Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μαστοράκη Τζένη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μαστοράκη Τζένη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Τζένη Μαστοράκη - Ποιήματα

 ΔΙΟΔΙΑ

Ήθελα να σου πω
Το τραγούδι του τυφλού ποιητή
της Βαβυλώνας
Γεμάτο παραμύθια
Σαν την παλιά διαθήκη
Πριν απ’ τους εβδομήντα
Για τα ελάφια που γυρεύανε νερό
Στο βενζινάδικο
Και τον Χριστό που δούλευε μικρός
Σε συνεργείο αυτοκινήτων
Τότε ένα γράμμα γεμάτα κατάγματα
ήρθε από πολύ μακριά
και μας παράγγειλε να κλείσουμε τις πόρτες.

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑΞΕΙ
Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια,
δεν είναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν,
όσοι μονάχα εμποδισμένοι και νυχτερινοί.
Δεν είναι πια βορράς να φεύγουν.
Δάσος κλειδώνεται, παγίδα σκοτεινή,
τι σκοτεινό ανατρίχιασμα, στους λάκκους,
σημάδια που άλλοτε, μικρός περιηγητής,
τι σκοτεινό ανατρίχιασμα στους λάκκους.
Δαμάσκο ξέφτι, αργυρή κλωστή,
παρέκει θρόισμα τελειώνει τα ακριβά του ρούχα.
Και σαν τροχιά λαμπρού φονιά, τυφλώνοντας,
πίσω απ’ τα δέντρα ολοένα βασιλεύει, ο ίσκιος που
ζυγίστηκε ψηλά, φεγγάρι σκίζοντας τρελά,
τρελό φεγγάρι.
Μ’ ΕΝΑ ΣΤΕΦΑΝΙ ΦΩΣ
Για πάντα δεν είναι κανείς, ούτε διαρκεί, κανείς δε θά 'ρθει
απ' την άλλη όχθη, στις εκβολές βραδυπορώντας με φωτιές.
Κι ανίσως το βραδάκι, στα σβηστά, με αδειανό σακούλι
ξεπεζεύει, πάλι απόξενος, δεν εννοεί, και λιποτάκτης δεν
μπορεί ούτε γνωρίζει.
Σαν ένας, λέει, που πλοηγώντας θα ξυπνά στη μαύρη λίμνη,
κι όπως παντού η σιγαλιά κι η άπνοια σκιάζει, στις φλέβες
του αφουγκράζεται το αιμοβόρο ψάρι,
και γύρω χόρτα πνίγουν τα περάσματα, των ναυτικών τα
ίχνη,
τα έια μάλα.
Από την ποιητική συλλογή Μ' ένα στεφάνι φως
Η ΠΑΡΑΚΜΗ
Η παρακμή
δεν έχει χρονικά περιθώρια.
Έρχεται σαν εξώδικη πρόσκληση
κι έτσι απλά
σου βγάζει τα έπιπλα στο δρόμο.
Γύρω σου τα παιδιά
περιεργάζονται
την πλάτη της καρέκλας σου
εκεί που σε μια παραφορά
της εφηβείας
είχες γράψει:
Ψέματα – Ψέματα – Ψέματα.
Τελικά φορτώνεις
μόνο το κρεβάτι
σε μια περαστική
μοτοσυκλέτα
και μετακομίζεις
σε άγνωστη διεύθυνση.

Τρίτη 4 Μαρτίου 2025

Τζένη Μαστοράκη - Τα ενδύματα

 Τα τεκμήρια έμεναν πάντοτε στου φονέως τον κήπο,
ξεσκισμένα από τέλειο φάσγανο, σαν προικιά βουλιαγμένα στα
έλη, σαν να τα 'σπειρε κάποιος αλόγιστα στο φευγιό του απάνω.
Πελερίνες, μετάξια και δίμιτα, με την αίγλη που έπρεπε τότε,
χλιαρές αλλαξιές που ποτίστηκαν μυρωδιές και θορύβους,
ζιπουνάκια λευκά και στηθόπανα με αραιές μαχαιριές και
φεστόνια, και τα εύθραυστα εκείνα ενδύματα που τα λέγαν
το πάλαι ποτέ καμιζόλες.
 
Ονειρώδεις οι θάνατοι, και ο δράστης αθώος.
Μ΄ ένα τραύμα τυφλό, σαν παράθυρο που πατιόταν
μονάχα τις νύχτες.



      Ιστορίες για τα βαθιά, Κέδρος, 1983


Διαβάστε περισσότερα: https://poets.gr/el/poihtes/mastoraki-tzeni/811-istories-gia-ta-vathia/2121-ta-endymata

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Τζένη Μαστοράκη - Δύο ποιήματα

Τα πάθη της αγάπης

Παντού νερά, σαν τα φλαμανδικά τοπία που

δεν περνάει φως ή ψάρι, κι από τα έγκατα φω-

νές, θούρια πολιορκητών, ραγίσματα, λαβω-

ματιές από τους μέσους χρόνους, όψεις βαρβά-

ρων χρυσωμένες και πονάνε.

*

Με το λαγούτο σταυρωτά στο στήθος, και το

καρφί στο μάτι, πέρα πέρα, άντρες γενναίοι,

κόρη ευγενική, και γύρω μαίνονται φουσάτα—

*

Ωραία ζωγραφιά και πράσινη, που θα την πω

τα πάθη της αγάπης.

Ιστορίες για τα βαθιά, Κέδρος, 1983, σ. 19

Τα πρόσωπα και οι θεσμοί [Α΄]


Πώς φτάσαμε σε τούτη δω την πόλη,
τι της δώσαμε και τι της πήραμε;
Κουβαλάμε στις ράχες μας
ένα όνομα που δε μας ανήκει,
πελώριους δρόμους
που δεν ήτανε ποτέ δικοί μας.

Μας κοίταζαν σαν το καινούργιο πόδημα
που το φοράει κάποιος άλλος
την ώρα που εμείς ονειρευόμαστε
μεγάλες δρασκελιές πάνω στα κύματα
-αβρόχοις ποσί- σα να μας είπαν:
Κοιτάτε αλλά μην αγγίζετε.

Πώς μας ξόδεψαν έτσι, αδερφέ μου;
Δώσαμε και την τελευταία μας πεντάρα
σε κρατήσεις.
Εμείς, που τίποτα ποτέ δεν είχαμε
κι όλα μας ήταν απαρχής δοσμένα.
Διόδια, Κέδρος 1972
 

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Τζένη Μαστοράκη - [άτιτλο]

Καλύτερα απ' τα λίγα κι από τα στενά, όπου συνδυό και δε μιλούν, συντρείς ο φόβος, κι όπου τυφλός απ' το σκοτάδι ο λύκος μαίνεται,

εκεί, στο βάθος του αίματος, σαν τιμαλφή παλιώνουν τα εγκλήματα, εξευγενίζοντας τις όψεις των δραστών, το συσπασμένο πρόσωπο,την άγρια πείνα,

και νάνι, λιώνουν τα φριχτά μαλάματα, χρόνοι ευγνώμονες λειαίνουν, νάνι,ώσπου να' ρθει, ρόγχος να πάρει, χορηγός,

ο ύπνος, σιγανό πανί, 

ο ύπνος, καβαλάρης με δρεπάνι.

Μ' ένα στεφάνι φως, Κέδρος, 1989.

Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Τζένη Μαστοράκη - Οι φύλακες

 Μέσα μου αγρυπνούν ωραίες ποιήτριες με τρυφερά χειλάκια και φωνές σουβλερές φυλάνε τον ύπνο μου. Μ’ αφήνουν, αίφνης, να βολοδέρνω σε παμπάλαια σπίτια, μπορεί ακατοίκητα, με θολωτές οροφές και σκληρούς καναπέδες –

(Οι τοίχοι είναι όλο τρύπες, εκεί που ακουμπήσαν καιρό φωτογραφίες και μεγάλα βιβλία, κι όταν καλοπροσέξεις βλέπεις πιό μέσα ένα λαγούμι μακρύ, και στον πάτο κάτι σπαράζει και φέγγει).

Εγώ δε φοβάμαι ποτέ, γιατί ακούω που παραμονεύουν βαθιά, στα κούφια πατώματα, με τα χέρια σταυρωτά στην κοιλιά και φλουρί καπνισμένο κάτω απ’ τη γλώσσα. Οι σβέλτες φυλάνε καραούλι σε γωνιές σκιερές.

Με το τσιγκέλι έτοιμο, και κρέμεται σε δυνατό κορδόνι.

περ. Η λέξη, τχ. 11, Ιανουάριος 1982, σ. 40

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Τζένη Μαστοράκη - Μ' ένα στεφάνι φως (αποσπάσματα)

 Να μη λύνονται ούτε να τελειώνουν ποτέ οι κρυφές διηγήσεις, να γυρίζουν τα πρόσωπα καθαρμένα απ’ τη μνήμη, και το αίσθημα πάντα να κρατεί τα ιστία, όπως πλόες που ήταν να γίνουν, και ενάντια βουλή τους ματαίωσε, ή τα ιστία ανύπαρκτα, πιθανόν και τα σκάφη.

Και οι ήρωες τότε, ολάρμενοι, στα ψηλά των βουνών θ’ ανατέλλουν, απολώντας το έρμα σε κούφιους κρατήρες, αστροπλόοι, δεσμώτες βαριάς νηνεμίας, και ξανά αυτοδύτες που φέγγουν,

μελετώντας την πτώση, τ’ ακριβά της πετρώματα.

.......................................................................................................................................................

Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια, 

δεν είναι πια πρωί,βορράς να φεύγουν, 

όσοι μονάχα εμποδισμένοι και νυχτερινοί.

Δεν είναι πια βορράς να φεύγουν.

.....................................................................................................................................................................

~ Να μπορούσαν να ζήσουν τούτ’ οι στίχοι

κι εκείνους που σ’ εχάλασαν να κάψουν:

Μικρό μου,

ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι,

κι άλλο μην πεις,και μη ρωτάς,

πού κλείδωσαν,

απ’ τα ψηλά της παραθύρια γκρέμιζε 

τα λόγια αλλιώς,

μοίρα χρυσή και δίκαιη των αυτοκτόνων.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Θα ‘ρθουνε χρόνοι κοπετών,μαγείας,

ξανά η άπιστη σε φονική αγκαλιά,

κι η βλάστηση,ξανά,

διαβρώνοντας τις χαμηλές ρωγμές

των τοίχων,τα φορέματα,

όπλα που επήραν τις ζωές ανδρείων,

κι απ’ τα ονόματα των άστρων

που έφεγγαν,

μήτε η λέξη εωσφόρος,μήτε αλί —

Και θα σωπαίνεις πιο καλά,για να μ’ ακούς,

φωνή αγνώστου μέσα στο σκοτάδι,

το αχ του τιμωρού 

που ρίχνει τ’ άρματα,

το πείσμα του αγγελιοφόρου,

που αναπλέοντας με κίνδυνο 

σε κοίλους χώρους,το στόμα του

εσφράγισε και περιμένει.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν

τα μεγάλα χαίρε,τα έχε γεια,

καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε,

τις κορυφές,τ’ ακροκεραύνια περιπλέοντας,

τις λόχμες μιας απύθμενης υπνολαλίας.

Σαν να πεθύμησαν τη δροσερή φυγή,

το αλγεινό των αρωμάτων 

σε κλεισμένους χώρους,

τον ταπεινό αιγιαλό,

τη φοβερή φωλιά του ύπνου φεύγοντας,

το λίγο των ονείρων.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Έγιναν κρίματα και βάρυναν πολύ,

κι ό,τι πονά,για πάντα εδώ,

για πάντα μένει,κακό φιλί,

για πάντα το κακό σημάδι του,

παραφροσύνη δίχως γυρισμό,

φοβέρα σκιάζει,

μια ιερή σαρκοφαγία πού εξαντλεί.

Κι ό,τι πονά,κι αν λησμονιέται την αυγή,

μια νύχτα άλλη,σαν ερπετό,

μεγάλη σαύρα που βουτά,

θα ‘ρθει,μετά την αγωνία στα στενά,

σώμα καμένο και χλωρό κεφάλι,

θα ‘ρθει,κατάχλωρος απ’ τη φωτιά,

κι ό,τι εξαντλεί,

σαΐτα,βόλι και κακό φιλί,

ο μάγος έρωτας,ο τρόμος έρωτας

το φέρνει πάλι.

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Καλύτερα απ' τα λίγα κι από τα στενά, όπου συνδυό και δε μιλούν, συντρείς ο φόβος, κι όπου τυφλός απ' το σκοτάδι ο λύκος μαίνεται,

εκεί, στο βάθος του αίματος, σαν τιμαλφή παλιώνουν τα εγκλήματα, εξευγενίζοντας τις όψεις των δραστών, το συσπασμένο πρόσωπο,την άγρια πείνα,

και νάνι, λιώνουν τα φριχτά μαλάματα, χρόνοι ευγνώμονες λειαίνουν, νάνι,ώσπου να' ρθει, ρόγχος να πάρει, χορηγός,

ο ύπνος,σιγανό πανί, 

ο ύπνος, καβαλάρης με δρεπάνι.


~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

~ Να μη λύνονται ποτέ

οι κρυφές διηγήσεις,

να γυρίζουν τα πρόσωπα 

καθαρμένα απ’ τη μνήμη

και το αίσθημα πάντα να κρατεί τα ιστία

                                Μ’ ένα στεφάνι φως, Κέδρος 1989

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

Τζένη Μαστοράκη - Διόδια

 


Ήθελα να σου πω

Το τραγούδι του τυφλού ποιητή

της Βαβυλώνας

Γεμάτο παραμύθια

Σαν την παλιά διαθήκη

Πριν απ’ τους εβδομήντα

Για τα ελάφια που γυρεύανε νερό

Στο βενζινάδικο

Και τον Χριστό που δούλευε μικρός

Σε συνεργείο αυτοκινήτων

Τότε ένα γράμμα γεμάτα κατάγματα

ήρθε από πολύ μακριά

και μας παράγγειλε να κλείσουμε τις πόρτες




Γυρέψαμε τα ονόματα των σκοτωμένων

Και μας έφεραν ένα φάκελο

Μ’ ένα όνομα διπλωμένο στα τέσσερα

Πιάνω απόψε να γράψω

ειδήσεις σε τούτο τον τόπο

Ταξιδεύουν αργά αλλά σίγουρα


Ήθελα να σου πω

Το τραγούδι του τυφλού ποιητή της Βαβυλώνας


Τούτη η σιωπή μέσα στους τέσσερις τοίχους

Ήτανε από νωρίς

Προορισμένη να γίνει τραγούδι

Τραγούδι βαθύ και σκοτεινό

Σαν το αμίλητο νερό

Και σαν την τσέπη της ποδιάς

Της μάνας μου

Να δώσει καθενός το μερτικό του

Να απλωθεί να απλωθεί

Σαν το μεγάλο μήνυμα των γερανών

Στους δρόμους τις πλατείες

Στις αίθουσες αναμονής των τραίνων

Τραγούδι σαν την λειτουργία

Των Βαγιών

Τραγούδι του ψωμιού και του νερού

Τραγούδι των ανθρώπων

Το τραγούδι μου

Τραγούδι βαθύ και σκοτεινό


Οι μεγάλοι κουβαλούν πάντα μέσα τους

Το παιδί που υπήρξαν στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο

Το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν

Το πρώτο χνούδι στο πάνω χείλη τους

Τους «Βαρβάρους» του Καβάφη

Και μια παλιά φυματίωση

Εμείς κουβαλάμε τους μεγάλους

Εμείς απλούστατα, κουβαλάμε τους μεγάλους



                                               Βασιλική Λαβίνα - Διόδια

Τζένη Μαστοράκη - Ποιήματα



Ήθελα να σου πω το τραγούδι

του τυφλού ποιητή της Βαβυλώνας

γεμάτο παραμύθια, σαν την Παλιά Διαθήκη

πριν απ΄τους Εβδομήκοντα.

Για τα ελάφια που γυρεύανε

νερό στο βενζινάδικο

και το Χριστό που δούλευε μικρός

σε συνεργείο αυτοκινήτων.

Τότε ένα γράμμα

γεμάτο κατάγματα

ήρθε από πολύ μακριά

και μας παράγγειλε να κλείσουμε τις πόρτες.


.............................................................................

Ο Δούρειος ίππος τότε είπε

όχι, δε θα δεχτώ δημοσιογράφους,

κι είπαν γιατί, κι είπε

πως δεν ήξερε τίποτα για το φονικό.

Κι ύστερα, εκείνος

έτρωγε ελαφρά τα βράδια

και μικρός

είχε δουλέψει ένα φεγγάρι

αλογάκι σε λούνα πάρκ.


......................................................

Βουλιάζουμε ολοένα και πιο βαθιά

μέσα μας.

Αποκρυπτογραφούμε τους ήχους

της απόλυτης σιγαλιάς

και οι κραυγές των χρωμάτων

μας πληγώνουν.

Το φεγγάρι ορμάει από τις χαραμάδες

και λεηλατεί τις κάμαρες.

Τώρα και πάντα

ο ποιητής

στις σκαλωσιές και στα γιαπιά

στεριώνει με καρφιά και δόντια

την ελπίδα.

.....................................................................

Οι μεγάλοι

κουβαλούν πάντα μέσα τους

το παιδί που υπήρξαν

στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο

το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν

έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας.

Το πρώτο χνούδι στο πανωχείλι τους

τους Βαρβάρους του Καβάφη

και μια παλιά φυματίωση.

Τις μέρες τους

καταχωρημένες σε δελτία τροφίμων.

Ένα καρφί στον τοίχο

μπορούσε να σημαδέψει μια εποχή

– τα καλοκαίρια ξυριζόντουσαν

με τον καθρέφτη κρεμασμένο στο παράθυρο.

Όνειρα συνοικιακά

σα μια μοτοσικλέτα

με καρότσα για πολυμελείς οικογένειες.

Εμείς

κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας

τους μεγάλους.


...................................................................

Οι άνθρωποι πεθαίνουν

μονάχα στη μνήμη των λαών.

Κολακεύονται

στις εξάρσεις της μακροθυμίας

του όχλου.

Ζουν αχόρταγα

τα βουβά διαστήματα

ανάμεσα σε δυο λέξεις

ή δυο χειρονομίες

κι ύστερα σβήνουν

με μια βαθιά υπόκλιση

– ένδειξη υποταγής

ή περιφρόνησης-

σε μια δυναστεία

συγκεντρωτικών

ανελέητων στιγμών

που ήταν ωστόσο

μονάχα δικές τους



Η γέννηση


Βλάστησα σ΄ένα θερμοκήπιο

μπετόν αρμέ.

Μια φωνή αγελάδας

μου βοσκάει τα σωθικά.

Περιορίστηκα

σ΄αυτή τη φυσική κατάσταση.

Δε μίλησα.

Δεν προκάλεσα κανέναν.

Μονάχα που πάντα ευδοκίμησα

στα μέρη όπου τα λεξικά

αρνήθηκαν επίμονα την ύπαρξή μου.


Παρακμή


Η παρακμή

δεν έχει χρονικά περιθώρια.

Έρχεται σαν εξώδικη πρόσκληση

κι έτσι απλά

σου βγάζει τα έπιπλα στο δρόμο.

Γύρω σου τα παιδιά

περιεργάζονται

την πλάτη της καρέκλας σου

εκεί που σε μια παραφορά

της εφηβείας

είχες γράψει:

Ψέματα – Ψέματα – Ψέματα.

Τελικά

φορτώνεις μόνο το κρεβάτι

σε μια περαστική μοτοσυκλέτα

και μετακομίζεις

σε άγνωστη διεύθυνση.



Οι φθόγγοι


Χιλιάδες κεφάλια

μετέωρα.

Παίρνουν μια λέξη

και την κατασπαράζουν.

Παρακολουθείς

απερίγραπτες συσπάσεις

των φθόγγων

από στόμα σε στόμα.

Λένε όλοι τους

το ίδιο πράγμα

διαμελισμένο.


Πηγή: https://www.poetenladen.de/luftfracht/jenny-mastoraki.php

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

Τζένη Μαστοράκη - Τα γεννητούρια

Πλάκωσε το συγγενολόι
−τσέπες γεμάτες ρίγανη τριμμένη
μελισσόχορτο
εργόχειρα και μαντολάτα.
Γύρω γύρω σπασμένα γυαλιά
να μην τους φύγω
κι ένα παιδί περνούσε όλη την ώρα
κάτω από το κρεβάτι
όπως στον επιτάφιο.
Μέσα μου βάθυναν τότε τα χρώματα
όμοια με κάτι παλιές αγιογραφίες
και κάποιος πήρε το ψαλίδι
κι άνοιξε μια τρύπα για να βλέπει.
Πετιέται που λες στη μέση της θάλασσας
η γοργόνα
και τον φιλεύει μια χούφτα καρύδια
και κείνος αναγνωρίζει τρέμοντας
τη χαμένη αδερφή του
που μικροπαντρεύτηκε στον Καναδά
πριν απ’ τον πόλεμο.
Η κάμαρα μύριζε λεμόνι
και πούντρα γεροντίστικη.
Άνοιξα τα μάτια
τους είδα
όλους δικέφαλους
και φοβήθηκα.

Γεννήθηκα 21 Φεβρουαρίου.
Μου διαβάσανε την Αγία Επιστολή
κι έπειτα γράψανε Ιφιγένεια
και το μήνα και τη μέρα
πίσω από μια παλιά εικόνα που έτριζε
κι έκανε και θαύματα.


Το σόι

Τζένη Μαστοράκη - Περίληψη


Παιδί, η μάνα μου

μου φόραγε κατάσαρκα το πατερημών

και γαλάζια φυλαχτά της Τήνου.

Έπαιρνε ένα μεγάλο κλειδί

και διπλοκλείδωνε τον ύπνο μου.

Το πρωί μέτραγε τα όνειρα

και τα κατάγραφε σ' ένα τετράδιο.

Τώρα μου ξορκίζει

το τραγούδι απ' τα χείλια

όταν κοιμάμαι

και κάθε βράδυ το κρεβάτι μου

γίνεται ένα κεντημένο κάντρο

που γράφει «Ελευθερία ή Θάνατος».


Πηγή: Το σόι, 1978.

