Μέσα μου αγρυπνούν ωραίες ποιήτριες με τρυφερά χειλάκια και φωνές σουβλερές φυλάνε τον ύπνο μου. Μ’ αφήνουν, αίφνης, να βολοδέρνω σε παμπάλαια σπίτια, μπορεί ακατοίκητα, με θολωτές οροφές και σκληρούς καναπέδες –
(Οι τοίχοι είναι όλο τρύπες, εκεί που ακουμπήσαν καιρό φωτογραφίες και μεγάλα βιβλία, κι όταν καλοπροσέξεις βλέπεις πιό μέσα ένα λαγούμι μακρύ, και στον πάτο κάτι σπαράζει και φέγγει).
Εγώ δε φοβάμαι ποτέ, γιατί ακούω που παραμονεύουν βαθιά, στα κούφια πατώματα, με τα χέρια σταυρωτά στην κοιλιά και φλουρί καπνισμένο κάτω απ’ τη γλώσσα. Οι σβέλτες φυλάνε καραούλι σε γωνιές σκιερές.
Με το τσιγκέλι έτοιμο, και κρέμεται σε δυνατό κορδόνι.
περ. Η λέξη, τχ. 11, Ιανουάριος 1982, σ. 40
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου