζοντας στο διάβα του

και πίσω του οι κυνηγοί των κεφαλών

τού ρίχνουνε το πληρωμένο τους μελάνι

από τις πολεμίστρες λάδι καυτό

κ' οι ιαχές του όχλου: «σταυρώστε τον».


Μ' αυτός όμοιος με λιθάρι που έχασε τον άξονα

δε λέει να σταματήσει τη χαραγμένη τροχιά του.

Περνά προκλητικός τα φρούρια του εχθρού

χλευάζει τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης

εισβάλλει με την όστρια στους μαχαλάδες

σκαρώνει ρίμες

μάς πετάει κατάμουτρα την κατάντια μας

τα βράδια γίνεται ερωτιάρης

μπαίνει στις κρεβατοκάμαρες των θυγατέρων μας

σπέρνει παιδιά κατ' εικόνα και ομοίωσιν


ύστερα τον Οχτώβρη

καθισμένος στα τηλεγραφόξυλα

παίζει τη λύρα του κράζοντας τ' αποδημητικά

μισεύει μαζί τους για το νοτιά

και ξανακλείνεται στο σχήμα της κορνίζας

για να ξανάρθει δυο τρεις αιώνες αργότερα.


Σχιστόλιθοι, 1984

Πηγή:http://ideoforein.blogspot.com/2019/07/blog-post_44.html