Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

Χρήστος Βακαλόπουλος-Οι πτυχιούχοι (απόσπασμα)

-Απόψε θα κοιμηθώ με την ξανθιά. Έχω αυτό το δικαίωμα, γιατί με έδιωξε η Μίρκα.

-Τέλειωσε το φαΐ σου και μετά να πλύνεις τα πιάτα και να καθαρίσεις το τραπέζι.

-Εννοείται.

“Έκανα ένα ήσυχο τσιγάρο μετά το φαΐ, γεμάτο αναμνήσεις, το έστριψα με προσοχή και το κάπνισα με αργές κινήσεις. Ο απογευματινός ήλιος, ο καλύτερος που υπάρχει, χάιδευε την κουζίνα κι έγλειφε την πάνω αριστερή γωνία του ψυγείου. Έβαλα μια βότκα στη γυάλινη δαχτυλήθρα, ενώ από μέσα άκουγα μια συζήτηση για στερεοφωνικά”.

“Όταν γύρισε πίσω ήταν συνέχεια μουτρωμένη κι εγώ επίτηδες της έκανα συναισθηματικό σαμποτάζ, δεν τη ρωτούσα ούτε τι έχει ούτε τίποτα, έφερνα διάφορα μεγαλειώδη θέματα στην κουβέντα και με είχε βαρεθεί ακόμα και ο Σήφης, μου είχε πει ότι μ’ αυτά και μ’ αυτά την είχα φτάσει στο αμήν την κοπέλα. Η τρίτη περίοδος έκλεισε με κλάματα, είχα βάλει τα κλάματα επιτέλους επειδή ο Σήφης καθάριζε δίπλα κάτι κρεμμύδια, κι έτσι την έβγαλα καθαρή. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που έκλαιγα εξαιτίας της Μίρκας, γιατί οι επί πτυχίω δεν κλαίνε ποτέ”.

“Το να ζεις, αγαπητέ Μάρκο, αντίθετα απ’ ό,τι νομίζαμε τα τέσσερα τελευταία χρόνια, δεν έχει να κάνει με τις διαθέσεις αλλά με τις συνήθειες του καθενός. Συνηθίζοντας να αλλάζει διαθέσεις κανείς κάθε τέταρτο δεν μπορεί να ζήσει και δεν μπορεί να πεθάνει”. “Σου προτείνω κάτι που θα μας γλιτώσει απ’ τη δαγκάνα του παρόντος και θα συναντήσει τις καλύτερες εποχές που ζήσαμε στην πλατεία Αμερικής, όταν εσύ ήσουνα μικρός κι ανόητος κι εγώ ανόητη και μικρή. Το μέλλον θα συναντήσει το παρελθόν στην ιδανική του μορφή.

Μίρκα”.

“Για να περπατήσεις όλο το διαμέρισμα χρειαζόσουνα πέντε λεπτά με κανονικό βήμα και δέκα περίπου αν στεκόσουνα για μια ματιά στους πίνακες. Δίπλα σ’ έναν Τσαρούχη ανακάλυψα την τουαλέτα, μπήκα μέσα πολύ βιαστικός κι έβαλα το κεφάλι μου κάτω απ’ τη βρύση. Όταν πήγα να πάρω μια πετσέτα, ανακάλυψα ότι στη λεκάνη καθόταν μια κοπέλα με το παντελόνι κατεβασμένο, δεν είχε διαμαρτυρηθεί όμως καθόλου για την εισβολή μου, την απασχολούσαν άλλα πράγματα και έκλαιγε σιωπηλά, κάτι μικρά δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια της. Σκουπίστηκα χωρίς να της δώσω σημασία, γιατί κι εγώ σκεφτόμουνα την ψηλή, έτσι κι αλλιώς μόνο τις πρωτοχρονιές αισθανόμουνα πραγματικά ερωτευμένος, μου έφευγε το άγχος του χρόνου και ζούσα τη ζωή μου εκατό φορές, ο χρόνος γινόταν καπνός, και επέστρεφε θυμωμένος, όταν ξύπναγα το άλλο απόγευμα κι αντί για κουβέρτα ανακάλυπτα κάθε φορά ότι είχα χρησιμοποιήσει για σκέπασμα μια ταφόπετρα. Άρχιζε τότε ένα ψυχολογικό πηγαινέλα κι απ΄ τον παράδεισο βρισκόσουνα κατευθείαν στην κόλαση, το βράδυ της πρωτοχρονιάς ήταν το πιο ισχυρό ταξίδι που υπήρχε, η καθισμένη στη λεκάνη το ήξερε αυτό, μόνο που φέτος ταξίδευε πολύ άσχημα”.

“Στα είκοσι σκέφτεται κανείς τη λέξη συγκοπή γιατί περιμένει κάτι οριστικό, ενώ στα εβδομήντα πρέπει μάλλον να σκέφτεται τη λέξη μαραθώνιος. Στα τριάντα… Αυτό είναι εύκολο, όλοι σκέφτονται “απόσπασμα, απόσπασμα, απόσπασμα”. Και στα σαράντα, δεν υπάρχει εκεί καμία λέξη, κυκλοφορούν κάτι μυστήριες φράσεις που αρχίζουν από το ένα αυτί και τελειώνουν στο άλλο, όπως “θα σου φύγω, σ’ το είχα πει” ή “δεν είμαι βέρος Έλληνας, δεν είμαι Ευρωπαίος”. Αρχίζει μία δύσκολη δεκαετία με παραγράφους, ορθογραφικά προβλήματα, απίθανες στίξεις. Οι τελείες κατρακυλάνε σαν πέτρες από την κορυφή. Άνω και κάτω τελείες, ανακατωμένες. Καταλήγουν σε μια πεδιάδα όπου υπάρχουν χιλιάδες παράγραφοι, και οι τελείες έρχονται και παίρνουν τη θέση τους. Κατά βάθος όμως πέφτουν όπου βρουν, σαράντα με πενήντα είναι η πιο μπερδεμένη κατάσταση”.

“Όταν ξυπνάς ένα πρωί και διαπιστώνεις ότι είσαι πενήντα χρονών τρέχεις αμέσως στον καθρέφτη, και την ώρα που κοιτάς κάποιον που μόλις χτες ήταν ώριμος, μια παιδική φωνή σου ψιθυρίζει: “Μοίρασε όλα τα υπάρχοντά σου και πήγαινε σ’ ένα σταυροδρόμι, τρεις μέρες δρόμο από ‘δω. Περίμενε εκεί να εμφανιστεί η καλή γριούλα που θα σε οδηγήσει”. Ούτε τα χάπια δεν κάνουν τη φωνή να σταματήσει. Εκείνη τη στιγμή πρέπει να δώσεις μια μπουνιά στον καθρέφτη, είναι η μόνη λύση”.

“Καταλάβαινα ότι ήθελε κάτι να μου πει, συνήθως τις Κυριακές οι άνθρωποι είναι εξομολογητικοί, αισθάνονται ότι αν δεν τα βγάλουν όλα, θα παραιτηθούν μια για πάντα από τις επιθυμίες τους. Την Κυριακή συμβαίνει αυτό, μόνο την Κυριακή. Γύρω στις έξι το απόγευμα νιώθεις την ανάγκη να καθαρίσεις, παίρνεις τηλέφωνα με αγωνία και δεν βρίσκεις κανέναν. Τότε βγάζεις το τηλέφωνο απ’ την πρίζα, το κλείνεις σ’ ένα χαρτονένιο κουτί, φοράς το μπουφάν σου, βγαίνεις έξω, ακουμπάς το κουτί δίπλα στα σκουπίδια και πας μια μεγάλη βόλτα στην άκρη της πόλης. Αλίμονό σου αν η πόλη δεν έχει άκρη, αν δεν μπορείς να βρεις την άκρη της”.

Σηκώθηκα τη νύχτα κι έφτιαξα ένα τίλιο, έτσι, σαν γέρος. Οι άλλοι κοιμόντουσαν με τα ρούχα. Ήθελα να είναι πάλι πρωτοχρονιά και να προτείνω στη Μίρκα γάμο, ωραίες οικογένειες με αυλές και κήπους. “Πρέπει να ησυχάσουμε κάποτε”. Το καλοκαίρι σκέφτεσαι παράξενα πράγματα, ότι η ζωή είναι έτσι κι αλλιώς χαμένη και πρέπει να εγκαταλειφθεί η ιδέα της προόδου. Ότι το να ζεις είναι σαν να γράφεις με ψευδώνυμο. Ότι αυτός που έφτιαξε τα ταβάνια είναι ηλίθιος γιατί δεν ρώτησε ποιος θα μείνει από κάτω. Ότι η Μίρκα είναι εδώ, στο διπλανό δωμάτιο, ανοίγει ένα ροζ κουτί και βγάζει από μέσα ένα ζευγάρι παιδικά παπούτσια”.

“Ερχόταν, λέει, η Μίρκα. Μου το είπε η γιαγιά με πολύ αυστηρό ύφος για να μην αρχίσω να κάνω τρέλες και της κάνω το σπίτι ερείπιο – ήξερε καλά αυτή η γυναίκα ότι οι ειδήσεις, όταν αφορούν ευαίσθητα όργανα του σώματος, προκαλούν καταστροφές. Άλλωστε ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου είναι οι αδέσποτες πληροφορίες”.

“Ο μεγαλύτερος εχθρός των πόλεων είναι οι γυναίκες. Υπάρχει η υποψία ότι οι άντρες έχουν φτιάξει τις πόλεις για να μη βλέπουν τόσο συχνά τις γυναίκες. Αν τις έβλεπαν συνεχώς μέσα σε τοπία, θα τρελαινόντουσαν. Έκαναν λοιπόν πολύ καλά, μόνο που όταν οι γυναίκες το κατάλαβαν αυτό, άρχισαν να κινδυνεύουν οι πόλεις κι έγιναν παρανοϊκές, οι γυναίκες μετέφεραν στις πόλεις διάφορες ιδιότητές τους κι οι άντρες βρέθηκαν μπροστά σε μεγαλύτερο πρόβλημα. Πώς να το λύσουν; Έκαναν τις πόλεις αφηρημένες, τις ανέπτυξαν τρομακτικά για να εξαφανιστούν, να χάσουν την εικόνα τους. Τώρα όλοι περιμένουμε την επόμενη κίνηση των γυναικών. Είχε καταφέρει να με ηρεμήσει. Κατάλαβα ότι η Μίρκα πήγε στη Δανία για να σωθεί η Αθήνα που είχα στο κεφάλι μου, για να μην αρχίσουν να σωριάζονται οι συνοικίες, να ανοίγουν τρύπες στην άσφαλτο και από μέσα να βγαίνουν προϊστορικά τέρατα. Κινδύνευε βέβαια η Κοπεγχάγη, έπρεπε να τηλεγραφήσω. Όμως η Δανέζα Μίρκα ήταν εδώ και κυκλοφορούσε ελεύθερη, ανάμεσά μας”.

-Της είπα ότι δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτήν, είπε ο Σήφης.

-Μπορείς, είπα.

-Μπορείς, επανέλαβε η Αγγελική. Σας είμαι άχρηστη, όλες οι γυναίκες σας είναι άχρηστες. Τις βλέπετε μέσα σε κάδρα, όταν κουνηθούν λίγο, ενοχλείστε αφόρητα. Γεια χαρά, φεύγω.

