Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αποστολίδης Ρένος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αποστολίδης Ρένος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Ρένος Αποστολίδης - Δύο ποιήματα


Αφού κρατάς ένα βιβλίο στο χέρι

᾿Αφοῦ κρατᾶς ἕνα βιβλίο στὸ χέρι, τί περιμένεις;
Θὰ πῇ πὼς δέν ἦρθα καὶ δέν ἦρθες
δὲ βγῆκα καὶ δὲ βγῆκες,
δὲ συναντηθήκαμε, δέ θὰ συναντηθοῦμε...
Ποιός εἶμαι; καὶ ποιά εἶσαι; θὰ πῇ·
δέ σὲ ξέρω καὶ δέ μὲ ξέρεις·
δέ θὰ σὲ μάθω καὶ δέ θὰ μὲ μάθῇς
- αὐτό θὰ πῇ ἕνα βιβλίο στὸ χέρι !.. Θὰ πῇ βαριέσαι, καὶ βαριέμαι·
σοῦ εἶμαι ἀδιάφορος καὶ μοῦ εἶσαι ἀδιάφορη.
Τὸ φαΐ σου καίγεται, ἂν μ' ἀκολουθήσῃς ;
Τὸ ραντεβού σου ἀργεῖ καὶ σὲ συντροφεύω ;..
Μὰ ἐμένα τί μὲ νοιάζει κι ἂν μαγειρεύῃς, 
κι ἂν δὲν τρῶς διόλου - τί 
κι ἂν τὸ ραντεβού σου ἀργεῖ;.. 
Κι ἂντρας ἂν εἶσαι 
- σὲ προτιμάω γυναῖκα· 
καὶ γέρος - νέο· 
κι ἄσκημη πούσαι - γίνε ὄμορφη· 
κ' ἐνάρετη - πάψε ! γίνε ἄσεμνη, δαιμονισμένη !.. 
(Κι οὔτε καὶ σὲ προτιμάω - βαριέμαι...)
Αὐτό θὰ πῇ ἕνα βιβλίο στὸ χέρι...
Θὰ πῇ ἕναν τάφο ν' ἀνοίξῃς – νὰ κάτσῃς δίπλα σ' ἕναν τάφο, 

σ' ἕα στεντούκι μὲ ξένα πράγματα καὶ ροῦχα, 
σ' ἕνα παράθυρο χωρίς διαβάτες – κι οὔτ' ἕνα παιδί 
νὰ μή ρωτήσῃς πῶς τὸ λέν, 
τί τάξη πάει...
Αὐτό θὰ πῇ ἕνα βιβλίο...
῞Ενα βιβλίο θὰ πῇ: νούμερο κάτω ἀπ' τὸ μηδέν, 

κάθοδο κάτω ἀπ' τὸ μηδὲν 
- τὰ πόδια πάνω, τὸ κεφάλι κάτω, 
τὰ πέλματα συναντημένα μ' ἄλλα πέλματα 
ποὺ περπατᾶν στὴν 'πάνω γη' 
ἀνυποψίαστα...

(῾Ρένος, "᾿Αφοῦ κρατᾶς ἕνα βιβλίο...", ᾿Ανθ. Α', σ. 90)


Η Υποψία

῾Ο ἕνας, πέθανε ἀπὸ λάθος.
῾Ο ἄλλος, ἔφυγε μὲ μιὰ σχεδία γιὰ τὸ Γιοχάνεσμπουργκ -
γιατ' οἱ δικοί του πῆγαν ἐκεῖ κάτω,
λὲς κ' ἤτανε Σεπτέβρης κι ἀλλάζαν συνοικία.
῾Ο τρίτος, αὐτοκτόνησε.
῾Η ἀγάπη σου, παντρεύτηκε - τὴν πῆρες ἐσύ ( τὸ ἴδιο κάνει ).
῎Αλλοι σκοτώθηκαν, ἄλλοι τρελλάθηκαν...
῞Ολοι, τέλοσπάντων, κατὰ κάποιο τρόπο 'λεῖψαν'.
Παρατῆσαν τὰ σπίτια τους σὲ ξένους,
νὰ περνᾶμε ἀπόξω,
νὰ τ' ἀναγνωρίζουμε
καὶ νὰ μήν τολμᾶμε νὰ σφυρίξουμε.
Νὰ λέμε: – 'Πάει αὐτός !'
῎Η: – 'Σπουδάζει στὴ Σορβόννη...'
Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα:
Νάρχουνται κάτι ἀπογέματα,
ὁλόιδια μὲ τ' ἀλλοτινά,
καὶ νὰ λές: – 'Πάω στὸ Νῖκο...'
(᾿Αλλὰ δ έ ν πᾶς. ῎Εχει πεθάνει.)
– 'Πάω στὸ Γιάννη...' (᾿Αλλὰ δ έ ν πᾶς,
μήτε σ' αὐτόν,
δίχως σημάδι στὸν κρόταφο...)

Κ' ἔτσι, δέν ἔχεις πουθενά πιὰ νὰ πᾶς,
καὶ κάθεσαι μονάχος σου καὶ πλήττεις,
μὲ τὴν ὑποψία
μήπως ἔχεις κιόλας ἀργοπορήσει...

(᾿Ανθ. Α', σ. 85)

Αναδημοσίευση από: https://yannisstavrou.blogspot.com/2015/06/

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

Ρένος Αποστολίδης - Παραισθήσεις



Είχε πεθάνει χρόνια ο άντρας της,

κ' επέμενε

πως ξυπνάει κάθε πρωί

από τη μυρουδιά καπνού

της πίπας του -

και περιμένει ν' ακούση:

"Ο καφές είν' έτοιμος!

Θες φρυγανιά;..."


Μα στ' όνειρό της πάντα

έχει πέσει ο αυτόματος

κ' η φέτα το ψωμί

περιμένει κρύα

στη φρυγανιέρα -

κομμένη απ' την ίδια, χτες βράδυ.


Πηγή: Το μαύρο καράβι, Πατάκης, 2003

Τρίτη 18 Μαΐου 2021

Ρένος Αποστολίδης- Η υποψία


Ο ένας πέθανε από λάθος.
Ο άλλος έφυγε με μια σχεδία
για το Γιοχάνεσμπουργκ,
γιατί οι δικοί του πήγαν εκεί κάτω,
λες κι ήτανε Σεπτέμβρης κι αλλάζαν συνοικία.
Ο τρίτος αυτοχτόνησε.
Η αγάπη σου παντρεύτηκε —την πήρες εσύ,
το ίδιο κάνει.
Άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι τρελάθηκαν…
Όλοι τελοσπάντων, κατά κάποιον τρόπο, λείψαν.
Παράτησαν τα σπίτια τους σε ξένους,
να περνάμε απόξω, να τ’ αναγνωρίζουμε,
και να μην τολμάμε να σφυρίξουμε.
Να λέμε: —Πάει αυτός!
Ή: Σπουδάζει στη Σορβόνη (κάτι τέτοιο).
Και το αποτέλεσμα;
Νάρχουνται κάτι απογέματα
ολόιδια με τ’ αλλοτινά,
και να λες: Πάω στο Νίκο…
(Αλλά δεν πας, έχει πεθάνει).
—Πάω στο Γιάννη… (Αλλά δεν πας μήτε σ’ αυτόν,
δίχως σημάδι στον κρόταφο).
Κι έτσι δεν έχεις πουθενά πια να πας
και κάθεσαι μονάχος σου και πλήττεις
με την υποψία
μήπως έχεις αργοπορήσει.

Ρένος Αποστολίδης

Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

Ρένος Αποστολίδης-Υπό Σκιά


Είναι κάποιοι
με σκοτεινή τη μοίρα
στη ζωή τους.
Μια σκιά
τους συνοδεύει,
και τη νύχτα,
και με συννεφιά,
κι όταν
φως παντού…
Όχι από δω,
ούτε απ’ τον ήλιο
– ξένη.
Τέμνει λοξά το δρόμο τους·
βαρύτατη,
ολοσκότεινη,
ακαθόριστη
εκτείνεται. Και τους αναγκάζει
να βαδίζουν πάντα
μες στο χώρο της…
Δεν είναι φως
που να τη σβήση·
στο σύνορό της,
το ανένδοτο,
σπάζουν τα φώτα
όλων των προβολέων…



Το ξέρουν·

και

όπου οι άλλοι

ελπίζουν,

εκείνοι αισθάνονται

γυρμένη

πάνω τους

τη σταθερή σκιά…

Δεν κινούν πιά να φύγουν

– ξέρουν:

θα κινηθή

κι αυτή μαζί τους…

Σιγά-σιγά

την εκτιμούν…

Άλλωστε βλέπουν

σκυμμένη πάνω τους

να βαραίνη,

κρίσιμη κι αποφασιστική,

όταν το Ναί και τ’ Όχι

κρεμιούνται

σε μια τρίχα

κι αυτή την κόβει

μονομιάς,

πιστά πάλι ακολουθώντας

τους

στα ερέβη τα χαοτικά

που τους ευθύνει…

Σιγά-σιγά

και την αγαπούν…

Και πιά δεν κατέχουν

– κι ούτε που

τους μέλει –

ποιος ποιόν

ακολουθεί… Μον’ συλλογίζουνται,

τι θα

γινόντουσαν

αν την εχάνανε

πρι’ να χαθούν!..


[από τα «Ποιητικά γράμματα», 1949]

 

 Πηγή:https://www.bibliotheque.gr/article/80640