Τζένη Μαστοράκη - [άτιτλο]

 Αλλά δε θέλει να λησμονηθεί, γιατί κανείς, κανείς δεν θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει θέλει μια φορά, που τρυφερή κορόνα τους την είχαν, κι α πότε, βγάνοντας την κεφαλή στις ερημιές, τα χέρια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, τους  χαραγμένους της καρπούς βύζαινε, η λύσσα λεγεών και αγέλη, τη μάταιη αυτοχειρία επαναλαμβάνοντας, το θάνατο που δίχως λόγο ξεθυμαίνει, μες στη σιωπή που παραδέρνει ασάλευτη, σιωπή του νου, απέραντη σαν τρέλα, σαν αραιό αφιόνι μαύλιζε, και δεν τολμά, μόλις μαντεύοντας τα κυανά παθήματα των βυθοδρόμων, τη θεία νόσο που ενδοστρέφει ακάλεστη, κι από μαράζι ξάσπριζε τα χείλη, κι α πότε βγάνει, ο πόνος, ποόνοι διάττοντες, βραχνάς ο αέρας σκίζοντας το στήθος, αέρας πόνος πλημμυρίζοντας σπλάχνα στεγνά, τα μάτια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, η νεκροφάνεια σαν λαγνεία την καθήλωνε, σαν πυρετός, σαν πρωτούπνι στο υγρό της μέτωπο, μ’ ένα στεφάνι φως που ζώνει τους ταξιδεμένους, όταν σηκώνονται αταξίδευτοι στα σκοτεινά, σε μέρη απόσκια και στ’ ανεσκαμμένα, κι όταν ταράζοντας τη γη προβαίνουν άλιωτοι, μ’ ένα στεφάνι φως, και ξεματώνει γλείφοντας τους χαρακωμένους της καρπούς, παραλογίζεται πως θα γινόταν άλλη, άνασσα στο βαθύ παλάτι των αγρών, αθλία φλώρα τ’ όνομά της, σαρακήνα, σαν βλασφημία, μενεξένη, άσβεστος, με το κακό του φεγγαριού αφρίζει, κι α ποτέ, γέρνει το κορμάκι της στις εξοχές, σαν ημισέληνος ωχρή ξεφέγγει, μικρή γυναίκα, γυναικίτσα, βάρβαρη, καλεί τον θάνατο, καλεί, που ήταν καλός, από μακριά σού μήνυσα, του λέει, ακραία κόρη και βαλεριανή, από μακριά, κι ετοιμαζότουν να φωνάξει δυνατά, και δε φωνάζει, δε λαλεί, δεν κλαίει.


Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, σελ. 47-48, Κέδρος 1989

Τζένη Μαστοράκη - Ποιήματα

 ΚΑΤΑΓΩΓΗ

 

Το μωσαϊκό της φυλετικής σου καταγωγής

έχει γίνει σε βαθιούς

αιγαιοπελαγίτικους τόνους.

Οι στιγμές της διαύγειας

ένα εκτυφλωτικό λευκό της Σίφνου

κι ολόκληρο το κρητικό φοινικόδασος

για μια μονόλεπτη ανάταση.

Τρυγάμε ακόμα τα χρώματα

σε τούτο το ρωμαίικο αμπέλι.

 

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

 

Οι νύχτες σού φέρνουν πυρετό

ρωμαϊκού θριάμβου.

Ο λεγεωνάριος, η θέα, ο δημαγωγός

– ένας δούλος του ψιθυρίζει στ’ αυτί

τ’ όνομά σου –

η εταίρα με τα ερυθρόδερμα μάγουλα

ο λουτροκόμος.

Λίγο πριν ανοίξει το ταβάνι

κι όλοι πεθάνουνε πνιγμένοι στα λουλούδια,

εσύ, έχοντας ανακαλύψει τη φωτιά,

εμπορεύεσαι βιαστικά το συκώτι σου.

 

ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ

 

Η αποκαθήλωση γίνεται

πάντα πρωί

μετά το πρώτο τσιγάρο

την ώρα που το ιερατείο κοιμάται.

Αργότερα

παρατηρούν την απουσία

και λένε κάτι γι’ Ανάληψη

ή άλλες Θαβώριες περιπτώσεις.

(ΔΙΟΔΙΑ, 1972)

 

Η ΠΟΡΤΑ

 

Τώρα, επάνω στην πεσμένη πόρτα

περνάνε και κρεμάνε τα τραγούδια τους

δεμένα με χρωματιστές κορδέλες

σαν τάματα σε κάποια

Παναγία τάδε, τη θαυματουργή.

Ο ποιητής κουβαλάει

την πόρτα στην πλάτη

και σωπαίνει.

Θα τόνε δεις καμιά φορά λοιπόν

να περπατάει σκυφτός

ή να περνάει με το πλάι τα στενά

και κείνο το κάγκελο

στραβωμένο

αφήνει βαθιά χαρακιά

πάνω στην άσφαλτο.

(ΤΟ ΣΟΪ, 1978)

 

ΟΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ

 

Θα σε κεντούν με λόγχες να ξυπνάς, το στόμα

σφραγισμένο με κερί να μη φωνάξεις, και θα

σε κρύβουν με βαριά υφάσματα και με νερά,

στον πάτο λιμνοθάλασσας όπου παφλάζουν

πάνδημα βασίλεια.

 

Ότι γραφτό οι αγαπημένοι να σου φανερώνονται

στις ώρες των κατολισθήσεων, σιδηρόφρακτοι,

μεσ’ από γοερούς συναγερμούς κωπηλατώντας

– πάμφωτο βαθυσκάφος στ’ ανοιχτά, και πάνω

του πυρπολητές θαλασσοπόροι.

 

ΕΚΕΙΝΩΝ ΠΟΥ ΠΟΛΥ ΕΚΡΑΤΗΣΑΝ ΚΑΙ

ΔΕΝ ΜΙΛΟΥΣΑΝ

 

Θα επιστρέφουν πάντοτε αυτοί που άδικα, σε

χρόνους άλλους, λησμονήθηκαν. Από δρακόντων

κοίτες, θύρες άρπαγος, από τα παρεκκλήσια των

απείρων φόνων, με χαλασμένα πρόσωπα θα

επιστρέφουν ως ναυμάχοι, ελόβιοι άλλοτε, με

σκοτεινή ενδυμασία αιρετικού ή επίορκου, και

στις ανήλιαγες διόδους καίγοντας.

 

Όπως επαίτης ύπουλος προ των τειχών, καλύπτει

επιμελώς με το μανδύα του πληγές που άνθισαν,

με κάποιο θαύμα. Κι όπως αρχαίος γεωμέτρης

λάμνοντας, νεκρώνει πίσω του τεράστιες εκτάσεις

κι αναβλύζει.

(ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΒΑΘΙΑ, 1983)

 

Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν τα μεγάλα χαίρε, τα έχε

γεια, καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε, τις κο-

ρυφές, τ’ ακροκεραύνια περιπλέοντας, τις λόχμες

μιας απύθμενης υπνολαλίας,

 

κι όπως λιοντάρι στα στενά δε χόρτασε, το συννεφάκι

αυτό τους σημαδεύει, την κόψη ανάβοντας, το ανάστη-

μα, μελαχρινό, το βλέμμα που ήταν–

 

Σαν να πεθύμησαν τη δροσερή φυγή, το αλγεινό

των αρωμάτων σε κλεισμένους χώρους, τον τα-

πεινό αιγιαλό,

 

τη φοβερή φωτιά του ύπνου φεύγοντας, το λίγο

των ονείρων.

 

***

 

Ξύπνα, φωνάζει, και μην κλαις, της φώναξε, το

χέρι που τιμώρησε και φεύγει, ξανά μουσκεύει

στα παλιά του αίματα, καιρός που λησμονεί,

 

κι ανάδρομα κυλώντας το φαρμάκι, χλόισε τα

χείλη πρώτα, το κατάσπρο φόρεμα–

 

Σαν το ναυάγιο, που κάποτε αναδύεται, με τα

βαριά πανιά, τους ναύτες, τα βρεγμένα ξύλα,

 

κύμα αντρειωμένο το γυρίζει με θυμό, σκίζει το

στρώμα, τα στιλπνά γεμίσματα, λίκνο πλωτό,

φυσάει τρελή νοτιά,

 

ξύπνα, κι η νύχτα καταργεί τα εγκλήματα.

 

***

 

Στα πιο ρηχά, στ’ απόνερα, στα βαλτοτόπια του

ύπνου, πώς αλλιώτεψαν,

 

απ’ τα στολίσματα, τις τίμιες πέτρες, τα φλουριά,

κτήνη και αναβάτες ένας, και πού φαρί, πυρή φο-

ράδα, πρίμο αγέρι, πού ’ν’ τα πανιά–

 

κι απ’ τον καημό μιας απογείωσης μεθυστικής,

θαύμα της άμμου, τρίβει η καρδούλα τους σαν το

ψιλό γυαλί.

 

Σώπα, και γιαίνει τις πληγές χνούδι αργυρό, ταξίδι

φάντασμα κι ανεμοπύρωμα που ξεθυμώνει, χρώμα

κρυφό, κρυφή καρίνα στο νερό, κι ένα πουλί–

 

– τι πέτρινο ξημέρωμα, κυρά μου

(Μ’ ΕΝΑ ΣΤΕΦΑΝΙ ΦΩΣ, 1989)

 Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/tha-epistrefoun-pantote-afti-pou-adika-lismonithikan/

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Τζένη Μαστροάκη - Κλασικό εικονογραφημένο

Κατεβαίνουν τις σκάλες, ανοίγουν τις πόρτες
βγαίνουν
ένας με το μαχαίρι κι ένας με το ταγάρι
κι ένας με μια μαγκούρα.
Ο τόπος γεμίζει φυσαρμόνικες.
Παιδιά ντυμένα μαρκησίες
τρέχουν ξεμαλλιασμένα
το στόμα τους με κοκκινάδια. 
Η κακιά μάγισσα τους έχει όλους
στο χέρι.
Φαίνεται καθαρά
το μήλο κι η δαγκωματιά
γιατί όλα τα παραμύθια
έχουν ένα δαγκωμένο μήλο
κι η γιαγιά μου μια τσέπη
γεμάτη προπολεμικά παιδιά
με στρογγυλά παπούτσια
κι άσπρα καπέλα.
Πεισματάρηδες πεφανέικες φάτσες
του χίλια εννιακόσια τριάντα.
Καθαροδευτέρα. 
Φωτογραφία από την εκδρομή του Σωματείου.
Οι άντρες κοιτάνε ίσια μπροστά
κι αγριεύονται.
Ο Παναγής, ο Σταύρακας, το Μαρικάκι.
Έλεγε πως την κάναν νύφη έντεκα χρονών
όλο το σόι με το ζόρι.
Μετά διαδώσανε πώς κλέφτηκε
γιατί η σταυροβελονιά
είναι ένα παλιό ελληνικό κέντημα
που τους κάνει όλους
τετράγωνους κι άγαρμπους
όσο που ανοίγει μια πόρτα
και βλέπεις κάποιον μαχαιρωμένο.
Είναι λοιπόν περίεργο
πώς όλα τούτα
βρίσκουνε δρόμο και ξαναγυρνάνε
μες στον ύπνο σου
εκεί που πας πια να σιγουρευτείς
ότι η μάνα σου σε αγόρασε
από κάτι γύφτους. 
 

      Το σόι, Κέδρος, 1978

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Τζένη Μαστοράκη - Άλλος ύπνος δεν εγίνη…

Τα βυσσινιά, τα κρεμεζιά, τα ωραία της, αυτά τα

ρούχα που δεν κάνουν για ταξίδι,

 

έδυσαν στα νερά.

 

Λίμνη καλή, κλίνη λευκή, κρατά η φυγή της, εκεί

το πάλεμα, τα ωχρά σκεπάσματα, ο ταραγμός, η

τρομερή επιφοίτηση που θα λαμπρύνει.