“Σκέφτηκα ότι υπεύθυνος για την Οικονομετρία, για την ύπαρξη αυτού του τέρατος , είναι ο Θεμιστοκλής, που ναυπήγησε διακόσια πλοία σε τρελούς καιρούς, καθώς κι αυτοί οι τρελοί ναύτες, που έσπαγαν τα κουπιά των περσικών θηρίων κι έτσι κερδίζαμε τις ναυμαχίες. Και οι δούλοι των μεταλλείων του Λαυρίου που εξασφάλιζαν ελεύθερο χρόνο στους αργόσχολους, σ’ όλους αυτούς που αναρωτιόντουσαν συνέχεια “τι είναι αρετή;”, “τι είναι αγαθόν;” λες και δεν είχαν τίποτα άλλο να κάνουν. Κι εκείνοι ήταν ένα μικρό χωριό απέναντι στους Πέρσες, είχαν συλλάβει όμως τη σημασία της θάλασσας, αυτού του ανόητου υγρού στοιχείου που, όταν το διασχίζεις με επιτυχία, πάντα κάτι καταφέρνεις. Στην πραγματικότητα συνέλαβαν τη βασική αλήθεια, ότι πρέπει να ταξιδεύεις συνέχεια, πραγματικά και διανοητικά. Υπάρχει μια ιστορία της ανθρωπότητας, από ταξιδιωτική σκοπιά, που δεν έχει γραφτεί ακόμα”.

-Βλέπω ότι φοράτε τα καλά σας, είπε η γιαγιά.

-Το να παίρνεις πτυχίο φαίνεται ότι είναι περίπου σαν να τα τινάζεις, σχολίασε ο Σήφης.

“Οι γυναίκες είναι σαν απογεύματα, οι καλύτερες ώρες της μέρας, φωτεινές χωρίς να διακρίνεται η φωτιστική πηγή, μελαγχολικά λαμπερές, πριν τις τυλίξουν πέπλα και γίνουν αόρατες. Να τι μου είχαν μάθει η Αγγελική και η Μίρκα τον τελευταίο μήνα πριν εξαφανιστούν και γίνουν ταινίες, οι γυναίκες υπάρχουν για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα”.

“Στο πλοίο θα είχα την ευκαιρία να σκεφτώ, πάντα έχεις ένα θέμα όταν ταξιδεύεις με πλοίο για τα νησιά, οι προηγούμενοι μήνες μετασχηματίζονται σε ρωμαϊκούς θριάμβους ή σε μάχες τύπου Στάλινγκραντ, μπορεί να βγεις με δάφνινα στεφάνια ή με παράσημα, μπορεί όμως και να σκύψεις χαμηλά, να βρεθείς μ’ ένα πόδι λιγότερο, κανείς δεν ξέρει. Είναι απίστευτο το πόσους ηρωισμούς, το τι κατορθώματα, τι γενναίες πράξεις έχεις κάνει ένα μήνα πριν και δεν το ξέρεις, αυτό δίδασκε η γιαγιά με τη στάση της. Έχεις πιει δύσκολους καφέδες, έχεις στρίψει τσιγάρα που έμοιαζαν βουνά, έχεις δώσει φιλιά που τα νόμιζες μάχες. Έχεις πάει στη Μονεμβασιά, στο Φισκάρδο, έχεις κάνει πρωτοχρονιές με αβέβαιες προοπτικές. Πριν κοιμηθείς, βλέπεις αθλητικά στιγμιότυπα, έτσι για σιγουριά, για να μπεις με τα μπούνια στον κοινό μύθο. Έχεις πάρει πτυχία, από είκοσι ως πενήντα κάθε μήνα, μπορεί και περισσότερα”.

“Κι εγώ ήμουνα έτοιμος να την κάνω για Πάτμο, να την κάνω όμως κανονικά, σαν δεκαεξάχρονος. Με εμπόδιζε το παρελθόν, αυτό το μεγάλο φλας μπακ που τριγυρίζει με κουκούλα στο κεφάλι και τρομοκρατεί τους περαστικούς, μου έλεγε να μην εμπιστεύομαι τον εαυτό μου. Η γιαγιά όμως στεκόταν απέναντι σαν φύλακας άγγελος, γιατί αντιπροσώπευε το απώτατο παρελθόν, αυτό που δεν ήξερε από φλας και δεν κοίταζε πίσω, σκάλιζε με το σπαθί του το μέλλον και έδειχνε στην καρδιά του απογεύματος, στην καρδιά της πόλης”.


Χρήστος Βακαλόπουλος, Οι Πτυχιούχοι, 1984.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου