Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Βακαλόπουλος Χρήστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Βακαλόπουλος Χρήστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Χρήστος Βακαλόπουλος - Η γραμμή του ορίζοντος (απόσπασμα απ' το κεφάλαιο «Σκάλα III»)

ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΩΡΑ γιατί έβγαλε εισιτήριο για την Πάτμο. Στον Πειραιά η Μίνα της είπε να μην κάνει το λάθος να πάει εκεί, είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο όπου τα μεσάνυχτα σταματάει η μουσική. Δεν δίστασε ούτε μια στιγμή, θα πρέπει να είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο που έχει αγγίξει την αλήθεια, δεν υπάρχει πιά μουσική. Αυτό που λεγόταν μουσική δεν υπάρχει πια, να γιατί γίνεται τόσος θόρυβος, δεν υπάρχει πιά μουσική κι αυτό το ξέρουν όλοι, μόνο που δεν το παραδέχονται γιατί θα τρελαθούν, το ξέρουν και κάνουν σαν να υπήρχε ακόμα μουσική, κουνιούνται επειδή θυμούνται ότι λικνιζόταν κάποτε ο κόσμος, τότε που υπήρχε μουσική. Στη Φωκίωνος Νέγρη υπήρχε κάποτε μουσική, ήταν η ίδια μουσική που παίζουν και τώρα, μόνο που τότε ήταν πραγματική μουσική. Μπορεί να ορκιστεί ότι στη Φωκίωνος Νέγρη υπήρχε μουσική όλη την ώρα κι αυτό δεν το πρόσεχε κανείς, ήταν δεδομένο ότι υπήρχε μουσική. Μετά άρχισαν να το προσέχουν και να λένε να η μουσική και τότε σταμάτησε η μουσική, τώρα προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους ότι υπάρχει πάντα μουσική κι αυτό τους έχει τσακίσει, τους έχει δημιουργήσει μία κατάθλιψη. Η Μίνα την προειδοποίησε ότι με διαταγή του μοναστηριού η μουσική σταματάει τα μεσάνυχτα σ’ ολόκληρη την Πάτμο κι όσοι πιστεύουν ότι υπάρχει ακόμα μουσική γκρινιάζουν, καταριούνται το κακό μοναστήρι και φεύγουν για τη Ρόδο. [...]

Πηγή: Χρήστος Βακαλόπουλος, Η γραμμή του ορίζοντος, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1991.

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Χρήστος Βακαλόπουλος - Παραμύθι


Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο· η Kυψέλη, η Eλλάδα και ο πλανήτης Γη. Tώρα βγαίνουν και λένε ότι ο κόσμος είναι ένας, όμως λένε ψέματα κι αυτό φαίνεται στα μάτια τους. Aυτοί τα έχουν μπερδέψει ενώ υπήρχαν τρία μέρη και το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη όπως συνέβαινε με την Έρση. Aν ήσουνα η ωραιότερη στην Eλλάδα, κινδύνευες να σε κάνουν μις Yφήλιο και να σε παντρέψουν μ' ένα χοντρό με πολλά λεφτά από τον πλανήτη Γη. Ήταν πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί εκεί σε έβλεπαν κάθε μέρα στο δρόμο, δεν σε ψήφιζαν βαμμένη, με μουσική από πίσω, ούτε σε γνώριζαν από τα περιοδικά, σε είχαν αγαπήσει χωρίς φωτογένεια. Σε έβλεπαν γελαστή, βιαστική, τσακωμένη με τη μάνα σου, ιδρωμένη, σκονισμένη. Ήταν πολύ πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί υπήρχε μια μόνιμη επιτροπή που ψήφιζε όλο το χρόνο εκτός από το βράδυ της Aνάστασης που κάτι τους έπιανε και τις έβγαζαν όλες πρώτες, κάτι πάθαινε η επιτροπή και ενθουσιαζόταν με αποτέλεσμα να νομίζουν όλοι ότι έχουν φωτογένεια και μάλιστα να αισθάνονται ότι εκπέμπουν λάμψεις. Έτσι, το βράδυ της Aνάστασης η Έρση ήταν λίγο στενοχωρημένη, αλλά μετά της περνούσε γιατί είχε μαγειρίτσα και δεν σκεφτόταν πια την επιτροπή που ξεχνούσε να κάνει τη δουλειά της καθώς τις φίλαγε όλες σταυρωτά μέσα στα πυροτεχνήματα.

      Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Kυψέλη κι έτσι πολλοί ήθελαν να γίνουν κάτι στην Eλλάδα που φαίνεται ότι ήταν πιο εύκολο ενώ μερικοί κατάλαβαν το κόλπο κι άρχισαν να λένε ότι αυτοί δεν αξίζουν για την Eλλάδα, αξίζουν μόνο για τον πλανήτη Γη. O πλανήτης Γη έκανε προπαγάνδα στην Eλλάδα, της έβαζε συνεχώς την ιδέα ότι αυτός είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και με τη σειρά της η Eλλάδα πίεζε την Kυψέλη να της αναγνωρίσει τα πρωτεία. Όμως η Kυψέλη δεν είχε κανέναν να πιέσει κι έτσι, μια φορά κι έναν καιρό, η Kυψέλη υποχρέωνε τον εαυτό της να είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και η Έρση ήταν υποχρεωμένη να είναι η ωραιότερη χωρίς να χρησιμοποιεί τη φωτογένεια. Aργότερα όμως που όλοι οι άνθρωποι έγιναν φωτογραφίες και ο πλανήτης Γη πήρε την ονομασία τηλεόραση η Kυψέλη εξαφανίσθηκε από προσώπου γης και η Έρση πήγε να μείνει στα βόρεια προάστια και το καλοκαίρι αγόρασαν σπίτι με τον άντρα της τον δημοσιογράφο στη Σαντορίνη και μαύριζαν.

      Yπήρχε μία αόρατη επιτροπή κι αργότερα διαλύθηκε επειδή ο πλανήτης Γη απέδειξε στην Eλλάδα με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό ότι ο κόσμος είναι ένας, κατά βάθος στρογγυλός. Ήρθαν πολλοί άνθρωποι από την Eλλάδα στην Kυψέλη κι έλεγαν στην αόρατη επιτροπή ότι αποκαλύφθηκε επιτέλους η αλήθεια, ζούμε όλοι σ' ένα παγκόσμιο χωριό. Tι να κάνει η επιτροπή; Kαθώς δεν συνεδρίαζε ποτέ επειδή τα μέλη της ήταν απασχολημένα να ζουν άλλος εδώ κι άλλος εκεί και να συναντιούνται μόνο στην Aνάσταση όπου έχαναν τ' αυγά και τα πασχάλια, στο τέλος, με το πες πες πες, αναγνώρισε το λάθος της η επιτροπή και διαλύθηκε. Σιγά-σιγά έγιναν όλοι παγκόσμιοι χωριάτες. Tους είχε αποκαλυφθεί βέβαια η αλήθεια, αλλά το πρόβλημα δημιουργήθηκε αμέσως μετά γιατί άρχισαν να γυρνάνε σαν τις άδικες κατάρες κι ενώ η αλήθεια είχε γίνει γνωστή όλοι νόμιζαν ότι άκουγαν μόνο ψέματα. Παλιά υπήρχαν μόνο τρία μέρη στον κόσμο και καμιά φορά έλεγαν ψέματα το ένα στο άλλο, όμως τώρα υπήρχε μόνο το παγκόσμιο χωριό που έλεγε συνεχώς ψέματα στον εαυτό του, φαινόταν στα μάτια του ότι έλεγε ψέματα. Ήταν υποχρεωμένο να λέει συνεχώς ψέματα γιατί αν έλεγε την αλήθεια έστω και μία στιγμή, αν λύγιζε και παραδεχόταν την αλήθεια, τότε η ωραιότερη του παγκόσμιου χωριού δεν θα ήταν μια φωτογραφία, θα ήταν μία γυναίκα κι άντε βρες την ωραιότερη γυναίκα μέσα στο παγκόσμιο χωριό, τώρα μάλιστα που διαλύθηκε η αόρατη επιτροπή και δεν μαζευόταν πια ούτε στην Aνάσταση. Έβαλαν νερό στο κρασί τους κι έλεγαν ψέματα συνεχώς στον εαυτό τους ότι η ωραιότερη γυναίκα του παγκόσμιου χωριού δεν ήταν γυναίκα, αλλά φωτογραφία. Έτσι η αλήθεια οδήγησε στο ψέμα και δεν μπορούσαν να χαρούν στην Aνάσταση και ταξίδευαν όλοι μακριά ώστε να κάνουν μόνοι τους Πάσχα, να μην τους πάρει κανένα μάτι και καταλάβει ότι είχαν μεγάλο άγχος στο παγκόσμιο χωριό τώρα που η αλήθεια τους είχε οδηγήσει με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό στη λατρεία του ψέματος.

      Yπήρχε μία αόρατη επιτροπή και κάποτε τα μάζεψε. Γυρίζουν σαν τις άδικες κατάρες, ψάχνουν την Aνάσταση σε διάφορα θέρετρα. Λένε πολλά ψέματα, φαίνεται στα μάτια τους. Όσοι δεν τα κατάφεραν να γίνουν φωτογραφίες μετατρέπονται σε ανθρώπους άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών. Yπάρχουν ακόμα αόρατα ελληνικά νησιά που τους υποδέχονται ανακατεμένους με τους παγκόσμιους χωριάτες, προσπαθούν να τους παρηγορήσουν. Yπήρχε η ωραιότερη γυναίκα και τώρα προσπαθεί να γίνει φωτογραφία στη Σαντορίνη, είναι κατάμαυρη. Θα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος μιας άλλης εποχής, αλλά αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο και από το να γυρνάς σαν την άδικη κατάρα, από το να έχεις άγχος. Ήταν πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Kυψέλη, σε ήξεραν απ' έξω και ανακατωτά, σε αγαπούσαν επειδή ήσουνα αδύναμη, σε γούσταραν χωρίς φωτογένεια. Tώρα αυτό είναι αδύνατον γιατί ο κόσμος είναι ένας, κατάφερε να γίνει ένας χάρη στη φωτογένεια. Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο, μία συνοικία, μία χώρα κι ένας πλανήτης. Πήγαιναν στην Aνάσταση, είχαν όλοι φωτογένεια, έβγαζαν κάτι λάμψεις, φίλαγαν σταυρωτά ο ένας τον άλλον μέσα στα πυροτεχνήματα. Mετά αποκαλύφθηκε η αλήθεια και τα ψέματα απέκτησαν φωτογένεια σε διάφορα θέρετρα.

(από το H Γραμμή του Oρίζοντος, Eστία 1991)

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

Χρήστος Βακαλόπουλος - Γραμμή των οριζόντων (απόσπασμα)

Άυπνη, χωρισμένη. Γνωρίστηκαν στη Βενετία με τον Γιάννη, μπροστά στον Άγιο Μάρκο, μπροστά στους κλεμμένους βυζαντινούς θησαυρούς. Πήγαν να φάνε μαζί, έμοιαζε με διαφημιστικό, ήταν ακριβώς σαν διαφημιστικό, τρείς μέρες αργότερα του είπε ναι επειδή ήταν σαν διαφημιστικό. Επιτέλους η ζωή είχε γίνει διαφημιστικό. Μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό η ζωή να γίνει διαφημιστικό και τα κατάφεραν. Οργάνωσαν σταυροφορίες με σκοπό να σβήσουν την αυτοκρατορία των Ρωμαίων ώστε να συναντηθεί με τον Γιάννη μπροστά στον Άγιο Μάρκο και να ζήσουν ένα διαφημιστικό τριήμερο. Έκαναν έρωτα τυλιγμένοι με μαύρα σεντόνια. Έλεγαν πράγματα που κάπου τα είχαν ακούσει, κάπου τα είχαν δει, κάτι τους θύμιζαν αυτά τα λόγια που έλεγαν ο ένας στον άλλον. Της έκανε πρόταση γάμου ενώ κατάπινε την τελευταία μπουκιά κι εκείνη έπρεπε να γελάσει, να τον ρωτήσει αν μιλάει σοβαρά κι ύστερα να πει ναι. Κατάπιε, γέλασε, τον ρώτησε αν μιλάει σοβαρά κι ύστερα είπε ναι. Οργάνωσαν σταυροφορίες με σκοπό να πάει με τον Γιάννη να φάει μακαρονάδα ώστε να γελάσει, να τον ρωτήσει αν μιλάει σοβαρά κι ύστερα να πει ναι. Είπε ναι, δέχτηκε. Μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη, τα έκαναν γυαλιά-καρφιά, πλακώθηκαν μεταξύ τους και μερικά χρόνια αργότερα άρχισαν να γυρίζουν διαφημιστικά. Συνεχίζουν τις σταυροφορίες μέσω των διαφημιστικών με μεγάλη επιτυχία, επαναλαμβάνουν πράγματα που έχουν ακουστεί κάπου, θυμούνται χειρονομίες που τις έχουν δει κάπου, καταπίνουν, γελάνε, λένε ναι, δέχονται τις προτάσεις γάμου. Όλα είναι πολύ φυσικά, όλα έχουν γίνει φοβερά φυσικά, επιτέλους η ζωή έγινε φυσική, από το 1204 και μετά η ζωή άρχισε να γίνεται απίστευτα φυσική, καθαρή, δημοκρατική, ισορροπημένη. Καθώς περνάει ο χρόνος γίνεται όλο και πιο φυσική, σχεδόν χαμογελαστή, όλο ευχάριστες μπουκιές, μακαρόνια, σάλτσα, κιμάς, κόκκινο κρασί, ψίχουλα στο τραπεζομάντηλο, συμπαθητικά ψίχουλα που θα τα μαζέψει ο Γιάννης και θα τα πετάξει στα περιστέρια. Επιτέλους μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη, διέλυσαν την αυτοκρατορία των Ρωμαίων, τα έκαναν γυαλιά-καρφιά. Το στιβαρό χέρι του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουΐνου οδήγησε την πολιτισμένη ανθρωπότητα με αποφασιστικότητα προς τα διαφημιστικά. Ήταν ιστορική αναγκαιότητα τα διαφημιστικά, πάντα υπήρχαν διαφημιστικά και οι Βυζαντινοί το έκρυβαν, έπρεπε να μπουν στην Κωνσταντινούπολη, να διαλυθεί η απάτη, να μπορούν να παντρεύονται τρώγοντας μακαρόνια με κιμά, να μαζεύουν ψίχουλα σε μια χαρτοπετσέτα και να ταΐζουν τα περιστέρια. Αν δεν έμπαιναν στην Κωνσταντινούπολη, δεν θα αποκτούσε ποτέ η ανθρωπότητα χαρτοπετσέτες, διαφημιστικά, ωραία μακαρόνια με κιμά, ξεναγούς με ωραία παντελόνια. Ήταν ιστορική αναγκαιότητα τα παντελόνια, η πρόταση γάμου του Γιάννη ήταν ιστορική αναγκαιότητα, το στιβαρό χέρι του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουΐνου την οδήγησε να πει το ναι με μεγάλη αποφασιστικότητα. Ήταν ένας γάμος με φόντο τους κλεμμένους βυζαντινούς θησαυρούς, μέσα σε μαύρα σεντόνια.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΟΣ
ΕΣΤΙΑ 1991

Αναδημοσίευση από: https://www.facebook.com/giorgos.alpogiannis

Πέμπτη 30 Μαΐου 2024

Χρήστος Βακαλόπουλος - Η γραμμή του ορίζοντος (απόσπασμα)



Όλα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα. Η Έρση ήρθε ένα απόγευμα και σου είπε ότι είμαστε πίσω, έχουμε μείνει πολύ πίσω. Ο γνωστός κόσμος προχωρούμε ακάθεκτος, δεν προλαβαίναμε με τίποτα, είμαστε καταδικασμένοι. Είχαμε μείνει πολύ πίσω γιατί ο Γεμιστός πήγε στην Ιταλία και τους έψησε για τον Πλάτωνα. Από τη στιγμή που ο Γεμιστός πήγε στην Ιταλία μείναμε πάρα πολύ πίσω. Όσοι έμειναν εδώ δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις, κάθισαν εδώ, αυτό ήταν το λάθος τους. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κάθισε να τον φάνε, αυτό ήταν το λάθος του. Θα μπορούσε να είχε πάει στην Ιταλία και να τους λέει για τον Πλάτωνα, θα είχε προλάβει τις εξελίξεις.
Κάθισε να τον φάνε, τι δουλειά είχε με τα στίφη των αγρίων, ήταν μορφωμένο παιδί από το Μυστρά και θα μπορούσε άνετα να γίνει καθηγητής στην Ιταλία, να τους λέει για τον Πλάτωνα. Κάθισε να τον σφάξουν κι έτσι μείναμε πίσω, πάρα πολύ πίσω. Έπρεπε να φύγουμε όλοι, μείναμε απελπτιστικά πίσω, μείναμε εδώ, είμαστε εδώ πίσω. Έπρεπε να φύγουμε όλοι να πάμε στην Ιταλία, να γίνουμε καθηγητές. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, κάτι θα είχαμε να διδάξουμε. Θα παίρναμε το πρωϊνό μας, θα διαβάζαμε τρείς σελίδες Πλάτωνα, θα παίρναμε το ελαφρύ μεσημεριανό μας. Θα μας άκουγαν με ανοιχτό το στόμα, θα είμασταν πολύ μπροστά. Μείναμε πίσω και δεν γίνεται τίποτα, ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος διάβασε τρείς σελίδες Πλάτωνα και τώρα έχει νοικιάσει όλα τα δωμάτια. Από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο δεν έμεινε τίποτα ενώ θα μπορούσε να έχει γράψει σαράντα βιβλία, ήταν μορφωμένο παιδί από το Μυστρά. Η στέψη του έγινε εκεί, ήταν η πιο μελαγχολική στέψη αυτοκράτορα που έγινε ποτέ, όλοι ήξεραν. Κάθισαν να σφαγιασθούν κι έτσι μείναμε πίσω. Όλα έγιναν πολύ βιαστικά, η Έρση ήρθε έξαλλη ένα απόγευμα και σου είπε ότι δεν αντέχει πια σ’ αυτή την κωλοχώρα, σου ανακοίνωσε την απόφασή της να ζει έξι μήνες στο Παρίσι και τα καλοκαίρια στη Σαντορίνι. Δεν άντεχε άλλο αυτή την κωλοπόλη, θα κατέβαινε στο Μαρούσι είκοσε μέρες το χρόνο. Έπρεπε να το κάνει γιατί είχαμε μείνει πολύ πίσω, δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβουμε, δεν προλαβαίναμε με τίποτα. Είχε δικαίωμα να προχωρήσει, να ζήσει κάτι, άλλωστε δεν υπήρχαν πια σύνορα. Έπεφταν συνεχώς οι διαχωριστικές γραμμές, ο κόσμος γινόταν ένα. Είχε δικαίωμα να γίνει κάτι διαφορετικό, να μη μείνει πίσω, είχε το αναφαίρετο δικαίωμα να απολαύσει ελεύθερη τον ενωμένο κόσμο, να κατοικήσει σ’ ένα πραγματικό κέντρο. Άλλωστε, μη γελιέσαι, Ρέα μου, μόνο εκεί εκτιμούσαν το ελληνικό πνεύμα, διάβαζαν Πλάτωνα πριν πάνε στον ψυχαναλυτή, τον ήξεραν απ’ έξω κι ανακατωτά, ιδίως ανακατωτά τον ήξεραν απ’ έξω. Από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο δεν έμεινε τίποτα, μη γελιέσαι, κανείς δεν τον ήξερε, ο ψυχαναλυτής δεν τον ήξερε, δεν έγραψε τίποτα αυτός, κάθισε να του πάρουν το κεφάλι τα στίφη. Αν είχε πάει στην Ιταλία, θα είχε γράψει ένα συμπαθητικό βιβλίο για την ιδανική πολιτεία, κάτι θα είχε μείνει, θα είχε κάνει πολύ καλό στον εαυτό του, θα έπαιρνε ήσυχος το πρωινό του, θα διάβαζε τους σοφιστές, θα έβγαζε τα συμπεράσματά του, θα έπαιρνε το μεσημεριανό του, θα τού το έφερναν σ’ ένα δίσκο, θα σκεφτόταν με αγαλλίαση το βραδινό του.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα ενώ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος προσπάθησε για τελευταία φορά να μείνουν όλα όπως ήταν, να παραμείνουν ασάλευτα, όρθια, σιωπηλά, μελαγχολικά, με χαμηλωμένο το βλέμμα. Αυτή ήταν η κληρονομιά του και η Έρση δεν άντεχε άλλο, της ερχόταν το αίμα στο κεφάλι, τα πράγματα έπρεπε να προχωρήσουν, να κινηθεί ο κόσμος, να φτάσει στ’ αστέρια, να κατακτηθεί το διάστημα, ο Γεμιστός με τον Γοδεφρείδο Βιλλαρδουϊνο έβαλαν στο μάτι το διάστημα που έμοιαζε ασάλευτο, σιωπηλό, μελαγχολικό, με χαμηλωμένο το βλέμμα, αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι, δεν είναι καθόλου έτσι το διάστημα, η ψυχανάλυση του σύμπαντος απέδειξε ότι πρόκειται για ένα χάος που αλλάζει ασταμάτητα κι έτσι ο κόσμος οφείλει να ενωθεί και να γίνει χαοτικός, να αλλάζει συνέχεια, έκαναν πάρα πολύ καλά που έβγαλαν από τη μέση τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Έκαναν το καθήκον τους γιατί έχει δικαίωμα η Έρση να απολαύσει το χάος. Θα κατεβαίνει στο Μαρούσι δέκα μέρες το χειμώνα και το καλοκαίρι θα παίρνει το πλοίο για τη Σαντορίνη. Έχει υποχρέωση να ζήσει αυτό το υπέροχο χάος, να μην ξέρει που βρίσκεται, όλα τα μέρη να μπερδεύονται γλυκά, να ενωθεί ο κόσμος, να αναλάβουν επιτέλους οι Γεμιστοί τη διαμόρφωση της ιδανικής πολιτείας, της ιδανικής παραίσθησης, να τους αναθέσουν τα τηλεοπτικά κανάλια, να δίνουν οδηγίες στους αστροναύτες, να τους παραδώσουν τα πάντα, έχουν υποχρέωση να τους παραδώσουν τα πάντα. Ο ενωμένος κόσμος πρέπει να γίνει ανοιχτό βιβλίο. Κάποτε πρέπει να γραφτεί με μολύβι Faber Castell ότι ο κόσμος είναι ένα παιχνίδι, τα σύνορα μια απάτη, πο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ένας θλιβερός πεισματάρης χωρίς συγγραφικό ταλέντο, οι ψυχαναλητές το ιερατείο του χάους, το Αιγαίο πέλαγος ο θησαυρός του τουρίστα Γοδεφρείδου, οι Έλληνες τα ξέφτια της ουτοπίας. Κάποτε θα έρθει η ώρα να γίνουν όλα ακόμα πιο γρήγορα και να μη μείνει τίποτα που να είναι σε θέση να αναγνωρίζει κάτι από τον εαυτό του. Όλοι όσοι επιθυμούν να γίνουν Έλληνες θα χαμηλώσουν το βλέμμα, θα παραμείνουν ασάλευτοι και θα υποδεχτούν αδιαμαρτύρητα τα ταχύτατα στίφη του ενωμένου κόσμου. Στο Μυστρά έγινε η πιο μελαγχολική στέψη, όλοι ήξεραν.


Χρήστος Βακαλόπουλος, Η γραμμή του ορίζοντος, Εστία, 1991.

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

Χρήστος Βακαλόπουλος-Οι πτυχιούχοι (απόσπασμα)

-Απόψε θα κοιμηθώ με την ξανθιά. Έχω αυτό το δικαίωμα, γιατί με έδιωξε η Μίρκα.

-Τέλειωσε το φαΐ σου και μετά να πλύνεις τα πιάτα και να καθαρίσεις το τραπέζι.

-Εννοείται.

“Έκανα ένα ήσυχο τσιγάρο μετά το φαΐ, γεμάτο αναμνήσεις, το έστριψα με προσοχή και το κάπνισα με αργές κινήσεις. Ο απογευματινός ήλιος, ο καλύτερος που υπάρχει, χάιδευε την κουζίνα κι έγλειφε την πάνω αριστερή γωνία του ψυγείου. Έβαλα μια βότκα στη γυάλινη δαχτυλήθρα, ενώ από μέσα άκουγα μια συζήτηση για στερεοφωνικά”.

“Όταν γύρισε πίσω ήταν συνέχεια μουτρωμένη κι εγώ επίτηδες της έκανα συναισθηματικό σαμποτάζ, δεν τη ρωτούσα ούτε τι έχει ούτε τίποτα, έφερνα διάφορα μεγαλειώδη θέματα στην κουβέντα και με είχε βαρεθεί ακόμα και ο Σήφης, μου είχε πει ότι μ’ αυτά και μ’ αυτά την είχα φτάσει στο αμήν την κοπέλα. Η τρίτη περίοδος έκλεισε με κλάματα, είχα βάλει τα κλάματα επιτέλους επειδή ο Σήφης καθάριζε δίπλα κάτι κρεμμύδια, κι έτσι την έβγαλα καθαρή. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που έκλαιγα εξαιτίας της Μίρκας, γιατί οι επί πτυχίω δεν κλαίνε ποτέ”.

“Το να ζεις, αγαπητέ Μάρκο, αντίθετα απ’ ό,τι νομίζαμε τα τέσσερα τελευταία χρόνια, δεν έχει να κάνει με τις διαθέσεις αλλά με τις συνήθειες του καθενός. Συνηθίζοντας να αλλάζει διαθέσεις κανείς κάθε τέταρτο δεν μπορεί να ζήσει και δεν μπορεί να πεθάνει”. “Σου προτείνω κάτι που θα μας γλιτώσει απ’ τη δαγκάνα του παρόντος και θα συναντήσει τις καλύτερες εποχές που ζήσαμε στην πλατεία Αμερικής, όταν εσύ ήσουνα μικρός κι ανόητος κι εγώ ανόητη και μικρή. Το μέλλον θα συναντήσει το παρελθόν στην ιδανική του μορφή.

Μίρκα”.

“Για να περπατήσεις όλο το διαμέρισμα χρειαζόσουνα πέντε λεπτά με κανονικό βήμα και δέκα περίπου αν στεκόσουνα για μια ματιά στους πίνακες. Δίπλα σ’ έναν Τσαρούχη ανακάλυψα την τουαλέτα, μπήκα μέσα πολύ βιαστικός κι έβαλα το κεφάλι μου κάτω απ’ τη βρύση. Όταν πήγα να πάρω μια πετσέτα, ανακάλυψα ότι στη λεκάνη καθόταν μια κοπέλα με το παντελόνι κατεβασμένο, δεν είχε διαμαρτυρηθεί όμως καθόλου για την εισβολή μου, την απασχολούσαν άλλα πράγματα και έκλαιγε σιωπηλά, κάτι μικρά δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια της. Σκουπίστηκα χωρίς να της δώσω σημασία, γιατί κι εγώ σκεφτόμουνα την ψηλή, έτσι κι αλλιώς μόνο τις πρωτοχρονιές αισθανόμουνα πραγματικά ερωτευμένος, μου έφευγε το άγχος του χρόνου και ζούσα τη ζωή μου εκατό φορές, ο χρόνος γινόταν καπνός, και επέστρεφε θυμωμένος, όταν ξύπναγα το άλλο απόγευμα κι αντί για κουβέρτα ανακάλυπτα κάθε φορά ότι είχα χρησιμοποιήσει για σκέπασμα μια ταφόπετρα. Άρχιζε τότε ένα ψυχολογικό πηγαινέλα κι απ΄ τον παράδεισο βρισκόσουνα κατευθείαν στην κόλαση, το βράδυ της πρωτοχρονιάς ήταν το πιο ισχυρό ταξίδι που υπήρχε, η καθισμένη στη λεκάνη το ήξερε αυτό, μόνο που φέτος ταξίδευε πολύ άσχημα”.

“Στα είκοσι σκέφτεται κανείς τη λέξη συγκοπή γιατί περιμένει κάτι οριστικό, ενώ στα εβδομήντα πρέπει μάλλον να σκέφτεται τη λέξη μαραθώνιος. Στα τριάντα… Αυτό είναι εύκολο, όλοι σκέφτονται “απόσπασμα, απόσπασμα, απόσπασμα”. Και στα σαράντα, δεν υπάρχει εκεί καμία λέξη, κυκλοφορούν κάτι μυστήριες φράσεις που αρχίζουν από το ένα αυτί και τελειώνουν στο άλλο, όπως “θα σου φύγω, σ’ το είχα πει” ή “δεν είμαι βέρος Έλληνας, δεν είμαι Ευρωπαίος”. Αρχίζει μία δύσκολη δεκαετία με παραγράφους, ορθογραφικά προβλήματα, απίθανες στίξεις. Οι τελείες κατρακυλάνε σαν πέτρες από την κορυφή. Άνω και κάτω τελείες, ανακατωμένες. Καταλήγουν σε μια πεδιάδα όπου υπάρχουν χιλιάδες παράγραφοι, και οι τελείες έρχονται και παίρνουν τη θέση τους. Κατά βάθος όμως πέφτουν όπου βρουν, σαράντα με πενήντα είναι η πιο μπερδεμένη κατάσταση”.

“Όταν ξυπνάς ένα πρωί και διαπιστώνεις ότι είσαι πενήντα χρονών τρέχεις αμέσως στον καθρέφτη, και την ώρα που κοιτάς κάποιον που μόλις χτες ήταν ώριμος, μια παιδική φωνή σου ψιθυρίζει: “Μοίρασε όλα τα υπάρχοντά σου και πήγαινε σ’ ένα σταυροδρόμι, τρεις μέρες δρόμο από ‘δω. Περίμενε εκεί να εμφανιστεί η καλή γριούλα που θα σε οδηγήσει”. Ούτε τα χάπια δεν κάνουν τη φωνή να σταματήσει. Εκείνη τη στιγμή πρέπει να δώσεις μια μπουνιά στον καθρέφτη, είναι η μόνη λύση”.

“Καταλάβαινα ότι ήθελε κάτι να μου πει, συνήθως τις Κυριακές οι άνθρωποι είναι εξομολογητικοί, αισθάνονται ότι αν δεν τα βγάλουν όλα, θα παραιτηθούν μια για πάντα από τις επιθυμίες τους. Την Κυριακή συμβαίνει αυτό, μόνο την Κυριακή. Γύρω στις έξι το απόγευμα νιώθεις την ανάγκη να καθαρίσεις, παίρνεις τηλέφωνα με αγωνία και δεν βρίσκεις κανέναν. Τότε βγάζεις το τηλέφωνο απ’ την πρίζα, το κλείνεις σ’ ένα χαρτονένιο κουτί, φοράς το μπουφάν σου, βγαίνεις έξω, ακουμπάς το κουτί δίπλα στα σκουπίδια και πας μια μεγάλη βόλτα στην άκρη της πόλης. Αλίμονό σου αν η πόλη δεν έχει άκρη, αν δεν μπορείς να βρεις την άκρη της”.

Σηκώθηκα τη νύχτα κι έφτιαξα ένα τίλιο, έτσι, σαν γέρος. Οι άλλοι κοιμόντουσαν με τα ρούχα. Ήθελα να είναι πάλι πρωτοχρονιά και να προτείνω στη Μίρκα γάμο, ωραίες οικογένειες με αυλές και κήπους. “Πρέπει να ησυχάσουμε κάποτε”. Το καλοκαίρι σκέφτεσαι παράξενα πράγματα, ότι η ζωή είναι έτσι κι αλλιώς χαμένη και πρέπει να εγκαταλειφθεί η ιδέα της προόδου. Ότι το να ζεις είναι σαν να γράφεις με ψευδώνυμο. Ότι αυτός που έφτιαξε τα ταβάνια είναι ηλίθιος γιατί δεν ρώτησε ποιος θα μείνει από κάτω. Ότι η Μίρκα είναι εδώ, στο διπλανό δωμάτιο, ανοίγει ένα ροζ κουτί και βγάζει από μέσα ένα ζευγάρι παιδικά παπούτσια”.

“Ερχόταν, λέει, η Μίρκα. Μου το είπε η γιαγιά με πολύ αυστηρό ύφος για να μην αρχίσω να κάνω τρέλες και της κάνω το σπίτι ερείπιο – ήξερε καλά αυτή η γυναίκα ότι οι ειδήσεις, όταν αφορούν ευαίσθητα όργανα του σώματος, προκαλούν καταστροφές. Άλλωστε ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου είναι οι αδέσποτες πληροφορίες”.

“Ο μεγαλύτερος εχθρός των πόλεων είναι οι γυναίκες. Υπάρχει η υποψία ότι οι άντρες έχουν φτιάξει τις πόλεις για να μη βλέπουν τόσο συχνά τις γυναίκες. Αν τις έβλεπαν συνεχώς μέσα σε τοπία, θα τρελαινόντουσαν. Έκαναν λοιπόν πολύ καλά, μόνο που όταν οι γυναίκες το κατάλαβαν αυτό, άρχισαν να κινδυνεύουν οι πόλεις κι έγιναν παρανοϊκές, οι γυναίκες μετέφεραν στις πόλεις διάφορες ιδιότητές τους κι οι άντρες βρέθηκαν μπροστά σε μεγαλύτερο πρόβλημα. Πώς να το λύσουν; Έκαναν τις πόλεις αφηρημένες, τις ανέπτυξαν τρομακτικά για να εξαφανιστούν, να χάσουν την εικόνα τους. Τώρα όλοι περιμένουμε την επόμενη κίνηση των γυναικών. Είχε καταφέρει να με ηρεμήσει. Κατάλαβα ότι η Μίρκα πήγε στη Δανία για να σωθεί η Αθήνα που είχα στο κεφάλι μου, για να μην αρχίσουν να σωριάζονται οι συνοικίες, να ανοίγουν τρύπες στην άσφαλτο και από μέσα να βγαίνουν προϊστορικά τέρατα. Κινδύνευε βέβαια η Κοπεγχάγη, έπρεπε να τηλεγραφήσω. Όμως η Δανέζα Μίρκα ήταν εδώ και κυκλοφορούσε ελεύθερη, ανάμεσά μας”.

-Της είπα ότι δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτήν, είπε ο Σήφης.

-Μπορείς, είπα.

-Μπορείς, επανέλαβε η Αγγελική. Σας είμαι άχρηστη, όλες οι γυναίκες σας είναι άχρηστες. Τις βλέπετε μέσα σε κάδρα, όταν κουνηθούν λίγο, ενοχλείστε αφόρητα. Γεια χαρά, φεύγω.

“Σκέφτηκα ότι υπεύθυνος για την Οικονομετρία, για την ύπαρξη αυτού του τέρατος , είναι ο Θεμιστοκλής, που ναυπήγησε διακόσια πλοία σε τρελούς καιρούς, καθώς κι αυτοί οι τρελοί ναύτες, που έσπαγαν τα κουπιά των περσικών θηρίων κι έτσι κερδίζαμε τις ναυμαχίες. Και οι δούλοι των μεταλλείων του Λαυρίου που εξασφάλιζαν ελεύθερο χρόνο στους αργόσχολους, σ’ όλους αυτούς που αναρωτιόντουσαν συνέχεια “τι είναι αρετή;”, “τι είναι αγαθόν;” λες και δεν είχαν τίποτα άλλο να κάνουν. Κι εκείνοι ήταν ένα μικρό χωριό απέναντι στους Πέρσες, είχαν συλλάβει όμως τη σημασία της θάλασσας, αυτού του ανόητου υγρού στοιχείου που, όταν το διασχίζεις με επιτυχία, πάντα κάτι καταφέρνεις. Στην πραγματικότητα συνέλαβαν τη βασική αλήθεια, ότι πρέπει να ταξιδεύεις συνέχεια, πραγματικά και διανοητικά. Υπάρχει μια ιστορία της ανθρωπότητας, από ταξιδιωτική σκοπιά, που δεν έχει γραφτεί ακόμα”.

-Βλέπω ότι φοράτε τα καλά σας, είπε η γιαγιά.

-Το να παίρνεις πτυχίο φαίνεται ότι είναι περίπου σαν να τα τινάζεις, σχολίασε ο Σήφης.

“Οι γυναίκες είναι σαν απογεύματα, οι καλύτερες ώρες της μέρας, φωτεινές χωρίς να διακρίνεται η φωτιστική πηγή, μελαγχολικά λαμπερές, πριν τις τυλίξουν πέπλα και γίνουν αόρατες. Να τι μου είχαν μάθει η Αγγελική και η Μίρκα τον τελευταίο μήνα πριν εξαφανιστούν και γίνουν ταινίες, οι γυναίκες υπάρχουν για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα”.

“Στο πλοίο θα είχα την ευκαιρία να σκεφτώ, πάντα έχεις ένα θέμα όταν ταξιδεύεις με πλοίο για τα νησιά, οι προηγούμενοι μήνες μετασχηματίζονται σε ρωμαϊκούς θριάμβους ή σε μάχες τύπου Στάλινγκραντ, μπορεί να βγεις με δάφνινα στεφάνια ή με παράσημα, μπορεί όμως και να σκύψεις χαμηλά, να βρεθείς μ’ ένα πόδι λιγότερο, κανείς δεν ξέρει. Είναι απίστευτο το πόσους ηρωισμούς, το τι κατορθώματα, τι γενναίες πράξεις έχεις κάνει ένα μήνα πριν και δεν το ξέρεις, αυτό δίδασκε η γιαγιά με τη στάση της. Έχεις πιει δύσκολους καφέδες, έχεις στρίψει τσιγάρα που έμοιαζαν βουνά, έχεις δώσει φιλιά που τα νόμιζες μάχες. Έχεις πάει στη Μονεμβασιά, στο Φισκάρδο, έχεις κάνει πρωτοχρονιές με αβέβαιες προοπτικές. Πριν κοιμηθείς, βλέπεις αθλητικά στιγμιότυπα, έτσι για σιγουριά, για να μπεις με τα μπούνια στον κοινό μύθο. Έχεις πάρει πτυχία, από είκοσι ως πενήντα κάθε μήνα, μπορεί και περισσότερα”.

“Κι εγώ ήμουνα έτοιμος να την κάνω για Πάτμο, να την κάνω όμως κανονικά, σαν δεκαεξάχρονος. Με εμπόδιζε το παρελθόν, αυτό το μεγάλο φλας μπακ που τριγυρίζει με κουκούλα στο κεφάλι και τρομοκρατεί τους περαστικούς, μου έλεγε να μην εμπιστεύομαι τον εαυτό μου. Η γιαγιά όμως στεκόταν απέναντι σαν φύλακας άγγελος, γιατί αντιπροσώπευε το απώτατο παρελθόν, αυτό που δεν ήξερε από φλας και δεν κοίταζε πίσω, σκάλιζε με το σπαθί του το μέλλον και έδειχνε στην καρδιά του απογεύματος, στην καρδιά της πόλης”.


Χρήστος Βακαλόπουλος, Οι Πτυχιούχοι, 1984.

Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Χρήστος Βακαλόπουλος-«Η 21 Απριλίου κι εμείς»

Δεν είμαστε πια οι ίδιοι άνθρωποι που μεγαλώσαμε μαζί στο γυμνάσιο στη διάρκεια της δικτατορίας. Μαζευτήκαμε τότε γύρω από ένα συγκρότημα ροκ, τους Peppers και αργότερα Ρέμπελους, που πρόλαβαν να παίξουν σε μερικές συναυλίες και να βγάλουν ένα δίσκο σαράντα πέντε στροφών στην εταιρεία Zodiac, λίγο πριν διαλυθούν μέσα σ’ αυτή την παρεξήγηση που ονομάσθηκε μεταπολίτευση. Πίσω μας είχαμε έναν κόσμο ουσιώδους αφέλειας που δεν τον ξαναβρήκαμε ποτέ, παρ’ όλο που τα πρώτα χρόνια της χούντας συνέχιζε ακόμα να υπάρχει – οι άνθρωποι έβγαζαν καρέκλες στους δρόμους της Κυψέλης, οι θερινοί κινηματογράφοι γέμιζαν στις ταράτσες, στα πάρτυ όλοι ντρεπόντουσαν με την άνεσή τους. Όμως αυτός ο κόσμος άρχισε να εξαφανίζεται σε όφελος της τηλεόρασης, των ντισκοτέκ και του φαινομενικού αντίβαρού τους, της αμφισβήτησης.
Μπήκαμε στη δικτατορία μικρά παιδιά που δεν ήξεραν να ερωτεύονται και να ντρέπονται, να ελπίζουν και να χαίρονται, και βγήκαμε από εκεί κάτι κουρασμένα παλληκάρια ασχέτως ηλικίας, υποψιασμένοι για τα πάντα, έτοιμοι να αναλύσουν το παραμικρό, ανίκανοι να ψωνισθούμε με κάτι, στρατιώτες ενός μέλλοντος που ερχόταν με σιγουριά αλλά δεν φάνηκε ποτέ, ενός μετά που μας έχει αρπάξει από το λαιμό και δε λέει να μας αφήσει ήσυχους ούτε δευτερόλεπτο. Εφτά ολόκληρα χρόνια μαθαίναμε ο ένας τον άλλο να περιφρονεί τον τόπο του και να θαυμάζει ένα μυθικό τόπο, αποτελούμενο από συγκροτήματα ροκ, φοιτητικές εξεγέρσεις, ξεσπάσματα της κραιπάλης, ελεύθερες σχέσεις, πρίγκηπες της παρακμής, χιλιάδες παιδικές χαρές για μεγάλους. Μάθαμε να περιμένουμε κάτι και ξεμάθαμε να βλέπουμε τι γινόταν γύρω μας. Την ώρα που ο Παττακός εκτελούσε το εθνοσωτήριο έργο του μαζεύοντας γόπες στην οδό Πατησίων και ο Καράγιωργας έχανε το χέρι του ώστε να γίνει αργότερα υπουργός ο Κατσιφάρας, εμείς φανταζόμαστε τη ζωή σαν ένα σόλο του Τζίμι Χέντριξ ή μια ροχάλα του Κον Μπεντίτ. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα έπαιρνε την όψη της οδού Αχαρνών αλλά αυτό δεν μας ένοιαζε καθόλου, η Ελλάδα δεν υπήρχε για μας, όπως δεν υπήρχε και για όλους αυτούς τους αντιστασιακούς που ήρθαν αργότερα από το εξωτερικό μ’ αυτό το κουρασμένο-ύφος-του-ανθρώπου-που-ένοιωσε-τα-πάντα-στο-πετσί-του, την Ελλάδα τη χαρίζαμε στους χουντικούς μαζί με το δημοτικό τραγούδι. Εμείς οι ίδιοι, στρατιώτες του μέλλοντος, βάλαμε ένα χεράκι ώστε να την κρύψουμε για πάντα από τους εαυτούς μας και σχεδόν την τελειώσαμε μέσα μας.
Από την 21η Απριλίου και μετά η ελληνική κοινωνία εγκατέλειψε τον εαυτό της και δεν γύρισε πίσω ποτέ. Μέχρι τότε ήξερε να ζει και να πεθαίνει, να ερωτεύεται και να ματώνει, γνώριζε όλες αυτές τις εντάσεις που τις σάρωσε η χούντα, η τηλεόραση, η αντίσταση στη χούντα, η αντίσταση στην τηλεόραση, η κατανάλωση, η αντίσταση στην κατανάλωση, ο Νίκος Μαστοράκης, τα συγκροτήματα ροκ ως αντίσταση στον Νίκο Μαστοράκη. Χούντα και αντίσταση πήγαν μαζί και συνεχίζουν να πηγαίνουν μαζί κι εκείνο που χάθηκε είναι ο ρυθμός της καθημερινής ζωής που συνδεόταν πάντα σ’ αυτόν τον τόπο με τους αιώνες, αυτούς τους φτωχούς αιώνες που τους αφήσαμε πίσω για πάντα δημιουργώντας συγκροτήματα ροκ, συγκροτήματα ελεύθερων σχέσεων, συγκροτήματα πολιτιστικών συλλόγων, συγκροτήματα πλήξης, συγκροτήματα γκρίνιας FM stereo. Οι άνθρωποι δεν βγάζουν πια καρέκλες στους δρόμους, οι θερινοί κινηματογράφοι γκρεμίζονται, στα πάρτυ δεν ντρέπεται κανείς, η καχυποψία έχει εγκατασταθεί παντού, πολύ ωραία τα καταφέραμε. Οι Ρέμπελοι διαλύθηκαν τη στιγμή που ο Καραμανλής πάτησε το πόδι του στην Αθήνα, τα μέλη τους πήγαν να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Εγώ έμεινα πίσω και νοιώθω πολύ αμήχανος όταν τους βλέπω – νομίζω άλλωστε ότι και σ’ αυτούς συμβαίνει το ίδιο.
Δεν είμαστε πια ο εαυτός μας και το ξέρουμε. Όλοι μας φτιάξαμε ένα συγκρότημα στη διάρκεια της δικτατορίας και τώρα το διαλύουμε συνεχώς, γιατί αυτό που επιθυμήσαμε – η μυθική ευρωπαϊκή παιδική χαρά – αποδείχθηκε εξ ίσου ξενέρωτο με τη χουντική αντιαισθητική πραγματικότητα. Οι συνταγματάρχες, αυτοί οι «κακοί του καφενείου» που πήραν την εξουσία, μας οδήγησαν στο στρατόπεδο της καχυποψίας, μας έχωσαν μέσα στην ιδεολογία από την οποία δεν βγήκαμε ποτέ, ακόμη και σήμερα που ιδεολογία μας είναι η διαφήμιση. Αν είναι να ξανακάνουμε κάποιο συγκρότημα, πρέπει να τα έχουμε υπ’ όψη μας όλα αυτά και να επιστρέψουμε πίσω, όχι με σημαίες και γελοία ταμπούρλα, να γυρίσουμε πίσω μέσα μας, χωρίς να το πούμε σε κανέναν. Διαφορετικά, πρέπει να μείνουμε αμήχανοι όπως είμαστε, αποφεύγοντας την πολλή παρέα.

(από το περιοδικό Ιστός 5, Πάσχα 1992)
Χρήστος Βακαλόπουλος (Αθήνα, 1956 - Αθήνα, 29 Ιανουαρίου 1993)

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Χρήστος Βακαλόπουλος-αποσπάσματα

Χρήστος Βακαλόπουλος: Συζητήσεις και βιβλία φωτίζουν όψεις μιας ...

Υπάρχουν άνθρωποι που επιθυμούν να κρυφτούν εδώ, δεν υπάρχει κανένα νέο αυτή τη στιγμή, τα βότσαλα δεν λένε κανένα νέο, η θάλασσα δεν λέει κανένα νέο, ο ήλιος δεν έχει κανένα νέο, το μοναδικό δέντρο κάνει λίγη σκιά.

Υπάρχουν άνθρωποι άλλων εποχών και θα μείνουν στη σκιά όσο αντέξουν, δεν μπορούν να γυρίσουν πίσω, δεν θέλουν να μάθουν κανένα νέο, αν γυρίσουν πίσω θα γίνουν στήλες άλατος, οκτάστηλα με ειδήσεις, αν γυρίσουν πίσω, θα τους καταπιει αυτή η στιγμή, θα προσχωρήσουν και πάλι σε αυτή την ανύπαρκτη στιγμή στην οποία ζούσαν μέχρι τώρα, σ' αυτό το τώρα που τους έκανε να φύγουν από τον ανύπαρκτο κόσμο όπου το μοναδικό αληθινό νέο είναι ότι κανείς δεν αρέσει πια σε κανέναν.

 Χρήστος Βακαλόπουλος, Η Γραμμή του Ορίζοντος, εκδόσεις της Εστίας

.....................................................................................................................................................................
"Οι άνθρωποι μένουν πολύ λίγο μαζί, ελάχιστα, ξοδεύοντας όλο τον υπόλοιπο χρόνο που βρίσκονται τυχαία στο ίδιο μέρος με το να θυμούνται τις εποχές που ήταν μαζί. Και πάλι δεν μπορούν να καταλάβουν πώς είχε γίνει αυτό, πώς έγινε και βρέθηκαν τόσο κοντά."

Χρήστος Βακαλόπουλος, Υπόθεση μπεστ - σέλλερ, Εστία