Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022

Pablo Neruda-Διαθήκη του φθινοπώρου (αποσπάσματα)



Μεταξύ του θνήσκειν και του μη θνήσκειν 
διάλεξα την κιθάρα 
και στο σκληρό αυτό επάγγελμα 
ανάπαυση δεν έχει η καρδιά μου, 
γιατί εκεί που λιγότερο με περιμένουν 
εγώ θα φτάσω με τις αποσκευές μου 
για να σοδιάσω το πρώτο το κρασί 
μες στα καπέλα του φθινόπωρου.

Θα μπω αν μου κλείσουν την πόρτα,
κι  αν με δεχτούν φεύγω,
δεν είμαι απ' τους θαλασσοπόρους
που χάνονται στους παγετούς:
βολεύομαι σαν τον άνεμο, εγώ,
με τα πιο κιτρινισμένα φύλλα
με τα κεφάλαια που 'χουν πέσει
από τα μάτια των αγαλμάτων
κι αν κάπου ξεκουραστώ
θα 'ναι στην καρδιά της φωτιάς
σ' ό,τι δονείται και τριζοβολάει
κι ύστερα ταξιδεύει χωρίς προορισμό.

Στο πέρασμα των στίχων
θα 'χεις βρει τ' όνομά σου,
πολύ λίγο λυπάμαι,
δεν επρόκειτο γι' άλλο πράγμα
μα για πολύ περισσότερα,
γιατί είσαι ή δεν είσαι
κι' αυτό συμβαίνει σ' όλο τον κόσμο,
κανείς δεν τα αντιλαμβάνεται όλα,
κι όταν αθροίζονται τα ποσά
όλοι ήμασταν ψευτο - πλούσιοι: 
τώρα είμαστε νεο - φτωχοί.


Έχω κοπεί συχνά σε κομμάτια
από κακεντρεχή θηρία
που φαίνονταν ακαταμάχητα.[....]

Αφήνω, λοιπόν, σ' αυτούς που γαυγίσαν
τις ταξιδιωτικές μου βλεφαρίδες
την προτίμησή μου για το αλάτι,
τη διεύθυνση του χαμόγελού μου
για να παραλάβουν τα πάντα
με διακριτικότητα, αν είναι ικανοί:
μια και δεν μπόρεσαν να με σκοτώσουν
δεν μπορώ να τους εμποδίσω
να μην ντυθούν ύστερα με τα ρούχα μου
να μην εμφανίζονται τις Κυριακές
με τεμαχίδια απ' το πτώμα μου
επιδέξια μεταμφιεσμένοι.
Αφού δεν άφησα ήσυχον κανέναν
δεν πρόκειται να μ' αφήσουν ήσυχο.
Και θα το δείτε μα δεν ενδιαφέρει :
ας δημοσιεύσουν τις κάλτσες μου.


Άφησα τα επίγεια αγαθά μου
στο κόμμα μου και στο λαό μου
τώρα πρόκειται γι' άλλα πράγματα, 
πράγματα τόσο σκοτεινά και φωτεινά
που όμως είναι ένα μόνο πράγμα.
Έτσι συμβαίνει με τα σταφύλια,
και με τα πανίσχυρα τέκνα του,
το άσπρο κρασί, το κοκκινέλι,
όλη η ζωή είναι κόκκινη κι' άσπρη,
κάθε φέγγος είναι σκοταδερό,
και δεν είναι όλα χώμα και τούβλο,
υπάρχει στην κληρονομιά μου ίσκιος και όνειρα.


Με ρωτήσανε κάποτε
γιατί έγραψα τόσο σκοτεινά,
ας κάνουν την ερώτηση στη νύχτα
στο μέταλλο, στις ρίζες.
Εγώ δεν ήξερα τι να απαντήσω
ως ότου σε λίγο μετά
μου επετέθηκαν δυο αλιτήριοι
κατηγορώντας με για αφελή:
ας απαντήσει το νερό που κυλάει
κι έφυγα τρέχοντας και τραγουδώντας.


Σε ποιον ν' αφήσω την τόση χαρά
 που αφθονούσε στις φλέβες μου
και τούτο το βλαστερό «είναι» και «μη είναι»
που μου 'δωσε η φύση;
Υπήρξα ένα μακρύ ποτάμι γεμάτο
σκληρές πέτρες που ηχούσαν
με ήχους λαμπερούς τη νύχτα
με τραγούδια σκοτεινά τη μέρα
και σε ποιον μπορώ ν' αφήσω τόσα,
τόσα που έχω ν' αφήσω μα και τόσο λίγα,
μια χαρά χωρίς αιτία,
ένα άλογο μονάχο μες στη θάλασσα,
έναν αργαλειό που ύφαινε άνεμο;


Τις θλίψεις μου τις προορίζω
γι αυτούς που μ' έκαναν να υποφέρω,
μα λησμόνησα ποιες ήταν,
και δεν ξέρω πού τις άφησα.
Αν κανείς τις δει μες στο δάσος
είναι σαν τις περικοκλάδες
ανηφορίζουν απ' το χώμα με τα φύλλα τους
και τελειώνουν όπου τελειώνεις,
στο κεφάλι σου ή στον αέρα,
και για να μην ανέβουν πιο πολύ
πρέπει ν' αλλάζουμε άνοιξη.


