Είμαι γυναίκα και πετάω και κάνω ορθά τα δυο μου στήθη και πια τη δύναμη μου δε βαστώ και πόλεμο τη ρίχνω
Σήκωνω τ’ άρματα ξεκίνησα κι αλί στα παλληκάρια
Είμαι γυναίκα δροσερή πηγή και πλημμυρώ τον άμμο και ρίχνω ανθούς στη χέρσα τούτη γης και ξεχειλίζει ανθρώπους
Είμαι γυναίκα και το θάνατο νικώ με το φιλί μου φωνάζει η νια, ξεπλέκει τα μαλλιά και βάφει τα βυζιά της
Στο κάστρο πρώτη εστάθη η κοπελιά μες στο δροσάτο ίσκιο κι οι ρούγες ούλες απ’ τα πόδια της σαν ποταμοί κινήσαν
Κι αυτή σηκώνει το βουερό λαιμό γλυκό αρχινάει τραγούδι σταθήκαν οι αγωγιάτες με τα ζα ξεχάσθησαν οι μπροστάροι
Δεν είναι κάστρο αυτό που καίγεται δεν είν’ φωτιά τσομπάνου άντρα με κοπελιά αρέστηκε και το στηθάκι ανοίγει
Είμαι γυναίκα, είμαι γυναίκα δροσερή πηγή
Στίχοι για το τραγούδι Το τραγούδι της γυναίκας Βενετσάνου Νένα του έτους 1994 σε στίχους Καζαντζάκης Νίκος και σύνθεση Μαμαγκάκης Νίκος από το album Εικόνες- Νένα Βενετσάνου.
Κλεισμένος είμαικαρτερώ το μήνυμα. Κι άλλα σινιάλα μάζεψα που έκανες το χέρι σου που απάνω μου ξεχάστηκε, θερμό ιδιαίτερα της χειραψίας σου το σφίξιμο, και το φιλί, που αποχαιρετισμού δεν έμοιαζε
Κάποιο σημείωμα, κάποιο βαθύ ξεμακρισμένο τηλεφώνημα από το δορυφόρο θα χυμήξει επάνω μου Του έρωτα μας θα `ναι η αντανάκλαση, ματιές κλεφτές ματιές, αστραφτερές ματιές, πικρές ματιές όταν χωρίζαμε προχτές στ’ αεροδρόμιο
Το νιώθω τώρα πως θα `ρθείς αν όχι φτάνει μόνο που με κοίταξες εσύ με νοιάζεις, θά `ρθεις κάποτε Μπορώ να περιμένω χρόνους άπειρους να περπατώ και να μη βλέπω τριγύρω μου
Ευτυχισμένος στο κρεβάτι μου δε νιώθω πια την επανάσταση της σάρκας μου εσύ με νοιάζεις, θά `ρθεις κάποτε Μπορώ να περιμένω χρόνους άπειρους να περπατώ και να μη βλέπω τριγύρω μου
Γύρισε το γράμμα πίσω πουθενά δε θα μιλήσω έφυγες με άλλο πλοίο και δε μου `γραψες αντίο έφυγες με άλλο πλοίο και δε μου `γραψες αντίο
Περπατάς μέσα στ’ αγιάζι η καρδιά για σένα βράζει Περπατάς μέσα στις στάλες των ματιών μου τις ψιχάλες Περπατάς μέσα στις στάλες των ματιών μου τις ψιχάλες
Έσβησα μέσα κλεισμένη μα η καρδιά μου επιμένει βλέπω τη φωτογραφία που μας βγάλαν στα Χαυτεία βλέπω τη φωτογραφία που μας βγάλαν στα Χαυτεία
Πάρε κόλλα και μελάνι μόλις πιάσετε λιμάνι γράψε μέσα την αντρέσσα δείξε μου πως έχεις μπέσα γράψε μέσα την αντρέσσα δείξε μου πως έχεις μπέσα
Στίχοι για το τραγούδι Το γράμμα Αρβανιτάκη Ελευθερία του έτους 1988 σε στίχους Ιωάννου Γιώργος και σύνθεση Μαμαγκάκης Νίκος από το album Κέντρο διερχομένων.
Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Μαρή και με τον Παναγιώτη.Δε μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμου». Όλο εμουρμούριζε: «Κυρ Δεκανέα,άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».
Τον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.Εκάρφωνε πέρα, σ’ ένα σημείο, το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,σα να ’λεγε, σα να παρακαλούσε:«Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω».
Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι, μαζί τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος. Ελεγεία και Σάτιρες, 1927
Δραμαμίνη - Ο Μιχαλιός Τάσης Χριστογιαννόπουλος - Ο Μιχαλιός (Μελοποίηση: Νίκος Μαμαγκάκης)
να μη σε γράψουνε με ξέρουνε στην πιάτσα και θα σε κάψουνε
Περπατά το κατόπι πάνω στα βήματα εγώ από σένα φως μου δε θέλω χρήματα εγώ από σένα φως μου δε θέλω χρήματα
Γυρνάω και σε βλέπω και αναστατώνομαι αν είσαι όπως δείχνεις εγώ σκοτώνομαι
Δε θέλω να μας δούνε, μισώ το μάτι τους εγώ ποτέ δεν είπα για το κρεβάτι τους εγώ ποτέ δεν είπα για το κρεβάτι τους
Περπατά κι ακόλουθα, μάθε το σπίτι μου να έρχεσαι μονάχος, αποσπερίτη μου κι όταν χτυπάς την πόρτα μες τα μεσάνυχτα τα παραθύρια μου όλα θα `ναι ορθάνοιχτα
Να ’στε γεροί, να ’στε καλάμε τα τσαπράζια τα πολλάκαι τα μεγάλα ονόματα,κοτζαμπάσηδες όλοι πρώτης25και με τους διάκους ο δεσπότης— τζιλβέδες και καμώματα!
Χίλια χέρια κι άρματανα ’χα να σας φράξω,να ’χα και δυο κέρατα30τον οχτρό να σκιάξω!
Για να βαστάξει, όσο μπορεί,το μακελειό, να ’στε γεροί,της Πένας αντρειωμένοι!Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,35σύντας η Δόξα μελετά μαςτα σκελετά γερμένη.
Να ’χαμ’ ένα βασιλιά,για να μας θαμπώνει,με λειρί στο κούτελο,40με φωνή τρομπόνι!
Σου φτάνουν σένα τα χωριάτης Ρούμελης και του Μοριάκαι να ’ν’ πολλά σου τα έτη!Μα η Έγριπο με το μπουγάζι,45που πλήθιο ψάρι κατεβάζει,δικό μου βιλαέτι!
Έχω τρύπα στο βρακί,λίγδα στην καπότα μου,έχω ψείρα σαν κουκί50και βρομούν τα χνότα μου.
Έχω νοήματα σοφά!Σ’ αγιονορίτικο σοφάστα λάδια και στα πάχηκολύμπησα, μα πάντα μένει55άδεια η κοιλιά και τουρλωμένη— ανεμογκάστρι θα ’χει!
Τί λαμπρός που ’ν’ ο καιρός,πόσο εγώ ’μαι ωραίος!Έφαγα έναν πόντικα,60δόξα να ’χει ο θέος!
Η σάρκα και τα κόκαλα,λάσπη πολλή και φρόκαλα,Πατρίδα μου, χαλάλι σου!Σαν είν’ οι αφέντες σου δικοί,65θα ’ναι κι η ζήση σου γλυκήκι ανέγνιο τα κεφάλι σου!
Το χαράτσι, τα παιδιά,μοναχός να κρίνεις,άλλο να σ’ τα παίρνουνε70κι άλλο ναν τα δίνεις.
Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,μαύρη ζωή, όλη πίκρα.Μα θα χαρώ σε, Λευτεριά,75αιώνια Αλήθεια κι Ομορφιά,σαν θα περάσω Αντίκρα.
Να ’χαμ’ ένα βασιλιά,δράκο με χοντρόλαιμο,σέρτικο κι αράθυμο,80για να κάνει πόλεμο!
Άμποτε λίγο να δυνόμουνγια μια στιγμή να τρελαινόμουν,ο σαλεμένος νουςκαι τα κλεισμένα τσίνορα85να μην ξαμώνουν σύνορακαι χώριους ουρανούς!
Να ιδώ τον κόσμο ανάποδατον αδερφό μου ξένοκαι τον οχτρόν αδέρφι μου90αδικοσκοτωμένο.
Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους, αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι αγκομαχώντας. Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω κι εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι· και σφίγγοντας την κοιλιά της με τα δυο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της δεξιά κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες της Ανατολής. ·
Σπιτάκι μου,— στανάχωρο, και κάμαρά μου,— χαμηλή!
Πόνοι μού σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί.
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω.
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή,
ο πόνος, που με κυνηγά, θε να με φέρει πίσω.
Ω χώμα, που τραγουδιστά σε πίνει ο πεύκος ο βαθύς,
όσο που μπάρσαμο πικρό στα φύλλα του να σουρωθείς,
μέσα σου χώνομαι κι εγώ, τα σπλάχνα γλύκανέ μου.
Αχ, χάιδεψέ μου τα μαλλιά της κεφαλής μου της ξανθής,
πάρε τη σκέψη μου πολύ μακριά, πνοή του ανέμου!
Σαν καρδερίνα του Μαρτιού με τα φτερά τ’ αστραφτερά,
που σε βαθιά τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά,
μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί ζεστή φωλιά κρεμάει,
την κούνια σου, παιδάκι μου, με ξύλα φκιάνω ευωδερά
και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Ανθομάη.
Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό
περνάτε μια και χάνεστε, σκήμα χωρίς και θώρι,
ελάτε κι άλλη μια φορά, πείτε μου να μην το ξεχνώ,
πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ’ν’ αγόρι. (Εδώ η Παναγιά μιλά για το όραμα του Αγγέλου).
Κάνε ψαρά, πεζόβολο στ’ ακροθαλάσσι να πετάς,
κάνε σε κάδο τρυγητή γλυκά σταφύλια να πατάς·
κάνε γκαμήλες να ποτίζεις σ’ έρημο πηγάδι·
κάν’ αναγνώστη στο Ναό να ψέλνεις και να θυμιατάς—
πού σ’ είδα, γνώριμη αστραψιά στου νου μου το σκοτάδι;
Ήσουν ωραίος σαν άγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές,
η μια βυθούσε στ’ αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες·
κάτι στο χέρι κράταγες, γιά φλάμπουρο γιά κρίνο
—χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές!—
ό,τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω.
Μα γιατί μου ’δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος ναν το δει!
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει!
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αυγή βραδί,
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
...................................
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.
Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα ’χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα παγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Όχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
—Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…—
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!΄
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ /ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ /ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Το Θεϊκό ήτοι Το Ανθρώπινο Πάθος
Τμήμα της ποιητικής σύνθεσης: «Οι πόνοι της Παναγίας»
Μελοποίηση: Λουκάς Θάνος
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης
Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι, ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες! Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα, των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν κι αν η μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα, νά που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει (είταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει) σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!
Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αβλή με πηγάδι... και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι... νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι, το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Κι’ άμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι, με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι, (άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι ν΄ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.
Κ’ αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη, η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει, ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.
Κι ο κατόχρονος θάνατος θά φτανε μέλι και πολλή φύτρα θά φηνες τέκνα κι αγγόνια καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι, τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια, για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει... Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια, λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φέβγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου, Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις. Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου, δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει, σαν της πέρνουν το τέκνο, η δαμάλα, ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια. Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα: τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις! Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!) δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη... Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ρθει το δείλι, το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα, σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί πες «Νά με»! Αχ! δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα! Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!
[πηγή: Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά. Το φως που καίει. Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Ποιήματα, εκδόσεις «Ο Κέδρος», Αθήνα 2006, σ. 64-66]