Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Γερμανία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Γερμανία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

Günter Grass -Αυτό που πρέπει να ειπωθεί


Γιατί παρέμεινα σιωπηλός, γιατί κρατήθηκα τόσο καιρό,
για κάτι που ανοικτά εξασκείται στα παιχνίδια πολέμου,
στο τέλος των οποίων όσοι από εμάς επιβιώσουν δεν θα είναι παρά σκιές;
Το υποτιθέμενο δικαίωμα στο προληπτικό πλήγμα,
που μπορεί να καταστρέψει τον ιρανικό λαό,
που υπακούει σε απύλωτα στόματα και στηρίζεται από οργανωμένες συγκεντρώσεις,
γιατί μια ατομική βόμβα μπορεί και να κατασκευάζεται εκεί.
Κι όμως, γιατί άραγε διστάζω να ονοματίσω
Μια άλλη χώρα που για χρόνια πολλά -κι ας κρατήθηκε μυστικό-
Μια όλο και μεγαλύτερη πυρηνική ισχύ υπάρχει
Ανεξέλεγκτη και αμέτρητη;
Αυτή η γενικευμένη αποσιώπηση των γεγονότων
Στην οποία υποκλίθηκε κι η δική μου σιωπή
Μου μοιάζει ένα προβληματικό κι επιβεβλημένο ψεύδος
Που οδηγεί στην ίδια τιμωρία
Κάθε φορά, μόλις ραγίσει η σιωπή:
Η ετυμηγορία του “αντισιμητισμού” είναι εύκολη
Τώρα, όμως, που η ίδια μου η χώρα,
που ανακρίνεται ξανά και ξανά
κατηγορούμενη για τα δικά της εγκλήματα,
γνωστά σε όλους και πέρα από κάθε σύγκριση,
Στέλνει ένα ακόμη υποβρύχιο στο Ισραήλ
– Σε μια ξεκάθαρα εμπορική συναλλαγή που την παρουσιάζουν για επανορθωτική αποζημίωση-
[Υποβρύχιο] Που η ειδικότης του είναι να εκτοξεύει πυρηνικές κεφαλές
Εκεί που ούτε μια πυρηνική βόμβα δεν έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει
Κι ο φόβος της πιθανής ύπαρξής της είναι αρκετός
Οφείλω να πω αυτό που πρέπει να ειπωθεί.
Όμως γιατί σιώπησα ως τώρα;
Γιατί πίστευα πως η καταγωγή μου, κηλιδωμένη από έναν ανεξίτηλο λεκέ,
σήμαινε ότι δεν θα μπορούσα να περιμένω από το Ισραήλ,
Μια γη με την οποία είμαι -και θα είμαι πάντα- δεμένος,
να αποδεχτεί να διακηρύξει την αλήθεια.
Τώρα, που γέρασα, με όση μελάνη μού απομένει μπορώ να αρθρώσω πως
«Τα πυρηνικά του Ισραήλ θέτουν σε κίνδυνο την ήδη εύθραυστη παγκόσμια ειρήνη»;
Γιατί πρέπει να ειπωθεί τώρα, γιατί αύριο μπορεί να είναι αργά
Και γιατί,  επιβαρυμένοι ως Γερμανοί,
ίσως να παρέχουμε τα εργαλεία για ένα αναμενόμενο έγκλημα
έτσι ώστε η συνενοχή μας να μην μπορεί πια να εξαλειφθεί
με τις συνήθεις δικαιολογίες.
Το αναγνωρίζω, σπάω τη σιωπή μου
γιατί σιχάθηκα την υποκρισία της Δύσης
και ελπίζω, επίσης, κι άλλοι πολλοί να λευτερωθούν από την σιωπή τους
και να απαιτήσουν από τους ευθυνόμενους για τον επερχόμενο κίνδυνο
να αποκηρύξουν τη χρήση στρατιωτικής ισχύος,
να επιμείνουν ώστε οι κυβερνήσεις
του Ιράν και του Ισραήλ να επιτρέψουν και οι δύο
Στον διεθνή οργανισμό έναν ανοικτό και ελεύθερο έλεγχο
της πυρηνικής τους ικανότητας και δυνατότητας.
Τίποτε άλλο δεν βοηθά
Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους αντάμα,
Όλους αυτούς που ζουν πλάι πλάι μες στην εχθρότητα
Στον τόπο εκείνο που καταλαμβάνουν ψευδαισθήσεις,
Κι εν τέλει δε βοηθά όλους εμάς.

Μετάφραση: Λαμπρινή Θωμά

H απόδοση στα ελληνικά έγινε, με βάση την μετάφραση του Μπρίον Μπίτσελ στα αγγλικά

Πηγή:https://thepressproject.gr/afto-pou-prepei-na-eipothei-ek-neou-ena-poiima-tou-gkynter-gkras-gia-to-israil-apo-to-2012/

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

Bertolt Brecht - Ο κ. Κ. και η παλίρροια


«O κ. Κόϋνερ διάβαινε από μια κοιλάδα, όταν ξαφνικά παρατήρησε ότι τα πόδια του βούλιαζαν στο νερό. Πρόσεξε τότε ότι η κοιλάδα δεν ήταν παρά μιά προέκταση της θάλασσας και ότι σίμωνε η ώρα της παλίρροιας.

Στάθηκε παρευθύς κι άρχισε να ψάχνει για καμιά βάρκα κι όσο έλπιζε ότι θα την έβρισκε δεν το κουνούσε από τη θέση του.

Σαν είδε όμως ότι βάρκα δεν υπήρχε πουθενά, παραιτήθηκε από αυτήν την ελπίδα κι άρχισε να ελπίζει ότι η στάθμη του νερού δεν θ’ ανέβαινε άλλο.

Μονάχα όταν το νερό έφτασε ίσα με το σαγόνι του έπαψε να ελπίζει κι άρχισε να κολυμπάει.

Είχε καταλάβει πως βάρκα ήταν ο ίδιος».

Πηγή: Ιστορίες του κ. Κόϋνερ, μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης, Κείμενα 1975, σελ. 40.

Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

Wols - Αφορισμοί


*
Ο γάιδαρος δεν τρώει κάτι αν δεν το γνωρίζει
δε γνωρίζει κάτι που δεν τρώει
τι παράξενο που μασουλίζουμε τα πάντα
εμείς τα δίποδα
και η ηθική μας.
*
Σαν φτάνω κάπου, φτάνω με μια μικρή βαλίτσα
σχεδόν αόρατη
όταν φεύγω έχω ανάγκη πάντα ένα φορτηγό.
Wols ( Φιλολογικό ψευδώνυμο του φωτογράφου, ζωγράφου
και ποιητή , Άλφρεντ Όττο Βόλφανγκ Σούλτσε 1913- 1951)
Πηγή: «WOLS- ΠΟΙΗΜΑΤΑ»
Μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς
Εκδόσεις: Κατανιώτη- ΑΘΗΝΑ ΜΑΡΤΙΟΣ 1983

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Bertolt Breht - [άτιτλο]



Απ’ όλα τα έργα των ανθρώπων, πιο πολύ αγαπώ τα μεταχειρισμένα.

Τις μπακιρένιες χύτρες με τις γούβες και τα φαγωμένα χείλια,
τα μαχαιροπήρουνα που οι ξύλινες λαβές τους
έχουν τριφτεί απ’ τα πολλά τα χέρια: τέτοιες φόρμες
μού φαίνονται πιο ευγενικές απ’ όλες. Το ίδιο και το πλακόστρωτο
γύρω στα παλιά τα σπίτια
που μύρια πόδια το 'χουνε πατήσει και γυαλίσει
κι ανάμεσα στις πλάκες του φυτρώνουν τούφες χλόη: αυτά
είναι μακάρια έργα.

Φθαρμένα από τη χρήση των πολλών,
συχνά αλλαγμένα, καλυτερεύουνε το σχήμα τους και γίνονται πολύτιμα
γιατί συχνά δοκιμάστηκαν.
Ακόμα και τα σπασμένα κομμάτια από γλυπτά
με τα κομμένα τους τα χέρια, τ’ αγαπώ. Ως κι αυτά
είναι ζωντανά για μένα. Τ’ άφησαν κι έπεσαν, μα τα ‘χουν μεταφέρει,
τα ‘χουνε ρίξει χάμω, μα ποτέ δε στέκονταν τόσο ψηλά.
Τα μισογκρεμισμένα χτίρια
μοιάζουν ξανά με σχέδια μεγαλόπρεπα
που δεν τελειώσανε ακόμα: τις όμορφες αναλογίες τους
τις μαντεύεις κιόλας, μα χρειάζονται ακόμα
την κατανόησή μας. Κι απ’ την άλλη,
έχουνε χρησιμέψει από καιρό, ναι, κιόλας είναι αποκαμωμένα. Όλα αυτά
με γεμίζουνε χαρά.

Πηγή: Mπέρτολντ Μπρεχτ, Ποιήματα, Μετάφραση Μάριος Πλωρίτης, Αθήνα: Θεμέλιο Εκδόσεις.

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Alfred Lichtenstein - Ποιήματα

 ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Πριν σκοτωθώ, το ποίημά μ’ εγώ σκαρώνω.
Σιγά, συντρόφοι, μη μ’ ενοχλείτε και τελειώνω.

Φεύγουμε για το μέτωπο. Στο θάνατο όλοι κολλημένοι.
Αχ, ας μην μου ‘κλαιγε τόσο η αγαπημένη.

Εγώ θέλω να πάω. Και τι με νοιάζει.
Η μάνα κλαίει. Να ‘σουνα από πέτρα, να μη σε πειράζει.

Ο ήλιος δύει σιγά στον ουρανό.
Σύντομα θα με ρίξουν σ’ ήσυχο τάφο, ομαδικό.

Η Δύση τον ορίζοντα φλόγα τον έχει κάνει.
Σε δεκατρείς μέρες, ίσως να ‘χω πεθάνει.

*

ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Χίλια αναβοσβήνουνε αστέρια στον καθαρό ουρανό.
Λάμπει το τοπίο. Αργά από λιβάδι μακρινό
οι διμοιρίες πλησιάζουνε βουβά.
Στέκεται ξεχασμένος, μόνο μιά φορά
νέος υπολοχαγός, παιδί ερωτευμένο.
Σέρνονται ξοπίσω οι αποσκευές, τρένο φορτωμένο.
Τα κάνει όλα πιο παράξενα το φεγγάρι τότε
κι οι οδηγοί φωνάζουν πότε-πότε:
Αλτ!

Ψηλά στο πιο ταλαντευόμενο καρότσι με φυσίγγια καθισμένος
σαν ένας μικρός φρύνος, ψιλοσκαλισμένος
από μαύρο ξύλο, τα χέρια σφιγμένα απαλά,
πίσω του το τουφέκι καμπουριάζει ελαφρά,
στο στόμα το στραβό ένα πούρο που καπνίζει,
τεμπέλης σαν καλόγηρος, σαν σκύλος που γρυλίζει
-σταγόνες βαλεριάνας έχει πιέσει στην καρδιά-
κάτω απ’ το κίτρινο φεγγάρι, γελοία σοβαρός, κοιτάει τρελά:
Ο Κούνο*.

* Λογοτεχνικό alter ego του ποιητή ο καμπούρης, αρρωστιάρης και δειλός Kuno Kohn εμφανίζεται στον ομώνυμο κύκλο ποιημάτων και κυρίως στα πεζά του ποιητή, όπου σατιρίζεται ο ίδιος αλλά και οι σύγχρονοι του εξπρεσιονιστές.

 

*

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ

Να ‘μουνα, λέει, στο δικό μου το κρεβάτι
ρούχο καθάριο, όπως παλιά,
να ‘χα ξυρίσει τη γενιάδα τη βαρβάτη,
να ΄χα χτενίσει τα μαλλιά.

Τα δάχτυλά μου καθαρά,
το ίδιο και τα νύχια,
να με φροντίζεις σιωπηρά,
γυναίκα μου εσύ μειλίχια.

*

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΦΑΓΗ

Ένθερμα ψάλλει η ομάδα, για πάρτη του ο καθένας:
Θέ μου, φύλαγε με απ΄την κακιά στιγμή,
Πάτερ, Υιέ και Άγιο Πνεύμα,
για να μη με πετύχουν οι οβίδες,
ούτε τα κτήνη, οι εχθροί μας
μη με πιάσουν, μ’ εκτελέσουν,
για να μη ψοφήσω σαν σκυλί
για τη γλυκιά πατρίδα.

Βλέπεις, θα ‘θελα να ζήσω λιγ’ ακόμα,
γελάδες ν’ αρμέγω, να καβαλάω κορίτσια
κι αυτον το μπάσταρδο, τον Σεπ, να τονε δέρνω,
να προλάβω να μεθύσω ξανά και ξανά
μέχρι το αίσιό μου τέλος.
Κοίτα, θα προσεύχομαι ευλαβικά και κάθε μέρα
ορεξάτα θ’ αραδιάζω μέχρι εφτά πατερημά,
αν εσύ, στην ευσπλαχνία σου Θεέ,
κάνα φίλο μου σκοτώσεις, τον Χούμπερ
η τον Μάϊερ, κι εμένα με γλιτώσεις.

Αλλά κι αν την πάθω τελικά,
μη μ’ αφήσεις να πληγωθώ στα σοβαρά.
Κάνα μικροτραυματισμό στο πόδι,
για να μπορώ σαν τον ήρωα να επιστρέψω,
που ‘χει κι αυτός κατιτί να διηγηθεί.

*

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗ

Ήσυχος ο ουρανός, που πριν αστραποβόλα,
οι πυροβολητές γέρνουν δίπλα στα ολμοβόλα.

Τώρα στήνει τις σκηνές το πεζικό
κι αργά ανατέλλει το φεγγάρι το χλωμό.

Κόκκινα παντελόνια, στα κίτρινα χωράφια, σοδειά μόνη,
οι Φραντσέζοι, στάχτη από θάνατο και σκόνη.

Ανάμεσά τους σκύβουν Γερμανοί γιατροί και νοσοκόμοι.
Η μέρα σκοτεινιάζει, μα ο ήλιος της πιο κόκκινος ακόμη.

Αχνίζουν οι καντίνες. Καίγονται τα χωριά.
Σπασμένα καρότσια στου δρόμου την μεριά.

Λαχανιασμένοι ποδηλάτες ζεστοί και μαυρισμένοι
ξαποσταίνουν σ’εναν καμένο, ξύλινο φράχτη που απομένει.

Κι οι εντολοδόχοι ήδη βγήκαν ιππασία
από το Σύνταγμα ως την μεραρχία.

*

Η ΧΕΙΡΟΒΟΜΒΙΔΑ

Πρώτα μιά φωτεινή, κοφτή τυμπανοκρουσία ως πέρα,
ένα μπαμ και μιά έκρηξη μεσ’ στη γαλάζια μέρα.

Σα να υψώνονται ρουκέτες, πιο μετά,
σε σιδερένιες ράγες. Φόβος και σιωπή μακριά.

Τότε ξάφνου καπνός και πτώση σε θέση μακρινή,
μια ηχώ παράξενη, σκληρή και σκοτεινή.

*

ΣΦΑΓΗ ΣΤΟ SAARBURG

Το χώμα μουχλιάζει στην ομίχλη.
Πέφτει το βράδυ, μολύβι βαρύ.
Ξηλώνει ολόγυρα, τα πάντα στα δυό
υπόκωφα, μιά ηλεκτρική τριβή.

Σαν καπνισμένα παλιοκούρελα
τα χωριά, έχουν στον ορίζοντα στηθεί.
Κι εγώ πρηνής μέσ’ στο κροτάλισμα των όπλων
κι απ’ το Θεό έχω εγκαταλειφθεί.

Σμάρι μεταλλικά πουλιά να στροβιλίζουν
απειλώντας μου την καρδιά και το μυαλό.
Βυθίζομαι απότομα στο Γκρίζο
και προχωράω σταθερά στον Σκοτωμό.


Μετάφραση: Κώστας Μαντζάκος


Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/2022/02/17/alfred-lichtenstein-1889-1914-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%AC%CF%86%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CE%B5%CF%80%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%BF-%CE%BA%CF%8E/

Εξπρεσιονιστικά ποιήματα

 ΑΛΦΡΕΝΤ ΛΙΧΤΕΝΣΤΑΪΝ (1889-1914)

1. ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΔΡΟΣΙΑ

Γαλάζια μέδουσα ο ουρανός, κι όπου κι αν είδα
λιβάδια γύρω, λόφοι μεγάλοι στη σειρά.
Ειρήνη επί γης- κι όμως: μια ποντικοπαγίδα,
να ξέφευγα από σένα πιά, να ‘χα φτερά.

Κάποιοι παίζουνε ζάρια. Άλλοι μεθάνε. Καθένας τη μασέλα
ανοιγοκλείνει. Τις νέες εξελίξεις συζητάνε.
Της Κυριακής ψητό ο κόσμος, μεσ’ στην πιατέλα
στη γλυκερή σάλτσα του ήλιου κολυμπάνε.

Να φύσαγε ένας άνεμος……βοριάς,
σαν μ’ άγρια νύχια της Γης την ηρεμία να ξεσκίσει!
Αυτό θα μ’ άρεσε! Μιά καταιγίδα να ‘ρχότανε μεμιάς
απ’ άκρη σ’ άκρη τον καλό, γαλάζιο, αιώνιο θόλο πιά να σβήσει.

2. ΣΟΥΡΟΥΠΟ

Σε μία στέρνα παίζει ένας μικρός, καλοθρεμμένος.
Στου δέντρου τα κλαδιά έχει πιαστεί το αγέρι.
Ο ουρανός δείχνει χλωμός, ξεθωριασμένος:
Κλόουν, που να βαφτεί δεν ξέρει.

Δύο σακάτηδες σκυφτοί με τις μακριές τους πατερίτσες,
μιλώντας ανεβαίνουν το δρομάκι.
Ίσως ένας ξανθός ποιητής σύντομ’ αρχίσει τις τρελίτσες.
Σκοντάφτει, σε μιά κυρία επάνω, έν’ αλογάκι.

Κολλάει ένας κύριος στρουμπουλός σε μιά βιτρίνα.
Σ’ ένα μπορντέλλο κάτι νεαροί λένε να πάνε.
Φοράει τις μπότες της μια γκρίζα κολομπίνα.
Κραυγάζει ένα καρότσι και κάτι σκυλιά το βλαστημάνε.

3. ΟΜΙΧΛΗ

Αργά μιά ομίχλη έφερε στη Γη καταστροφές.
Άϋλα δέντρα διαλύονται στον καπνό.
Σκιές αιωρούνται, όπου ακούς κραυγές.
Λαμπαδιασμένα κτήνη χάνονται μέσ’ στον αχνό.

Σαν το μυγάκι τρεμοπαίζει το φανάρι,
που ‘ναι πιασμένο και πασχίζει να γλιτώσει
κι από μιά άκρη ελλοχεύει το φεγγάρι,
φαρμακερή αράχνη, στη σκιά που ΄χει ζαρώσει.

Κι εμείς που θάνατο μονάχα καρτεράμε,
το έρημο μεγαλείο αυτό τραγανίζουμε ηχηρά.
Με τ’ άχρωμα μάτια του ελέους βουβά τρυπάμε
-κεντριά θαρρείς – τη μαύρη νύχτα σιωπηρά.

4. Η ΕΚΔΡΟΜΗ

Άκου, δεν αντέχω άλλο τα στενά δωμάτια
και τους σκονισμένους δρόμους,
τον αρρωστημένο ήλιο των σπιτιών,
τη δυσάρεστη βαρυθυμιά απ’ τα βιβλία
που ‘ναι πιά χιλιοδιαβασμένα.

Έλα, πρέπει ν’ αφήσουμε πίσω μας για τα καλά την πόλη.
Να ξαπλώσουμε απαλά σ’ένα λιβάδι.
Ενάντια στον παράλογα αδρό, στον θανατηφόρα μπλέ
άδειο ουρανό να σηκώσουμε απειλητικά μα κι αβοήθητα
τ’ άσαρκα, θαμπά μας μάτια
τα απηυδισμένα, θρηνητικά μας χέρια.

5. ΣΦΑΓΗ ΣΤΟ SAARBURG

Το χώμα μουχλιάζει στην ομίχλη.
Πέφτει το βραδυ, μολύβι βαρύ.
Ξηλώνει ολόγυρα, τα πάντα στα δυό
υπόκωφα, μιά ηλεκτρική τριβή.

Σαν καπνισμένα παλιοκούρελα
τα χωριά, έχουν στον ορίζοντα στηθεί.
Κι εγώ πρηνής μέσ’ στο κροτάλισμα των όπλων
κι απ’ το Θεό έχω εγκαταλειφθεί.

Σμάρι μεταλλικά πουλιά να στροβιλίζουν
απειλώντας μου την καρδιά και το μυαλό.
Βυθίζομαι απότομα στο Γκρίζο
και προχωράω σταθερά στον Σκοτωμό.

6. ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Οι δρόμοι κουράστηκαν. Στενή πριν λίγη ώρα η γη, τώρα πλατειάζει. Το βράδυ
πέφτει με το φως του φεγγαριού και το μετάξινο σκοτάδι.

Ασημένια φτερά, τα μάτια διάπλατα ανοίγω. Άνεμοι οπίου
ταξιδεύουν σε κάθε άκρη του τοπίου.

Το σώμα νιώθω σα να είναι η ίδια η γη μας όλη.
Μύρια φανάρια πεταρίζουν- απόψε λάμπει η πόλη.

Ευλαβικά ανάβει ο ουρανός τα φωτεινά του τα κεριά.
Η ανθρώπινη μου όψη πλανιέται τεράστια, πάνω από κάθε γωνιά.

7. Η ΠΟΛΗ

‘Ασπρο πουλί ο μεγάλος ουρανός. Και κάποια
πόλη βλέπει σκυφτή σκληρά πώς την πατά.
Τα σπίτια μισοπεθαμένες, γέρικες μορφές.

Μιά άμαξα γκρινιάρικα κοιτάει κοκκαλιάρα, σάπια.
Οι άνεμοι, άρρωστα, ανήμπορα σκυλιά
τρέχουν ξεσκίζοντας τις σάρκες στις στροφές.

Ένας τρελός φωνάζει κάπου στα δρομάκια:
πού, επιτέλους, να σε βρω αγαπημένη;
Γελάει γύρω του ειρωνικά ο κάθε διαβατάρης

Τυφλόμυγα παίζουνε τρία μικρά ανθρωπάκια.
Σε όλα επάνω απλώνει γκρίζα τη σκονισμένη
παλάμη του τ’ απόγευμα: ενας θεός αδύναμος, κλαψιάρης.

ΓΙΑΚΟΜΠ ΒΑΝ ΧΟΝΤΙΣ (1887-1942)

1. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Πετάνε τα καπέλα απ’ τα μυτερά κεφάλια των αστών
Παντου οι ανέμοι μια κραυγή, η ίδια.
Πέφτουν, συντρίβονται στα δυό απ’ τις σκεπές τα κεραμίδια
Και η παλίρροια, λένε, σκεπάζει τα μήκη των ακτων.

Η καταιγίδα έφτασε, τα φράγματα χτυπούν
Οι άγριες θάλασσες, μαστίζουν τη γη μας ολοένα.
Από συνάχι οι πιο πολλοί νοσούν.
Από τις γέφυρες πέφτουνε πιά τα τρένα.

2. Η ΠΟΛΗ

Είδα το φεγγάρι και του αγριωπού
Αιγαίου πελάγους τ’ ολόλαμπρο θάμβος.
Τα μονοπάτια μου παλεύουν με τη Νύχτα.

Τη συννεφιά φωτίζουν όμως εφτά πυρσοί,
για κάθε νίκη έτοιμοι, που μου ‘ναι συνοδοί.

“Στο τίποτα να υπέκυπτα, των πόλεων να με βασανίσει,
των απέραντων, ο άνεμος ο κακός;
Στη ζήση αφού πιά τσάκισα την έρημη την μέρα!”

Χαμένες διαδρομές! Έχει περάσει πιά ο καιρός
που οι νίκες σας έχουν κιόλας τρεμοσβήσει.
Βιολιά ηχούν μάταια τη θλίψη μου και η στριγγή φλογέρα.

ΓΚΕΟΡΓΚ ΧΑΪΜ (1887-1912)

1. UMBRA VITAE

Στους δρόμους γέρνουν οι άνθρωποι μπροστά
τα τρομερά σημάδια τ’ ουρανού ακολουθάνε,
εκεί που οι κομήτες πάνω απ’ τα οδοντωτά
κάστρα, με τα πύρινα ράμφη τους γλυστράνε.

Πληθαίνουν στις σκεπές παντού οι οιωνοσκόποι,
που περισκόπια μακριά στον ουρανό καρφώνουν
και μάγοι που τ’αστέρι επικαλούνται,
από το χώμα σκοτεινά, παράξενα φυτρώνουν.

Ψάχνοντας τη χαμένη τους, μάταια, να βρούνε ζήση,
σ’ ορδές οι αυτόχειρες τραβούν σ΄ατέλειωτα νυχτέρια,
σκυφτοί απ’ το Νότο ως το Βορρά, σ’ Ανατολή και Δύση
τον κουρνιαχτό σαρώνοντας μ’ αυτές τις σκούπες-χέρια.

Κι όπως η σκόνη και αυτοί, λίγο κρατάνε ακόμα.
Αφήνουν πίσω, όπως παν’, στο δρόμο τα μαλλιά τους.
Πηδούν στο θάνατο με βιά, κι εκεί στο χώμα
κείτονται μαζί μ’ άλλους μελλοθανάτους,

Μ’ αργοσαλεύουν που και που. Γύρω μι’ αγέλη,
ζώα του αγρού στέκουν μ’ απάθεια
καθώς τα σπλάχνα τους με κέρατα τρυπούν. Κι είναι τα μέλη
τους διάσπαρτα στα βάτια και στ’ αγκάθια.

Λιμνάζουνε οι θάλασσες. Γατζώνονται
απ’ τα κύματα τα πλοία σαπισμένα,
σκόρπια, χωρίς ρεύμα αγκιστρώνονται.
Του ουρανού τα δώματα κλεισμένα.

Τα δέντρα πάψαν ν’ ακολουθούν τις εποχές,
μένουν νεκρά, αιώνια στα στερνά τους,
στις μαραμένες πάνω απλώνοντας βραγιές
ξύλινα, μακριά τα δάχτυλα-κλαριά τους.

Κάποιος πεθαίνει, σηκώνεται, πάει να στηριχτεί
πριν λίγο μόλις τα λόγια του σιγήσαν.
Πού είναι η ζωή του; Πάει, σε μιά στιγμή.
Σαν το γυαλί τα μάτια του ραγήσαν.

Οι σκιές πολλές. Κρυφτές στην καταχνιά.
Κι όνειρα, βουβά τις πόρτες που ταράζουν..
Κι όποιοι ξυπνούν, παλεύουν του πρωινού την αντηλιά,
τον ύπνο το βαρύ απ’τα γκρίζα βλέφαρα τινάζουν.

(μετάφραση Κώστας Μαντζάκος)

Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/2020/04/26/%ce%b5%ce%be%cf%80%cf%81%ce%b5%cf%83%ce%b9%ce%bf%ce%bd%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ac-%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%ae%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%ac%cf%86%cf%81%ce%b1%cf%83%ce%b7/?fbclid=IwY2xjawLZIP9leHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFkMmVNYVFjbGFZNGRTT2t1AR78ZIf8_Q9yUWc83qLgEhZAXZMAnK0BMOWN8947MCUuwmX2inOaWoYAeCAGzA_aem_3CcDZbYpAhVfs325rI_ynQ

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

Ingeborg Bachmann - Όλες τις μέρες

 

Ο πόλεμος δεν κηρύσσεται πλέον,

παρά συνεχίζεται. Το ανήκουστο

έχει γίνει καθημερινότητα. Ο ήρωας

κρατιέται από τις μάχες μακριά. Ο αδύναμος

προωθείται στις ζώνες πυρός.

Η στολή της ημέρας είναι η υπομονή,

η διάκριση το πενιχρό αστέρι

της ελπίδας πάνω από την καρδιά.



Θα απονεμηθεί,

όταν δεν θα συμβαίνει τίποτα πλέον,

όταν τα ακατάπαυστα πυρά θα σιγήσουν,

όταν ο εχθρός θα έχει γίνει αθέατος

κι ο ίσκιος του αιώνιου εξοπλισμού

θα σκεπάζει τον ουρανό.



Θα απονεμηθεί

για την εγκατάλειψη των σημαιών

για τη γενναιότητα μπροστά στον φίλο,

για την προδοσία αναξιοπρεπών μυστικών

και την απείθεια

στην καθεμία διαταγή.





Μετάφραση από τα Γερμανικά: Αλέξανδρος Κυπριώτης

Heinrich Heine - Μια γυναίκα


Ήταν οι δυο τους τόσο ερωτευμένοι,
έκλεβε αυτός κι αυτή τσίλιες φυλούσε,
έστηνε κόλπα αυτός και ξαπλωμένη
εμπρός στα πόδια του αυτή γελούσε,
όλο γελούσε.
Οι μέρες πέρναγαν με γλέντι και χαρά,
στην αγκαλιά του κάθε νύχτα την κρατούσε.
Όταν του πέρασαν στα χέρια σίδερα,
αυτή μπρος στο παράθυρο γελούσε,
όλο γελούσε.
Της στέλνει μήνυμα : πεθαίνει αν δεν τη δει,
να της μιλήσει για στερνή φορά ποθούσε.
Όταν της φέρανε το γράμμα του, αυτή
κουνώντας το κεφάλι της γελούσε,
όλο γελούσε.
Η ώρα έξι την αυγή, του κόψαν τον λαιμό.
Η ώρα επτά, βαθιά στη γη πια κατοικούσε.
Αυτή όμως κιόλας στις οχτώ
ρουφώντας κόκκινο κρασί γελούσε,
όλο γελούσε.

μετάφραση Κ. Κουτσουρέλης

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Johann Wolfgang von Goethe -Ο Βασιλιάς ο Δράκοντας



Ποιος να γυρνά με τ’ άλογο στο δάσος τόσο βράδυ:
Πατέρας με τ’ αγόρι του περνούνε στο σκοτάδι·
Σηκώνει τ’ αγοράκι του σφιχτά στην αγκαλιά του,
Ζεσταίνει τα χεράκια του με τα θερμά φιλιά του.

-Γιατί με φόβο, αγόρι µου, κρύβεις το πρόσωπό σου;
-Τo Βασιλιά το Δράκοντα, μπαμπά, δε βλέπεις μπρος σου;
Το Δράκοντα μ’ ουρά μακριά, κορώνα στο κεφάλι;
-Παιδάκι µου, είναι η καταχνιά τριγύρω σου η μεγάλη.

-Έλα, γλυκό αγοράκι μου, κοντά, μαζί μ’ εμένα,
Κάθε παιχνίδι, που ποθείς, θα παίζω εγώ μ’ εσένα·
Χίλια λουλούδια ολόδροσα θα βρεις στο περιγιάλι
Κ’ η μάνα µου ένα ολόχρυσο φόρεμα θα σου βάλει.

-Πατέρα µου, πατέρα μου, δεν τον ακούς και τώρα
Το Βασιλιά τον Δράκοντα πόσα µου τάζει δώρα;
-Κάτσε ήσυχο, παιδάκι µου, το νοιώθω, σε φοβίζει
Του αγέρα τ’ άγριο φύσημα, που στα κλαδιά σφυρίζει.

-Δε θες, χρυσό αγοράκι μου, δε θες να ‘ρθεις μαζί μου;
Νεράιδες λεν τις κόρες μου και σ’ αγαπούν, παιδί μου 
Πρώτες στης νύχτας τους χορούς οι κόρες μου γυρίζουν
Και με τραγούδια και χορούς γλυκά θα σε κοιμίζουν».

-Πατέρα µου, πατέρα µου! Δε βλέπεις, πως σιμώνουν;
Διώξε μακριά του Δράκοντα τις κόρες, που µε ζώνουν!
-Παιδάκι µου, παιδάκι µου, τις βλέπω, σε φοβίζουν
Μονάχα οι ιτιές, που γύρω µας μες στο σκοτάδι ασπρίζουν.

-Σ’ αγάπησα, την όμορφη την όψη σου ζηλεύω·
Δεν έρχεσαι με το καλό; Με το κακό σε κλέβω.
-Πατέρα µου, πατέρα μου! Σφίξε µε! Να, μ’ αρπάζει!
Με τ’ άγρια του, πατέρα µου, τα νύχια με σπαράζει!

Ερίγησε ο πατέρας του και βιάζει τ᾽ άλογό του
Και σφίγγει στην αγκάλη του τον άμοιρο το γιο του·
Φτάνει με κόπο σπίτι του με στήθος τρομαγμένο·
Στην αγκαλιά του το παιδί βλέπει ξεψυχισμένο.

(Από τη γερμανική παράδοση)

μετ. Νικόλαος Χατζιδάκης

Πηγή: Νικόλαος Χατζιδάκης (Ζέφυρος Βραδυνός) - Ξενικά Λουλούδια (λυρικές μεταφράσεις)

Αναδημοσίευση από: https://pribas.blogspot.com/search?updated-max=2025-06-04T00:00:00%2B03:00&max-results=10

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Heinrich Heine - Ποιήματα


ΤΟΝ ΜΥΡΩΔΑΤΟ
ΜΗΝΑ ΜΑΗ
Τον μυρωδάτο μήνα Μάη,
πού ανθίζει το χορτάρι,
σκίρτησε την καρδιά μου
του έρωτα η χάρη.
Τον μυρωδάτο μήνα Μάη,,
Που τα πουλάκια λένε
τραγούδια, εγώ της είπα
τους πόθους που με καίνε.
~*~
ΤΟ ΡΟΔΟ, ΤΟ ΚΡΙΝΟ,
Η ΤΡΥΓΟΝΑ, Ο ΗΛΙΟΣ
Το ρόδο, το κρίνο, η τρυγόνα, ο ήλιος
αγάπες μου ήταν, παράδεισου αύρα,
μα τώρα αγάπη είναι μόνο για μένα,
το λίγο, το φίνο, το αγνό και το ένα •
εκείνη, αγάπης σε ανάβρα,
και ρόδο και κρίνο, τρυγόνα και ήλιος.
~*~
ΟΤΑΝ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΕ ΚΟΙΤΩ
Όταν στα μάτια σε κοιτώ
καημούς και πόνους μου ξεχνώ,
και στων χειλιών σου το φιλί
απ' όλα έχω γιατρευτεί.
Στου στήθους σου την πλησμονή
ν' ανοίγουν νιώθω οι ουρανοί,
μα όταν λες το "σ' αγαπώ",
σε δάκρυα πικρά ξεσπώ.
~*~
ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΑΓΑΠΗΣΕ ΝΕΟΣ
Μια κόρη αγάπησε νέος,
μα θέλει έναν άλλον αυτή,
κι αυτός ο άλλος μιαν άλλη,
και έχει μ' αυτήν παντρευτεί.
Κι η κόρη παίρνει από πείσμα
μονάχα κι από χολή
τον πρώτο που βλέπει εμπρός της,
κι ο νέος μελαγχολεί.
Ναι, είναι παλιά ιστορία
μα πάντα νέα εδώ,
και όποιου του συμβαίνει
του σπάει η καρδιά στα δυο.
~*~
ΣΕ ΒΛΕΠΩ ΟΛΗΝΥΧΤΑ
ΣΤ' ΟΝΕΙΡΟ
Σε βλέπω οληνύχτα στ' όνειρο,
με γλύκα σε βλέπω να γνέφεις,
με κλάμα πέφτω γοερό
στα πόδια σου ικέτης.
Κι εσύ με κοιτάς λυπητερά,
κουνάς το ξανθό σου κεφάλι,
στάλες στα μάτια σου κυλά
υγρό μαργαριτάρι.
Μια λέξη μου δίνεις κρυφή,
κλαδί από κυπαρίσσι.
Ξυπνώ, το κλαδί έχει χαθεί,
τη λέξη έχω λησμονήσει.
~*~
ΚΑΘΕ ΚΑΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Κάθε κακό τραγούδι
κι όνειρο μοχθηρό
βαθιά σ' ένα μεγάλο
βάλτε τα φέρετρο.
Και μέσα εκεί θα βάλω
τόσα - δεν λέω τι,
μα θα 'ναι πιο μεγάλο
κι από καταπακτή.
Μια νεκροφόρα φέρτε
από ξύλα χοντρά,
μακριά να είναι όσο
του Μάιντς η γέφυρα.
Και δώδεκα Τιτάνες
με χέρι πιο γερό
κι απ' τον ζωγραφισμένο
άγιο Χριστόφορο.
Το φέρετρο θα ρίξουν
σε πέλαγο βαθύ •
τόσο μεγάλο που 'ναι,
μεγάλο τάφο ας βρει.
Γιατί να είναι τόσο
το φέρετρο βαρύ;
Τον έρωτά μου θάβω
και τον καημό μαζί.
Heinrich Heine, Ο έρωτας του ποιητή, μτφρ. Διονύσης Καψάλης Άγρα.

Αναδημοσίευση από:https://www.facebook.com/groups/1155769319066392/permalink/1363921631584492

Παρασκευή 23 Μαΐου 2025

Ulrike Meinhof - [άτιτλο]

 Φοβάμαι τη μέρα που θα δω έναν άστεγο 

στο δρόμο και θα τον προσπεράσω αδιάφορα.

Tη μέρα που θα γυρίσω στο άδειο σπίτι 

και θα έχω συνηθίσει τη μοναξιά.

Tη μέρα που θα διαβάσω το αγαπημένο μου ποίημα

και δε θα με αγγίξει.

Tη μέρα που θα τους πω, πως τόσα χρόνια

είχαν δίκιο.

Τη μέρα που η έμπνευση θα με εγκαταλείψει.

Tη μέρα που θα βγάλω λεφτά

και θα τα ξοδέψω σε πολυεθνικές.

Tη μέρα που η υπομονή μου θα τελειώσει...

Tη μέρα που θα μετατραπώ σε έναν θρασύ,  ιδιοτελή και εγωιστή άνθρωπο. 

Tη μέρα που θα πω στο παιδί μου, αν αποκτήσω,  "πρέπει".

Tη μέρα που θα χαμογελάσω πλατιά,

σε κάποιο αυταρχικό αφεντικό.

Tη μέρα που θα προτιμήσω το κλαμπ, από το βιβλίο.

Tη μέρα που θα αντιληφθώ μια αδικία 

και δε θα κάνω τίποτα για αυτή... 

Tη μέρα που θα αποφύγω  όποιον κάποτε

του μίλησα για ιδανικά.

Τη μέρα που το "τίποτα" στην ερώτηση 

"τι σκέφτεσαι;"  θα είναι αλήθεια.

Tη μέρα που θα πεθάνω και ως αίτιο θα αναφέρεται 

η οξεία αλλοτρίωση... 

Αγάπη σε εσάς και επίθεση στον κόσμο...


Ουλρίκε Μάινχοφ

Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

Barbara Köhler - hotel vörös csillag


Μην ξεχνάς

να θυμάσαι είχαμε

τέσσερις εποχές 

δύο φορές παρελθόν

και σχεδόν ένα μέλλον

μερικές μέρες παραπάνω

απ' όσες θ' απαιτούσαμε 

τον παράδεισο αγγέλους 

και άγιους μια άπληστη 

αθωότητα χέρια γεμάτα 

φως και γράμματα 

γεμάτα παρόν 

ίσως τελικά πάρα πολλή 

ελπίδα αλλά τις λέξεις 

για να πουν το τέλος 

Barbara Köhler // η πηνελόπη περιμένει. τι περιμένει // Μτφρ. Ντάντη Σιδέρη-Speck // Νεφέλη, 2009.


Αντλήθηκε απ' το προφίλ της Κατερίνας Μαρδακιούπη

Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Μπέρτολτ Μπρεχτ «Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ»


1

Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,

ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,

λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου,

εσκότωσε το παιδί της ως εξής:

Σ’ ένα κατώι -λέει- σαν ήταν δυο μηνών,

να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως - όπως,

με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.

Πόνεσε, λέει, πολύ – όμως χαμένος κόπος.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

2

Πλήρωσε ωστόσο -λέει- ό,τι είχε συμφωνήσει.

Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,

τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο

που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.

Το φούσκωμα φαινόταν πια ξεκάθαρα,

κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.

Ψήλωσε, ωστόσο – λέει. Και προσεύχονταν

στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.

Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

3

Μα οι προσευχές της πήγανε του κάκου.

Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα

στον όρθρο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας

καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.

Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση

ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,

γιατί κανείς ποτέ δε φανταζότανε

πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

4

Τη μέρα κείνη -λέει- τη χαραυγή,

καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,

άγρια νύχια της ξεσκίσαν την κοιλιά.

Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.

Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας

κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει

πως έφτασε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε

η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

5

Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:

χιόνι είχε πέσει κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.

Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατέλειωτη ήταν μέρα.

Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.

Και γέννησε -όπως λέει- ένα αγόρι.

Όμοιο ήταν μ’ όλα τ’ άλλα αγόρια.

Μόνο που αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

6

Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει

την ιστορία για κείνο το παιδί

(λέει πως δε θέλει τίποτα να κρύψει),

κι έτσι θα δούμε τι είμ’ εγώ και τι είσαι συ.

Λέει πώς μόλις πήγε στο κρεβάτι,

αναγούλες τήνε πιάσανε και ρίγη.

Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,

με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.

Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

7

Μ’ όσες της απομένανε δυνάμεις

-η κάμαρά της ήταν κιόλας παγωμένη-

σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,

δε θυμάται πια) κι εκεί, παρατημένη,

γέννησε, τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,

ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,

μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,

γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.

Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

8

Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει

-και μόνο τότε- να κλαίει αρχινάει το παιδί.

Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,

που με τις δυο γροθιές της, σαν τυφλή,

το χτύπαε και το χτύπαε, μέχρι να βουβαθεί.

Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό

μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,

και, το πρωί, τό’ κρυψε μες στο πλυσταριό.

Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

9

Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,

στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,

κοριτσομάνα*, καταδικασμένη,

του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.

Σεις, που γεννάται σε κρεβάτια πεντακάθαρα

και «ευλογημένος» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός,

μη ρίχτε στους αδύναμους τ’ ανάθεμα.

Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.

Γι’ αυτό, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,

γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης

* Στο πρωτότυπο Ledige (άγαμη)


Πηγή: https://www.facebook.com/nikos.georgop

Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Bertolt Brecht - Ποιήματα

     Ο,ΤΙ ΣΕ ΣΕΝΑ ΗΤΑΝ ΒΟΥΝΟ


Ό,τι σε σένα ήταν βουνό
Το ισοπέδωσαν
Και σκέπασαν
Την κοιλάδα σου.

Από πάνω σου περνάει τώρα
Ένας δρόμος άνετος.


                      ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ ΠΡΩΙ ΚΑΙ ΒΡΑΔΥ

Αυτός που αγαπώ
Μου είπε
Ότι με χρειάζεται.

Γι' αυτό
Προσέχω τον εαυτό μου
Βαδίζω με προφύλαξη
Και φοβάμαι κάθε στάλα βροχή
Μηδά και με σκοτώσει.


                      ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΙΚΟ ΔΕΙΚΤΗ
                         ΕΝΟΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟΥ



Εμείς που φτιάξαμε αυτό το δρόμο
Πάνω του θα ταξιδέψουμε
Με τανκς μονάχα και φορτηγά.


                        ΚΑΚΗ ΕΠΟΧΗ ΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗ

Το ξέρω καλά: τον καλότυχο μονάχα
Αγαπάνε. Τη δική του φωνή
Ακούν ευχάριστα. Το δικό του πρόσωπο είναι ωραίο.

Το σακατεμένο δέντρο στην αυλή
Δείχνει τη χέρσα γη, κι όμως
Οι περαστικοί σακάτη το φωνάζουν.
Και με το δίκιο τους.

Τα πράσινα πλεούμενα και τα χαρούμενα πανιά του καναλιού
Δεν τα βλέπω. Απ' όλα
Ξεχωρίζω μονάχα των ψαράδων το σκισμένο δίχτυ.
Γιατί μιλάω μόνο
Για τη σαραντάρα νοικοκυρά που έχει καμπουριάσει;
Τα στήθια των κοριτσιών
Είναι ζεστά όπως πάντα.

Μια ρίμα στο τραγούδι μου
Σχεδόν αυθάδεια θα τη θεωρούσα.

Μέσα μου μάχονται
Ο ενθουσιασμός για τη μηλιά που ανθίζει
Και ο τρόμος από τα λόγια του μπογιατζή
Μα είναι το δεύτερο μονάχα
Που στο γραφείο με καθίζει.


                    ΣΕ Ο,ΤΙ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ

Σε ό,τι αισθάνεσαι
Δώσε τη μικρότερη σημασία.
Είπε ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εσένα.
Υπολόγισε λοιπόν πως όταν τον ξαναδείς
Θα σε θυμηθεί.
Κάνε μου λοιπόν τη χάρη να μη μ' αγαπάς πάρα πολύ.
Την τελευταία φορά που μ' αγάπησαν
Δε μου 'καναν όλο τον καιρό
Την παραμικρή φιλική χειρονομία.


                     ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Δεν είναι τυχαίο
Που κάθε καινούργια μέρα
Ξημερώνει με το λάλημα του πετεινού
Που μαρτυράει από παλιά
Μια προδοσία.


                    ΕΓΩ ΠΟΥ ΕΠΕΖΗΣΑ

Το ξέρω βέβαια: τυχαία μονάχα
Επέζησα απ' όλους τους φίλους. Μα απόψε στ' όνειρό μου
Άκουσα τους φίλους να λένε για μένα:
Οι δυνατοί επιζούν.
Και μίσησα τον εαυτό μου.


                     ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ Μ.

Ξέφυγα από τους καρχαρίες
Και νίκησα τους τίγρεις
Μ' έφαγαν όμως
Οι κοριοί.


                       ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ

Όταν ξαναγύρισα
Είδα πως τα μαλλιά μου δεν είχαν ασπρίσει
Και χάρηκα.

Τις δυσκολίες των βουνών τις ξεπεράσαμε.
Τώρα μας περιμένουν
Οι δυσκολίες των πεδιάδων.


                        ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ

Εσύ δεν είχες καμία
Εγώ είχα μία:
Αγαπούσα.


                         ΑΛΛΑΓΗ ΤΡΟΧΟΥ

Κάθομαι στην άκρη του δρόμου.
Ο οδηγός αλλάζει τον τροχό.
Δε μου 'δωσε χαρά ο τόπος που έμενα.
Δε μου δίνει χαρά ο τόπος που πάω.
Τότε γιατί κοιτάω την αλλαγή του τροχού
Μ' αδημονία;


                         Ο ΚΑΠΝΟΣ

Το μικρό σπιτάκι στη λίμνη κάτω απ' τα δέντρα.
Από τη στέγη του υψώνεται ο καπνός.
Αν έλειπε
Πόσο γυμνά θα φαίνονταν
Το σπίτι, τα δέντρα και η λίμνη.


               
                    ΚΙ ΕΓΩ ΠΑΝΤΑ ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ

Κι εγώ πάντα σκεφτόμουν πως τα πιο απλά λογια
Πρέπει να φτάνουν. Όταν λέω τι γίνεται
Η καρδιά του καθενός πρέπει να σπαράζει.
Ότι είσαι χαμένος αν δεν αμυνθείς
αυτό πια πρέπει να το καταλάβεις.


   
                      ΟΠΩΣ ΞΕΡΩ ΚΑΛΑ

Όπως ξέρω καλά
Οι αμαρτωλοί πηγαίνουν στην κόλαση
Διασχίζοντας τον ουρανό.
Τους μεταφέρουν με αμάξια διάφανα
Και τους λένε: Ετούτος από κάτω σας είναι ο ουρανός.
Ξέρω ότι το λένε αυτό
Γιατί σκέφτομαι
Πως ειδικά ανάμεσα σ' αυτούς
Θα υπάρχουν πολλοί που δε θα τον γνωρίσουν.
Γιατί αυτοί ειδικά
Πίστευαν πως είναι πιο λαμπερός.




Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης


Πηγή: https://elenapoly.blogspot.com/2013/04/bertolt-brecht-14.html

Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Bertolt Brecht - Ο αδελφός μου ο αεροπόρος


Ήταν αεροπόρος ο αδελφός μου.
Του δώσανε ένα χάρτη κάποια μέρα.
Έκανε τα μπαγκάζια του. Η πορεία
Ήταν σημειωμένη: προς το Νότο.
Ένας κατακτητής ο αδελφός μου.
Ανάγκη έχει ο λαός μας από χώρο
Να κάνουμε δικά μας ξένα εδάφη
Τ' όνειρο το παλιό το χρυσοφόρο.
Κατέκτησε το χώρο ο αδελφός μου
Σ' ορεινούς όγκους της Γκουανταράμα.
Μάκρος έχει ένα μέτρο και ογδόντα
Και βάθος ένα μέτρο και πενήντα.
σε απόδοση Νίκου Παπά

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Μπέρτολτ Μπρεχτ - H πελάτισσα


Είμαι γριά γυναίκα.
Η Γερμανία όταν ξύπνησε,
μας ψαλιδίσαν τις συντάξεις. Τα παιδιά μου
μου δίνανε πού και πού καμμιά δεκάρα. Μα σχεδόν τίποτα
δεν μπορούσα πια με αυτές να αγοράσω. Τον πρώτο καιρό
πήγαινα αραιά και που σε όσα μαγαζιά πήγαινα παλιότερα
για ψώνια κάθε μέρα. Το σκέφτηκα όμως πολύ καλά ένα πρωί,
κι έτσι άρχισα και πάλι να πηγαίνω κάθε μέρα
στο φούρναρη και στο μανάβη
σαν παλιά πελάτισσα.
Με μεγάλη προσοχή κοιτούσα να διαλέξω τρόφιμα
και ούτε περισσότερα έπαιρνα από παλιά μα ούτε και λιγότερα·
έβαζα τα φραντζολάκια δίπλα στο καρβέλι
και τα πράσα πλάι-πλάι στο λάχανο
και μόλις μού έκαναν τον λογαριασμό αναστέναζα,
άρχιζα με τ’ αλύγιστά μου δάχτυλα τό σκάλισμα
μες στο πορτοφόλι μου, και, κουνώντας το κεφάλι μου,
ομολογούσα πως δεν μου φτάναν τα λεφτά
για να πλήρωνα αυτά τα λίγα, κι έτσι, κουνώντας το κεφάλι,
έφευγα από το μαγαζί, και όλοι οι πελάτες μέσα με κοιτάγανε.
Κι έλεγα τότε μέσα μου:
Αν όλοι εμείς που δεν έχουμε τίποτα
δεν ξαναπατήσουμε εκεί όπου μοστράρουν τα φαγώσιμα,
τότε θα νομίσουν ότι εμείς δεν χρειαζόμαστε πλέον τίποτα.
Αν όμως πηγαίνουμε εκεί δίχως ν’ αγοράζουμε τίποτα,
τότε όλοι πια θα ξέρουν πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Bertolt Brecht - Μόνο και μόνο εξαιτίας της αναταραχής


Μόνο και μόνο εξαιτίας της αναταραχής που όλο πλήθαινε
στις πολιτείες μας με την πάλη των τάξεων
μερικοί από εμάς αποφασίσαμε τα χρόνια τούτα
να μην μιλάμε για πολιτείες θαλασσινές, για χιόνια πάνω στη
    σκεπή, για τις γυναίκες,
για το άρωμα των ώριμων μήλων στο κελάρι, για της σάρκας
   τις αισθήσεις
για όλα όσα κάνουν τον άνθρωπο απαλό και ανθρώπινο.
Αλλά να μιλάμε πια μονάχα για την αναταραχή
δηλαδή να γίνουμε μονόπλευροι, ξεροί, μπλεγμένοι στα γρανάζια
της πολιτικής και στο στεγνό, «άπρεπο» λεξιλόγιο
της διαλεκτικής οικονομίας.
Έτσι που η τρομερή τούτη,
πνιγερή συνύπαρξη
χιονιού που πέφτει (δεν είναι μόνο παγωνιά, το ξέρουμε)
εκμετάλλευσης του ανθρώπου, πλανεμένης σάρκας και ταξικής 
  δικαιοσύνης να μη γεννήσει
μέσα μας την έγκριση για ένα κόσμο έτσι πολύπλευρο, την ηδονή
από τις αντιφάσεις μιας ζωής τόσο ματωμένης.
 
Καταλαβαίνετε.
 
 
(1934)
 
Μ.Μπρέχτ, Ποιήματα, μτφ Π. Μάρκαρης, εκδόσεις Θεμέλιο.

Μπέρτολτ Μπρεχτ, Το κάψιμο των βιβλίων


Όταν διαταγή έβγαλε το καθεστώς να καούνε

σε δημόσιες πλατείες τα βιβλία που

περικλείνουν ιδέες ανατρεπτικές,

κι από παντού κεντρίζανε τα βόδια

να σέρνουν κάρα ολόκληρα

με βιβλία για την πυρά, ένας εξορισμένος

ποιητής, ένας απ’ τους καλύτερους,

διαβάζοντας των βιβλίων τον κατάλογο,

με φρίκη του είδε πως τα δικά του

τα είχανε ξεχάσει. Χύμηξε στο γραφείο του

με τις φτερούγες της οργής, κι έγραψε στους τυράννους ένα γράμμα:

«Κάψτε με!» έγραφε με πένα ακράτητη, «κάψτε με!

Μ’ αφήσατε έξω! Δε μπορείτε να μου το κάνετε αυτό, εμένα!

Την αλήθεια δεν έγραφα πάντα στα βιβλία μου; Και τώρα

μου φερνόσαστε σαν να ’μαι ψεύτης! Σας διατάζω:

Κάψτε με!»


Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα (1938)

(Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης)

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

Kurt Schwitters - Τέσσερα ντανταϊστικά ποιήματα

 

Σύνορα επί ποδός

Σύνορα
Σύνορα
Σύνορα
Ένα πόδι
Ένα
Πόδι
Τάφοι
Τάφοι
Ένα πόδι

Φθινόπωρο

Είναι φθινόπωρο. Οι κύκνοι τρών τους κυρίους τους ψητούς με δά-
κρυα στο φούρνο. Ένιοι πελιδνοί εξπρεσιονισταί σκούζουνε
ζητώντας κρασί, διότι κρασί υπάρχει ακόμη πολύ, πλην όμως ο
εξπρεσιονισμός μάς τελείωσε.
Ζήτω ο Κάιζερ, αφού κι ο Κάιζερ μάς τελείωσε. Ρολόγια ρολόγια
οι ώρες εικοσιπέντε χιλιάδες φορές.
Γλιστράω.
Γλιστράω και πετάω και ελίσσομαι.
Ένα μηχάνημα κρώζει.
Γάτες κρεμιούνται απ’ τον τοίχο.
Ένας Οβριός στο παραθύρι του σφυρίζει στον αυλό
μια ζωωδία.
Είναι φθινόπωρο και οι κύκνοι φθινοπωριάζουν κι αυτοί.

Στην Άννα τη Λουλούδινη

Ω Εσύ, αγαπημένη και των 27 μου αισθήσεων, Σου αγαπώ!
Εσύ Εσού Εσένα Εσέ, ημείς υμάς και ημάς υμείς,– – – – εμείς;
Αλλά τι λέω τώρα, είναι άσχετο αυτό!

Ποια είσαι, απροσμέτρητο τσουλί; Μην είσαι… είσαι στ’ αλήθεια αυτή;
Ο κόσμος λέει ότι είσαι μία εσύ…
Άσ’ τους να λένε, άσ’ τους να πουν,
πού παν τα τέσσερα δεν ξέρουν να σου πουν.

Φορείς το καπελάκι Σου στα πόδια, και με τας χείρας
πορπατείς, πάνω στας χείρας πηαίνεις.

Γεια και χαρά σου, εμπρός σου φτάνω, χαιρετώ!
Τα κόκκινα τα ρούχα Σου τ’ ασπροπριονισμένα,
κόκκινα τ’ αγαπώ, Άννα Ανθηρή, κόκκινη σου αγαπώ και Σου!
Εσύ, Εσού, Εσένα, Εσέ, ημείς υμάς και ημάς υμείς,– – – – εμείς;
Αλλά τι λέω, αυτό αφορά μονάχα κάρβουνα αναμμένα, παγερά!
Άννα Λουλούδινη, Άννα μου κόκκινη Ανθηρή, τι λέει ο κόσμος!

Γρίφος (ο ευρών αμοιφθήσεται):

1. Η Άννα η Ανθηρή διαθέτει ένα πουλί.
2. Η Άννα η Ανθηρή είναι κόκκινη.
3. Τι χρώμα έχει το πουλί.

Κυανό είν’ το χρώμα των μαλλιών Σου των κίτρινων,
κόκκινο το χρώμα του πουλιού Σου του πράσινου.
Εσύ, κορίτσι απλό στο τσίτι το καθημερνό.
Εσύ, ζωάκι πράσινο κι αγαπητό, Σου αγαπώ!
Εσύ, Εσού, Εσένα Εσέ, ημείς υμάς και ημάς υμείς,– – – – εμείς;
Αλλά τι λέω, αυτό αφορά της κάψας μόνο τη λαμπρή μαγιά!

Άννα Λουλούδινη, Άννα, Α – – – – Ν – – – – Ν – – – – Α!
Στη γλώσσα μου σταλάζω τ’ όνομά Σου,
Το όνομά Σου στάζει σαν μαλακό ξίγγι βοδιού.
Το ξέρεις τάχατε, Άννα, άραγε το ‘χεις κατά νου
ότι κι ανάποδα μπορείς να διαβαστείς;
Ότι Εσύ, ω Εσύ, η αγλαοτέρα πάντων,
είσαι από πίσω όπως κι από μπρός:
Α – – – – – – Ν – – – – – – Ν – – – – – – Α.
Τη ράχη μου χαϊδεύοντας, ξίγγι σταλάζει βοδινό.
Άννα Λουλούδινη, Άννα Ανθηρή.
Ζώο Εσύ σταλακτιστό,
Σου – – – – – – – αγαπώ!


Eλεεινά παιχνίδια

Προσχέδιον δραματος

α. Κύριέ μου:

β. Παρακαλώ;

α. Συλλαμβάνεσθε.

β. Όχι.

α. Κύριε μου, συλλαμβάνεσθε.

β. Όχι.

α. Κύριε μου, συλλαμβάνεσθε.

β. Όχι.

α. Κύριε μου, θα πυροβολήσω.

β. Όχι.

α. Κύριε μου, θα πυροβολήσω.

β. Όχι.

α. Κύριε μου, θα πυροβολήσω.

β. Όχι.

α. Σας μισώ.

β. Όχι.

α. Θα σας σταυρώσω.

β. Όχι.

α. Θα σας δηλητηριάσω.

β. Όχι.

α. Θα σας σοδομίσω έως θανάτου.

β. Όχι.

α. Μη λησμονείτε τον χειμώνα.

β. Ουδέποτε.

α. Σας μισώ.

β. Ουδέποτε.

α. Θα σας φονεύσω.

β. Είπαμε: ουδέποτε.

α. Θα σας πυροβολήσω.

β. Αυτό το ξανάπατε.

α. Εμπρός λοιπόν, ελάτε.

β. Δεν γίνεται να με συλλάβετε.

α. Γιατί όχι;

β. Το πολύ να με θέσετε υπό κράτησιν.

α. Τότε λοιπόν σας θέτω υπό κράτησιν.

β. Ε, αν είναι έτσι, καλώς.


Ο β επιτρέπει στον α να τον θέσει υπό κράτησιν και τον ακολουθεί. Τα φώτα της σκηνής

σβήνουν. Το κοινό, νιώθοντας ότι το κοροϊδεύουν, θορυβεί και σφυρίζει. Η γαλαρία

κραυγάζει: "Τι αηδίες είναι αυτές!" "Να βγει έξω ο συγγραφέας!" "Τα λεφτά μας πίσω!"

(Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης)


Κουρτ Σβίττερς, 1887-1948