Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Leopardi Giacomo. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Leopardi Giacomo. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

Giacomo Leopardi - Δύο ποιήματα

 ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ

Γλυκιά και φωτεινή είναι η νύχτα
δίχως άνεμο και ήσυχη πάνω στις σκεπές
ανάμεσα στα περιβόλια κάθεται η σελήνη,
από μακριά αποκαλύπτοντας γαλήνια τα βουνά.
Δέσποινά μου, ήδη έχουν σιγήσει οι δρόμοι
και φώτα λιγοστά φέγγουν απ’ τα μπαλκόνια:
κοιμάσαι, ευθύς σε πήρε ο ύπνος
στα σιωπηλά σου δώματα κι έγνοια καμιά
δεν σε δαγκώνει, χωρίς να ξέρεις και χωρίς
να σκέπτεσαι τι πληγή μου άνοιξες στα στήθη.
Κοιμήσου, εσύ: αυτόν τον ουρανό εγώ,
που δείχνει τόσο αθώος, να χαιρετήσω βγαίνω,
την αιώνια και παντοδύναμη φύση
που μ’ έπλασε  για την οδύνη. Σου αρνούμαι
την ελπίδα, μου λέει, ως και την ελπίδα:
να μην λάμπουν τα μάτια σου παρά μόνον
στα δάκρυα. Ημέρα γιορτής η σήμερον: αναπαύεσαι
τώρα, κι ίσως σαν όνειρο περνά απ’ το μυαλό σου,
σε πόσους άρεσες και πόσοι σου άρεσαν:
εμένα, όχι δεν τολμώ να ελπίσω πως με σκέπτεσαι.
Αναρωτιέμαι ωστόσο, πόσο μου απομένει
να ζήσω κι εδώ χάμω κυλιέμαι, φωνάζω
και τρέμω. Ω, φρικτές ημέρες
της τρυφερής ηλικίας! Αχ, ακούω
να πλησιάζει ήδη, το μοναχικό άσμα του τεχνίτη
που επιστρέφει προχωρημένα μεσάνυχτα
μετά τη διασκέδαση, στο φτωχικό του σπίτι:
ανελέητα σφίγγεται η καρδιά μου, στη σκέψη
πως όλα περνούν σε αυτόν τον κόσμο,
χωρίς σχεδόν να αφήσουν ίχνος. Ιδού,
πέρασε κι η γιορτή, μετά τη σχόλη έρχεται
η καθημερινή και κάθε ανθρώπινο συμβάν
ο χρόνος παρασέρνει. Που ’ναι τώρα,
ο ήχος των αρχαίων λαών; Που ’ναι οι φωνές
των ξακουστών προγόνων μας; η μεγάλη
αυτοκρατορία κάποιας Ρώμης, τα άρματα
και οι κλαγγές που απλώθηκαν πάνω σε γη και θάλασσες;
Όλα ησυχάζουν και σιωπούν, ο κόσμος αναπαύεται,
κανενός τη σκέψη πλέον δεν απασχολούν…

Στα παιδικά μου χρόνια, λαχταρούσα να έρθει
κάποια γιορτή κι όταν περνούσε, όπως η σημερινή
γεμάτος αγωνία κι άγρυπνος ταλαιπωρούσα
τις κουβέρτες: νύχτα προχωρημένη, ένα τραγούδι
που αντηχούσε στους δρόμους κι αργόσβηνε
όπως και τώρα, αιχμάλωτη κρατούσε την καρδιά μου. 

ο ο ο

ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
Τώρα θα ησυχάσεις για πάντα,
κουρασμένη καρδιά μου. Χάθηκε
κι η τελευταία αυταπάτη, που την είχα
γι’ αθάνατη. Χάθηκε. Καλά το ξέρω
πως μέσα μας για τις γλυκές πλάνες,
όχι μόνον η ελπίδα αλλά κι ο πόθος έχει σβήσει.
Αναπαύσου για πάντα. Αρκετά
καρδιοχτύπησες. Τίποτα δεν αξίζει
τους παλμούς σου, ούτε η γη
είναι άξια στεναγμών. Πίκρα και πλήξη
η ζωή και τίποτε άλλο: ο κόσμος όλος, λάσπη.
Ηρέμησε πια. Ας είναι αυτός ο τελευταίος
καημός σου: στο γένος μας η μοίρα
μόνον το θάνατο χαρίζει. Τώρα πια περιφρόνησε
τον εαυτό σου, τη φύση, τη σκληρή εξουσία
που τον κοινό μας αφανισμό στα κρυφά επεξεργάζεται,
και την άπειρη ματαιότητα των πάντων.


Μετάφραση: Σωτήρης Παστάκας

Πηγή: Εξιτήριον

Σάββατο 13 Αυγούστου 2022

Τζιάκομο Λεοπάρντι - Ποιήματα

 Στη σελήνη


Τώρα που έκλεισε έναν κύκλο ο χρόνος
Θυμάμαι, ερχόμουν με τόση αγωνία
Εδώ στον λόφο και σε κοιτούσα
Σελήνη μου, γεμάτη χάρη.
Κι εσύ, εκκρεμής πάνω απ’ το δάσος
Το φώτιζες ολόκληρο, όπως τώρα. Τότε όμως
Το πρόσωπό σου ήταν θολό κι αβέβαιο
Από τα δάκρυα που έρχονταν στα βλέφαρά μου
Γιατί ήταν βάσανο η ζωή μου, κι είναι ακόμα,
Δεν αλλάζει, σελήνη αγαπημένη.
Κι όμως, μ’ ευχαριστεί
Ν’ αναπολώ την εποχή της δυστυχίας μου.
Είναι γλυκό, όταν είσαι νέος
Και η πορεία της μνήμης είναι σύντομη
Ενώ η ελπίδα έχει μεγάλο δρόμο
Να θυμάσαι τα περασμένα
Κι ας ήταν λύπες, κι ας κρατάει ο πόνος.

Το άπειρο

Πάντα αγαπούσα τον έρημο λόφο
Κι αυτόν τον φράχτη, που σχεδόν κρύβει
Τον μακρινό ορίζοντα απ’ το βλέμμα.
Μα όπως κάθομαι και κοιτάζω
Τους αχανείς χώρους εκεί έξω
Τις υπεράνθρωπες σιωπές και τη βαθιά ησυχία
Βυθίζομαι στις σκέψεις, κι ο φόβος
Αγγίζει την καρδιά μου. Κι όταν ακούω
Τον άνεμο να μαίνεται στα δέντρα
Εκείνη φέρνω την ατέλειωτη σιωπή
Δίπλα σε τούτη τη φωνή, κι έρχεται το άπειρο
Στο νου μου, κι οι εποχές που φεύγουν
Και η τωρινή που ζει, κι ο ήχος της. Έτσι
Στην απεραντοσύνη αυτή πνίγεται η σκέψη μου
Και ναυαγώ γλυκά σε τέτοια θάλασσα.

Από το ελληνικό του Σιμωνίδη

Όλα στον κόσμο αυτό
Είναι στου Δία το χέρι, γιε μου
Του Δία, που κάθε πράγμα διευθετεί
Κατά την θέλησή του.
Μα η σκέψη μας, τυφλή, φροντίζει και μοχθεί
Για εποχές μακρινές
Κι ας είναι η τύχη μας στα χέρια τ’ ουρανού
Κι η πορεία των ανθρώπων
Από μέρα σε μέρα.
Όλους μας τρέφει η όμορφη ελπίδα
Με οπτασίες γλυκές, που μας κουράζουν.
Άλλοι την φίλη αυγή
Άλλοι το μέλλον μάταια περιμένουν.
Κανείς δεν ζει στη γη χωρίς να σκέφτεται
Ότι τον χρόνο που έρχεται
Εύσπλαχνοι θα ‘ναι, επιεικείς
Ο Πλούτωνας κι οι άλλοι θεοί.
Όμως, πριν φτάσει η ελπίδα στο λιμάνι
Ήδη πολλούς τα γηρατειά έχουν δέσει
Κι άλλους η ασθένεια οδηγεί στη σκούρα Λήθη.
Αυτόν ο σκληρός Άρης, κι εκείνον
Το κύμα του πελάγους έχει αρπάξει.
Άλλοι από μαύρες έγνοιες λιώνουν
Ή λυπημένο κόμπο δένουν στο λαιμό
Υπόγειο ζητώντας καταφύγιο.
Έτσι από χίλια πάθη βασανίζονται
Άγριος κι ανόμοιος όχλος  
Οι δύστυχοι θνητοί.
Εγώ όμως λέω ότι όποιος είναι συνετός
Και δεν θέλει να σφάλλει
Δεν θ’ ανεχόταν να υποφέρει τόσο
Και ν’ αγαπήσει μόνο
Τα βάσανα και τον δικό του πόνο.

 
Του ιδίου
 Όλα τ’ ανθρώπινα διαρκούν μια στιγμή
Το είπε ο σοφός γέροντας της Χίου
Κι είχε δίκιο: τα φύλλα κι οι άνθρωποι
Έχουν την ίδια μοίρα.
Λίγοι όμως μέσα τους κρατούν
Τη φωνή αυτή. Στην ανήσυχη ελπίδα
Κόρη της νεανικής καρδιάς
Όλοι δανείζουν χώρο.
Όσο είναι το άνθος άλικο
Κι η ηλικία μας άγουρη
Μάταια η ψυχή, κενή και φαντασμένη
Τρέφει εκατό γλυκές ελπίδες
Χωρίς να περιμένει γηρατειά και θάνατο.
Για την αρρώστια, ο υγιής
Και ρωμαλέος άνθρωπος
Δεν νοιάζεται ποτέ.
Μα είναι άμυαλος όποιος δεν βλέπει
Της νεότητας τα γρήγορα φτερά
Κι ότι απ’ την κούνια ο θάνατος δεν είναι μακριά.
Εσύ, έτοιμος να κάνεις το μοιραίο βήμα
Για το βασίλειο του Πλούτωνα
Θυμήσου:
Στις ηδονές του σήμερα
Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή σου.

Mετάφραση: Λένα Καλλέργη
Πηγή: https://www.vakxikon.gr/%CF%84%CE%B6%CE%B9%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BF-%CE%BB%CE%B5%CE%BF%CF%80%CE%AC%CF%81%CE%BD%CF%84%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

Giacomo Leopardi-Το άπειρο (Τέσσερις μεταφράσεις)


Πόσο αγαπάω ανέκαθεν αυτό το λόφο
τον έρμο, και τον φράχτη ετούτον, που μου κρύβει
των οριζόντων ένα μέρος απ’ το μάτι!
Μα κάθομαι, κοιτάζω: πέρ’ από εδώ χαίνουν
διαστήματα άπειρα με σιγαλιά υπερκόσμια,
κι ευθύς βαθύτατη γαλήνη νιώθω μέσα
στη σκέψη, κι η καρδιά μου λίγο από φόβο
τώρα ξέρει. Κι όταν τ’ αέρι με τ’ αφτί μου πιάνω
με θρόους να τρυπώνει στα φυτά, στα δέντρα,
εκείνη την απέραντη σιωπή συγκρίνω
με τούτη τη φωνή. Το αιώνιο τότε βλέπω,
τις πεθαμένες εποχές και την παρούσα,
τη ζωντανή με τον αχό της. Πώς βουλιάζει
στην απεραντοσύνη την ακέρια ο νους μου!
Στη θάλασσα αυτή γλυκός είν’ ο πνιγμός μου.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Αγαπημένος μού ήταν πάντα αυτός ο λόφος ο έρημος, κι αυτά τα δέντρα που μου κρύβουν τον μακρινόν ορίζοντα. Μα εδώ που στέκω οραματίζομαι τις αχανείς εκτάσεις τ’ ουρανού και την υπερκόσμια γαλήνη κι ανατριχιάζω. Και καθώς ακούω μέσα απ’ το φύλλωμα το θρόισμα του αέρα συγκρίνω την αμόλυντη σιωπή του απείρου μ’ αυτόν τον ήχο. Κι αισθάνομαι το αιώνιο, και τις σβησμένες εποχές, και τη δική μας που ζει και πάλλεται. Κι ο στοχασμός μου πνίγεται στη βαθιά απεραντοσύνη. Σ’ αυτή τη θάλασσα γλυκό είναι το ναυάγιο. μτφρ. Νάσος Βαγενάς


Πάντοτε μ’ άρεσε αυτός εδώ ο λόφος
κι αυτοί οι θάμνοι που μου κρύβουνε
του μακρινού ορίζοντα τη θέα.
Κάθομαι εδώ και τους κοιτάζω,
άπειρος θα 'ναι, λέω, από εκεί ο τόπος
κι απόκοσμη η σιωπή και βαθιά,
στο λογισμό, βαθιά γαλήνη, έτσι που για λίγο
η καρδιά μου δεν φοβάται. Και καθώς ακούω
τον άνεμο στις φυλλωσιές να ψιθυρίζει
συγκρίνω τη φωνή του με την άπειρη σιωπή
κι έρχεται στο μυαλό μου η αιωνιότητα
κι οι πεθαμένες εποχές, κι η ζωντανή
δική μου εποχή, και ο απόηχός της.
Έτσι βυθίζεται η σκέψη μου στην απεραντοσύνη
κι είναι γλυκό να ναυαγώ σ’ αυτή τη θάλασσα.

μτφρ. Σωτήρης Τριβιζάς

Ανέκαθεν μου ήταν αγαπητός αυτός ο έρημος λόφος κι αυτός ο φράχτης που από ένα μεγάλο τμήμα του μακρινού ορίζοντα τη θέα μου αποκρύβει. Καθισμένος όμως εδώ κι ατενίζοντας απέραντα διαστήματα πέρα απ’ αυτόν, απόκοσμη σιωπή και βαθύτατη ηρεμία δημιουργώ με τις σκέψεις μου, όπου ως εκ θαύματος δεν χάνομαι κι ο ίδιος. Μόλις ακούω τον άνεμο να βουίζει ανάμεσα στα φυτά, εκείνη την άφατη σιωπή με αυτό το θρόισμα συγκρίνω: κι αναπολώ την αιωνιότητα, τις περασμένες εποχές και τους ζωντανούς ρυθμούς του παρόντος, με τον εφήμερο θόρυβό τους. Έτσι, σε αυτήν την απεραντοσύνη πνίγεται η σκέψη μου: και μου είναι ευχάριστο να ναυαγώ μέσα σε αυτή τη θάλασσα.

μτφρ. Σωτήρης Παστάκας

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

[Δύο Ποιήματα] Του Τζιάκομο Λεοπάρντι

Το βράδυ της γιορτής
 
 
Νύχτα γλυκιά και ξάστερη, χωρίς αέρα
Πάνω από τις σκεπές και μέσα στις αυλές
Ήσυχη στέκεται η σελήνη, και φαίνονται μακριά
Γαλήνια τα βουνά. Αγαπημένη μου
Τώρα σιωπούν τα μονοπάτια, και στα μπαλκόνια
Έμειναν λίγα φώτα, εδώ κι εκεί.
Εσύ κοιμάσαι, με εύκολο ύπνο
Στα ήσυχα δωμάτιά σου, χωρίς έγνοιες
Κι ούτε φαντάζεσαι ούτε ξέρεις την πληγή
Που μου άνοιξες στο στήθος.
Κοιμάσαι. Βγαίνω να χαιρετήσω
Αυτόν τον ουρανό, που μοιάζει τόσο ευγενικός
Και την αρχαία φύση, την παντοδύναμη
Που μ’ έπλασε για πόνο.
Σε σένα αρνούμαι την ελπίδα, μου λέει
Και την ελπίδα ακόμα, και τα μάτια σου
Θα λάμπουν μόνο από το κλάμα.
Ήταν μια μέρα γιορτινή. Τώρα από τα παιχνίδια
Αναπαύεσαι, κι ίσως στα όνειρά σου
Θυμάσαι πόσους γοήτευσες, και πόσους θαύμασες
Εμένα όχι, δεν το ελπίζω
Να βρίσκομαι στη σκέψη σου. Κι ενώ ρωτώ
Πόση ζωή μου μένει, εδώ στο χώμα πέφτω
Φωνάζω, τρέμω. Αχ, μαύρες μέρες, τρομερές
Σε τόσο πράσινη ηλικία! Από το δρόμο
Ακούω του εργάτη το μοναχικό τραγούδι
Που αργά τη νύχτα στο φτωχό του πανδοχείο
Επιστρέφει μετά τις διασκεδάσεις
Και σφίγγεται η καρδιά μου, σκέφτομαι
Πως όλα στον κόσμο περνούν
Και δεν αφήνουν πίσω σχεδόν τίποτα.
Έφυγε η γιορτή, κι έρχεται αμέσως
Η μέρα η κοινή, κι ο χρόνος παίρνει
Ό, τι έχει συμβεί. Πού είναι τώρα ο ήχος
Των αρχαίων λαών; Πού είναι η κραυγή
Των διάσημων προγόνων μας, η Ρώμη εκείνη
Η αυτοκρατορία, πού είναι οι στρατοί
Ο αχός τους, που ταξίδεψε σε γη και ωκεανό;
Όλα είναι ειρήνη και σιωπή, ακίνητος ο κόσμος
Κανείς πια δεν μιλά γι’ αυτούς.
Όταν ήμουν παιδί και με λαχτάρα
Περίμενα τη μέρα της γιορτής
Έμενα ξύπνιος, αφού είχε τελειώσει
Κι υπέφερα, πάνω στο μαξιλάρι. Αργά τη νύχτα
Ένα τραγούδι που ακουγόταν απ’ το δρόμο
Μακριά, και να πεθαίνει λίγο-λίγο
Μου έσφιγγε όπως τώρα την καρδιά.
..............................................................................................................................................................................

Στη Σίλβια
 
 
Σίλβια, θυμάσαι ακόμα
Τις μέρες της θνητής ζωής σου
Όταν γελούσε η ομορφιά
Στα λαμπερά και φευγαλέα σου μάτια
Κι εσύ, ελαφριά και σκεφτική, στεκόσουν
Στης νιότης το κατώφλι;
 
Τα ήσυχα δωμάτια
Και οι γύρω δρόμοι ηχούσαν
Απ’ το τραγούδι σου, και σκύβοντας
Στις γυναικείες δουλειές, χαιρόσουν
Με τα όνειρά σου για ένα μέλλον μακρινό.
Ήταν Μάιος, μ’ όλα τ’ αρώματά του
Κι έτσι περνούσες τον καιρό.
 
Άφηνα τότε τις μελέτες μου
Και τα ιδρωμένα μου χαρτιά
Όπου ξόδευα τα πιο καλά μου χρόνια
Και στο μπαλκόνι του πατρικού σπιτιού
Έβγαινα ν’ ακούσω
Τον ήχο της φωνής σου, το επιδέξιο χέρι
Που δούλευε το δύσκολο υφαντό.
Κοίταζα τον γαλήνιο ουρανό
Τους δρόμους που έλαμπαν, τους κήπους
Κι από μακριά τη θάλασσα
Και πέρα, το βουνό.
Λόγια δεν θα ‘βρισκε άνθρωπος να πει
Τι ένιωθα στο στήθος.
 
Τι γλυκές σκέψεις
Τι επιθυμίες, τι καρδιές!
Αχ Σίλβια, πώς μας φαινόταν τότε
Η ανθρώπινη ζωή και η μοίρα! 
Όταν θυμάμαι όλη εκείνη την ελπίδα
Πίκρα με πιάνει απαρηγόρητη
Θρηνώ και πάλι για τη συμφορά μου.
Αχ, φύση, φύση
Γιατί ποτέ δεν κράτησες
Τις υποσχέσεις σου;
Γιατί σε τέτοια πλάνη
Αφήνεις τα παιδιά σου;
 
Πριν μαράνει ο χειμώνας το χορτάρι
Από κρυφή ασθένεια χτυπημένη, νικήθηκες
Και χάθηκες, μικρή μου. Και δεν είδες
Το άνθος της ηλικίας σου
Δεν σου μαλάκωσε η καρδιά
Μ’ επαίνους για τις μαύρες σου τις μπούκλες
Για τις ερωτευμένες, ντροπαλές ματιές
Ούτε τις μέρες της γιορτής, με φίλες
Κρυφομιλούσες για έρωτες.
 
Μα και η δική μου ελπίδα
Η γλυκιά, γρήγορα χάθηκε.
Οι μοίρες έκοψαν και τη δική μου νιότη.
Πόσο έχεις σβήσει και χαθεί
Αγαπημένη, σύντροφε της άνοιξής μου
Δακρυσμένη μου ελπίδα!
Ποιος κόσμος είναι αυτός;
Αυτές είναι οι χαρές, ο έρωτας
Τα έργα, οι περιπέτειες
Που κουβεντιάζαμε μαζί;
Αυτή είναι η τύχη των ανθρώπων;
Μόλις η αλήθεια φάνηκε, φτωχή μου
Λύγισες, και με χέρι ορφανό
Έδειχνες από μακριά
Τον κρύο θάνατο κι ένα μνήμα γυμνό.
 
 
 
 
[από το βιβλίο “Η νύχτα απομένει”,
επιλογή-μετάφραση Λένα Καλλέργη,
εκδόσεις Γαβριηλίδης]
Πηγή:https://www.bibliotheque.gr/article/29310

 
 

Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

Giacomo Leopardi



ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
Ανέκαθεν μου ήταν αγαπητός αυτός ο έρημος
λόφος κι αυτός ο φράχτης που από ένα μεγάλο
τμήμα του μακρινού ορίζοντα τη θέα μου αποκρύβει.
Καθισμένος όμως εδώ κι ατενίζοντας απέραντα
διαστήματα πέρα απ’ αυτόν, απόκοσμη σιωπή
και βαθύτατη ηρεμία δημιουργώ με τις σκέψεις μου,
όπου ως εκ θαύματος δεν χάνομαι κι ο ίδιος. Μόλις
ακούω τον άνεμο να βουίζει ανάμεσα στα φυτά,
εκείνη την άφατη σιωπή με αυτό το θρόισμα
συγκρίνω: κι αναπολώ την αιωνιότητα, τις περασμένες
εποχές και τους ζωντανούς ρυθμούς του παρόντος,
με τον εφήμερο θόρυβό τους. Έτσι, σε αυτήν
την απεραντοσύνη πνίγεται η σκέψη μου: και μου είναι
ευχάριστο να ναυαγώ μέσα σε αυτή τη θάλασσα.

ο ο ο

ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ
Γλυκιά και φωτεινή είναι η νύχτα
δίχως άνεμο και ήσυχη πάνω στις σκεπές
ανάμεσα στα περιβόλια κάθεται η σελήνη,
από μακριά αποκαλύπτοντας γαλήνια τα βουνά.
Δέσποινά μου, ήδη έχουν σιγήσει οι δρόμοι
και φώτα λιγοστά φέγγουν απ’ τα μπαλκόνια:
κοιμάσαι, ευθύς σε πήρε ο ύπνος
στα σιωπηλά σου δώματα κι έγνοια καμιά
δεν σε δαγκώνει, χωρίς να ξέρεις και χωρίς
να σκέπτεσαι τι πληγή μου άνοιξες στα στήθη.
Κοιμήσου, εσύ: αυτόν τον ουρανό εγώ,
που δείχνει τόσο αθώος, να χαιρετήσω βγαίνω,
την αιώνια και παντοδύναμη φύση
που μ’ έπλασε  για την οδύνη. Σου αρνούμαι
την ελπίδα, μου λέει, ως και την ελπίδα:
να μην λάμπουν τα μάτια σου παρά μόνον
στα δάκρυα. Ημέρα γιορτής η σήμερον: αναπαύεσαι
τώρα, κι ίσως σαν όνειρο περνά απ’ το μυαλό σου,
σε πόσους άρεσες και πόσοι σου άρεσαν:
εμένα, όχι δεν τολμώ να ελπίσω πως με σκέπτεσαι.
Αναρωτιέμαι ωστόσο, πόσο μου απομένει
να ζήσω κι εδώ χάμω κυλιέμαι, φωνάζω
και τρέμω. Ω, φρικτές ημέρες
της τρυφερής ηλικίας! Αχ, ακούω
να πλησιάζει ήδη, το μοναχικό άσμα του τεχνίτη
που επιστρέφει προχωρημένα μεσάνυχτα
μετά τη διασκέδαση, στο φτωχικό του σπίτι:
ανελέητα σφίγγεται η καρδιά μου, στη σκέψη
πως όλα περνούν σε αυτόν τον κόσμο,
χωρίς σχεδόν να αφήσουν ίχνος. Ιδού,
πέρασε κι η γιορτή, μετά τη σχόλη έρχεται
η καθημερινή και κάθε ανθρώπινο συμβάν
ο χρόνος παρασέρνει. Που ’ναι τώρα,
ο ήχος των αρχαίων λαών; Που ’ναι οι φωνές
των ξακουστών προγόνων μας; η μεγάλη
αυτοκρατορία κάποιας Ρώμης, τα άρματα
και οι κλαγγές που απλώθηκαν πάνω σε γη και θάλασσες;
Όλα ησυχάζουν και σιωπούν, ο κόσμος αναπαύεται,
κανενός τη σκέψη πλέον δεν απασχολούν…

