Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024
André Breton - Ελεύθερη ένωση
Κυριακή 24 Μαρτίου 2024
André Breton - Eλεύθερη ένωση
Η γυναίκα μου με μαλλιά φωτιάς από ξύλα
Με μέση κλεψύδρας
Η γυναίκα μου με μέση σβίδρας ανάμεσα στα δόντια της τίγρης
Η γυναίκα μου με στόμα κονκάρδας και ανθοδέσμης άστρων
μικρότερου μεγέθους
Με δόντια αποτυπώματα άσπρου ποντικιού πάνω στην άσπρη γη
Με γλώσσα κεχριμπαριού και γυαλιού τριμμένου
Με γλώσσα μαχαιρωμένου αντίδωρου
Με γλώσσα κούκλας που ανοιγοκλείνει τα μάτια της
Με γλώσσα πέτρας απίστευτης
Η γυναίκα μου με ματόκλαδα όρθιες γραμμούλες παιδικής γραφής
Με φρύδια περίγυρου φωλιάς χελιδονιού
Η γυναίκα μου με κροτάφους σχιστόλιθου στέγης θερμοκηπίου
Κι άχνας στα παράθυρα
Η γυναίκα μου με ώμους σαμπάνιας
Και κρήνης με κεφάλια δελφινιών κάτω από τον πάγο
Η γυναίκα μου με καρπούς χεριών από σπίρτα
Η γυναίκα μου με δάχτυλα τύχης και καρδιάς άσσου κούπα
Με δάχτυλα θερισμένου σταχυού
Η γυναίκα μου με μασχάλες τριχώματος του κουναβιού και καρπών οξιάς
Της νύχτας του Αϊ-Γιαννιού
Της αγριομυρτιάς και φωλιάς σκαλαριών
Με μπράτσα του αφρού της θάλασσας και του υδροφράγματος
Και μείγματος σταριού και μύλου
Η γυναίκα μου με γάμπες βεγγαλικού
Με κινήσεις ωρολογιακές κι απελπισίας
Η γυναίκα μου με γάμπες από μεδούλι της ακτέας
Η γυναίκα μου με πόδια αρχικά ονομάτων
Με πόδια εσμού κλειδιών με πόδια καλφάδων που πίνουν
Η γυναίκα μου με λαιμό μαργαριταριού αλεσμένου κριθαριού
Η γυναίκα μου με λαιμό χρυσής κοιλάδας
Και συναντήσεων μέσα στην ίδια την κοίτη του χειμάρρου
Με στήθια της νύχτας
Η γυναίκα μου με στήθια θαλασσινής φωλιάς του τυφλοπόντικα
Η γυναίκα μου με στήθια χοάνης για ρουμπίνια
Με στήθια φάσματος του ρόδου κάτω απ’ τη δροσιά
Η γυναίκα μου με κοιλιά βεντάλιας των ημερών όταν ξεδιπλώνεται
Με κοιλιά γιγάντιο νύχι γαμψό
Η γυναίκα μου με ράχη πουλιού που φεύγει κατακόρυφα
Με πλάτη υδράργυρου
Με πλάτη φωτός
Με σβέρκο πέτρας στρογγυλεμένης και κιμωλίας βρεμένης
Και πεσίματος του ποτηριού που μόλις ήπιαμε
Η γυναίκα μου με γοφούς μικρού πλοίου
Η γυναίκα μου με γοφούς πολυελαίου και με φτερά σαΐτας
Και με μίσχους φτερών άσπρου παγονιού
Και ζυγαριάς ανευαίσθητης
Η γυναίκα μου με γλουτούς από αμμόπετρα και αμίαντο
Η γυναίκα μου με γλουτούς ράχης του κύκνου
Η γυναίκα μου με γλουτούς της άνοιξης
Με αιδοίο γλαδιόλας
Η γυναίκα μου με αιδοίο φλέβας χρυσού κι ορνιθορύγχου
Η γυναίκα μου με αιδοίο φύκια και καραμέλες του παλιού καιρού
Η γυναίκα μου με αιδοίο καθρέφτη
Η γυναίκα μου με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα
Με μάτια μενεξεδιάς πανοπλίας και μαγνητισμένης βελόνας
Η γυναίκα μου με μάτια σαβάνας
Η γυναίκα μου με μάτια νερού για να πίνεις στη φυλακή
Η γυναίκα μου με μάτια του ξύλου πάντα κάτω από τον πέλεκυ
Με μάτια στο ύψος του νερού στο ύψος του αέρα της γης και της φωτιάς.