 

Κι όπως βαθαίνει το φιλί ξημέρωμα, βαθιά βαθιά

το αξέχαστο λεπίδι, κι όπως σε όνειρο αμαρτάνοντας,

ο στεναγμός—

 

Στους ύπνους μιας γυναίκας που φοβήθηκε,

τραγούδι κόκκινο ξεθώριαζε η σφαγίτις.

 

      Μ’ ένα στεφάνι φως, Κέδρος, 1989


Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Τζένη Μαστοράκη - Ποιήματα



Εδώ στον τόπο της σφαγής ξανά, στα ίχνη των
πυκνών ερώτων πάλι, κι ας λαχταρούσαν να χα-
θούν, ταξιδευτές, σε πόλεις και τερπνές υπαίθρους.
Οι καταβάσεις ψέμα, οι διαδρομές, πως λιγοστέψαν
οι διαδρομές, ο αέρας τόσο σπάνιος, η ακινησία,
δρόμος κανείς, στα όρη στα βουνά, ούτε φυγή,
μονάχα θεία πνιγμονή-
κολυμπητές στης άμμου τα βαθιά, όπως τυφλό,
σε αρτηρία τυφλή
ουρλιάζει το αίμα
***
Που χαιρετούν, αλλά δε φεύγουν, και γυρνούν,
σαν σκοτοδίνη περιτρέχοντας τους ίδιους τόπους,
τυφλή περίπολος ενός πρωινού, τα παγωμένα φα-
ναράκια τους, τα πέπλα πέπλα, στην άκρα ησυχία,
στάζοντας,
το ρούχο θηλυκό-
κι αλλάζουν όψεις, σώμα ουράνιο στα νερά, που
μια φωτάει και μια τους βάθους, σώμα που το
'συραν μεσάνυχτα για να κρυφτεί, άστρο βαρύ,
προλέγοντας φυγή και φρίκη-
μοιραίοι επιστολογράφοι, που δεν έφυγαν, και
χαιρετούν, και τις φωνές των τοίχων καλοπιάνουν,
τον σκοτεινό τους δαίμονα που αργεί, θανάσιμοι
αλληλοπαίρνονται με ξένους στίχους, χωρίς το άλμα
στο κενό, χωρίς το τέλος, μοναδικό χαιρέτισμα
που έπρεπε
***
Ας γίνει να 'ρθουν, απ' τα βάθη όπου λιμνάζουν να
'ρχονται, ανάθεμα, βαριά κατάρα κι ευλογία,
μόνο να 'ρθούν,
το φονικό τους άγγιγμα, το στόμα, μώλωπες ικε-
σίας σκοτεινής, τα σε χρειάζομαι και να προλάβω,
να προλάβω- Να 'ρθούν, κι ο μαύρος έρωτας
τους,
όρυγμα τελειωμένο που απειλεί, ο μαύρος λάκκος
που άνοιξε και κλεί
δαιμονισμένη νοσταλγία.
(Τζένη Μαστοράκη, Μ' ένα στεφάνι φως)

Τζένη Μαστοράκη - Ποιήματα

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑΞΕΙ
Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια,
δεν είναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν,
όσοι μονάχα εμποδισμένοι και νυχτερινοί.
Δεν είναι πια βορράς να φεύγουν.
Δάσος κλειδώνεται, παγίδα σκοτεινή,
τι σκοτεινό ανατρίχιασμα, στους λάκκους,
σημάδια που άλλοτε, μικρός περιηγητής,
τι σκοτεινό ανατρίχιασμα στους λάκκους.
Δαμάσκο ξέφτι, αργυρή κλωστή,
παρέκει θρόισμα τελειώνει τα ακριβά του ρούχα.
Και σαν τροχιά λαμπρού φονιά, τυφλώνοντας,
πίσω απ’ τα δέντρα ολοένα βασιλεύει, ο ίσκιος που
ζυγίστηκε ψηλά, φεγγάρι σκίζοντας τρελά,
τρελό φεγγάρι.
........................................................................
~ Να μπορούσαν να ζήσουν τούτ’ οι στίχοι
κι εκείνους που σ’ εχάλασαν να κάψουν:
Μικρό μου,
ας πάψει πια εκείνο το τραγούδι,
κι άλλο μην πεις,και μη ρωτάς,
πού κλείδωσαν,
απ’ τα ψηλά της παραθύρια γκρέμιζε
τα λόγια αλλιώς,
μοίρα χρυσή και δίκαιη των αυτοκτόνων.
........................................................................
Θα ‘ρθουνε χρόνοι κοπετών,μαγείας,
ξανά η άπιστη σε φονική αγκαλιά,
κι η βλάστηση,ξανά,
διαβρώνοντας τις χαμηλές ρωγμές
των τοίχων,τα φορέματα,
όπλα που επήραν τις ζωές ανδρείων,
κι απ’ τα ονόματα των άστρων
που έφεγγαν,
μήτε η λέξη εωσφόρος,μήτε αλί —
Και θα σωπαίνεις πιο καλά,για να μ’ ακούς,
φωνή αγνώστου μέσα στο σκοτάδι,
το αχ του τιμωρού
που ρίχνει τ’ άρματα,
το πείσμα του αγγελιοφόρου,
που αναπλέοντας με κίνδυνο
σε κοίλους χώρους,το στόμα του
εσφράγισε και περιμένει.
........................................................................
Πάντοτε νύχτα ταξιδεύουν
τα μεγάλα χαίρε,τα έχε γεια,
καλότυχοι οι νεκροί που ξαγρυπνάνε,
τις κορυφές,τ’ ακροκεραύνια περιπλέοντας,
τις λόχμες μιας απύθμενης υπνολαλίας.
Σαν να πεθύμησαν τη δροσερή φυγή,
το αλγεινό των αρωμάτων
σε κλεισμένους χώρους,
τον ταπεινό αιγιαλό,
τη φοβερή φωλιά του ύπνου φεύγοντας,
το λίγο των ονείρων.
........................................................................
Έγιναν κρίματα και βάρυναν πολύ,
κι ό,τι πονά,για πάντα εδώ,
για πάντα μένει,κακό φιλί,
για πάντα το κακό σημάδι του,
παραφροσύνη δίχως γυρισμό,
φοβέρα σκιάζει,
μια ιερή σαρκοφαγία πού εξαντλεί.
Κι ό,τι πονά,κι αν λησμονιέται την αυγή,
μια νύχτα άλλη,σαν ερπετό,
μεγάλη σαύρα που βουτά,
θα ‘ρθει,μετά την αγωνία στα στενά,
σώμα καμένο και χλωρό κεφάλι,
θα ‘ρθει,κατάχλωρος απ’ τη φωτιά,
κι ό,τι εξαντλεί,
σαΐτα,βόλι και κακό φιλί,
ο μάγος έρωτας,ο τρόμος έρωτας
το φέρνει πάλι.
........................................................................
Καλύτερα απ' τα λίγα κι από τα στενά, όπου συνδυό και δε μιλούν, συντρείς ο φόβος, κι όπου τυφλός απ' το σκοτάδι ο λύκος μαίνεται,
εκεί, στο βάθος του αίματος, σαν τιμαλφή παλιώνουν τα εγκλήματα, εξευγενίζοντας τις όψεις των δραστών, το συσπασμένο πρόσωπο, την άγρια πείνα,
και νάνι, λιώνουν τα φριχτά μαλάματα, χρόνοι ευγνώμονες λειαίνουν, νάνι, ώσπου να' ρθει, ρόγχος να πάρει, χορηγός,

ο ύπνος, σιγανό πανί,

ο ύπνος, καβαλάρης με δρεπάνι.

........................................................................

~ Να μη λύνονται ποτέ οι κρυφές διηγήσεις, να γυρίζουν τα πρόσωπα καθαρμένα απ’ τη μνήμη και το αίσθημα πάντα να κρατεί τα ιστία

Σπαράγματα από:Τζένη Μαστοράκη,συλλογή Μ’ ένα στεφάνι φως,Κέδρος,1989

.

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

Τζένη Μαστοράκη - [άτιτλο]

δ΄
ΑΛΛΟΣ ΥΠΝΟΣ ΔΕΝ ΕΓΙΝΗ...
Φέγγουν τόσο ωραίοι και ωχροί, γυάλινοι φέγγουν
ή βαλσαμωμένοι, εκείνοι που έφυγαν από σπαθί-
Και στις σιωπές του εσπερινού, βουβά, το ξάφνια-
σμα, τα υγρά σεντόνια, η φρίκη, τα υφάσματα που
ράγισαν, ώρα κακιά, και οι σπασμοί, το άδικο,
αλλά
κι ο πειρασμός που άναβε μες στα νερά, το κλάμα
του έρωτα στα σκοτεινά, και τα φιλιά,
και τα φιλιά-
*
Τι σκοτεινή λαβωματιά, και πώς σωπαίνουν, έτσι
που λόγος πριν προλάβει ν' ακουστεί, και πριν απ'
τη μανία το μαχαίρι, πριν, η πληγή τους πρόλαβε,
κι όλα μαζί, στο άλσος που λαχτάριζαν.
Κι ο άνεμος, ρουφώντας, κι οι πατημασιές χλω-
ρές, τ' άλογο τ' άλογο κι οι οπλοφόροι, πώς τα
χαλάσαν κι έφυγαν-
Κι εκείνοι μένουν, γερμένοι, σε σφιχτή αγκαλιά,
το ρούχο αρχοντικό, μετάξι.
Κι από το στήθος τους, βαθιά βαθιά ανοιχτό, νερό
αναβλύζει, και τις νύχτες θα ποτίζονται.
*
Γιατί πολύ αγαπήθηκε, δε θα τη βρεις, εκεί που
μοναχή κουρνιάζει, αλλοπαρμένη, κι από παντού τη
χρύσωσαν και την κρατούν, χίλια βελόνια φορεσιά
σφραγίζει, μύρια βελόνια να κρυφτούν τα ματωμέ-
να της, το χαλασμένο δέρμα να κρυφτεί, στόμα
που εφίλειε.
Κι απ' το πολύ που χάλκευε και πελεκά το άδικο
των πετραδιών, τ' αμύθητα, τη βία των μετάλ-
λων, τα δάχτυλα, μόλις που γνώρισαν το στίλβος,
τα τρυφερά της δάχτυλα, ένα ένα λιώνοντας στο
έρεβος των χρυσοφόρων.
Στη σιδερή της φορεσιά σωπάζοντας, μετά τον
τρόμο, δέσποινα που αγαπήθηκε πολύ,
κι ήταν ωραία, και αχρεία, Θε μου
*
Στην αγκαλιά που απ' αγάπη την ταξίδευε, που
απ' αγάπη μόνο τη χτένιζε να κοιμηθεί, την κλεί-
νει και της τραγουδά, σιγά φωνάζει,
ποια η αγκάλη κρύβοντας μαραίνει-
παραμιλά, και της αλλάζει ονόματα, Ιερειμούθ,
σε φθόγγους άλλους, Σέσθηλ, Ρωμεμθί, το ουρά-
νιο κλάμα ψάχνει, Κεειλάμ, τη φυσαλίδα του ύ-
πνου που ανεβαίνει,
σαν μαγικός φανός σπαράζοντας το πρόσωπό της,
χαϊδεύει τα χειλάκια, μόνη έγνοια του, τα μάτια
της που δε μιλούν χαϊδεύει, κι ειν' ακατοίκητη,
Δεββώρα, Χενερείθ-
καρφί στο στέμμα των μαλλιών το χτένι.

Μ' ένα στεφάνι φως, Κέδρος 1989.