Πολύ αληθινές οι ώρες κάθε φορά που θέλησα ν’ αποπειραθώ κατά της ζωής μου και προπάντων κατά του χεριού μου που κείνο ήξερε μονάχα πια να ιχνογραφεί τη λέξη ερήμωση
τόσο απομακρύνομαι απ’ τη μέρα που πια δεν την αισθάνομαι
επαγρύπνηση των φόβων δεν αποβλέπω πια στη χαρά
η φωτογραφία σου ακόμα πια κοντύτερά μου απ’ οποιονδήποτε άνδρα
σ’ αγαπώ σε σκέπτουμαι σε γράφω δεν ξέρω πια ν’ ανασάνω χωρίς εσένα η καρδιά μου δε με αφορά σ’ αγαπώ αγαπώ αγαπώ σε κοιτάω πάντα έρωτα πώς να σε σβήσω εγώ που ακούω τη φωνή σου εδώ στην Ελλάδα ξέρω τα μάτια σου και τα χέρια σου που λύσανε τα λουλούδια γύρω απ’ το λαιμό μου για σένα τα είχα φορεμένα
μαρτυρώ ν’ αγγίζω το φως το μάρμαρο και το θυμάρι με φίλους ευαίσθητους εγώ που πεθαίνω για το μαυριδερό χώμα στη ρίζα ενός δένδρου στο Παρίσι και για να δω στο Παρίσι το έξυπνο προσωπείο των λίγο γνωστών μου
πώς να κάνω χωρίς να πω το σύντροφο που ’γινε αυτή η στέρηση του κορμιού σου κοντά στο δικό μου αυτή η στέρηση του έρωτά σου ολάκερον σε κάθε ώρα της ζήλιας μου
από δω στην Αθήνα είσαι απελπιστικά παρών μες στους δρόμους του Παρισιού τόσο υγρούς τόσο γκρίζους τους αισθάνουμαι μες στην ανοιχτή πληγή μου αισθάνομαι επίσης σπίτια και φυτεμένους περιβόλους ναι και όλα αυτά είναι πατρίδα μου ως το θάνατο
το φως της λάμπας μου δίπλα στο κρεβάτι μ’ ερεθίζει αυτή η διπλωμένη εφημερίδα τι είναι στ’ αλήθεια και τότε τι είναι ολάκερο το δωμάτιο μου στο μισοσκόταδο που υφίσταμαι ως το πρωί όταν τα βάζω με τα λόγια ένα ένα τα σηκώνω με το ΄να δάχτυλο και τ’ αφήνω να ξαναπέσουν αηδιασμένη μα πώς πώς επιτέλους γίνεται το μηδέν ή το παν να μην σημαίνουν τίποτε
είσαι το μαύρο του φίλντισι και όλοι του οι στόχοι έως το πλησίασμα του άσπρου είσαι το κόκκινο το καρμίνι έτσι τα γραψίματά μου είναι χαρτιά του τοίχου σκισμένα που κρέμουνται μες το σπίτι τώρα που γκρεμίζεται με τα δωμάτια να χάσκουνε πάνω στο δρόμο πώς να γεράσω χωρίς εσένα για ποιον να γράψω για ποιον να ξυπνήσω το πρωί ξαναβρίσκουμαι στο πεζοδρόμιο της δυστυχίας εκεί που γίνεται κανείς αμέσως θεατρίνος ή άλλη κάποια προσποίηση για να ξεφύγω απ’ τη φρίκη να ’μαι μόνη
μεγάλες εκτάσεις από μέρες όπου τίποτε για μένα δεν ζει καιροί σάβανα γνώρισα επίσης και τους έρωτες του πιοτού και τα μισοφόρια ποιήματα θρήνοι φτάσανε στο λαιμό μου αλλά τότε το σχοινί της ανυπαρξίας μ’ έσφιγγε ακόμα παραπάνω
Ο στίχος που πασχίζει να μιλήσει τώρα τον αρνιέμαι
μ’ έχει πλήξει με σιωπή επτά ολόκληρα χρόνια
μονάχα εσύ υπάρχεις στον οποίο θέλω να διηγιέμαι ατελεύτητα τον εαυτό μου να φωνάξω να ουρλιάσω μέχρι θανάτου να σαλέψω τη γλώσσα μου μες στον παραλογισμό μου έως πού να φθαρεί το φίμωτρο που εσύ είσαι είσαι συ και συ και συ και ακόμα μια δεκαριά συ
τί ξέρω χίλια συ
όλα τα συ που επικαλούμαι ή όλα τα συ
με τα οποία συζητάω και όλα τα συ που παρεμβαίνουν
μες στους διαλόγους μου
περιδέραιο από συ τ’ αγγίζω χάντρα χάντρα
το ταβάνι
το φως
κάποιο ορισμένο μπάνιο στη Σκόπελο
μια δεκαριά πρόσωπα αγαπητά και κοντινά πολύ
ή το σεντόνι του κρεβατιού μου
