ΣΕ ΕΙΔΑ
Σ’ εκείνο το στενό χωρίς λόγια.
Νύχτα με βροχή να περπατάς πάνω κάτω
στην ταράτσα της Θέωνος
με θέα την Ακρόπολη.
Να γελάς για να μη φαίνεσαι.
Στο δωμάτιο του Κουέντιν στο Χάρβαρντ
την ώρα που ετοίμαζε τη βαλίτσα του
για τη μοιραία αναχώρηση.
Στα Γιάννενα, στην άκρη της Παμβώτιδας
με κομμένες τις φλέβες των χεριών σου.
Να απέχεις κι έτσι για λίγο να υπάρχεις.
Στην πλατεία Βικτωρίας να ξυρίζεσαι
με σάλιο σ’ ένα καθρεφτάκι από τη Δαμασκό.
Με τις πέρδικες vα κατεβαίνεις στη βρύση.
Μέσα στους βασιλικούς, μέσα στους πεθαμένους.
Κάτω από τους χυμούς των άστρων.
Να προσπερνάς την εξουσία της ομορφιάς.
Να λάμπεις στο άσεμνο.
Να περιγράφεις το μπούλινγκ στο οικοτροφείο
της οδού Έβανς
__________________
ΣΕ ΕΙΔΑ
Στην Ντβαράκα με τον Αρτζούνα Κρίσνα.
Στο μέλλον να θρηνείς τον πλανήτη.
Με το φως ως ιμάτιον.
Στο πουθενά.
Δεν θα σε αναζητούσα αν δεν σε είχα βρει στη γυμνότητά σου, τρυφερό. Μια τρυφερότητα που ο δαίμων της λύπης πάντα καραδοκεί να καρπωθεί την υπεραξία της. Άλλοι στο μέλλον θα σε δουν, κι ίσως συνομιλήσετε, σε μιαν άκτιστη γλώσσα, στα ερείπια του πύργου της Βαβέλ.
__________________
ΣΕ ΕΙΔΑ
Να αναθάλλεις μέσα απ’ το αυτονόητο.
Στο νοητό σκοτάδι να καθαιρείς τις έννοιες.
Στο λυπημένο καφενείο μ’ ένα ποτήρι ζεστό νερό.
Ν’ ακούς αίσιες φωνές από απρόσμενες μεριές.
Να κυκλοφορείς σε πόλεις, που ποτέ δεν κατάλαβες.
Στο πάρκο ένα παγωμένο απόγεμα στα όρθια
να με χαϊδεύεις με το γάντι.
Απρόσκλητος στον λυρισμό του φεγγαριού.
Να γυρίζεις την πλάτη στο προφανές.
Μέσα στο δροσολαμπές να υπερτιμάς το εδώ.
Να παραστέκεσαι σε ονόματα θνησιγενή.
Περισσότερο τρυφερό στο αιχμάλωτο σχήμα.
Με την παγωμένη καρδιά του καρπουζιού
να σβήνεις τη δίψα του θέρους μέσα στον καύσωνα
κι ο πάγος μέσα σου να μη λέει να λιώσει.
Να αυνανίζεσαι και το ανθισμένο ρόδινο να τρέμει.
Στο Αγιοφάραγγο, ευκάλυπτον
μέσα στις πικροδάφνες του χειμάρρου.
Οιονεί παλλόμενον να μεγαλύνεις τη γυμνότητά σου.
Χριστόφορος Λιοντάκης, Ένεκεν της Ανωνυμίας Σου, Κείμενα 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου