Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Poe Edgar Allan (Αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Poe Edgar Allan (Αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

Αλκίνοος Ιωαννίδης - Edgar Allan Poe




 Φωτογραφία στον τοίχο,

κραυγή με δίχως ήχο.

Κοράκι πεθαμένο,

σοκάκι στοιχειωμένο.


Τα μάτια του δυο δρόμοι

κι όσο κοιτάει νυχτώνει.

Κατάμαυρη θητεία,

κλεμμένη αμαρτία.


Φωνή και δυναμώνει,

ο χρόνος που τελειώνει.

Γιορτή που αγριεύει.

Δωμάτιο που στενεύει.


Τη σκοτεινή τη μαύρη μου

την όψη χάρισε μου

κι αν δεν την αγαπήσω

πώς θες να τη νικήσω;


Με τις φωνές που άκουγες

στον ύπνο μίλησέ μου

Καταραμένε φίλε μου

κι άγιε αδελφέ μου.


Σ’ ένα σκυλί πνιγμένο

το μυστικό κρυμμένο.

Δυο λίρες η αλήθεια

και τρεις τα παραμύθια.


Εφιάλτες τα όνειρά του

μηνύματα θανάτου.

Δυο μαύρα περιστέρια

του μάτωσαν τα χέρια.


Αίμα και τα γραφτά του

μα πότισαν κρυφά του

της ομορφιάς τη γλάστρα

για να φυτρώσουν τ’ άστρα.


Τη σκοτεινή τη μαύρη μου

την όψη χάρισέ μου

κι αν δεν την αγαπήσω

πώς θες να τη νικήσω;


Με τις φωνές που άκουγες

στον ύπνο μίλησέ μου

Καταραμένε φίλε μου

κι άγιε αδελφέ μου.

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

Γιώργος Σεφέρης - Raven


In memoriam E. A. P.
Χρόνια σαν τα φτερά. Τί θυμάται τ’ ακίνητο κοράκι;
τί θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά στις ρίζες των δέντρων;
Είχαν ένα χρώμα τα χέρια σου σαν το μήλο που πέφτει.
Κι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή.
Εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ’ αστέρια
ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ’ τον αγέρα την άλλη θάλασσα
σαν ένα κοχύλι κλειστό κοντά τους, δεν ακούνε
τίποτε άλλο, δεν ψάχνουν μέσα στους ίσκιους των κυπαρισσιών
ένα χαμένο πρόσωπο, ένα νόμισμα, δε γυρεύουν
κοιτάζοντας ένα κοράκι σ’ ένα ξερό κλωνί, τί θυμάται.
Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά
σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια
είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ’ αυτό το πουλί
χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες
ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν
έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί
ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα.
Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τί θυμάται;
Είναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους ανθρώπους, μέσα του
πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δεύτερη παρουσία
επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα
σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή.
Τάχα να βαραίνει πάνω στο ξερό κλωνί τάχα να βαραίνει
πάνω στις ρίζες του κίτρινου δέντρου πάνω στους ώμους
των άλλων ανθρώπων, τις παράξενες φυσιογνωμίες
που δεν τολμούν να γγίξουν μια στάλα νερό βυθισμένοι στο χώμα
τάχα να βαραίνει πουθενά;
Είχαν ένα βάρος τα χέρια σου όπως μέσα στο νερό
μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, ένα βάρος αλαφρύ χωρίς συλλογή
με την κίνηση κάποτε που διώχνουμε την άσκημη σκέψη
στρώνοντας το πέλαγο ώς πέρα στον ορίζοντα στα νησιά.
Είναι βαρύς ο κάμπος ύστερ’ απ’ τη βροχή· τί θυμάται
η μαύρη στεκάμενη φλόγα πάνω στον γκρίζο ουρανό
σφηνωμένη ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ανάμνηση του ανθρώπου
ανάμεσα στην πληγή και το χέρι που πλήγωσε μαύρη λόγχη,
σκοτείνιασε ο κάμπος πίνοντας τη βροχή, έπεσε ο αγέρας
δε σώνει η δική μου πνοή, ποιός θα το μετακινήσει;
ανάμεσα στη μνήμη, χάσμα — ένα ξαφνισμένο στήθος
ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται να ξαναγίνουν άντρας και γυναίκα
ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.
Είχαν μια κίνηση τα χέρια σου πάντα προς τον ύπνο του πελάγου
χαϊδεύοντας τ’ όνειρο που ανέβαινε ήσυχα τη μαλαματένια αράχνη
φέρνοντας μέσα στον ήλιο το πλήθος των αστερισμών
τα κλεισμένα βλέφαρα τα κλεισμένα φτερά…
Κορυτσά, χειμώνας 1937

Tετράδιο Γυμνασμάτων, «Σχέδια για ένα καλοκαίρι»

Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Αλέξης Τραϊανός-Βecause


Δόντια των λέξεων
Δαγκάνοντας κρύον αέρα
BECAUSE
Το χάος μετριέται μόνο με χάος

Φέρετρο φέρετρο
Πού πετάς γύρω μου γύρω μου
Μερόνυχτα τώρα
Ανάμεσα Τετέλεσται και Πριν
Μεσάνυχτα πάντα
'Ολο δεξιά και καταστροφή
Ποίηση πάλι
Μ' ένα νυστέρι που σκάβω
Ανάμεσα Σάββατο
Και φωτεινή επιγραφή

BECAUSE
Τ' απόστημα τούτου του κόσμου
ολοένα χοντραίνει
BECAUSE
Μισώ τα μισητά αντικείμενα
Όπως αυτό το χαλασμένο κρέας
Την καρδιά
Και τον τρόμο μέσα μου
Πού του παίζω τόσο άσκημα παιχνίδια
Να τον τρομάζω

Όμως ζαλίζομαι
Στο δέκατό μου όραμα ανεβασμένoς
Καθώς η αυτόματη πωλήτρια του σεξ
Μου μιλά γι' ανθρώπους
Τσάντες γεμάτες σάρκες
και λέξεις που δε χρειάζομαι
Γι' αυτό ανεβαίνω στο άλλο μου όραμα
Όμως το σώμα μου
Είναι τυλιγμένο ακόμα με ρολόγια
Για να θυμάται χαμόγελα
Που γλιστρούσανε πάνω σε τζάμια
Και πώς γελούσανε τα τζάμια

Μόνο που τώρα στο μυαλό τους
Τελευταία ανάμνηση πετρέλαιο κι αλουμίνιο
Οδοντόκρεμα ξυπνητήρια καφές ανία

Πράγματα που ξυπνάνε και ξεκινάνε
Από ' να καρμπόν
Μαζί τους και το πρωί

Πράγματι κομμάτια κάρβουνο μόνο
Ξεκάρφωτα

Μια μαύρη κάλτσα να την κουνά ο άνεμος
Μακραίνει μακραίνει
Βγάζοντας από μέσα της
Νύχια και κόκαλα
Βρύσες σκορπιούς
Χιλιόμετρα του λύκου μες στο στόμα μου
Πού τρόμαξα
Έβγαλα τα λεφτά μου
Κι ένα κατοστάρικο μόνο βρήκα
Πού' γραφε πάνω του
Άλλο πια δεν μπορώ
Αφήστε με να φύγω

BECAUSE
Αυτός είν' ένας κόσμος
Όπου και τα πράγματα ακόμα
Δεν μπορούν να παραμένουν σιωπηλά
BECAUSE
Αυτός ο κόσμος τρελάθηκε

BECAUSE
Μες στο δωμάτιο μου τώρα μπαίνουν
Ο Άλαν με το κοράκι του
Ο Κώστας με τις κάργιες του
Ο Άλεν με το λιοντάρι του

Είναι μια βρώμικη νύχτα καπιταλιστική
Κι' είναι ένας βρωμόκαιρος
Όπου και να κοιτάξεις
Παντού

Καθόμαστε όλοι μαζί
Και παίζουμε ρωσική ρουλέτα


.
Πηγή: Από τη συλλογή Το σύνδρομο του Ελπήνορα, εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, 1984. Περιλαμβάνεται και στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αλέξη Τραϊανού Φύλακας ερειπίων. Επιμέλεια: Αλέξης Ζήρας, Στέφανος Μπεκατώρος. Εκδ. Πλέθρον, 1991.

Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Εμμανουήλ Ροϊδης: «Ο Πόου δια του κοσμογονικού αυτού ποιήματος «Εύρηκα» και πλείστων άλλων σπουδαίων κριτικών άρθρων επειράθη να αποτανθεί εις την διάνοιαν των ομοεθνών του, αλλ’ αύτη απορροφωμένη ολόκληρος υπό βιομηχανικών συνδυασμών δεν είχε καιρόν να προσέχει εις φιλοσοφικάς θεωρίας. Απελπισθείς εκ της διανοίας εδοκίμασεν έπειτα να αποταθή εις την καρδίαν αυτών διά του «Κόρακος» και της «Λιγείας» και άλλων απαραμίλλων δια την λεπτότητα του αισθήματος και την μαγείαν της γλώσσης αριστουργημάτων. Αλλ’ ούδ’ εις ταύτα έλαβον καιρόν να προσέξωσιν οι Αμερικανοί, παρ’ οίς η καρδία ολίγον κατέχει τόπον υπό τον αριστερόν μαστόν». 

Τρίτη 21 Μαΐου 2019

Arctic Monkeys You're So Dark



You got your H. P. Lovecraft
Your Edgar Allan Poe
You got your unkind of ravens
And your murder of crows
Catty eyelashes
And your Dracula cape
Been flashing triple A passes

At the cemetery gates
Cause you're so dark, babe
But I want you hard
You're so dark, baby
(You're so dark)
(You're so dark)

And you're so mysterious
Got that obsession with death
I saw you driving your Prius
And even that was Munster Koach-esque
You watch Italian horror

And you listen to the scores
Leather-clad and spike collar
I want you down on all fours

Cause you're so dark, babe
But I want you hard
You're so dark, baby
I know you're nothing like mine
Cause she's walking on sunshine
And your love would tear us apart

And I know I'm not your type

Cause I don't shun the daylight
But baby, I'm willing to start
(You're so dark)
Got your H. P. Lovecraft

Your Edgar Allan Poe
(Poe)
Got your unkind of ravens
(Ravens)
Got your murder of crows
You're so dark,
(You're so dark)
babe
But I want you hard
You're so dark,
(You're so dark)
baby
But I want you hard
You're so dark,
(You're so dark)
oh
But I want you hard
You're so dark,
(You're so dark)
baby

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

Σαν πλανόδιο τσίρκο (Αλκαίος-Μικρούτσικος-Μητροπάνος)


Album: Στου αιώνα την παράγκα
Έτος: 1996
Στιχουργός: Αλκαίος Αλκης
Συνθέτης: Μικρούτσικος Θάνος
Καλλιτέχνης: Μητροπάνος Δημήτρης

Στίχοι:

Σαν πλανόδιο τσίρκο τη ζωή μου τη σκόρπισα
σε σταθμούς και πλατείες πού με πας δε σε ρώτησα
τώρα δίχως πυξίδα τα ταξίδια μου κάνω
τη φωνή σου ακούω μα τι λες δε σε πιάνω

Ελλάδα Βέμπο μου και Μαίριλιν Μονρόε
Ελλάδα Ελύτη μου και Έντγκαρ Άλλαν Πόε
Ελλάδα μάγισσα, παρθένα και τροτέζα μου
Ελλάδα Τούμπα, Αλκαζάρ και Καλογρέζα μου

Μια φορά μου γεννούσες ένα πάθος παράφορο
τώρα παίζεις παιχνίδι που μ’ αφήνει αδιάφορο
δεν κερδίζω δε χάνω σ’ αγαπώ και σ’ αρνιέμαι
κι από ένα κλαράκι του γκρεμού σου κρατιέμαι

Ελλάδα Βέμπο μου και Μαίριλιν Μονρόε
Ελλάδα Ελύτη μου και Έντγκαρ Άλλαν Πόε
Ελλάδα μάγισσα, παρθένα και τροτέζα μου
Ελλάδα Τούμπα, Αλκαζάρ και Καλογρέζα μου

The Raven «ταινία» (trailer)




Στις 19 Ιανουαρίου 1809 γεννήθηκε ο Αμερικανός ποιητής και πεζογράφος Έντγκαρ Άλαν Πόε. Υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του αμερικανικού ρομαντισμού. To λογοτεχνικό του έργο είχε σημαντική επίδραση στην παγκόσμια λογοτεχνία, αποτελώντας θεμέλιο λίθο για την εξέλιξη σύγχρονων λογοτεχνικών ειδών, όπως η αστυνομική λογοτεχνία ή οι ιστορίες τρόμου και φαντασίας. Οι αιτίες του θανάτου του στις 7 Οκτωβρίου 1849 στη Βοστόνη, δεν είναι γνωστές.

Παύλος Σιδηρόπουλος- "Οι σοβαροί κλόουν"




στίχοι, μουσική και ερμηνεία: Παύλος Σιδηρόπουλος

Δίσκος: Φλου (1978)



Τους είδα στα υπόγεια καταφύγια
κείνες τις νύχτες του Μαγιού
με βλέμμα καρφωμένο προς την πόρτα
ανήσυχο από το φόβο του διωγμού.

Τους είδα βιαστικούς μέσα στη νύχτα
σ’ ένα παράνομο κρυφτό
δραπέτες των λεωφόρων
σκορπώντας στους πολίτες πανικό.

Τους είδα σε διαδήλωση
να φεύγουν με τη γεύση του μισού
το πλήθος ξέρναε την αγρύπνια τους
και τους σημάδευε το μάτι ενός φακού.

Στα σκοτεινά δωμάτια
με συζητήσεις που δεν τέλειωσαν ποτέ
στις μυστικές βιβλιοθήκες και στα πάρκα
με Πόε, με Ντε Σαντ και Μαρκ Τουέν
και με μια άγνωστη αρρώστια στη σάρκα.

Γυμνοί από αγάπη κι από μίσος
διωγμένοι σαν εξτρεμιστές
γνωρίσαν τον Χριστό μέσα απ’ την πείνα τους
ή μες στις φυλακές πεθαίνοντας στον τρόμο ότι πεθαίνουν
στην αγωνία της επόμενης στιγμής.

Τους είδα περαστικούς από τις αίθουσες των Πανεπιστημίων
και των δημόσιων σκοτεινών ψυχιατρείων
να συλλαβίζουνε την αλφαβήτα της κραυγής.

STRANGE n. 155

STRANGE n. 155

Ζώ ακόμη στην Ελλάδα, που με πληγώνει, γιατί μπορούν να μας πληγώνουν μόνο εκείνοι που αγαπάμε. Δεν είναι μόνο η πατρίδα μου, είναι η αγαπημένη μου πληγή…
Ζώ ακόμη στην Ελλάδα του μελαγχολικού μαυροντυμένου Διονύσιου Σολωμού, σ’ εκείνη την Ελλάδα που έχει για εθνικό της ποιητή τον Έλληνα Έντγκαρ Πόε, που ο Σπυρίδων Τρικούπης τού έλεγε να συνεχίσει να γράφει διότι η Ελλάδα δεν έχει τον δικό της Δάντη, και που δεν δημοσίευσε καμία ποιητική συλλογή όσο ζούσε, όλοι ήξεραν τα ποίηματά του απ’ έξω, προφορικά, (και παρ’ όλο που δεν δημοσίευσε ποτέ κανονικό βιβλίο, όλη η Ελλάδα πένθησε όταν πέθανε, έκλεισε κι η Ιόνιος Βουλή για το πένθος), και που στα τελευταία χρόνια του είχε γίνει «ιδιόρρυθμος», είχε αποκοπεί από όλους τους φίλους του και δεν έβγαινε πλέον από το σπίτι. (Σ’ ένα σημειωματάριο είχε γράψει: «Δεν είναι άξιοι να αγαπηθούν εκείνοι οι οποίοι δεν διακινδυνεύουν τίποτε. Αγάπα για να ζήσεις, ζήσε για να αγαπάς…»)
Ζω ακόμη στην Ελλάδα του Κώστα Καρυωτάκη, που η Μαρία Πολυδούρη τού πρότεινε να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη, (αναμενόμενη ερωτική αυταπάρνηση τότε, όπως έκαναν τα τολμηρά ρομαντικά κορίτσια που ζούσαν κάποτε εδώ), που το κατεστημένο τον είχε εντοπίσει πως ήταν αιθεροβάμων και τον έστειλε εξόριστο υπάλληλο στην Πρέβεζα, όπου έζησε σε μεγάλη απόγνωση, αλλά μόνο και μόνο επειδή υπήρχε «το δείλι και το αεράκι» έγραψε τη συγκλονιστικότερη ελληνική ποίηση κατά την ασήμαντη γνώμη μου, κι εκεί δεν πήγε στην παραλία για μπάνιο όπως οι άλλοι ή για παραθερισμό, αλλά πήγε για να πνιγεί, πήγε στην ακτή στο όμορφο Μονολίθι, προσπαθώντας επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, παλεύοντας στη θάλασσα μάταια να πνιγεί, και, στο σπαραξικάρδιο σημείωμα που άφησε αργότερα με την αυτοκτονία του, έγραψε με αυτοσαρκασμό ένα υστερόγραφο: «Υ.Γ. Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.», και μετά τη ματαιότητα του πνιγμού, την επόμενη μέρα αγόρασε ένα πιστόλι και πήγε σ’ ένα καφενείο –που ίσως υπάρχει ακόμη– στην Πρέβεζα, όπου κάθησε πολλές ώρες μόνος του καπνίζοντας, με το πιστόλι πάνω στο τραπέζι, κι όλοι τον έβλεπαν και κανείς δεν τον ρώτησε για το πιστόλι ή να τον εμποδίσει, έγραψε το σημείωμα αυτό κι έπειτα πήγε στον Άγιο Σπυρίδωνα στην παραλία, και αυτοπυροβολήθηκε κάτω από έναν ευκάλυπτο. (...)

 Συνεχίζεται...
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗΣ 

Κ.Γ. Καρυωτάκης- Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων


Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι
και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ ναι.
Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ ναι.
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι;

Κώστας Καρυωτάκης

Νηπενθή, 1921



Ο Βασιλης Παπακωνσταντινου ερμηνευει Μικη Θεοδωρακη σε ποηση Κ.Καρυωτακη

Έρχεται πάντα τα μεσανυτχα

Ε ρ χ ε τ α ι  π α ν τ α  τ α  μ ε σ α ν υ χ τ α.



Άσπροι τρεμουλιαστοί καπνοί ανεβαίνουν απ΄τις στέγες ψηλά, στον μαύρο ουρανό. Μακριά σφυρίζει ένα τραίνο και σαν φάντασμα μπαίνει στο χωριό η βροχή. Ακούγεται το ουρλιαχτό ενός σκύλου και, στον πιο ψηλό λόφο, ένας άγγελος φυσάει την ομίχλη προς τη μεριά του χωριού. Το ρολόι της εκκλησίας σημαίνει δώδεκα, όταν κυλά στην έρημη αποβάθρα του σταθμού το τραίνο σιωπηλό και γκρίζο σαν αράχνη. Από το τελευταίο βαγόνι κατεβαίνει μόνος και χωρίς αποσκευές ο Έντγκαρ Αλλαν Ποε.

Θανάσης Μαφούνης

Αποχαιρέτησε αυτά που αγάπησες




ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΗΣΕ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΕΣ
Μνήμη Έντγκαρ Άλαν Πόε (7 Οκτωβρίου 1849)
Ένας ορυμαγδός κεραυνών ορθώνεται στο βάθος
Ανοίγοντας γκρεμούς σ’ ένα μειλίχιο ύπνο
Δίνες σκοταδιού υψώνονται
Καθώς αστραπόβροντα ξεσκίζουν
Τον επαναστατημένο αέρα
Μια γλίσχρα ερημιά φυτρώνει μέσα μου
Όλο και πιο ζοφερή
Καθώς τα σωθικά μου προφητεύουν
‘’Αποχαιρέτησε αυτά που αγάπησες’’
-------------------------------------------------
Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη
(ανέκδοτο 2015)