Σάββατο 20 Μαΐου 2023
André Breton - Ηλιοτρόπιο
Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022
André Breton- Πόλεμος
Κοιτάζω το Τέρας που γλείφετα
Τα μάτια του χρώμα φουρτούνας
Ξάφνου είναι βαλτονέρια που σκεπάζονται με βρώμικα
ρούχα με σκουπίδια.
Βαλτονέρια που πάντα σταματάνε τον άνθρωπο
Βαλτονέρια με μια μικρή πλατεία Όπερας μες την κοιλιά
τους
Ο φωσφορισμός είναι το κλειδί για τα μάτια του Κτήνους
Που γλείφεται
Κι η γλώσσα του
Τοξεμένη ποιος ξέρει από πριν πού
Είναι ένα σταυροδρόμι από καμίνια
Από κάτω ατενίζω τον ουρανίσκο του
Σαν από λάμπες μέσα σε σάκους
Και κάτω απ’ το θόλο σε γαλάζιο βασιλικό χρώμα
Τόξα χρυσαφιά ξεφτισμένα προοπτικά το ‘να μέσα στ’ άλλο
Ενώ τρέχει η πνοή της γενίκευσης στο άπειρο εκείνου του πανά-
θλιου γυμνόστηθου παλιάτσου σαν κι αυτούς που βγαίνουν
στις πλατείες καταπίνοντας δαυλιά αναμμένα με πετρέλαιο
κάτω από μια ψιλή βροχή πεντάρες.
Τα σπυριά του Κτήνους λάμπουν εκατόμβες παλικαριών για να
χορτάσει ο Αριθμός
Με τα πλευρά να τα φυλάνε αστραφτερά λέπια στρατοί
Φουσκωτοί κι ο καθένας τους περιστρέφεται μια χαρά πάνω στη
στρόφιγγά του
Μ’ όλη τους την αλληλεξάρτηση σαν τα κοκόρια που βρίζονται
την αυγή από κοπρώνα σε κοπρώνα
Αγγίζουμε τη ρωγμή της συνείδησης κι όμως μερικοί συνεχίζουν
να λένε πως η μέρα θ’ ανατείλει
Η πόρτα ήθελα να πω το Τέρας γλείφεται κάτω απ’ τη
φτερούγα
Και βλέπεις τάχα από γέλιο να χτυπιούνται από σπασμούς κλέ-
φτες βαθιά σε μια ταβέρνα
Ο αντικατοπτρισμός που μ’ αυτόν είχαν φτιάξει την καλοσύνη
διαλογίζεται
Είναι ένα κοίτασμα υδραργύρου
Θα μπορούσες να το γλύψεις μονομιάς
Νόμισα πως το Κτήνος στρεφόταν σε μένα είδα ξανά τη βρωμιά
της αστραπής
Πόσο είναι άσπρο στις μεμβράνες του μες στην σβελτάδα των δα-
σών από σημύδες όπου στήνεται η ενέδρα
Μες στα ξάρτια των καραβιών του που στην πλώρα τους βουτά μια
γυναίκα με την κούραση του έρωτα να τη στολίζει πράσινη
μάσκα
Μάταιος συναγερμός το Κτήνος κρατά τα νύχια του διεγερτική
στεφάνη γύρω από τα στήθη
Προσπαθώ να μην παραπατώ φανερά όταν κουνά την ουρά του
Που είναι σημαδεμένη άμαξα και καμτσικιά
Μες στην πνιγερή οσμή της κικινδέλης
Απ’ το φορείο το βρωμισμένο με μαύρο αίμα και με χρυσάφι προς
το φεγγάρι
Ακονίζει ένα του κέρατο στο ενθουσιασμένο δέντρο των αιτιάσεων
κουλουριάζεται με φοβερή νωχέλια κολακευμένο
Το Κτήνος γλύφει το όργανό του δεν είπα τίποτα
Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2021
André Breton-[Πάντα για πρώτη φορά]
Πάντα για πρώτη φορά
Μετά βίας σε γνωρίζω εξ όψεως
Επιστρέφεις εκείνη την ώρα της νύχτας σε ένα σπίτι
πλάγια απ’ το παράθυρό μου
Σπίτι ολάκερα φανταστικό
Είναι εκεί που από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο
Μέσα στο απαράβατο σκοτάδι
Περιμένω να συμβεί μία φορά ακόμα το συναρπαστικό ρήγμα
Το ρήγμα το μοναδικό
Στην πρόσοψη και στην καρδιά μου
Όσο πιο κοντά σου έρχομαι
Στην πραγματικότητα
Όσο περισσότερο το κλειδί τραγουδά στην πόρτα του άγνωστου δωματίου
Όπου μου φανερώνεσαι μονάχη
Στην αρχή ενώνεσαι ακέραιη με τη φωτεινή
Τη φευγαλέα γωνία μιας κουρτίνας
Είναι χωράφι γιασεμιών που ατένισα χαράματα
σε ένα δρόμο στα περίχωρα της Grasse
Με το διαγώνιο ράπισμα των κοριτσιών ενώ συλλέγουν
Πίσω τους τα σκοτεινά να πέφτουνε φτερά των γυμνωμένων φυτών
Μπροστά τους η πλατεία εκτυφλωτικού φωτός
Η αυλαία αόρατα ανεβασμένη
Σ’ έναν παροξυσμό τα άνθη συρρέουν όλα μέσα
Είσαι εσύ σε πάλη ενάντια στην ώρα εκείνη την τόσο μακριά ποτέ
αρκετά θολή μέχρι τον ύπνο
Εσύ σαν να μπορούσες να ‘σαι
Η ίδια παρά τ’ ότι εγώ δε θα σε συναντήσω ίσως
ποτέ
Κάνεις να φαίνεται σα να μην ξέρεις πως σε παρακολουθώ
Με τρόπο θαυμαστό δεν είμαι πλέον σίγουρος ότι το ξέρεις
Η απραξία σου μου φέρνει δάκρυα στα μάτια
Ένα σμήνος ερμηνείες περιβάλλει την κάθε σου χειρονομία
Είναι ετούτο ένα κυνήγι του μελιού
Είναι καρέκλες κουνιστές του καταστρώματος είναι κλαδιά
που κινδυνεύεις να σε γδάρουν μες στο δάσος
Είναι σε μια βιτρίνα της οδού Notre-Dame-de-Lorette
Δυο σταυρωμένες γάμπες όμορφες πιασμένες με ψηλές κάλτσες
Που ξεχειλώνουν στην καρδιά ενός μεγάλου άσπρου τριφυλλιού
Είναι μια μεταξένια σκάλα που ξεδιπλώνεται πάνω από τον κισσό
Είναι
Τι άλλο από την κλίση μου πάνω από τον γκρεμό και από την δική σου απουσία
Βρήκα το μυστικό κλειδί
Του να σε αγαπώ
Πάντα για πρώτη φορά
[Μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου]
Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020
Andre Breton-Εγώ είμαι ανοίξτε
Τα τετράγωνα του αέρος σπάζουν με τη σειρά τους
Από καιρό πια δεν υπάρχουν καθρέφτες
Και οι γυναίκες καμώνονται μέρα και νύχτα πως δεν είναι τόσο ωραίες
Όταν πλησιάζουν τα πουλιά που πρόκειται να καθίσουν στον ώμο τους
Γέρνουν πίσω το κεφάλι απαλά χωρίς να κλείσουν τα μάτια
Το παρκέτο και τα έπιπλα στάζουν αίμα
Μια αράχνη στέκει στο κυανό της δίχτυ επάνω σ’ ένα άδειο πτώμα
Παιδιά κρατώντας ένα φανάρι προχωρούν μέσα στα άλση
Ζητούν από τα φύλλα τον ίσκιο των λιμνών
Μα οι σιωπηλές λίμνες ασκούν μεγάλη έλξη
Τώρα πια δεν φαίνεται στην επιφάνεια παρά ένα μικρό φανάρι που χαμηλώνει
Στις τρεις πόρτες του σπιτιού είναι καρφωμένες τρεις άσπρες κουκουβάγιες
Την ανάμνησιν των ερώτων της ώρας
Η άκρη των φτερών τους είναι χρυσωμένη σαν τις χάρτινες κορόνες
που πέφτουν στροβιλιζόμενες από τα νεκρά δένδρα
Η φωνή αυτών των μελετών βάζει γαϊδουράγκαθα στα χείλη
Κάτω από το χιόνι το αλεξικέραυνο γοητεύει τα γεράκια.
Andre Breton (Μτφ: Ανδρέας Εμπειρίκος)
Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020
Andre Breton & Paul Eluard -Προπατορική κρίση
Lost Bodies-Λήστεψε τον ήχο
Δώσε το χέρι σου στους άλλους για να το φυλάξουν.
Βάλε την τάξη στη θέση της, ανακάτεψε τις πέτρες του δρόμου.
Σχημάτισε τα μάτια σου κλείνοντάς τα.
Κάνε από τα χάδια σου, χάδια για τα χάδια σου.
Λήστεψε τον ήχο από το νόημά του.
Μάθε να περιμένεις με τα πόδια μπροστά σου.
Γίνε ο καθρέφτης της πέτρας που εφαρμόζει μέσα στο καινούργιο τζάμι.
Κάνε μου τη χάρη να μπεις και να φύγεις πατώντας στις μύτες των ποδιών σου.
Χωρίς να ενδώσεις φαντάσου χελιδόνια.
Κοίταξε από κοντά αυτά τα δύο σπίτια : στο ένα είσαι νεκρός και στο άλλο είσαι νεκρός.
Τρώγε πουλιά μόνο σε κατάσταση φύλλου.
Χτύπα την πόρτα και φώναξε: «Έλα μέσα» - και μην μπαίνεις μέσα.
Music & video by Lost Bodies
Στίχοι: Μπρετόν & Έλυαρ απο το βιβλίο τους "Άμωμη σύλληψη" (Le Immaculee Conception) το ποίημα λέγεται "Προπατορική κρίση". Ο Σπύρος Μειμάρης έστησε μια τρολιά στη δεκαετία του 70 μεταφράζοντας το ποίημα και παρουσιάζοντάς το σαν δικό του στο περιοδικό "Panterma" για να δει τις αντιδράσεις των κριτικών. Με απόλυτο σεβασμό σε αυτή τη τρολιά το ποίημα ανήκει και στον Σπύρο.
Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019
André Breton-Ελεύθερη ένωση
L'union libre
Η γυναίκα μου με σκέψεις αστραπών της ζέστης
Με μέση κλεψύδρας
Η γυναίκα μου με μέση σβίδρας ανάμεσα στα δόντια της τίγρης
Η γυναίκα μου με στόμα κονκάρδας και ανθοδέσμης άστρων
μικρότερου μεγέθους
Με δόντια αποτυπώματα άσπρου ποντικιού πάνω στην άσπρη γη
Με γλώσσα κεχριμπαριού και γυαλιού τριμμένου
Με γλώσσα μαχαιρωμένου αντίδωρου
Με γλώσσα κούκλας που ανοιγοκλείνει τα μάτια της
Με γλώσσα πέτρας απίστευτης
Η γυναίκα μου με ματόκλαδα όρθιες γραμμούλες παιδικής
γραφής
Με φρύδια περίγυρου φωλιάς χελιδονιού
Η γυναίκα μου με κροτάφους σχιστόλιθου στέγης θερμοκηπίου
Κι άχνας στα παράθυρα
Η γυναίκα μου με ώμους σαμπάνιας
Και κρήνης με κεφάλια δελφινιών κάτω από τον πάγο
Η γυναίκα μου με καρπούς χεριών από σπίρτα
Η γυναίκα μου με δάχτυλα τύχης και καρδιάς άσσου κούπα
Με δάχτυλα θερισμένου σταχυού
Η γυναίκα μου με μασχάλες τριχώματος του κουναβιού και
καρπών οξιάς
Της νύχτας του Αϊ-Γιαννιού
Της αγριομυρτιάς και φωλιάς σκαλαριών
Με μπράτσα του αφρού της θάλασσας και του υδροφράγματος
Και μίγματος σταριού και μύλου
Η γυναίκα μου με γάμπες βεγγαλικού
Με κινήσεις ωρολογιακές κι απελπισίας
Η γυναίκα μου με γάμπες από μεδούλι της ακτέας
Η γυναίκα μου με πόδια αρχικά ονομάτων
Με πόδια εσμού κλειδιών με πόδια καλφάδων που πίνουν
Η γυναίκα μου με λαιμό μαργαριταριού αλεσμένου κριθαριού
Η γυναίκα μου με λαιμό χρυσής κοιλάδας
Και συναντήσεων μέσα στην ίδια την κοίτη του χειμάρρου
Με στήθια της νύχτας
Η γυναίκα μου με στήθια θαλασσινής φωλιάς του τυφλοπόντικα
Η γυναίκα μου με στήθια χοάνης για ρουμπίνια
Με στήθια φάσματος του ρόδου κάτω απ’ τη δροσιά
Η γυναίκα μου με κοιλιά βεντάλιας των ημερών όταν ξεδιπλώνεται
Με κοιλιά γιγάντιο νύχι γαμψό
Η γυναίκα μου με ράχη πουλιού που φεύγει κατακόρυφα
Με πλάτη υδραργύρου
Με πλάτη φωτός
Με σβέρκο πέτρας στρογγυλεμένης και κιμωλίας βρεμένης
Και πεσίματος του ποτηριού που μόλις ήπιαμε
Η γυναίκα μου με γοφούς μικρού πλοίου
Η γυναίκα μου με γοφούς πολυελαίου και με φτερά σαΐτας
Και με μίσχους φτερών άσπρου παγωνιού
Και ζυγαριάς ανευαίσθητης
Η γυναίκα μου με γλουτούς από αμμόπετρα και αμίαντο
Η γυναίκα μου με γλουτούς ράχης του κύκνου
Η γυναίκα μου με γλουτούς της άνοιξης
Με αιδοίο γλαδιόλας
Η γυναίκα μου με αιδοίο φλέβας χρυσού κι ορνιθόρυγχου
Η γυναίκα μου με αιδοίο φύκια και καραμέλες του παλιού καιρού
Η γυναίκα μου με αιδοίο καθρέφτη
Η γυναίκα μου με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα
Με μάτια μενεξεδιάς πανοπλίας και μαγνητισμένης βελόνας
Η γυναίκα μου με μάτια σαβάνας
Η γυναίκα μου με μάτια νερού για να πίνεις στη φυλακή
Η γυναίκα μου με μάτια του ξύλου πάντα κάτω από τον πέλεκυ
Με μάτια στο ύψος του νερού στο ύψος του αέρα της γης και της φωτιάς
Τρίτη 7 Μαΐου 2019
ANDRÉ BRETON -Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟΣ ΔΙΑΝΟΜΕΑΣ ΣΕΒΑΛ
Και που κάθε νύχτα φτιάχνουμε ένα μόνο ανθισμένο κλαδί απ’ τους ώμους
σου ώσμε τα μπράτσα της ζωντανής σου χειράμαξας
Που τους σηκώνουμε πιο ζωηρούς κι απ’ τους σπινθήρες του περικαρπίου σου
Εμείς είμαστε οι στεναγμοί του γυάλινου αγάλματος που ανασηκώνεται στον
έναν του αγκώνα οσάκις ο άντρας γέρνει να τον πάρει λιγάκι
Και απαυγάζοντα ανοίγματα χαίνουν στην κλίνη του
Ανοίγματα απ’ όπου διακρίνεις ελάφια σε ξέφωτα με τα κέρατά τους
κοράλλινα
Και γυναίκες γυμνές στο μύχιο κάποιων ορυχείων βάθος
Εσύ τότε θυμάσαι ότι σηκώθηκες ευθύς και κατήλθες
Απ’ το τραίνο
Χωρίς ούτε καν βλέμμα να ρίξεις στη λοκομοτίβα βορά στις τεράστιες ρίζες
των βαρομέτρων
Που θρηνεί μέσα στο παρθένο δάσος για όλους τους σκοτωμένους της
ατμολέβητες
Με τα φουγάρα της να καπνίζουν υάκινθους και ν’ αλλάζουν πουκάμισα
σάμπως ίδια γαλάζια φίδια
Εμείς τότε εμείς προλαβαίνουμε τα φυτά όλα εκείνα που σε
μεταμορφώσεις υπόκεινται
Σινιάλα κάθε νύχτα κάνοντας από τον άνδρα αντιληπτά το κατά δύναμιν
μόνο
Ενώ το σπίτι του αυτουνού καταρρέει κι εκείνος στέκεται εμβρόντητος
μπροστά στις μοναδικές του συναρμόσεις
Το κρεβάτι του ψάχνοντας με τον διάδρομο και τη σκάλα
Η σκάλα διακλαδίζεται τείνουσα εις το άπειρον
Σε βάζει σ’ ένα περβάζι που ’ναι πόρτα μυλόπετρας
Και ξαφνικά εντελώς διαπλατύνεται και γίνεται δημόσια πλατεία
Είναι καμωμένη από κύκνων ραχοκοκκαλιές μ’ ένα φτερό για κουπαστή
απλωτό
Περί τον άξονά της στρέφεται λες και ποθεί να δαγκωθεί
Όμως όχι όχι αρκείται παίρνοντάς μας τώρα καταπόδι ν’ ανοίγει όλα
τα βήματα κι όλα της τα σκαλοπάτια
Σαν νά ’ν’ συρτάρια
Συρτάρια σάρκινα με πόμολα από τρίχες ανθρώπινης κόμης
Αυτή την ώρα οπού χιλιάδες παπιά της Βωκανσόν ισιάζουν τα φτερά τους
Χωρίς να γυρίσεις έπιασες το μυστρί που ’χεις για να φτιάχνεις στήθη
Εμείς σου χαμογελάσαμε κι εσύ μας είχες πιάσει απ’ τη μέση
Κι εμείς μετά παίρναμε όποια πόζα ήθελες εσύ
Ασάλευτοι κάτω από τα βλέφαρά μας εσαεί και όπως στη γυναίκα αρέσει
να βλέπει τον άντρα
Ύστερα από τη γενετήσια πράξη
Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019
André Breton -Τα γραπτά φεύγουν
Το ατλάζι των φύλλων που γυρίζει κανείς στα βιβλία σχηματίζει
μια γυναίκα τόσο ωραία
που όταν δεν διαβάζει κανείς την ατενίζει με λύπη
χωρίς να τολμά να της μιλήσει χωρίς να τολμά να της πει πως
είναι τόσο ωραία
που αυτό που πρόκειται να μάθουμε δεν έχει τιμή
Αυτή η γυναίκα περνά ανεπαισθήτως μέσα σε θρόισμα λουλουδιών
καμιά φορά στρέφεται μέσα στις τυπωμένες εποχές
και ζητά την ώρα ή καμώνεται πως κοιτάζει τα κοσμήματα
κατάματα
όπως δεν κάνουν τ' αληθινά πλάσματα
Και ο κόσμος πεθαίνει ένα ρήγμα δημιουργείται στα δακτυλίδια
του αέρος
ένα σχίσμα στην θέση της καρδιάς
Οι πρωινές εφημερίδες φέρνουν αοιδούς των οποίων η φωνή έχει
το χρώμα της άμμου πάνω σε ακτές απαλές και κινδυνώδεις
και καμιά φορά οι βραδινές αφήνουν να περάσουν κάτι πολύ νέα
κοριτσάκια που οδηγούν θηρία αλυσοδεμένα
Μα το πιο ωραίο είναι στα ενδιάμεσα διαστήματα ορισμένων
γραμμάτων
όπου χέρια πιο λευκά από το κέρας των αστεριών το μεσημέρι
αφανίζουν μια φωλιά λευκών χελιδονιών
για να βρέχει πάντοτε
Τόσο χαμηλά τόσο χαμηλά που τα φτερά δεν μπορούνε πια να
σμίξουν
Χέρια απ' όπου ανεβαίνει κανείς σε μπράτσα τόσο ελαφρά που η άχνα
των λιβαδιών στα χαριτωμένα της κυματιστά περιπλέγματα πάνω
από τις λίμνες είναι ο ατελής τους καθρέφτης
μπράτσα που δεν εναρθρώνονται με τίποτε άλλο παρά με τον
εξαιρετικό κίνδυνο ενός σώματος καμωμένου νια τον έρωτα
του οποίου η κοιλιά καλεί τους στεναγμούς που ξέφυγαν από
θάμνους γιομάτους πέπλους
και που δεν έχει τίποτε το εγκόσμιο εκτός από την αχανή παγωμένη
αλήθεια των ελκήθρων των βλεμμάτων επί της κατάλευκης
εκτάσεως
αυτού που δεν θα ξαναδώ πια
εξαιτίας ενός θαυμαστού ματόδεσμου
που φορώ στο παιχνίδι της τυφλόμυγας των τραυμάτων
μτφρ. Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975)
Αντρέ Μπρετόν - Φασματικές στάσεις
Δεν καρφώνω την παραμικρή πεταλούδα ζωής στη σημασία.
Δεν σημαίνω για τη ζωή.
Μα τα κλαριά του αλατιού τα λευκά κλαριά
Όλες οι φυσαλίδες από σκιά
Και οι θαλάσσιες ανεμώνες
Κατεβαίνουν και αναπνέουν στο εσωτερικό της σκέψης μου
Έρχονται δάκρυα που δεν χύνω
Βήματα που δεν κάνω που είναι δυο φορές βήματα
Και που τα θυμάται ο άλλος στην ώρα της παλίρροιας
Τα σύρματα είναι στο μέσα μέρος του κλουβιού
Και τα πουλιά έρχονται από πολύ ψηλά να κελαϊδήσουν μπροστά
σ’ αυτά τα σύρματα
Ένας υπόγειος διάδρομος σμίγει όλα τ’ αρώματα
Μια μέρα μια γυναίκα μπήκε μέσα
Αυτή η γυναίκα έγινε τόσο στιλπνή που δε μπόρεσα να την δω
Με τα μάτια που δεν είδαν εμέ τον ίδιο να καίγεται
Είχα ήδη αυτή την ηλικία που έχω
Και επαγρυπνούσα στον εαυτό μου στη σκέψη μου σαν
νυχτοφύλακας σε μια πελώρια φάμπρικα
Μόνος φύλακας
Η πλατεία εμάγευε πάντοτε τους ίδιους τροχιοδρόμους
Οι γύψινες μορφές δεν είχαν χάσει τίποτε από
την έκφρασή τους
Δαγκάναν το σύκο του χαμόγελου
Ξέρω μια στόφα σε μια πολιτεία εξαφανισμένη
Αν μου άρεζε να εμφανισθώ μπροστά σας ντυμένος με
αυτήν τη στόφα
Θα νομίζατε πως πλησιάζει το τέλος σας
Καθώς και το δικό μου
Στο τέλος τα συντριβάνια θα καταλάβαιναν πως δεν πρέπει
να λέμε Συντριβάνι
Τους λύκους τους προσελκύουν με καθρέφτες από χιόνι
Έχω μια βάρκα χυμένη απ’ όλα τα κλίματα
Παρασύρομαι από ένα παγόβουνο με φλογάτα δόντια
Κόβω και τσακίζω το ξύλο του δέντρου που θά ’ναι
πάντα πράσινο
Ένας μουσικός μπλέκεται στις χορδές του οργάνου του
Το Μαύρο Περίπτερο της εποχής καμιάς παιδικής ιστορίας
Πλησιάζει ένα σκάφος που δεν είναι παρά το φάντασμα
του ιδικού του
Ίσως να υπάρχει μια λαβή σε αυτό το ξίφος
Μα σε αυτή τη λαβή υπάρχει ήδη μια μονομαχία
Που κατά τη διάρκειά της αφοπλίζονται οι δύο αντίπαλοι
Πλέουν στα παράθυρα των σπιτιών που θα κτισθούν
Τα κρεβάτια τα παλιωμένα απ’ όλα τα κρίνα γλιστρούν
κάτω απ’ τις λάμπες από δρόσο
Θα έλθει ένα βράδυ
Οι από φως χρυσίτες ακινητούν κάτω απ’ την κυανήν χλόη
Τα χέρια που δένουν και λύνουν τους κόμπους του έρωτος
Διατηρούν όλη τους τη διαφάνεια για όσους βλέπουν
Και βλέπουν τα φοινικόφυλλα επάνω στα χέρια
Τις κορώνες μέσα στα μάτια
Μα η ανδρικιά των κορωνών και των φοινικοφύλλων
Ανάβει μόλις ανάβει στα πιο βαθειά του δάσους
Εκεί που τα ελάφια σκύβοντας εγκατοπτρίζουνε τα χρόνια
Δεν ακούγεται παρά ένας αδύνατος χτύπος
Απ’ όπου βγαίνουν χίλιοι κρότοι πιο ελαφροί ή πιο υπόκωφοι
Και αυτός ο χτύπος διαιωνίζεται
Υπάρχουν φορέματα που δονούνται
Και η δόνησή τους συγχρονίζεται με αυτόν το χτύπο
Μα όταν θέλω να δω το πρόσωπο αυτών που τα φορούν
Μιά μεγάλη ομίχλη σηκώνεται από τη γη
Στο κάτω μέρος των καμπαναριών πίσω από τις πιο κομψές
δεξαμενές ζωής και πλούτου
Στα φαράγγια που σκοτεινιάζουν ανάμεσα σε δυό βουνά
Στη θάλασσα την ώρα που δροσίζει ο ήλιος
Τα πλάσματα που μου κάνουνε νόημα τα χωρίζουν άστρα
Και ως τόσο η άμαξα που σύρεται με καλπασμό
Παρασύρει ώς και τον τελευταίο μου δισταγμό
Που με προσμένει εκεί πέρα στην πολιτεία όπου
τα μπρούτζινα και τα πέτρινα αγάλματα αλλάξανε θέσεις
με τ΄ αγάλματα από κερί
Βαγιάνοι βαγιάνοι
Από το βιβλίο: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου «... δεν άνθισαν ματαίως – Ανθολογία Υπερρεαλισμού» Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1980, σελ. 274 -276

“Words have finished flirting. Now they are making love.” Α.Β.