Τρίτη 15 Ιουλίου 2025
Θωμάς Σίδερης - Όταν οι ναζί έβαλαν στο στόχαστρο την Τέχνη
Η τέχνη ήταν πάντα πεδίο έκφρασης, αμφισβήτησης και πολιτισμικής εξέλιξης. Όμως υπήρξαν εποχές κατά τις οποίες η ελευθερία της καλλιτεχνικής δημιουργίας τέθηκε στο στόχαστρο ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν η έκθεση Entartete Kunst (εκφυλισμένη τέχνη). Διοργανώθηκε από το ναζιστικό καθεστώς το 1937 στο Μόναχο. Η έκθεση αυτή δεν είχε σκοπό να προωθήσει την τέχνη, αλλά να την καταδικάσει. Οι ναζί χρησιμοποίησαν την έκθεση για να δυσφημίσουν τη μοντέρνα τέχνη και να επιβάλουν τη δική τους αισθητική και ιδεολογία.
Οι ναζί καθόρισαν αυστηρά ποια μορφή τέχνης ήταν αποδεκτή και ποια θεωρούνταν εκφυλισμένη. Ο όρος Entartete Kunst χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τα μοντέρνα καλλιτεχνικά ρεύματα, όπως ο εξπρεσιονισμός, ο κυβισμός, ο ντανταϊσμός και ο σουρεαλισμός. Οι καλλιτέχνες που εκπροσωπούσαν αυτές τις τάσεις χαρακτηρίστηκαν «εχθροί του Ράιχ». Το έργο τους θεωρήθηκε προϊόν ψυχικής διαταραχής, ηθικής διαφθοράς ή –ακόμη χειρότερα– εβραϊκής συνωμοσίας.
Στις 19 Ιουλίου 1937 στο Institut für Archäologie στο Μόναχο εγκαινιάστηκε η έκθεση. Τα έργα προέρχονταν από κατασχεμένες συλλογές γερμανικών μουσείων. Πολλοί από τους καλλιτέχνες είχαν ήδη διωχτεί ή αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Η έκθεση περιλάμβανε πάνω από 650 έργα από 112 καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων οι Pablo Picasso, Wassily Kandinsky, Paul Klee, Otto Dix, Max Ernst και Emil Nolde.
Τα εκθέματα είχαν τοποθετηθεί άναρχα και στριμωγμένα, για να προκαλούν αποστροφή. Στους τοίχους υπήρχαν προπαγανδιστικά συνθήματα όπως «Η τρέλα γίνεται μέθοδος» ή «Οι Εβραίοι είναι υπεύθυνοι γι’ αυτή την τέχνη». Πίνακες συνοδεύονταν από σχόλια που συνέδεαν την τέχνη με ψυχικές διαταραχές και κοινωνική παρακμή.
Η παρουσίαση ήταν σχεδιασμένη ώστε ο θεατής να βλέπει τα έργα όχι ως πολιτιστικά δημιουργήματα, αλλά ως παραδείγματα εκφυλισμού και διαστροφής.
Η έκθεση προσέλκυσε πάνω από δύο εκατομμύρια επισκέπτες. Παρά την προπαγανδιστική της φύση, πολλοί επισκέπτες ενδιαφέρθηκαν ειλικρινά για τα έργα, γεγονός που αποδεικνύει ότι η ναζιστική αισθητική δεν ήταν καθολικά αποδεκτή.
Την ίδια χρονιά λίγο πιο πέρα, στο Haus der Deutschen Kunst, φιλοξενούνταν η Große Deutsche Kunstausstellung (μεγάλη γερμανική καλλιτεχνική έκθεση), η οποία πρόβαλλε την «επίσημη» τέχνη του καθεστώτος. Εκεί εκτίθεντο έργα ρεαλιστικά, εθνικιστικά και ηρωικά, τα οποία απεικόνιζαν «Άριους» στρατιώτες, υγιείς αγρότες και εμβληματικά τοπία.
Ο Αδόλφος Χίτλερ και άλλοι ναζί αξιωματούχοι θεωρούσαν ότι η τέχνη έπρεπε να είναι ρεαλιστική, ηρωική, φυλετικά καθαρή και να απεικονίζει τη γερμανική υπεροχή.
Οικογενειακές και αγροτικές σκηνές που προωθούσαν την έννοια της «γερμανικής κοινότητας» (Volksgemeinschaft). Ηρωικές απεικονίσεις στρατιωτών και εργατών που αντανακλούσαν τη ναζιστική ιδεολογία της πειθαρχίας και του καθήκοντος. Γλυπτά και πίνακες με τον Χίτλερ που ενίσχυαν την προσωπολατρία του φίρερ. Απεικονίσεις της «Άριας φυλής», με ιδανικά ανδρικά και γυναικεία σώματα, βασισμένα στις αρχές της κλασικής ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης.
Η Große Deutsche Kunstausstellung δεν είχε την ίδια επιτυχία με την Entartete Kunst. Το κοινό φάνηκε να προτιμά την τέχνη που το καθεστώς ήθελε να καταστρέψει, γεγονός που υπογράμμισε τη διάσταση μεταξύ προπαγάνδας και πραγματικής πολιτιστικής αξίας.
Πηγή: https://shortstories.gr/short/otan-oi-nazi-evalan-sto-stochastro-tin-techni/
Παρασκευή 23 Μαΐου 2025
Φράνσις Μπέικον: “Η μεγάλη τέχνη δίνει αξία στη ζωή”
Ο θάνατος είναι το μόνο απόλυτο πράγμα που γνωρίζουμε σ’ αυτή τη ζωή. Ο θάνατος είναι η μοναδική απόλυτη βεβαιότητα. Οι καλλιτέχνες ξέρουν ότι δεν μπορούν να τον νικήσουν, οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχουν απόλυτη συναίσθηση ότι θα τους αφανίσει –τους ακολουθεί σαν τη σκιά τους– κι αυτός πιστεύω ότι είναι ένας από τους λόγους που σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες έχουν πλήρη συνείδηση της τρωτότητας και της μηδαμινότητας της ζωής, της τρωτότητας της δικιάς τους ζωής αλλά και οποιουδήποτε άλλου.

“Ένας από τους λόγους που οι παλιές φωτογραφίες ασκούν τόσο μεγάλη γοητεία, πολύ περισσότερο από την υφή, τις γρατσουνιές και τους λεκέδες και τη γενικότερη κατάστασή τους, είναι επειδή σκεφτόμαστε «Τώρα είναι όλοι τους νεκροί»”… Πορτρέτο του Φράνσις Μπέικον (1909- 1992)
Δεν υπάρχει ζωή στο θάνατο – ο θάνατος μπορεί να εξυψώσει τη ζωή, αλλά όταν είσαι νεκρός, είσαι νεκρός. Κι είναι μονάχα η συνείδηση του θανάτου στη ζωή, που της προσδίδει τη δύναμη της.
Ποτέ δεν πιστεύω τους ανθρώπους όταν μιλάνε για ηθικό κίνδυνο – νομίζω ότι ο μόνος κίνδυνος είναι ο σωματικός κίνδυνος.
Ένας από τους λόγους που οι παλιές φωτογραφίες ασκούν τόσο μεγάλη γοητεία, πολύ περισσότερο από την υφή, τις γρατσουνιές και τους λεκέδες και τη γενικότερη κατάστασή τους, είναι επειδή σκεφτόμαστε «Τώρα είναι όλοι τους νεκροί». Αυτοί οι άνθρωποι, που βολτάριζαν εδώ κι εκεί χωρίς να σκέφτονται, όπως κι ο περισσότερος κόσμος, ότι θα έρθει και γι’ αυτούς ο θάνατος –πιστεύοντας ότι οι ίδιοι είναι αιώνιοι και ότι μόνο οι άλλοι θα πεθάνουν–, χάθηκαν ξαφνικά μέσα σε μια στιγμή. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι στο χρώμα της σέπιας που τους βλέπεις στις φωτογραφίες να περπατούν στους δρόμους της εποχής τους, και σκέφτεσαι «Τώρα είναι όλοι τους νεκροί» – αυτό είναι που κάνει τις φωτογραφίες σπαραχτικές. Κατά πόσο η πατίνα του χρόνου εντείνει ακόμα περισσότερο αυτό το συναίσθημα, δεν είμαι βέβαιος. Για παράδειγμα, μου αρέσουν τα Ελγίνεια Μάρμαρα στο Βρετανικό Μουσείο, αλλά συχνά αναρωτιέμαι μήπως τα βρίσκω ομορφότερα επειδή είναι θραύσματα. Δεν ξέρω αν θα μας άρεσε τόσο πολύ ο Παρθενώνας αν τον βλέπαμε όπως ήταν αρχικά, στολισμένος σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Η ζωγραφική βρίσκεται σε μια παράξενη φάση, καθώς από τη μια είναι δύσκολο να είσαι παραστατικός καλλιτέχνης, και από την άλλη, το πρόβλημα με όλες τις σχολές της αφηρημένης τέχνης, που παρουσιάστηκε ως μια φυσική εξέλιξη, είναι ότι καταλήγουν στη διακόσμηση επειδή μπορείς να γεμίσεις τα έργα σου με ό,τι σου φαίνεται χαριτωμένο, ενώ στην παραστατική ζωγραφική είναι σχεδόν αδύνατο να αποφύγεις την εικονογράφηση όταν ζωγραφίζεις το ανθρώπινο σώμα. Θα ήταν προτιμότερη μια φωτογραφία.
Τα περισσότερα αφηρημένα έργα δεν μου λένε τίποτα. Τα βλέπω απλώς ως πολύ όμορφα –είτε όχι και τόσο όμορφα– μοτίβα. Έχω την αίσθηση ότι όλη σχεδόν η αφηρημένη τέχνη στην πραγματικότητα είναι μια διακοσμητική τέχνη, εννοώ για να διακοσμήσεις ένα δωμάτιο ή για να φτιάξεις επί παραγγελία ένα «χαριτωμένο» δωμάτιο είτε μια αίθουσα. Ξέρω ότι οι περισσότεροι αφηρημένοι καλλιτέχνες θα διαφωνούσαν μαζί μου, αλλά παρ’ όλα αυτά, τα έργα τους μου φαίνονται στην καλύτερη περίπτωση απλώς χαριτωμένα. ___ Σιχαίνομαι εννιά στις δέκα ζωγραφιές που βλέπω, ανάμεσά τους και τις δικές μου. Πράγματι τα περισσότερα έργα δεν μου αρέσουν, και πιστεύω πως αν οι άνθρωποι κάνουν κάνα δυο εξαιρετικά πράγματα στη ζωή τους, είναι ήδη πολύ…
Μου αρέσουν μερικά έργα, ακόμα και ανθρώπων της δικής μου γενιάς, για παράδειγμα θαυμάζω πολύ μερικές δουλειές του Πικάσο, του Ματίς και πάνω απ’ όλα, του Ντυσάν∙ πιστεύω όμως ότι σε κάθε καλλιτέχνη δεν μπορείς παρά να θαυμάζεις ορισμένα μόνο έργα ή περιόδους του. Δεν είναι δυνατό ένας άνθρωπος να κάνει συνεχώς αριστουργήματα. Γενικά, τα γηρατειά κάνουν καλύτερους τους ζωγράφους.
Η διάρκεια του χρόνου που αφιερώνεις σε κάτι δεν σημαίνει τίποτα. Τα πιο εκπληκτικά πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ γρήγορα. Δεν χρειάζεται να σπαταλάς το χρόνο σου. Κρίνοντας από την προσωπική μου δουλειά, τα καλύτερα πράγματα είναι αυτά που βγαίνουν γρηγορότερα.
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τα έργα μου θεωρούνται φρικιαστικά. Μου βάζουν πάντα την ταμπέλα του φρικτού, ποτέ όμως δεν συλλογίζομαι τη φρίκη. Η απόλαυση έχει πολλές όψεις. Το ίδιο και η φρίκη.
Πεταμένες εφημερίδες που ξεβάφουν στον ήλιο, οστά και πτώματα που έμειναν καιρό στη θάλασσα ή στον ήλιο και την άμμο, σταδιακά μεταμορφώνονται σε κάτι διαφορετικό. Έχει μια κάποια ομορφιά αυτό το θέαμα – ένα είδος μαγείας.
Αν δεις κάποιον σωριασμένο στο πεζοδρόμιο κάτω από το φως του ήλιου να κολυμπάει στο αίμα, το θέαμα αυτό καθαυτό –το χρώμα του αίματος σε αντίθεση με το πεζοδρόμιο– είναι πολύ αναζωογονητικό, πολύ τονωτικό…
Κάποτε είδα ένα άσχημο αυτοκινητιστικό ατύχημα σ’ ένα μεγάλο δρόμο, διάσπαρτα κορμιά, γεμάτα γυαλιά από τα αμάξια, αίματα και σκόρπια διάφορα προσωπικά αντικείμενα, και η αλήθεια είναι ότι το θέαμα ήταν πανέμορφο. Πιστεύω ότι υπήρχε μια τρομερά φευγαλέα ομορφιά στην τυχαία στάση των σωμάτων, στον τρόπο που κείτονταν και στο αίμα, ίσως επειδή δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τέτοια θεάματα… Ήταν καταμεσήμερο, την ώρα που ο ήλιος πυρπολεί το λευκό δρόμο.
Δεν σκέφτομαι συχνά το Καλό και το Κακό, και σίγουρα δεν τα σκέφτομαι ποτέ όταν ζωγραφίζω.
Όσον αφορά τον εαυτό μου, ξέρω ότι δεν θα μπορούσα να δουλέψω αν γνώριζα εξαρχής τι πρόκειται να κάνω. Δουλεύω απλώς με την ελπίδα ότι θα μου χαμογελάσει η τύχη. Το ίδιο ισχύει σε όλα τα πράγματα.
Με θρέφει πάντα η ελπίδα ότι κάτι αξιοσημείωτο θα βγει στο τέλος. Αυτό με παρακινεί, η ελπίδα ότι θα κάνω κάτι πραγματικά σημαντικό.
Φαντάζομαι ότι κανένας καλλιτέχνης δεν είναι ικανοποιημένος από τη δουλειά του, και πιστεύω ότι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα σχετικά με τους καλλιτέχνες είναι ότι ποτέ δεν μαθαίνουν αν το έργο τους έχει καμιά αξία, αφού πεθαίνουν προτού ο χρόνος βγάλει την τρομερή, αλάθητη ετυμηγορία του.
Έχω γνωρίσει απίστευτα ευφυείς ανθρώπους που ήθελαν να γίνουν καλλιτέχνες, αλλά ποτέ δεν τα κατάφεραν. Η ευφυΐα δεν σε βοηθάει απαραίτητα να γίνεις καλλιτέχνης.
Δεν πιστεύω ότι ένας πίνακας είναι το ίδιο πράγμα με τη ζωή, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο, τα έργα ζωγραφικής που μου αρέσουν αντανακλούν τη ζωή και, όπως και κάθε μορφή τέχνης που με συγκινεί, με στέλνουν πίσω στη ζωή πιο βίαια. Η μεγάλη τέχνη δίνει αξία στη ζωή.
Επειδή τα μέρη όπου ζω ή θα μου άρεσε να ζω είναι σαν μια αυτοβιογραφία, θέλω να υπάρχουν τα σημάδια που αφήνω εγώ ή οι άλλοι άνθρωποι. Είναι σαν ίχνη μνήμης για μένα. Για παράδειγμα, αυτή η πόρτα, κάποιος την έσπασε επειδή είχε οργιστεί με κάτι∙ επίσης αυτός ο ραγισμένος καθρέφτης ή τα χαρτιά στο πάτωμα.
Μου αρέσει η εξοχή, αλλά δεν μπορώ να ζήσω στην εξοχή. Μου τη δίνει το πρωί όταν ακούω αυτά τα πράγματα να κελαηδούν εκεί έξω.
Είναι πολύ δύσκολο να μιλάς για τον εαυτό σου και το έργο σου, γιατί δεν μπορείς να δεις τον εαυτό σου όπως τον βλέπουν οι άλλοι. Πιστεύω ότι συχνά είμαστε πιο επιεικείς με τον εαυτό μας παρά με τους άλλους.
Εξελιχθήκαμε μέσα από εκατομμύρια χρόνια και φτάσαμε στην τωρινή κατάσταση εκφυλισμού. Οι άνθρωποι είναι εντελώς εκφυλισμένοι.
Αυτό που διαφέρει από ράτσα σε ράτσα είναι ο βαθμός εκφυλισμού. Δεν πάω να κάνω κήρυγμα τώρα∙ απλώς δουλεύω όσο πιο κοντά γίνεται στο ένστικτό μου, κι αυτό είναι το μόνο που μπορώ να κάνω.
Ο Νίτσε προέβλεψε το μέλλον για μας – ήταν η Κασσάνδρα του 19ου αιώνα: μας είπε ότι αφού τίποτα δεν έχει νόημα, μπορούμε να κάνουμε ακόμα και εκπληκτικά πράγματα».
Οι παραπάνω σκέψεις του Μπέικον πρωτοδημοσιεύτηκαν στον κατάλογο της έκθεσής του στο Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης το Μάρτιο-Ιούνιο του 1975, όπου παρουσίασε έργα της περιόδου 1968-1974 – τρίπτυχα, τα περισσότερα, κυρίως αυτοπροσωπογραφίες, αλλά και πορτρέτα του φίλου του George Dyer. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για αποσπάσματα από τις συνομιλίες του Μπέικον με τον Νεοϋορκέζο φωτογράφο Peter Beard. Ο 76χρονος σήμερα Peter Beard , που συνεργάστηκε με διάφορους καλλιτέχνες όπως ο Warhol ή ο Capote, είχε εγκατασταθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 στην Κένυα, με την παρότρυνση της φίλης του συγγραφέως Κάρεν Μπλίξεν. Εκεί, στο πλαίσιο της εργασίας του στο Εθνικό Πάρκο Tsavo, φωτογράφισε περισσότερους από 35.000 ελέφαντες και 5.000 μαύρους ρινόκερους. Ο Μπέικον έβρισκε εξαιρετικά ερεθιστικές ειδικότερα τις φωτογραφίες του Beard που απεικόνιζαν πτώματα ελεφάντων: «Καθώς αποσυντίθενται τα κορμιά τους», έλεγε, «τα κόκαλα μεταμορφώνονται σε εκπληκτικά γλυπτά, που όχι μόνο δημιουργούν αφηρημένες φόρμες αλλά και απηχούν τη ματαιότητα και την απόγνωση της ζωής».
Από τον Βασίλη Κιμούλη
Πηγή: lifo
Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024
Κώστας Βάρναλης - Τέχνη και πολιτική
Κώστας Βάρναλης - Τέχνη και ηθική
Στην εφημερίδα Ακρόπολη της 17 του Μάρτη 1896 (παραμονές των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων) διαβάζουμε την ακόλουθην είδηση: “Αύριον θα στηθώσιν εις το Στάδιον και οι ανακαλυφθέντες δύο Ερμαί, εκατέρωθεν της σφενδόνης, εκεί όπου άρχονται τα τόξα αυτής. Τα κάτω μέρη των Ερμών, τα οποία δεν συνάδουσι προς τα σημερινά ήθη, θα καλυφθώσι δι’ υφασμάτων κυανόλευκων”.
Τι ήτανε αυτοί οι “Ερμαί” ή Ερμήδες του Σταδίου; Δυο τετράγωνες στήλες μαρμάρινες με δυο κεφάλια στην κορφή τους, του Ερμή και του Διόνυσου, κολλημένα σβέρκο με σβέρκο. Στην μπροστινή και στην πισινή πλευρά αυτών των στηλών ο αρχαίος μαρμαράς είχε σκαλίσει πολύ “έκτυπα” τα διακριτικά σημεία του φύλου των δύο θεών.
Σ’ αυτούς τους Ερμήδες (κι ήτανε πολλών λογιών: μονοκέφαλοι, διπλοκέφαλοι, τρικέφαλοι καθώς και διαφόρων θεών, ακόμα και θηλυκών, όπως της Αφροδίτης, της Υγείας κτλ) συνήθιζαν οι αρχαίοι να προσφέρουνε σύκα κι άλλα φρούτα και να τους περνάνε στο λαιμό κορδέλες και γιρλάντες από λουλούδια, όχι για να σκεπάζουνε τη γυμνότητά τους από σεμνοτυφία, μα για να τους στολίζουνε και τους τιμάνε για λόγους λατρευτικούς. Η γυμνότητά τους ήτανε στοιχείο θρησκευτικό κι οι αρχαίοι μαρμαρογλύφοι τήνε σημειώνανε, όπως λέγει καθαρά ο Ηρόδοτος “κατά λόγον ιερόν”.
Είναι γνωστό πως το γυμνό, φυσικό και καλλιτεχνικό, δεν τρόμαζε τους προγόνους μας. “Συνήδε προς τα αρχαία ήθη”. Μα στην περίπτωση των Ερμήδων υπήρχε κι ένας λόγος παραπάνω: η Θρησκεία.
Όταν όμως οι απόγονοι βρήκανε μέσα στο Παναθηναϊκό στάδιο τους δυο Ερμήδες κι αποφασίσανε να τους αφήσουνε στη θέση τους, θεωρήσανε φρόνιμο να τους καλύψουνε με υφάσματα. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Σύγκρουση δυο διαφορετικών πολιτισμών. Το σκέπασμά της από τους νεότερους οι αρχαίοι θα το βρίσκανε ιεροσυλία. Σ’ αυτές τις δυο αντίθετες “κρίσεις αξίας” λογαριάστηκε η Ηθική κι η Θρησκεία, δεν λογαριάστηκε η Τέχνη. Κι όμως αυτό θα έπρεπε να ‘ναι το κύριο ζήτημα. Είναι καλλιτεχνικά ωραίοι οι Ερμήδες αυτοί ή όχι; Και παίζει κανένα ρόλο η θρησκευτική και η ηθική κρίση στην καλαισθητική επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία των έργων;
Η θρησκευτική Τέχνη των αρχαίων δεν φοβότανε το γυμνό και το άσεμνο.Το ίδιο κι ο Μεσαίωνας είχε κάποιαν αναλογία με την αρχαία κλασική εποχή. Δε φοβότανε όχι μονάχα το γυμνό, μα και το άσεμνο. Πολλές γκαρκούγιες, culps de lampe, ανάγλυφα κι αγάλματα αδιαφορούνε για την ηθικότητα και ενδιαφέρονται μονάχα για το ωραίο, έτσι όπως το ήθελε το “αισθητικό πρόσταγμα” του καιρού. Άρχοντες, λαός και καλλιτέχνες ήτανε πιο φυσικοί και πιο απλοί σ’ αυτά τα ζητήματα, λιγότερο σχολαστικοί, αντίθετα με τη γνώμη, πως ο Μεσαίωνας είναι η εποχή του σχολαστικισμού.
Στην Αναγέννηση όμως, τον καιρό ίσα ίσα, που τα ήθη των αστών καθώς και των πολιτικών και θρησκευτικών αρχόντων, δεν ήτανε καθόλου ασκητικά, αρχίσανε να σκεπάζουνε τη γύμνια των αγαλμάτων με φύλλα συκής ή να τους φορούνε πανταλονάκια. Η Ντροπή δεν είναι πάντοτε σύμπτωμα αυστηρών ηθών. Μα και πάλι η Τέχνη άνοιγε ρήγματα μεγαλειώδη σ’ αυτήν την θεληματική σεμνοτυφία. Ο πάπας Ιούλιος Β΄ ανάγκασε με το ζόρι το Μιχαηλάγγελο να διακοσμήσει την Καπέλα Σιξτίνα. Τι φρίκη ένιωσε ο Καρδινάλιος εκείνος που είδε για πρώτη φορά τη φουρτούνα των γυμνών της “Δεύτερης Παρουσίας”! Και βρήκε αυτήν τη μεγαλοφυέστατη ζωγραφική σύνθεση όλων των αιώνων κατάλληλη μονάχα για σάλα λουτρού. Γιατί την “έκρινε” όχι σαν τεχνοκρίτης, μα σαν εκκλησιαστικός αξιωματούχος.
Κάτι τέτοια παραδείγματα δείχνουν αρκετά καθαρά, πόσο η αισθητική συνείδηση είναι διαφορετική από την ηθική και την θρησκευτική. Και όταν ακόμα η Τέχνη εξυπηρετεί τους σκοπούς της Θρησκείας και της Ηθικής (δύο ισότιμών της “αξιών”) δεν ζητάει να καταστήσει το περιεχόμενό της θέμα διδασκαλίας, μα αισθητικής χαράς πρώτ’ απ’ όλα.
Δε θέλουμε να υποστηρίξουμε πως η Τέχνη είναι από φυσικό της ανήθικη. Είναι μονάχα, από φυσικό της, πράγμα διαφορετικό από την ηθική, εξωηθική (amorale). Φτάνει να ρίξει κανείς μια ματιά στην ιστορία της Τέχνης και της λογοτεχνίας όλων των καιρών και των λαών για να πειστεί.
Ο έρωτας και το γυμνό σώμα είναι το πιο αγαπημένο θέμα των τεχνών. Η Τέχνη και η ποίηση των πρωτόγονων λαών τον αγνοεί τον έρωτα. Όμως στην ιστορία των πολιτισμένων λαών υπήρξαν εποχές, που ο έρωτας αποτελούσε τον κύριο άξονα της ζωής. Στο Μεσαίωνα τον ταυτίζανε με το Θεό και με τον ιπποτικό ηρωισμό. Στην Αναγέννηση τον είχανε κάνει είδος πολιτικής. Και στα χρόνια του αστικισμού κατάντησε κοινωνικός θεσμός.
Μα ο έρωτας από τη μοίρα του είναι ανήθικος. Γιατί παντού και πάντα παρουσιάζεται σαν ένα εξωοικογενειακό φαινόμενο… Είναι άρα αθέμιτος. Μήπως όμως γι’ αυτόν τον λόγο η ερωτική Τέχνη γεννά την ανηθικότητα; Είναι χρόνια, που κάποιος δικός μας κριτικός διαλάλησε από τις στήλες της εφημερίδας του πως ο ερωτικός ηδονισμός στη σύγχρονη ποίησή μας είναι ξεπεσμός της ποίησης κι αποτελεί δημόσιο κίνδυνο. Κι έκανε έκκληση στους “νοικοκυραίους” να προφυλάξουνε τα κορίτσια τους απ’ αυτόν τον κίνδυνο. (Δεν εννοούσε την πορνογραφική λογοτεχνία).
Η αισθητική ηδονή είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την αισθητηριακή. Η Τέχνη (εννοώ η αληθινή Τέχνη) δεν αποτείνεται στα ένστιχτά μας για να τα διεγείρει. Όσο κι αν παίρνει την ύλη της από την περιοχή των ενστίχτων, δεν μας δένει μ’ αυτά. Χάρη στην επέμβαση της τεχνικής και των τεχνικών συναισθημάτων μας αλλάζει “σημεία οράσεως του κόσμου” κι έτσι μας απομακρύνει από την άμεση επιρροή των αισθήσεων και των ενστίχτων. Όποιος διάβασε τη Σαπφώ, τον Αριστοφάνη, τον Βιγιόν, τον Βοκκάκιο, τον Βερλαίν, τον Γκαίτε των “ρωμαϊκών ελεγείων” κτλ. κι όποιος επισκέφθηκε το εθνικό μας Μουσείο, ας ομολογήσει, αν διαβάζοντας τα ερωτικά έργα αυτών των μεγάλων ή κοιτάζοντας τα γυμνά της αρχαίας γλυπτικής ή γραφικής, ένιωσε ποτές να ξυπνάει μέσα του η ερωτική επιθυμία. Οι Ερμήδες, οι Αφροδίτες των Αρχαίων, οι άγγελοι, οι Εύες και οι Μαγδαληνές των χριστιανών δεν μας ερεθίζουμε αισθητηριακά, μας αρέσουν αισθητικά. Κι αν μέσα σ’ αυτήν την αρεσιά υπάρχει και ίσκιος επιθυμίας, αυτός μένει στη σφαίρα του φανταστικού, δεν πάει παραπέρα. Για να μας διαφθείρει τα ήθη μας η “ανήθικη” Τέχνη, πρέπει εμείς να είμαστε από πριν διεφθαρμένοι ή άξεστοι. Όμοια η “ηθική” Τέχνη ποτές δεν θα μας ηθικοποιήσει, αν εμείς δεν είμαστε από τα πριν ηθικοί και καλαίσθητοι.
Συμπέρασμα: μονάχα οι αφώτιστοι απ’ της Τέχνης την αχτίδα (Μαβίλης), δηλ. οι ακαλλιέργητοι άνθρωποι βλέπουνε την ανηθικότητα της Τέχνης ως ανηθικότητα. Οι φωτισμένοι και καλλιεργημένοι αισθητικά βλέπουνε και νιώθουνε την Τένχη και τίποτες άλλο.
Οι πρόγονοί μας είχανε μεγάλη “κουλτούρα” με την έννοια που δίνει στον όρο αυτόν ο Γερμανός φιλόσοφος Τσάμπερλαιν. Δηλαδή όλη τους τη ζωή ήτανε (όχι και τόσο!) θεμελιωμένη επάνω στο Ωραίο. Έτσι δεν βλέπανε τη γύμνια των Θεών τους. Βλέπανε την ομορφιά τους. Όταν οι απόγονοι ζητάμε να πάρουμε τη γλώσσα τους (οι αρχαϊστές), ας ζητήσουμε να πάρουμε πρώτ’ απ’ όλα την ψυχή τους, που δεν είχε τις δικές μας προλήψεις. Κι όταν ανασταίνουμε τους ολυμπιακούς αγώνες τους, είναι υποχρέωσή μας να σεβόμαστε τον πολιτισμό τους “κατά λόγον ιερόν”.
Αν πραγματικά μια Τέχνη πρέπει να ονομαστεί ανήθικη, για τον ανήθικο ρόλο που παίζει στην πνευματική και τη συναισθηματική ζωή των μαζών, είναι η Τέχνη η αντιδραστική. Αυτή που ψεύδεται, παραπλανά και συσκοτίζει τις μάζες, σε τρόπο, που να χάνουμε την αίσθηση του πραγματικού, του αληθινού, του προοδευτικού και της λευτεριάς.
Η τέτοια Τέχνη κι όταν δεν είναι άσεμνη είναι Τέχνη κακοήθης. Η καλή Τέχνη, που αναπαριστά το γυμνό, είναι ηθική, μα η κακιά Τέχνη, κι όταν σκεπάζει την ανηθικότητα, αυτή ‘ναι πρόστυχη κι ανήθικη.
Απόσπασμα από το βιβλίο Αισθητικά – Κριτικά, 1958.
Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2023
Leo Tolstoy - Περί Τέχνης (απόσπασμα)
«Ένα γνήσιο έργο τέχνης μόνο σποραδικά αναφαίνεται στην ψυχή ενός καλλιτέχνη ως καρπός της ζωής που έζησε, όπως ακριβώς μια γυναίκα μόνο σποραδικά συλλαμβάνει και κυοφορεί. Απεναντίας, η κίβδηλη τέχνη παράγεται συνεχώς από τεχνίτες και χειροτέχνες, φτάνει να υπάρχουν οι άνθρωποι να την καταναλώσουν…Το κίνητρο για την παραγωγή πραγματικής τέχνης είναι η εσωτερική ανάγκη του καλλιτέχνη να εκφράσει ένα αίσθημα που συσσωρεύτηκε μέσα του, όπως ακριβώς για μια μάνα το κίνητρο της σύλληψης ενός παιδιού είναι η αγάπη. Το κίνητρο της κίβδηλης τέχνης, όπως και της πορνείας, είναι το κέρδος. Το αποτέλεσμα της αληθινής τέχνης είναι η εισαγωγή ενός νέου αισθήματος στις αμοιβαίες σχέσεις της ζωής, όπως το αποτέλεσμα της αγάπης μιας συζύγου είναι το νέο πλάσμα που έρχεται στη ζωή. Το αποτέλεσμα της κίβδηλης τέχνης είναι η διαστροφή του ανθρώπου, το αίσθημα του ανικανοποίητου και η εξασθένιση της πνευματικής δύναμης του ανθρώπου».
Πηγή: Λεον Τολστόι, Τι είναι τέχνη, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, εκδόσεις Printa, Αθήνα, 1994, σ. 269.
Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023
Γιώργος Μιχαλακόπουλος - Γράμμα σε έναν νέο ηθοποιό
Να αγαπάς το σώμα σου, τη στραβή τη μύτη, το πάχος σου, τα μικρά τα μάτια σου, γιατί μόνον έτσι θα φτάσουν όμορφα στη σκηνή, άλλωστε μ’ αυτά θα ζήσεις και θ’ αποθάνεις. Όσο τα κρύβεις, τόσο τ’ ασχημαίνεις. Να αποδέχεσαι τον εαυτό σου, το κορμί σου και όχι κάποιον άλλο από αυτό.
Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2023
Ιngmar Bergmann - [Tέχνη]
Ανεξάρτητα από τις δικές μου πεποιθήσεις ή αμφιβολίες, που εδώ είναι εντελώς άσχετες, η γνώμη μου είναι ότι η τέχνη έχασε το ζωογόνο νόημά της τη στιγμή που διαχωρίστηκε από τη λατρεία. Έκοψε τον ομφάλιο λώρο και ζει μια παράξενα αποστειρωμένη ζωή από δεύτερο χέρι, αναπαράγοντας και εκφυλίζοντας τον εαυτό της.
Το άτομο έχει γίνει η ύψιστη μορφή και η μεγαλύτερη κατάρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η δημιουργική συλλογικότητα, η ταπεινή ανωνυμία, είναι ένα λείψανο τώρα πια ξεχασμένο και θαμμένο χωρίς σημασία και νόημα. Οι πιο μικροσκοπικές πληγές και οι ηθικοί πόνοι του Eγώ τίθενται κάτω από το μικροσκόπιο και εξετάζονται υπό το πρίσμα της αιωνιότητας. Οι σκοτεινοί φόβοι του υποκειμενισμού και της συνείδησης γίνονται της μόδας και τελικά πέφτουμε σε μια μεγάλη παγίδα όπου στεκόμαστε και γκρινιάζουμε για τη μοναξιά μας χωρίς να ακούμε ο ένας τον άλλον και χωρίς καν να συνειδητοποιούμε ότι στριμώχνουμε ο ένας τον άλλον μέχρι θανάτου.
Έτσι οι ατομικιστές κοιτάζονται στα μάτια και αρνούνται ο ένας την ύπαρξη του άλλου, επικαλούμενοι το μεγάλο σκοτάδι χωρίς να βιώσουν ούτε μια φορά τη θεραπευτική δύναμη της κοινοτικής χαράς.
Είμαστε τόσο δηλητηριασμένοι από τα δικά μας κυκλώματα, τόσο παγιδευμένοι στους δικούς μας φόβους, που δεν μπορούμε πια να διακρίνουμε ανάμεσα στο ψεύτικο και το πραγματικό, ανάμεσα στις ιδεοληψίες των ληστών και τα καθαρά ιδεώδη. Έτσι, αν κάποιος με ρωτήσει τι θα ήθελα να πετύχω με τις ταινίες μου, θα μπορούσα να απαντήσω: θέλω να είμαι ένας από τους καλλιτέχνες του καθεδρικού ναού εκεί κάτω στη μεγάλη κοιλάδα. Θέλω να είμαι εκείνος που σκαλίζει στην πέτρα το κεφάλι ενός δράκου, ενός αγγέλου ή ενός διαβόλου, ή ενός αγίου ακόμη, αδιάφορο, και τα δύο μου δίνουν μεγάλη ευχαρίστηση. Είτε πιστεύω είτε όχι, είτε είμαι χριστιανός είτε ειδωλολάτρης, εργάζομαι στην συλλογική κατασκευή αυτού του καθεδρικού ναού γιατί έχω μάθει να πλάθω πρόσωπα, άκρα και σώματα από πέτρα.
Και δεν χρειάζεται ποτέ να ανησυχώ για την κρίση των συγχρόνων μου ή των μεταγενέστερων - είμαι όλος κι όλος ένα όνομα και ένα επώνυμο μόνο που δεν είναι πουθενά χαραγμένα και που θα χαθούν μόλις χαθώ εγώ ο ίδιος. Αλλά ένα μικρό μέρος του εαυτού μου θα εξακολουθήσει να επιβιώνει μέσα στο θριαμβευτικά ανώνυμο σύνολο. Ένας δράκος ή ένας διάβολος ή ίσως ένας άγιος, τι σημασία έχει ποιος.
INGMAR BERGMAN
Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Κώστα Κουτσουρέλλη στο fb.
Τρίτη 22 Αυγούστου 2023
Στέφανος Ληναίος - Η Τέχνη γράφει Ιστορία
Τετάρτη 9 Αυγούστου 2023
Γιώργος Χειμωνάς - Η βιογραφία της όρασής μου (απόσπασμα)
Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023
Ζήσιμος Λορεντζάτος, Όσοι ξεκινούν για την περιπέτεια της τέχνης
Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023
Η τέχνη είναι το άλμα - του Ευθύμιου Λέντζα
Ο μεγαλύτερος σκοπός της τέχνης είναι να εξισώσει το θάνατο με τη ζωή.
Για τον καλλιτέχνη δεν είναι αρκετό να ζει∙ η βαθύτερη ανάγκη του είναι η αθανασία.
Η γνώση του πεπερασμένου τον τροφοδοτεί και φτάνει στην μεγαλύτερη ανακάλυψη: τέλειος άνθρωπος δεν υπάρχει.
Ένα έργο τέχνης περνάει στην αθανασία όταν αγγίξει την τελειότητα∙ όταν και οι ατέλειές του ακόμα δεν μας αφήνουν κανένα περιθώριο για αμφισβήτηση. Η λάθος γραμμή στον πίνακα, η βαρύγδουπη λέξη στο ποίημα, το στραβό γόνατο στο άγαλμα. Κάθε μεγάλο έργο είναι όμορφο, ό,τι άσχημο κι αν αναπαριστά ή περιγράφει.
Από τη στιγμή που ο καλλιτέχνης αποτυπώνει – δημιουργεί μια εικόνα, αυτή η εικόνα παύει να έχει ζωή. Το βίωμα πεθαίνει μέσα στο κάδρο, στο γραπτό, στο γλυπτό. Νεκρά χρώματα, νεκρά μελάνια, νεκρές πέτρες, νεκρά μάρμαρα∙ τίποτα δεν κινείται. Όπου δεν υπάρχει κίνηση, υπάρχει θάνατος.
Η τέχνη δεν είναι οδηγός επιβίωσης. Αυτό το βάρος έχει πέσει στις πλάτες της επιστήμης και της θρησκείας. Ένα έργο δεν προσπαθεί να σε παρασύρει σε καλύτερες συνθήκες ζωής. Ο ρόλος του έργου είναι να είναι. Είναι ο δρόμος του καλλιτέχνη προς τον θάνατο.
Ο άρρωστος παραδίδει το σώμα και τη ψυχή του στο γιατρό. Οι φίλοι της τέχνης παραδίδουν το πνεύμα τους στο καλλιτεχνικό δημιούργημα.
Όσο άγνωστες είναι οι προθέσεις του Κυρίου, άλλο τόσο γνωστές είναι οι προθέσεις της τέχνης. Κατακερματίζει την ύλη σε χιλιάδες ελευθερίες. Παθιάζει και παθιάζεται από τον άνθρωπο. Η τέχνη δεν αντιγράφει τη φύση των πραγμάτων∙ αποδίδει τις ιδέες τους. Ο καλλιτέχνης δεν ζει στη σκιά∙ είναι η σκιά. Θυσιάζεται με δική του ευθύνη. Δεν μιμείται τον κόσμο. Είναι η μετάβαση από τον κόσμο των αισθήσεων, το πέρασμα μέσα από την σκουληκότρυπα. Η πίστη που πηγάζει από την ποίηση για το μη εφικτό.
Ένα έργο τέχνης δεν σου φανερώνει ποτέ το δάσος. Ένα δαγκωμένο μήλο στο τραπέζι και μια κανάτα νερό είναι χιλιάδες πετεινοί στο κεφάλι σου. Οφείλουμε να είμαστε παράλογοι όταν αντιμετωπίζουμε την τέχνη, όταν καταπιανόμαστε μαζί της. Ο καλλιτέχνης δεν κάνει ρεπορτάζ∙ είναι ο δολοφόνος, το θύμα, ο αυτόχειρας. Είναι ο ίδιος το παράθυρο που οδηγεί στο κενό και η Τέχνη είναι το Άλμα.
Διαβάζοντας το «Σμιλεύοντας το χρόνο» του Ταρκόφσκι, υπογράμμισα την παρακάτω πρόταση: «Σκοπός της τέχνης είναι να ετοιμάσει τον άνθρωπο για το θάνατο…». Αυτή η πρόταση μας δίνει το δικαίωμα να σβήσουμε ότι έγραψα μέχρι τώρα και να κρατήσουμε μονάχα αυτή τη φράση.
Ο δημιουργός ξεκινάει από το άπειρο και καταλήγει στο μηδέν.
Ο Λούις Κάρολ, δεν φαντάστηκε ποτέ την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων∙ έζησε μαζί της.
Ο θάνατος ήρθε μετά, μέσα απ' το καπέλο του μάγου.
Πηγή: https://www.culturebook.gr/texnes/h-tehni-einai-to-alma-tou-efthimiou-lentza.html?fbclid=IwAR0ZwC1Fdhv9nJ8VCmwDKISvQ5Su8LsU_sCDpvPHNT4lhY_oLbZCzfu44TA
Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022
Αντρέϊ Ταρκόφσκι - [Η Τέχνη Θα Ήταν Άχρηστη Εάν Ο Κόσμος Ήταν Τέλειος]
Εάν η ζωή μας οδηγείται σε αυτόν τον πνευματικό εμπλουτισμό τότε η τέχνη είναι ένας τρόπος για να φτάσεις εκεί. Αυτό φυσικά σε σχέση με τον ορισμό μου της ζωής. Η τέχνη θα βοηθούσε τον άνθρωπο σε αυτήν την διαδικασία.
Μερικοί λένε ότι η τέχνη βοηθάει τον άνθρωπο να γνωρίσει τον κόσμο όπως κάθε άλλη νοητική δραστηριότητα. Δεν πιστεύω σε αυτήν την πιθανότητα της γνώσης. Είμαι σχεδόν αγνωστικιστής. Η γνώση μας αποσπά από τον κύριο σκοπό μας στην ζωή. Όσο περισσότερα γνωρίζουμε τόσο περισσότερα ξέρουμε. Εμβαθύνοντας ο ορίζοντάς μας γίνεται πιό περιορισμένος. Η τέχνη εμπλουτίζει τις πνευματικές δυνατότητες του ανθρώπου και μπορεί ύστερα να υψωθεί πιο πάνω από τον ίδιο του τον εαυτό για να χρησιμοποιήσει αυτό που λέμε “ελεύθερη βούληση”. Ενας καλλιτέχνης δεν δουλεύει ποτέ κάτω από ιδανικές συνθήκες. Εάν αυτές υπήρχαν η δουλειά του καλλιτέχνη δεν θα υπήρχε, ο καλλιτέχνης δεν ζει σε κενό, κάποια πίεση πρέπει να υπάρχει: ο καλλιτέχνης υπάρχει γιατί ο κόσμος δεν είναι τέλειος. Η τέχνη θα ήταν άχρηστη εάν ο κόσμος ήταν τέλειος και καθώς ο άνθρωπος δεν θα κοίταγε για αρμονία αλλά απλώς θα ζούσαν σε αυτήν. Η τέχνη γεννιέται από έναν άρρωστο κόσμο. Αυτό είναι το θέμα και στον «Ρουμπλιόφ», η αναζήτηση των αρμονικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, μεταξύ της τέχνης και της ζωής, μεταξύ του χρόνου και της ιστορίας. Αυτό πραγματεύεται και το φίλμ μου. Ενα άλλο σημαντικό θέμα είναι η ανθρώπινη εμπειρία. Σε αυτό το φίλμ το μήνυμα μου είναι ότι έιναι απίθανο να περάσεις εμπειρία σε άλλους ή να μάθεις από άλλους. Πρέπει να ζήσουμε την δικιά μας εμπειρία, δεν μπορούμε να την κληρονομήσουμε. Οι ανθρώποι συχνά λένε: χρησιμοποίησε την εμπειρία του πατέρα σου! Πολύ απλά: Ο καθένας μας πρέπε να αποκτήσει την δικιά του εμπειρία. Αλλά όταν την έχουμε, δεν έχουμε πλεόν χρόνο να την χρησιμοποιήσουμε. Και οι νέες γενιές σωστά αρνούνται να το ακούσουν: θέλουν να το ζήσουν αλλά μετά επίσης πεθαίνουν. Αυτός είναι ο νόμος της ζωής, το αληθινό νόημά της. Δεν μπορούμε να επιβάλλουμε την εμπειρία μας σε άλλους ανθρώπους ή να τους αναγκάσουμε να αισθανθούν προτεινόμενα συναισθήματα. Μόνο μέσα από προσωπική εμπειρία καταλαβαίνουμε την ζωή. Ο Ρουμπλιόφ ο καλόγερος έζησε μία πολύ πολύπλοκη ζωή: Σπούδασε με τον δάσκαλο Ραντονέφσκυ στην Αγία Τριάδα αλλά έζησε με διακύμανση με την διδασκαλία του. Είδε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του δασκάλου του. Μόνο στο τέλος της ζωής του έζησε με τον δικό του τρόπο. Απόσπασμα από το “Ενας ποιητής του Σινεμά”,ντοκυμαντέρ για τον Αντρεί Ταρκόφσκι