Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

[Δύο Ποιήματα] Του Τζιάκομο Λεοπάρντι

Το βράδυ της γιορτής
 
 
Νύχτα γλυκιά και ξάστερη, χωρίς αέρα
Πάνω από τις σκεπές και μέσα στις αυλές
Ήσυχη στέκεται η σελήνη, και φαίνονται μακριά
Γαλήνια τα βουνά. Αγαπημένη μου
Τώρα σιωπούν τα μονοπάτια, και στα μπαλκόνια
Έμειναν λίγα φώτα, εδώ κι εκεί.
Εσύ κοιμάσαι, με εύκολο ύπνο
Στα ήσυχα δωμάτιά σου, χωρίς έγνοιες
Κι ούτε φαντάζεσαι ούτε ξέρεις την πληγή
Που μου άνοιξες στο στήθος.
Κοιμάσαι. Βγαίνω να χαιρετήσω
Αυτόν τον ουρανό, που μοιάζει τόσο ευγενικός
Και την αρχαία φύση, την παντοδύναμη
Που μ’ έπλασε για πόνο.
Σε σένα αρνούμαι την ελπίδα, μου λέει
Και την ελπίδα ακόμα, και τα μάτια σου
Θα λάμπουν μόνο από το κλάμα.
Ήταν μια μέρα γιορτινή. Τώρα από τα παιχνίδια
Αναπαύεσαι, κι ίσως στα όνειρά σου
Θυμάσαι πόσους γοήτευσες, και πόσους θαύμασες
Εμένα όχι, δεν το ελπίζω
Να βρίσκομαι στη σκέψη σου. Κι ενώ ρωτώ
Πόση ζωή μου μένει, εδώ στο χώμα πέφτω
Φωνάζω, τρέμω. Αχ, μαύρες μέρες, τρομερές
Σε τόσο πράσινη ηλικία! Από το δρόμο
Ακούω του εργάτη το μοναχικό τραγούδι
Που αργά τη νύχτα στο φτωχό του πανδοχείο
Επιστρέφει μετά τις διασκεδάσεις
Και σφίγγεται η καρδιά μου, σκέφτομαι
Πως όλα στον κόσμο περνούν
Και δεν αφήνουν πίσω σχεδόν τίποτα.
Έφυγε η γιορτή, κι έρχεται αμέσως
Η μέρα η κοινή, κι ο χρόνος παίρνει
Ό, τι έχει συμβεί. Πού είναι τώρα ο ήχος
Των αρχαίων λαών; Πού είναι η κραυγή
Των διάσημων προγόνων μας, η Ρώμη εκείνη
Η αυτοκρατορία, πού είναι οι στρατοί
Ο αχός τους, που ταξίδεψε σε γη και ωκεανό;
Όλα είναι ειρήνη και σιωπή, ακίνητος ο κόσμος
Κανείς πια δεν μιλά γι’ αυτούς.
Όταν ήμουν παιδί και με λαχτάρα
Περίμενα τη μέρα της γιορτής
Έμενα ξύπνιος, αφού είχε τελειώσει
Κι υπέφερα, πάνω στο μαξιλάρι. Αργά τη νύχτα
Ένα τραγούδι που ακουγόταν απ’ το δρόμο
Μακριά, και να πεθαίνει λίγο-λίγο
Μου έσφιγγε όπως τώρα την καρδιά.
..............................................................................................................................................................................

Στη Σίλβια
 
 
Σίλβια, θυμάσαι ακόμα
Τις μέρες της θνητής ζωής σου
Όταν γελούσε η ομορφιά
Στα λαμπερά και φευγαλέα σου μάτια
Κι εσύ, ελαφριά και σκεφτική, στεκόσουν
Στης νιότης το κατώφλι;
 
Τα ήσυχα δωμάτια
Και οι γύρω δρόμοι ηχούσαν
Απ’ το τραγούδι σου, και σκύβοντας
Στις γυναικείες δουλειές, χαιρόσουν
Με τα όνειρά σου για ένα μέλλον μακρινό.
Ήταν Μάιος, μ’ όλα τ’ αρώματά του
Κι έτσι περνούσες τον καιρό.
 
Άφηνα τότε τις μελέτες μου
Και τα ιδρωμένα μου χαρτιά
Όπου ξόδευα τα πιο καλά μου χρόνια
Και στο μπαλκόνι του πατρικού σπιτιού
Έβγαινα ν’ ακούσω
Τον ήχο της φωνής σου, το επιδέξιο χέρι
Που δούλευε το δύσκολο υφαντό.
Κοίταζα τον γαλήνιο ουρανό
Τους δρόμους που έλαμπαν, τους κήπους
Κι από μακριά τη θάλασσα
Και πέρα, το βουνό.
Λόγια δεν θα ‘βρισκε άνθρωπος να πει
Τι ένιωθα στο στήθος.
 
Τι γλυκές σκέψεις
Τι επιθυμίες, τι καρδιές!
Αχ Σίλβια, πώς μας φαινόταν τότε
Η ανθρώπινη ζωή και η μοίρα! 
Όταν θυμάμαι όλη εκείνη την ελπίδα
Πίκρα με πιάνει απαρηγόρητη
Θρηνώ και πάλι για τη συμφορά μου.
Αχ, φύση, φύση
Γιατί ποτέ δεν κράτησες
Τις υποσχέσεις σου;
Γιατί σε τέτοια πλάνη
Αφήνεις τα παιδιά σου;
 
Πριν μαράνει ο χειμώνας το χορτάρι
Από κρυφή ασθένεια χτυπημένη, νικήθηκες
Και χάθηκες, μικρή μου. Και δεν είδες
Το άνθος της ηλικίας σου
Δεν σου μαλάκωσε η καρδιά
Μ’ επαίνους για τις μαύρες σου τις μπούκλες
Για τις ερωτευμένες, ντροπαλές ματιές
Ούτε τις μέρες της γιορτής, με φίλες
Κρυφομιλούσες για έρωτες.
 
Μα και η δική μου ελπίδα
Η γλυκιά, γρήγορα χάθηκε.
Οι μοίρες έκοψαν και τη δική μου νιότη.
Πόσο έχεις σβήσει και χαθεί
Αγαπημένη, σύντροφε της άνοιξής μου
Δακρυσμένη μου ελπίδα!
Ποιος κόσμος είναι αυτός;
Αυτές είναι οι χαρές, ο έρωτας
Τα έργα, οι περιπέτειες
Που κουβεντιάζαμε μαζί;
Αυτή είναι η τύχη των ανθρώπων;
Μόλις η αλήθεια φάνηκε, φτωχή μου
Λύγισες, και με χέρι ορφανό
Έδειχνες από μακριά
Τον κρύο θάνατο κι ένα μνήμα γυμνό.
 
 
 
 
[από το βιβλίο “Η νύχτα απομένει”,
επιλογή-μετάφραση Λένα Καλλέργη,
εκδόσεις Γαβριηλίδης]
Πηγή:https://www.bibliotheque.gr/article/29310

 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου