α’
Βγάζεις, βγάζεις τις λέξεις, αφαιρείς,
πολύς φλοιός γύρω στο ποίημα.
Στο τέλος μένουν φράσεις σαν κι αυτήν:
Είμαι καλά.
Τη μέρα φροντίζω τα κατοικίδια,
προσμένοντας το πλιάτσικο της νύχτας.
β’
Τα βράδια βγαίνω με λαστιχένιες μπότες
και ρούχα της δουλειάς.
Σκαλίζω στον κήπο τους σβόλους της μνήμης,
τούς φουφουλιάζω, να δεχτούν τη βροχή.
Βάρυνα εφέτος. Δε φύτεψα ούτε ένα θαύμα.
Κάτι ρίζες μονάχα,
η γλώσσα ίσα-ίσα μην ξεχαστεί.
γ’
Σφάζουν νταούλια στην αυλή,
σφάζουν τσαμπούνες.
Χορεύουν με τα πέλματα λερά
η Σύλβια Πλαθ, ο Αλέξης Τραϊανός,
η Κατερίνα Γώγου.
Χορεύουνε στα αίματα
γυμνά μακεδονίτικα τραγούδια.
δ’
Θα μείνουμε έτσι,
στη στάση αυτή,
ποζάροντας στις μηχανές των φωτογράφων,
λίγο ίσως γερμένοι μπροστά,
σαν να κρατάμε στους ώμους μας
αυτούς που επιστρέψαν,
αυτούς που ταξίδεψαν μόνοι ή παρέα με τα όνειρα
νύχτες και μέρες κάτω από γκρίζους καιρούς
— γιατί όλοι οι καιροί είναι γκρίζοι
και όλα τα οδόσημα
σε φέρνουν πάντοτε πίσω.
ε’
Όλη τη νύχτα ακούγονταν οι γδούποι
στο διπλανό δωμάτιο.
Όλη τη νύχτα σκόνταφταν στη μνήμη
ο Γιώργης Καραΐσκος, ο Πιέρ Πάολο,
ο κομαντάντε Έρνέστο Τσέ Γκεβάρα.
Όπως σκοντάφτει η ελευθερία στον παράδεισο.
Όπως σκοντάφτει το μολύβι μες στις λέξεις.
στ’
Φωτογραφία τού χίλια εννιακόσια σαράντα εννιά.
Στολή του εθνικού στρατού.
Το πρόσωπο σκυμμένο μες στο χρόνο,
σαν σε γαβάθα με γάλα και ψωμί.
Μάλλον Παρασκευή, γιατί τα χέρια
στραγγίζουνε σε λόγια προσευχής.
Ένας λεκές απλώνει στη φανέλα
(αίμα; παραπανίσια νοσταλγία;).
Στην πλάτη τα σκοτάδια των καιρών.
Μπορεί και η χαμένη περηφάνια.
ζ’
από μια φράση του Γιώργου Σκαμπαρδώνη
«Ή επανάσταση δεν είναι παίξε-γέλασε.
Δεν είναι τρύπα ο μαρξισμός να μπαινοβγαίνεις.
Τουλάχιστον εμείς αγωνιστήκαμε
κι αν αποτύχαμε, ας όψονται τα λάθη.
Να δούμε τί θα κάνουν κι οι νεότεροι»,
έλεγε ο μπάρμπας μου ο Θανάσης,
χρόνια και χρόνια μ’ εξορίες και υπέρταση.
Οι νεότεροι λοιπόν είμαστε εμείς.
Καλά διαχειριζόμαστε τα κληρονομημένα.
Γενιά-γενιά αυγαταίνει η αποτυχία.
ιβ’
Περίσσεψαν οι σκέψεις στο γραφείο.
Πρέπει να βάλω τάξη,
να μη σκοντάφτω απάνω τους.
Την κάθε μια στο φάκελό της,
άλλες στο αρχείο, άλλες για ενέργεια,
άλλες —πριν γίνουνε πληγές— στην ανακύκλωση.
Κι ας λεν «πάει κι αυτός, καπνός του κόσμου»,
οι συνάδελφοι.
ιγ’
Να το πάλι των ματιών το ανάκρουσμα
πίσω απ’ τα βλέφαρα, μην κρυώνουν στο φώς.
Εκεί που κουρνιάζει φοβισμένο το ποίημα,
ένα παλιό, ακίνδυνο πιστόλι.
ιδ’
Σκέφτομαι τα νερά τού κάτω κόσμου.
Πόσο πιο κάτω ακόμα
μπορούν να παρασύρουν
εσπερινούς, παπούτσια κυριακάτικα,
τις αμοιβές των επικηρυγμένων.
Πόσο πιο κάτω ακόμα είναι ή θάλασσα.
ιέ
Προσπάθησα. Σάς λέω ότι προσπάθησα
να διασχίσω το δάσος.
Δε σκιάχτηκα τα ουρλιαχτά των λύκων,
ούτε τη χτένα της μοναξιάς στα μαλλιά μου.
Εκείνη η λάμψη με σταμάτησε,
το φλάς της μηχανής
πού φωτογράφιζε το ταβάνι.
Και γύρισα πίσω.
ιστ’
Τώρα ας σωπάσουμε λίγο
τη λέξη ν’ ακούσουμε θάλασσα,
τις λέξεις των θεών αιγιαλός,
Αιγές, Αιγέας, Αίγισθος,
αιγίθαλος, αιγίοχος, αιγίλωψ,
Αιγαίον, αίγλη, αίγιλος,
αιγίς και αιξ.
Τώρα ας στραφούμε λίγο
να δούμε τούτη την εικόνα•
του ποιητή το γέλιο
μπρος στην αιωνιότητα.
Τα Κατοικίδια, 1997.
Πηγή: https://whenpoetryspeaks.gr/