η κουρτίνα
το ραδιόφωνο
και ανεξάντλητες οι φλέβες που ρέουν πάνω στις σελίδες
για να με αρδέψουνε
υπάρχουν και μερικά συ που είναι πολύ ειδικά εγώ
Ήταν η ώρα του φαγητού σ’ ένα ελληνικό χωριό έκανε ζέστη απ’ το ανοιχτό παράθυρο ακούγαμε τα σταματήματα και τα ξεκινήματα των τζιτζικιών όταν αναστατώθηκα από έναν άλλο θόρυβο
ένας άνδρας που περπατούσε μπρος στο σπίτι έβηξε κι αυτός ο βήχας του καπνιστή μου ’τανε τόσο κοντινός όσο και το θρόισμα του δικού
μου
κορμιού
πώς αυτός
μα αυτός είναι ήρθε να ξανασμίξουμε εσύ μου ξανάρχεσαι εσύ μ’ αγαπάς ακόμα εσύ με γυρεύεις όχι δεν είναι αλήθεια ναι είναι αλήθεια πρέπει να μάθω ξανά να μην τα υποψιάζουμαι όλα έχω ακόμα το δικαίωμα να πιστεύω στον έρωτά μου για να με ξαναβρεί διέτρεξε όλες
τις αποστάσεις
όλα τ’ απραγματοποίητα
θαμπωμένη από χαρά σηκώνουμαι απ’ το τραπέζι και ορμώ προς την είσοδο σταματώ στο κατώφλι της πόρτας
μόλις πρόλαβα να δω έναν άγνωστό μου χωρικό που γύριζε απ’ τα χτήματα κρατούσε πάνω στον ώμο το φκυάρι του είχε ύφος τέλεια αποσταμένος
Στο τσίρκο όταν έχει διάλειμμα κοιτάω κάθε φορά με την ίδια δυσφορία τον παλιάτσο που παραδέρνει σε όλα τα σημεία της πίστας κρεμάει την ομπρέλα του το καπέλο του το σακάκι του και τα διάφορα γιλέκα του μα τούτα σωριάζουνται μόλις συμπληρωθεί η κίνηση γιατί δεν υπάρχει ίχνος τοίχου ή καρφιού γιατί είναι στο κενό που κοπιάζει για να περιμαζέψει και να ξεσκονίσει τ’ αγαπητά κουρέλια που ξανά δοκιμάζει να κρεμάσει και που πάντα σωριάζονται σταμάτα σταμάτα λοιπόν εγώ είμαι ο παλιάτσος ο γελοίος δεν ξέρω πια τι να κάνω όλα αυτά που ’χαμε αγαπήσει μαζί κι είμαι εδώ δα με την καρδιά άδεια από σένα
ατελείωτο διάλειμμα χωρίς καμιά συνέχεια από τις βραχυκυκλωμένες μέρες και τις απογνώσεις μου
Πώς να κάνω σ’ αυτή την πλατεία για να βρω το Saint-Germain-des-Prés τι τα θέλω και μπερδεύω τα βήματά μου με τις προσωπικές μου αναμνήσεις όλο ψάχνω το παρελθόν μπρος σ’ αυτή την εκκλησία και το καφενείο και δίπλα το βιβλιοπωλείο
απόπειρα τόσο κωμική όταν προσπαθώ να διαβάσω τις λέξεις των τίτλων στην προθήκη
μ’ έχουνε ακρωτηριάσει από σένα το φέγγος της ζωής ολάκερης μου ξεφεύγει μόνο η μυρωδιά σου τα μάτια σου η αγάπη της φωνής σου με κυνηγάνε ως την πόρτα μου όπου ορθώνεται ένας τοίχος από λόγια
-μάθε ότι τέλειωσε για όλες τις μέρες που θα ’ρθουνε
-μα δεν ξέρω να το μάθω
-στον καθένα η σειρά του να πεθαίνει
-κι αν με αναζητάει ακόμα
-όχι γι’ αυτόν είσαι αποτελειωμένη
-πού να χαθώ
-ακολούθα την οδύνη σ’ όλο της το έργο
-τότε να ζω για να γλείφω τις πληγές μου
Ἄ η απελπισία του κάτισχνου Πούμα σαν περιφέρεται ακατάπαυστα μες στο κλουβί του και ρουθουνίζει από πάνω ως κάτω καθένα απ’ τα κάγκελά του και περπατάει κατά μήκος του τοίχου για να φθάσει ως το βάθος της φυλακής του όπου κάθε φορά μπήζει μια φωνή τόσο διαπεραστική και παράξενη που την ξανακούω ακόμα μες στην τάφρο μου
Ποιήματα 1944-1985. Από τη συλλογή Εκεί-Πέρα Εδώ (ΙΙΙ). Εκδόσεις Ίκαρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου