Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 3.5. Λουδοβίκος των Ανωγείων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 3.5. Λουδοβίκος των Ανωγείων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

Βιτσέντζος Κορνάρος - Ο όρκος της Αρετούσας


Λιζέτα Καλημέρη -Ο όρκος της Αρετούσας

 Τα λόγια σου Ρωτόκριτε φαρμάκιν εβαστούσα

Ουδ’ όλπιζα, ουδ’ ανήμενα, τα αυτιά μου ότι σ’ ακούσα

 

Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς, κ’ έγνοια καμιά μην έχεις

Μη θέλεις να ξαναρωτάς, το πράμα που κατέχεις

 

Και πώς μπορώ να σ’ αρνηθώ, κι α θέλω, δε μ’ αφήνει

τούτη η καρδιά, που εσύ ‘βαλες σ' τς αγάπης το καμίνι

 

Κι α δε θελήσει η μοίρα μας, να σμίξωμεν ομάδι

Η ψη σου ας έρθει να με βρει, χαιράμενη στον 

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

Λουδοβίκος Των Ανωγείων - Μαρμαρωμένο Σε Θωρώ Πωλιό Μου

Στίχοι: Παραδοσιακό Κρήτης
Μουσική: Λουδοβίκος των Ανωγείων





Μαρμαρωμένο σε θωρώ, πωλιό μου,
αγρίμι τω Μαδάρω και δικό μου
Περνάς, δεν καταδέχεσαι να μείνεις,
δεν τα ψηφάς τα δάκρυα εμέ κι εκείνης

Πού πας με τέτοιαν Άνοιξη, καλέ μου;
Πού πας με τέτοιον ήλιο, ακριβέ μου;
Πριχού να μπεις στον βουλισμένο Άδη,
άμε χαιρέτησέ τηνε τη μαύρη

Κι αν βρεις τη σιδερόπορτα κλεισμένη,
από πίσω στέκει εκείνη δακρυσμένη
και μελετά το δρόμο το μεγάλο,
να ξεχωρίσει τον δικό σου ζάλο

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Λουδοβίκος των Ανωγείων - Λιζέτα Καλημέρη - Μέρυλ




Στίχοι | Μουσική: Λουδοβίκος των Ανωγείων

Στίχοι
Σαν ήσουνα κοντά μου
δεν είχα τι να πω
τώρα που ζεις μακριά μου
νιώθω να σου μιλώ. 

Η μοναξιά με βλέπει
και μου χαμογελά
πως γίνεται η αγάπη
κι αργεί κάθε φορά. 

Για ό,τι έχει γίνει
πες μου αν φταίω εγώ
στις λίμνες των ματιών σου
να πέσω να πνιγώ. 

Αν κάποτε θελήσεις
πίσω να ξαναρθείς
άσπρα χαλίκια ρίχνε
στο δρόμο μη χαθείς.

Λουδοβίκος των Ανωγείων - Το όχι αποκοιμηθήκε στην αγκαλιά του ναι



Ανάμεσα στο όχι
και στο κρυμμένο ναι
χάθηκε η ζωή μου
μεγάλε ουρανέ.

Δεν κρύβεται στη νύχτα
το άσπρο γιασεμί.
Λύγισε η αγάπη όταν είπες μη,
λύγισε η αγάπη όταν είπες μη.

Βγαίνω στον αέρα
με χάρτινο φτερό.
Μακριά σου δεν αντέχω,
κοντά σου δεν μπορώ.
Κοντά σου δεν αντέχω,
μακριά σου δεν μπορώ.

Χαμήλωσε τα φώτα
μεγάλε ουρανέ,
το όχι αποκοιμήθηκε
στην αγκαλιά του ναι,
το όχι αποκοιμήθηκε
στην αγκαλιά του ναι.


Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Λουδοβίκος Των Ανωγείων - Ω! Παναγιά μου Ανωγειανή




Στίχοι: Λουδοβίκος των Ανωγείων

Μουσική: Λουδοβίκος των Ανωγείων

Δίσκος: Η Γιορτή των ανέμων (2003)

1. Λουδοβίκος των Ανωγείων & Λιζέττα Καλημέρη 




Πρώτα χαλάσαν το σχολειό
και κάψαν τα θρανία
και τα παιδιά μας φύγανε
εις τα οικοτροφεία

Πρώτα σκοτώσαν το Σκουλά
κι ετέ τον αρχηγό μας
κι ύστερα βάλαν τη φωτιά
και κάψαν το χωριό μας

Ω, Παναγιά μου Ανωγειανή
που `σουν αυτή την ώρα
όταν εβάλαν τη φωτιά
στα ξακουσμένα Ανώγεια

Ω, Παναγιά μου Ανωγειανή
που `σουν αυτή την ώρα
όταν εβάλαν τη φωτιά
στα πονεμένα Ανώγεια

Ήρθαν τσ’ Αιγύπτου τα πουλιά
για να παραθερίσουν
στ’ Ανώγεια δεν εβρήκανε
τοίχους φωλιές να κτίσουν
στ’ Ανώγεια δεν εβρήκανε
τοίχους φωλιές να κτίσουν

Μα το νερό της λησμονιάς
θα πιούμε με το γάλα
να τα ξελησμονήσουμε
τα πάθη τα μεγάλα

Θαρθεί εκείνη η εποχή
που πεθυμούμε όλοι
μα τα καλύτερα δενδρά
λείπουν απ’ το περβόλι
μα τα καλύτερα δενδρά
λείπουν απ’ το περβόλι

Αγάπη, Αλκιβιάδης, Αμαλία,
Αντρέας, Ανδρονίκη, Αντώνης,
Αριστομένης, Αρίστος, Αφροδίτη,
Βαγγέλης, Βαγγελιώ, Βασίλης,
Γιάννης, Γιώργης, Δημάρατος,
Δημήτρης, Ειρήνη, Ελένη,
Ευγένιος, Θανάσης, Θοδωρής,
Κατερίνη, Κωνσταντίνος, Λευτέρης,
Μανώλης, Μενέλαος, Μιχάλης,
Μίνως, Νικόλαος, Όλγα,
Σόλωνας, Στελιανός, Στεφανής,
Σωκράτης, Χαράλαμπος
Ελευθερία,
Ελευθερία,
Ελευθερία ...

Ω, Παναγιά μου Ανωγειανή
που `σουν αυτή την ώρα
όταν εβάλαν τη φωτιά
στα ξακουσμένα Ανώγεια

Ω, Παναγιά μου Ανωγειανή
που `σουν αυτή την ώρα
όταν εβάλαν τη φωτιά
στα πονεμένα Ανώγεια

Ω, Παναγιά μου Ανωγειανή
που `σουν αυτή την ώρα ...

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης- Το μοιρολόι της φώκιας


ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ της φώκιας είναι από τα ωραιότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη· δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1908.

Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρίζει τα Μνημούρια, και δυτικώς, δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γιαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδα του χωρίου, οπού δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι —φαίνεται να έχη τοιούτον σχήμα— κατέβαινε το βράδυ βράδυ η γρια-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήν,* δια να πλύνη τα μάλλινα σινδόνιά της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να τα ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ηρέμα εις τα κύματα. Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν* εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι, φέρουσα άμα την παλάμην εις το μέτωπόν της, δια να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου, οπού εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, κι αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας.

Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος.

Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της, και της είχον μείνει μόνον δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα· ο εις είχεν υπάγει, της είπον, εις την Αυστραλίαν, και δεν είχε στείλει γράμμα από τριών ετών· αυτή δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει· ο άλλος ο μικρότερος εταξίδευε με τα καράβια εντός της Μεσογείου, και κάποτε την ενθυμείτο ακόμη. Της είχε μείνει και μία κόρη, υπανδρευμένη τώρα, με μισήν δωδεκάδα παιδιά.

Πλησίον αυτής, η γρια-Λούκαινα εθήτευε τώρα, εις το γήρας της, και δι' αυτήν επήγαινε τον κατήφορον, το μονοπάτι, δια να πλύνη τα χράμια* και άλλα διάφορα σκουτιά* εις το κύμα το αλμυρόν, και να τα ξεγλυκάνη στο Γλυφονέρι.

Η γραία έκυψεν εις την άκρην χθαμαλού, θαλασσοφαγωμένου βράχου, και ήρχισε να πλύνη τα ρούχα. Δεξιά της κατήρχετο ομαλώτερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γηλόφου, εφ' ου* ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη* του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα* τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα. Υπεράνω της κεφαλής της, ολίγον προς τα δεξιά, εντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, επιστρέφων με το μικρόν κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν' αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι από το μαρσίπιόν* του, και ήρχισε να μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα. Το μοιρολόγι της γραίας εκόπασεν εις τον θόρυβον του αυλού, και οι επιστρέφοντες από τους αγρούς την ώραν εκείνην —είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος— ήκουον μόνον την φλογέραν, κι εκοίταζον να ιδώσι πού ήτο ο αυλητής, όστις δεν εφαίνετο, κρυμμένος μεταξύ των θάμνων, μέσα εις το βαθύ κοίλωμα του κρημνού.



Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στα πανιά, κι έκαμνε βόλτες εντός του λιμένος. Αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της, και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον τον δυτικόν. Μία φώκη, βοσκούσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μοιρολόγι της γραίας, εθέλχθη* από τον θορυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κι ετέρπετο εις τον ήχον, κι ελικνίζετο εις κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάνα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη* ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, δια να παίξη ολίγον εις τα κύματα. Αλλά δεν ήξευρεν όμως πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη τον μύλον, αντικρύ στα Μνημούρια, και άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί και ανεκάλυψε τον κρυμμένον αυλητήν και αφού εχόρτασε ν' ακούη το όργανόν του και να καμαρώνη τον μικρόν βοσκόν, είδεν εκεί που, εις την αμφιλύκην* του νυκτώματος, εν μικρόν μονοπάτι, πολύ απότομον, πολύ κατηφορικόν, κι ενόμισεν ότι αυτό ήτο το μονοπάτι, και ότι εκείθεν είχε κατέλθει η γραία η μάμμη της· κι επήρε το κατηφορικόν απότομον μονοπάτι δια να φθάση εις τον αιγιαλόν να την ανταμώση. Και είχε νυκτώσει ήδη.

Η μικρά κατέβη ολίγα βήματα κάτω, είτα είδεν ότι ο δρομίσκος εγίνετο ακόμη πλέον απόκρημνος. Έβαλε μίαν φωνήν, κι επροσπάθει ν' αναβή, να επιστρέψη οπίσω. Ευρίσκετο επάνω εις την οφρύν ενός προεξέχοντος βράχου, ως δύο αναστήματα ανδρός υπεράνω της θαλάσσης. Ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, και ήτον στην χάσιν του φεγγαριού. Επροσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον τον δρόμον πόθεν είχε κατέλθει. Εγύρισε πάλιν προς τα κάτω, κι εδοκίμασε να καταβή. Εγλίστρησε κι έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ήτο τόσον βαθύ όσον και ο βράχος υψηλός. Δύο οργυιές ως έγγιστα.* Ο θόρυβος του αυλού έκαμε να μη ακουσθή η κραυγή. Ο βοσκός ήκουσεν ένα πλαταγισμόν, αλλά εκείθεν όπου ήτο, δεν έβλεπε την βάσιν του βράχου και την άκρην του γιαλού. Άλλως δεν είχε προσέξει εις την μικράν κόρην και σχεδόν δεν είχεν αισθανθή την παρουσίαν της.



Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της, και ήρχισε ν' ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ' οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγισμόν, εστράφη κι εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.

— Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.

Κι εξηκολούθησε τον δρόμον της.



Κι η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρη εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός.

Κι η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μοιρολογά, πριν αρχίση τον εσπερινόν δείπνον της.

Το μοιρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής* εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής:

Αυτή ήτον η Ακριβούλα 
η εγγόνα της γρια-Λούκαινας.
Φύκια 'ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της... 
κι η γριά ακόμη μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό 
τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.


αβασταγή: μπόγος.
έμελπεν: ρ. μέλπω, τραγουδώ.
χράμια: υφαντά, στρωσίδια.
σκουτιά: ρούχα.
εφ' ου: πάνω στο(ν) οποίο.
κλίτη, τα: οι πλαγιές.
πανδέγμων: αυτός που δέχεται τα πάντα.
μαρσίπιον: (υποκορ. του μάρσιπος)· δερμάτινος σάκος, τορβάς.
εθέλχθη: ρ. θέλγομαι· γοητεύομαι.
μάμμη: γιαγιά.
αμφιλύκη: το βραδινό φως, το μούχρωμα.
ως έγγιστα: περίπου.
εντριβής: βαθύς γνώστης.

Πηγή: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSB106/544/3561,14822/


Λουδοβίκος των Ανωγείων - Το μοιρολόι της φώκιας από το δίσκο "Γκρεμό δεν έχουν τα πουλιά"