Στα παιδικά μου χρόνια, λαχταρούσα να έρθει
κάποια γιορτή κι όταν περνούσε, όπως η σημερινή
γεμάτος αγωνία κι άγρυπνος ταλαιπωρούσα
τις κουβέρτες: νύχτα προχωρημένη, ένα τραγούδι
που αντηχούσε στους δρόμους κι αργόσβηνε
όπως και τώρα, αιχμάλωτη κρατούσε την καρδιά μου.

ο ο ο

ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
Τώρα θα ησυχάσεις για πάντα,
κουρασμένη καρδιά μου. Χάθηκε
κι η τελευταία αυταπάτη, που την είχα
γι’ αθάνατη. Χάθηκε. Καλά το ξέρω
πως μέσα μας για τις γλυκές πλάνες,
όχι μόνον η ελπίδα αλλά κι ο πόθος έχει σβήσει.
Αναπαύσου για πάντα. Αρκετά
καρδιοχτύπησες. Τίποτα δεν αξίζει
τους παλμούς σου, ούτε η γη
είναι άξια στεναγμών. Πίκρα και πλήξη
η ζωή και τίποτε άλλο: ο κόσμος όλος, λάσπη.
Ηρέμησε πια. Ας είναι αυτός ο τελευταίος
καημός σου: στο γένος μας η μοίρα
μόνον το θάνατο χαρίζει. Τώρα πια περιφρόνησε
τον εαυτό σου, τη φύση, τη σκληρή εξουσία
που τον κοινό μας αφανισμό στα κρυφά επεξεργάζεται,
και την άπειρη ματαιότητα των πάντων.



Μετάφραση: Σωτήρης Παστάκας

Επίμετρο: Ο Τζιάκομο Λεοπάρντι (Ρεκανάτι, 1798 −Νάπολη, 1837) ο μέγιστος Ιταλός ποιητής πολυμαθέστατος, πολύγλωσσος, φιλόσοφος και αρχαιογνώστης, καμπούρης και σακάτης ήταν απόγονος παλαιάς οικογένειας ευγενών γαιοκτημόνων η οποία, αρχικά, τον προόριζε για τον εκκλησιαστικό βίο. Από την πρώτη νεότητά του, διακατείχε τον φιλάσθενο κόμη το συναίσθημα της μοναξιάς και της απαισιοδοξίας. Έβρισκε καταφύγιο στη μελέτη και εκπόνησε πλήθος εργασιών σε επιστημονικά, φιλοσοφικά και φιλολογικά θέματα. Έζησε κατά διαστήματα στη Ρώμη, το Μιλάνο, την Μπολόνια, τη Φλωρεντία, τη Νάπολη. Ένιωθε εξόριστος στον κόσμο, τον οποίο ο ίδιος ονόμαζε: «τάφο των ζωντανών» και στιγμάτισε την ηθική, διανοητική και πολιτική παρακμή αντιτάσσοντας το σκεπτικισμό, την ειρωνεία, την αφοσίωση στην τέχνη του. Πέθανε σε ηλικία 39 ετών. Μερικά από τα έργα του: Ο θάνατος του Έκτορα (1809), Ιστορία της αστρονομίας (1813), Άσματα (1816-1835), Μικρά ηθικά έργα (1820-1824), Το όνειρο (1825), Σκέψεις (1832). Μετέφρασε επίσης Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς.

Aναδημοσίευση από:https://exitirion.wordpress.com/2019/05/16/giacomo-leopardi/?fbclid=IwAR1ZFj7wM1Be9_AflzXaq3LlJiOdLHiDhIviowy5Yaid_HPfT6Pga82JnrE