Eδιάβηκα πολύ κοντά στο μίσος,
είναι σοβαρά τα ρίγη του, 
οι γνώσεις του ιλιγγιώδεις. 
Το μίσος είναι σπαθόψαρο, 
κινείται στο αόρατο νερό 
και τότε το βλέπεις να 'ρχεται 
κι έχει αίμα στο μαχαίρι του: 
το αφοπλίζει ή διαφάνεια.

Τότε γιατί μίσος
αυτούς που τόσο μας μίσησαν;
Εκεί βρίσκονται, κάτω απ' το νερό
κι ενεδρεύουν ξαπλωτοί
ετοιμάζοντας σπαθιά και ξυδόλαδο
αραχνοΐστούς και ξυλοΐστούς.
Δεν πρόκειται γιά χριστιανισμούς
δεν είναι κήρυγμα ούτε φτηνολογία
μα είναι πως το μίσος έχει χάσει:
του πέσανε τα λέπια
στην αγορά του δηλητήριου
και στο μεταξύ ο ήλιος βγαίνει
και κάθεσαι και δουλεύεις
και αγοράζεις το ψωμί σου και το κρασί σου


Του μίσους θα του αφήσω
τα πέταλα του αλόγου μου.
τη ναυτική μου τη φανέλα,
τα οδοιπορικά παπούτσια μου
τη μαραγκούδικη καρδιά μου,
το κάθε τι που έμαθα να κάνω
και ό,τι με βοήθησε να αντέχω,
ό,τι είχα γερό και καθαρό,
αδιάσπαστο κι αποδημητικό,
κι έτσι να μπορεί να μαθευτεί στον κόσμο
πως όσοι έχουν δάσος και νερό
μπορούν να κόψουν και ν' αρμενίσουν,
μπορούν να πάνε και να γυρίσουν,
μπορούν να πονέσουν και ν' αγαπήσουν,
μπορούν να φοβούνται και να δουλεύουν,
μπορούν να είναι και να συνεχίζουν,
μπορούν ν' ανθίζουν και να πεθαίνουν,
μπορούν να 'ναι απλοί και σκοτεινοί
μπορούνε και χωρίς αυτιά,
μπορούν ν' αντέξουν στη δυστυχία,
μπορούν να περιμένουν ένα λουλούδι
τέλος, μπορούμε να υπάρχουμε,
αν και δεν δέχονται τις ζωές μας
μερικοί πουτάνας γιοι.


Ματίλντε Ούρρούτια, εδώ σ' αφήνω
ό,τι είχα και δεν είχα,
ό,τι είμαι και δεν είμαι.
Ο έρωτάς μου είναι ένα παιδί που κλαίει,
γιατί δε θέλει να φύγει απ' την αγκαλιά σου,
στο αφήνω για πάντα: 
είσαι για μένα η πιο όμορφη.

Είσαι για μένα η πιο όμορφη,
η πιο σμιλευμένη απ' τον άνεμο
σαν δεντράκι του νότου,
σαν Αυγουστιάτικη φουντουκιά
είσαι για μένα ουσιώδης
όσο ένα ψωμάδικο,
η καρδιά σου είναι από γη
αλλά τα χέρια σου είναι ουράνια.


Είσαι ρούσα και πιπεράτη
είσαι άσπρη και είσαι νόστιμη
σα φέτα από κρεμμύδι
είσαι ένα πιάνο που γελάει
μ' όλες τις νότες της ψυχής
και πέφτει απάνω μου η μουσική
των τσίνορων και των μαλλιών σου,
λούζομαι στο χρυσό σου ίσκιο,
με ηδονίζουνε τ' αυτιά σου
λες και τα είχα δει
μες στις παλίρροιες του κοραλλιού:
για τα νύχια σου πάλεψα στα κύματα
με κήτη τρομερά.[...]

Εσύ με νίκησες μονάχα,
από έρωτος κι από ξηράς...

λιόντισσα με μικρούλια πόδια,
τι θα 'κανα χωρίς τα χέρια τα μικρά σου;
Πού θα παράδερνα γυρνώντας, 
χωρίς καρδιά χωρίς σκοπό, 
σε τι απόμακρα λεωφορεία 
άρρωστος της φωτιάς ή του χιονιού; 

[....] Κάποια φορά που πια δε θα 'μαστε
κι ούτε πια θα πηγαινοερχόμαστε
κάτω από εφτά στρωσίδια χώμα
με νεκρικά πόδια ξερά,
μαζί θα είμαστε, αγάπη μου,
παράξενα ανακατωμένοι
Τ' αγκάθια μας που ’ναι ανόμοια
τα κακομαθημένα μάτια μας,
όλα επί τέλους θα ενωθούνε,
όμως τι θα μας χρειαστεί
η ενότητα στο κοιμητήριο;

Να μη μας χωρίσει η ζωή
και να πάει στο διάβολο ο θάνατος!

μετ. Δανάη Στρατηγοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου