Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αντωνίου Δ.Ι.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αντωνίου Δ.Ι.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Δ. Ι. Αντωνίου - [Αχρονολόγητο ποίημα]

Α. Το μικρό παιδί σε εικόνα

λένε, πως την καθαρή Δεύτερα

τον αετό πετούσε.

Μεθυσμένο, δες το! αυτό το παιχνίδι

ψηλά που σε ανεβάζει μαζί του

σε βουτιές και τσακίσματα,

ο χάρτινος αυτός κομήτης

*

Μπορεί καθ΄ένας ίσα να θυμάται

πράσινα τα χρόνια σαν την χλόη

τη σπαρμένη ακόμα σε ανεμώνες

κι άστρα πεσμένα χαμομήλια.


           Βλ.  Δ. Ι. Αντωνίου, Ποιήματα, Εκδόσεις Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, 2009, σ.  412 .

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

Δ. Ι. Αντωνίου - Ποιήματα

 Άτιτλο

                                                              
Άνθισα γύρω μου στη θάλασσα
άνθη - πουλιά που ζήσανε
στο εφήμερο κλίμα της νύχτας εκείνης.
Bρήκα τις κλωστές σαν ξημέρωνε,
αυτές που ζωντάνευαν τους τεχνητούς κύκνους μου,
σαν νεύρα με τη σάρκα
στην πλασματική τους ύπαρξη.
H κατασκευή τούτη που αρνήθηκες
με το φως της ημέρας
τον εαυτό της τόσο
τον εαυτό μου τότε που κυβερνούσε ένα καράβι
άσπρο κι αυτό σαν τα φανταστικά πουλιά
κείνη τη νύχτα που μου γύρεψες.



Κύριε, άνθρωποι απλοί

Kύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας
ήταν το ύφασμα που δεν τ' αγόρασε κανείς).
Tην τιμή δεν κανονίζαμε απ' την ούγια
η πήχη και τα ρούπια ήταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμής ποτέ:
η αμαρτία μας.

Eίχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά
- πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα -.
Tώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
μέτρησέ μας· δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας·
Kύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!



Ναι για μένα μόνον ένα: Εσύ

 
Nαι για μένα μόνον ένα: Eσύ
σε χίλια σπασμένα μα αστραφτερά κομμάτια καθρέφτη.
Στο φως το ήρεμο - μην πεις πως δεν το κέρδισα -
της σκέψης οπού μ' οδηγάς·
τώρα
φέρνοντάς σε εγώ
με χίλια άλλα τόσα λόγια ξεσπώ
μες σ' αυτή τη σιωπή
μπρος στο είδωλό σου σπάζοντάς το πάλι,
η έκφρασή μου
σε χίλια αστραφτερά, σ' αμέτρητα
αστραφτερά αβάσταχτα κομμάτια...


Ο ένας πλάι στον άλλο στάθηκαν

O ένας πλάι στον άλλο στάθηκαν
πλάσματα του Θεού τους
κι η ακρογιαλιά ξαπλώνονταν
αγκάλιασμα, του νου τους
γη διψασμένη, άκαρπη
και δρόσο πικραμένη
την ώρα που ανάτελνες άστρο της αγάπης
ένα σπαθί τους χώριζε
κι αυτό 'ταν η αγάπη.


Ω, πες μου αν δεν πιστεύεις

Ω, πες μου αν δεν πιστεύεις ακόμη τα φαντάσματα!
τ' άλογα που έχουν φτερά για παραμυθένιους τόπους,
τις μάγισσες με βότανα για το θάνατο και την αγάπη
και το ανθρώπινο πλάσμα το απλό που μας παραδώσαν οι καιροί·
τα μαλλιά του ήταν ο ήλιος για το σκοτεινό μας πύργο.
Mα τι λέω! Eσύ δεν είσαι ξανθή και τώρα
όταν σε κοιτάζω είσαι η νύχτα μου
έτσι για να σου πω απόψε:
Eδώ 'μαι, αφού το θέλησες
όλος για να υπάρχω μ' εσένα·
δες αυτό το χέρι κρατάει
στον αγώνα του τη μοίρα
τα βουνά μετατοπίζει
κι άστρα παιγνίδια στα χέρια σου απιθώνει...


Από τα Ποιήματα, Eρμής 1998

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Δ. Ι. Αντωνίου - [άτιτλο]

 O ένας πλάι στον άλλο στάθηκαν
πλάσματα του Θεού τους
κι η ακρογιαλιά ξαπλώνονταν
αγκάλιασμα, του νου τους
γη διψασμένη, άκαρπη
και δρόσο πικραμένη
την ώρα που ανάτελνες άστρο της αγάπης
ένα σπαθί τούς χώριζε
κι αυτό ’ταν η αγάπη.
 

από τα Ποιήματα, Eρμής 1998.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Δ. Ι. Αντωνίου - Ποιήματα

  

Ι

Εμπόδιο σε τι;

 

Θυμήθηκα το χαιρετισμό του σινιάλου

από τέσσερα μίλια που μας είδες

σαν γυρνούσαμε ύστερ’ από χρόνια.

 

Γνώρισες το καράβι

με τ’ όνομα του ξανθού ήρωα

–σπόρου της θάλασσας με μοίρα στεριανή–.

 

Δε σου φέραμε τίποτ’ άλλο από ιστορίες

μακρινών τόπων ανάμνησες

από πράγματα κι αρώματα πολύτιμα.

 

Μη ζητάς το βάρος τους στα χέρια σου ˙

τα χέρια σου πρέπει να είναι λιγότερο ανθρώπινα

για όσα κρατήσαμε στην ξενιτιά ˙

την πείρα της αφής, τον αγώνα του βάρους,

τα χρώματα τα ξωτικά

να νιώθεις μόνο τα λόγια μας

απόψε που γυρίσαμε.

 

Εμπόδιο σε τι

το κατάρτι που σου γνώρισε

το γυρισμό μας;

 

VIII  Οι κακοί έμποροι

 

Κύριε, άνθρωποι απλοί

πουλούσαμε υφάσματα,

(κι η ψυχή μας

ήταν ύφασμα που δεν τ’ αγόρασε κανείς).

Την τιμή δεν κανονίζαμε απ’ την ούγια

η πηγή και τα ρούπια ήταν σωστά

τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμίς ποτέ:

η αμαρτία μας.

 

Είχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.

Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά

–πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα–.

Τώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε

μέτρησέ μας ˙δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας ˙

Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!

(ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1939)

 

 

Μα πιο μπερδεμένη η ζωή από τους κάβους και τα σύρματα,

κ’ η καρδιά βαρύτερη από τη θάλασσα

κι από τον ουρανό ˙

και πιο πικρή η ζωή από … μα φτάνει!…

Ένα θολό τραγουδούσες πρωί τότε

κι ο ήλιος δεν είχε πεθάνει

τι δε μπορούσε η καρδιά να ξεχνάει…

 

Το καράβι μπήκε σε δρόμο από τότε μακρύ

και μαζί γέρασε σε ιστορίες˙

μια ιστορία λέω τώρα,

πώς είχεν αρχίσει,

πως μ’ οποιονδήποτε τρόπο κανείς αρχίζει

κι ό,τι δοκιμάζεις σε δοκιμάζει

κ’ ύστερα περνά, το ξεχνάς ˙για πάντα λες,

έτσι νομίζεις;

Ως τον τελευταίο χαμό ˙

τότε ξανάρχονται μαζί όλα τα περασμένα…

 

Σ’ έναν άδειο κόσμο ο μεγάλος χαμός,

στην άδεια θάλασσα, όπως τώρα ο Πηλέας που κοιμάται

του πάνω κόσμου ο αντίλαλος τον κάνει και σφύζει

καθώς γερμένος στο πλευρό του λαβωμένος…

Μπορεί στ’ όνειρό του,

αν είν’ αυτό, θα ’ναι σίγουρα η φωτιά

στο σκοτεινό βασίλειό του λήθη ˙

λένε πως όλα περνούν ˙

μα κ’ η καρδιά σα δεν καίει στον πάνω κόσμο,

σωπαίνει

κ είν’ η σιωπή της λήθη.

Ας είναι αυτό το τραγούδι λοιπόν

γι’ αυτούς ξαφνικά που κοιμήθηκαν με καράβια

από φωτιάς αμάχη, πόλεμο ˙

ή από της αχόρταγης ερωμένης μας άλλη πικρή μοίρα,

αρχή και τέλος της ιστορίας

ν’ ακουστεί στο σκοτεινό βασίλειό τους

μ’ όλα τα χρώματα και τη δίψα της ζωής που αφήσαν,

νανούρισμα,

ίδιος σκοπός μ’ εκείνον που λένε

στα νησιά οι μητέρες μας

τ’ αρμυρά παιδιά τους κοιμίζοντας…

(ΙΝΔΙΕΣ, 1967, απόσπασμα)

 

Ύπνος του νερού

στα μάτια σου κοιμάται,

το χρυσό βράδυ.

 

Για να μη σβήσει

γράφω στο νερό τούτο:

έν’ άστρο πέφτει!..

 

Στη μαύρη νύχτα

ζωγραφίζω γιασεμιά

να ξημερώσει.

 

Μέρα και νύχτα

την ομορφιά σου καίει

για να χορτάσει

 

Όταν φώναζες

τ’ αγριολούλουδα

ο Θεός στεκόταν πλάι

(ΧΑΪ-ΚΑΪ ΚΑΙ ΤΑΝΚΑ, 1972)


Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BD%CE%BF%CE%AD%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CE%B1-%CE%B4%CF%81%CE%AF%CE%B2%CE%B1%CF%82-%CE%B4-%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%89%CE%BD/

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

Δ. Ι. Αντωνίου - Τραβερσωμένοι ας πάμε


Τραβερσωμένοι ας πάμε έτσι ακόμα!...

Πρωτοχρονιά έξι φορές μακριά απ'το σπίτι:

-Λιμάνια νέα ακόμη υπάρχουνε για να μας στείλουν,

κυνηγητό του ναύλου γύρω απ'τα δώδεκα σελίνια

απ'το ποτάμι πάνω για το Κόντινεντ δε θα τελειώσεις.

Πρωτοχρονιά έξι φορές μακριά απ'το σπίτι

τα γράμματα έχουν γίνει πια σωρός που τα βαριέμαι

σ'ένα συρτάρι΄ να μην ξαναγράψεις.

Τραβερσωμένοι ας πάμε έτσι ακόμα...

Λιμάνια ακόμα νέα υπάρχουνε να μας τραβήξουν;

Ένα κρεβάτι στεριανό μ'οχτώ ώρες ύπνο,

ένα βιβλίο ήσυχα το βράδυ να διαβάζεις

σε μια γωνιά,αυτά πώς να υπάρξουν,φίλε,

τραβερσωμένοι ας πάμε έτσι ακόμα...


Πηγή: Ανθολογία Περάνθη,Ελληνικά Γράμματα,1979


Αναδημοσίευση από:https://ennepe-moussa.gr/%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B1/%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%B5%CF%81%CF%83%CF%89%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CF%82-%CF%80%CE%AC%CE%BC%CE%B5-%CE%B4-%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%BF%CF%85

Δ. Ι. Αντωνίου - Πέσαν οι τοίχοι

Πέσαν οι τοίχοι της κάμαράς μου κι έμεινα στον κήπο

δίνοντας το εσωτερικό στο χώρο σαν άνθος που ανοίγει·

το φως χιμούσε μπαλσαμωμένο τόσους αιώνες

του φεγγαριού· με την ορμήν ατίναχτη τόσα χρόνια

και το πριν λίγο πλημμύρισε σκοτεινόν εσωτερικό.

Μα, στάθηκε σε μια γωνιά, που πια γωνιά δεν ήταν

εκεί που μην καταλαβαίνοντας ακόμα

έμενα, τη σιωπή τάζοντας γι' άμυνα στην αλλαγή.

Έμενα μες στις τεθλασμένες και τα τόξα και στη βροχήν αυτή

μες στα σχήματα και τον αέρα που άλλαζε

μισός της σκιάς κι ολοένα περισσότερο καταχτημένος από φως

ακούοντας λιγότερο και μαντεύοντας περισσότερον

άρρυθμη την καρδιά μου.

Μάντεψα τότε για πρώτη φορά το ρυθμό να μου λείπει,

το ρυθμό που μετρούσε πάντα την καρδιά μου δεσποτικά

και πρώτη φορά ένιωσα δίχως νόημα τη μουσική του Μπαχ·

συντρίμμια μόνο κλαίγαν τη λύτρωση μέσα μου.

Αστραφτερό της τέχνης τ'αντικείμενο

ύστερα από τη φωτιά που το'χε πλάσει

ανάλλαχτα γαλήνιο στης αιωνιότητάς μας τη νίκη.


Πηγή: Ανθολογία Περάνθη


Αναδημοσίευση από: 

https://ennepe-moussa.gr/%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B1/%CF%80%CE%AD%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%BF%CE%AF%CF%87%CE%BF%CE%B9-%CE%B4-%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%BF%CF%85

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

Δ. Ι. Αντωνίου - Τάνκα



"Θα πάθεις πάλι
με ποίηση παίζοντας˙
είν' σαν φάρμακο:
πρέπει δόση να ξέρεις,
στη γιατρειά από φαρμάκι."
Είναι το υπ. αριθμ. 30 από τα Τάνκα του Δημήτρη Αντωνίου, με το οποίο εκφράζει εύγλωττα την άποψή του για την ποίηση.

"Με ανοιξιάτικη
σε είδα βροχή να περνάς
και τα χρώματα 
του κόσμου χορεύοντας
μαζί μου σε πήρανε..."
Είναι το υπ. αριθμ. 5 από τα Τάνκα του Δημήτρη Αντωνίου

"Πέφτει πριν δέσει
τ' ολάνοιχτο λουλούδι
σαν πεφτάστερο
μια μέρα μεσημέρι
στ' αδιάφορο χέρι σου."
Είναι το υπ. αριθμ. 6 από τα Τάνκα του Δημήτρη Αντωνίου

"Είπε: δεν το είπα
κι ούτε που το σκέφτηκα...
Κι αυτός της είπε:
μπορεί όπως λες, δεν τό' πες
μα όχι δεν το σκέφτηκες."
Είναι το υπ. αριθμ. 22 από τα Τάνκα του Δημήτρη Αντωνίου

Τα παραπάνω Τάνκα της περιόδου 1938-1962 περιέχονται στο βιβλιαράκι του Δ. Ι. Αντωνίου, Χάι-Κάι και Τάνκα, εκδοτική Ερμής, Αθήνα 1972. 

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Δ. Ι. Αντωνίου - [Τόσο γερτή]



Τόσο γερτή, πάθος σε ροή σαν ανθός περασμένο. . .
Μουσική ν' αφίνεσαι στο κοιμισμένο νερό, αγωνία
τον τυφλού ρυθμού στα ωραία παραμύθια.
Ποιος είμαι; ποια είσαι. . .
τι ‘ναι πού καθορίζει μ’ ένα οποιοδήποτε όνομα
ανθρώπινο,
εσένα
πού μάδησες τ' άνθη σε ονειρεμένη φαντασία;
Πάψε! Όσο ρωτάς κλείνουν τα μάτια,
τα λόγια πεθαίνουν στα χείλη. . . Μελωδία!
— άκουσε την με κλειστά τα μάτια,
νιώθοντας τη σιωπή μου.
Ενα τ' αγκάθι της καρδιάς μου!. . .
Μελαγχολική στιγμή της μουσικής
σε κάλεσα
πληθαίνοντας — ως το θάνατο μας, τη στιγμήν ετούτη. . .



Δ.Ι. Αντωνίου, Ποιήματα, Εκδόσεις Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, 2009.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023

Δ.Ι. Αντωνίου - [Tους γνώρισα από παλιά γράμματά τους]




Tης Aνάμνησης

Tους γνώρισα από παλιά γράμματά τους·
χαμένες ιστορίες,
τις ξαναβρήκα τότε
παραμύθια παράδεισου
στα παιδικά μου χρόνια
και κόλασης πια τώρα.
Tρυφερότη και σκληρότη μιας μοναξιάς·
η θάλασσα
κι η καρδιά σου
φωλιά από φίδια και λουλούδια
κλειστή
μένει
σαν εκείνων...
Aπόψε
το σκέφτεσαι κι η λησμονιά τους
θα γιατρευόταν μ' ένα μικρό παιδί
κλαδί από το ίδιο δέντρο τους,
αυτό τουλάχιστον θα ξαναφώναζε
στο σαρακωμένο πύργο τους
τον αγέρα να 'ρθεί
στα πανιά του παίρνοντας
μισεμούς με συγκρατημένα δάκρυα
κι άγρια πανηγύρια γυρισμού τάζοντας.



(από τα Ποιήματα, Eρμής 1998)

Δ.Ι. Αντωνίου - [Nαι για μένα μόνον ένα: Eσύ]

 

Nαι για μένα μόνον ένα: Eσύ
σε χίλια σπασμένα μα αστραφτερά κομμάτια καθρέφτη.
Στο φως το ήρεμο ―μην πεις πως δεν το κέρδισα―
της σκέψης οπού μ' οδηγάς·
τώρα
φέρνοντάς σε εγώ
με χίλια άλλα τόσα λόγια ξεσπώ
μες σ' αυτή τη σιωπή
μπρος στο είδωλό σου σπάζοντάς το πάλι,
η έκφρασή μου
σε χίλια αστραφτερά, σ' αμέτρητα
αστραφτερά αβάσταχτα κομμάτια...



 Ποιήματα, Eρμής 1998.

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

Δ.Ι. Αντωνίου-Δύο Ποιήματα

 Ν. Κ.

Τὰ μυγδαλόδεντρα τὸν κάμπο σκέπασαν
μὲ τὸν ἀνθό τους ρόδινα ἄσπρο χιόνισμα·
καὶ στὴν εἰκόνα αὐτὴ ποὺ φέρνω τώρα
δουλεῦτρες μέλισσες βουίζουν
ἀγουροξυπνημένην ἄνοιξη νὰ θέλουν
προχωρημένης ἐποχῆς νὰ μοιάσει.
Μὰ ἕνα τζιτζίκι δὲν ξυπνᾶ, τὸ ἀποζητῶ -
στὸ μίλημά του γλῶσσα κι ἦχος ποὺ μιλοῦσες
στὰ πέλαγα μελίπικρή σου ἔγνοια τοῦ ταξιδιοῦ
τὸ ἴσο νὰ κρατᾶ ἐκεῖ μαζί σου.
Αὐτὸ ποὺ βλέπει δὲν εἴταν χιόνι,
δίχως τὴ λάσπη·
- τὸ ἄσπιλο σύμβολο τῆς μοναξιᾶς σου·
κι ἂν εἴταν τὸ πρῶτο,
θά ’ταν τὸ πέρασμα τῶν ἀνθρώπων
τὰ δυὸ μαζὶ ποὺ ἀνακατεύει.
Ἔτσι κομμάτι γῆς εἶδα
μὰ θέλω πιὰ μὲ ἕνα ἄλλο νὰ τὸ ἀλλάξω
στὴν ἴδιαν ἐποχὴ ποὺ γίνηκε
νὰ σκεπαστεῖς ἀπὸ ἀνθισμένο ξύπνημα τῆς πλάσης
στὸ κούφιο μαζὶ μὲ ἄλλους χῶμα.
Στὴν ὁμίχλη τοῦ κόσμου
σὲ λιμάνια καὶ σὲ βασανισμένες ζωὲς ναυτικῶν,
φωνὲς συρτὲς τοῦ χωρισμοῦ
καὶ μοναξιᾶς στὰ μουράγια
θὰ παραστέκουν τὶς εἰκόνες,
αὐτὲς ὅταν μιλοῦσε,
σὲ πειραχτικὴ ἀνάμεσα γλώσσα
κρύβοντας τὸ παιδὶ ποὺ τρόμαξε τὸν κόσμο·
αὐτὸς ποὺ ἔγινε πικρὸ - γλυκὸ ἀνάμνησής του...
(1977, Ποίηση 1977)
&
Γ. Σ.
Κοίταξε τὰ σύννεφα πῶς τρέχουν
τοῦ ἀγέρα εἶναι κοπάδι,
δὲν εἶναι νύχτα,
χαμηλὴ μόνο ἡμέρα -
κι ὅμως θυμᾶσαι τότε
μὲ τὸ φεγγάρι κυνηγημένο,
τὸ πέλαγο σὰν μάνιαζε στὸ καράβι.
Γύρισα στὴν εἰκόνα
νὰ ἀλλάζει ἡ μέρα σὲ ἄλλη νύχτα -
ποὺ ἄναψα τὸ τελευταῖο μου σπίρτο
νὰ δῶ στὰ τείχη τὰ ἔρημα τῆς θάλασσας
τὴν ἄσβηστην ἀκόμη ἐπιγραφή:
ΠΥΡΓΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ.
Καὶ ἦταν ἡ ἡμέρα αὐτῆς τῆς νύχτας
στὰ ματωμένα σπάργανα παιδιῶν τῶν ἀλλοφύλων
τῆς ἄκαρδης διαδοχῆς τους.
Φωνὲς σιωπῆς παλέψαν γύρω
ἐχθρῶν καὶ φίλων.
Αὐτὰ ποὺ πῆρα γυρίζοντας στὸ καράβι
κι ἀγρύπνησα στὴν κάμαρά μου
ὅπως σὲ γέφυρα πάλι παλεύοντας
στὴ μοναξιὰ μιᾶς ἄγριας νύχτας.
(27-3-1986, η λέξη)


Τα ποίηματα είναι αφιερωμένα στους ποιητές Νίκο Καββαδία και Γιώργο Σεφέρη

Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

Δ.Ι. Αντωνιου-Ἀπό τίς Ἰνδίες



Μὴ λογαριάζεις παραπάνω – μὴν ἀντιστέκεσαι
μέ τὴ θύμηση τῶν περασμένων·
κάλεσε μόνο, γιὰ τὸ δρόμο τῆς ψυχῆς σου
τὸ πρωινό, δεκάξη χρονῶ σὰν ἤσουν,
στὸ νησί σου, ἕνα καλοκαίρι...
Βρῆκες σ’ ἑνὸς παλιοῦ σκρίνιου τὸ συρτάρι
κιτρινισμένα χαρτιὰ καὶ δυὸ κανοκιάλια
– θυμήσου... Ἡ θάλασσα ὕστερα ποὺ κοίταξες
στάθηκε ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἀπόφασή σου.

... Κιτρινισμένα χαρτιἀ καὶ δυὸ κανοκιάλια,
ἡμερολόγια καραβιῶν, γράμματα τοῦ παπποῦ μου
ἀπὸ τὰ ξένα λιμάνια, στὴν γιαγιά μου ποὺ πέθανε τόσο νέα
– ὅλα τοῦτα μιὰ ἱστορία δακρυσμένη,
βυθισμένη σὲ τόσον ἀνθρώπινο πόνο
καὶ τόσο καραβίσιο κατράμι κι ἁλάτι... Ἀκόμη, ἦταν ἐτοῦτο
(ὥς ἐδῶ ἡ πρώτη ἀπόφαση):
νὰ διηγόμαστε τώρα, ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄκρη τῆς γῆς
τὸ πρωινὸ ἐκεῖνο στὸ νησί μας,
ποὺ δέν ξεχάσαμε κι εἶν’ ἀφορμὴ
ποὺ εἴμαστε πάνω σὲ τοῦτο τὸ καράβι...

... Κι ἐμεῖς στέλνουμε γράμματα ἀπὸ τόσο μακρυά,
κ’ ἐμᾶς εἶναι βαρειὰ κι ἀσήκωτη ἡ ζωὴ
– ἕνας ἀγώνας καὶ μιὰ ἐγκαρτέρηση
στὴν πανάρχαια μοῖρα τῆς θάλασσας...

Ἀρχίσαμε νὰ ζοῦμε ξαγρυπνῶντας
μπροστὰ σ’ ἕνα ποτήρι
μ’ ἕνα κρίνο
– ἕνα μισοάνοιχτο κρίνο –
διψῶντας τὴ στιγμὴ ποὺ θἄνοιγε νὰ χαροῦμε
μέσα στὴ θερμὴ ἐκείνη νύχτα.

Τώρα παλίρροια κι ἄμπωτη μᾶς μετράει τὶς ὦρες
ποὺ τὶς ταξιδεύει
μιὰ ὁλόκληρη συλλογὴ γραμματοσήμων
κυνηγώντας ἐδῶ τὴν μπαλσαμωμένη πεῖρα τῶν βιβλίων
γι’ ἄνθη καὶ μακρυνὲς ἱστορίες,
ἀγαπῶντας ἔτσι
τὴ γιορτὴ τῆς παραλλαγῆς στὴν πλάση,
ὅπως σὲ δυὸ μάτια, ποὺ εἴχαμε τὴν προαίσθηση
πὼς θὰ συναντήσουμε
καὶ θὰ μᾶς κοιτάξουνε φοβισμένα [...]

Χαράζει...
Ἡ φτενὴ στεριὰ εἶναι πιὸ σκοτεινή ἀπὸ τὴ νύχτα·
νιώθω ν’ ἀναπνέει περισσότερο ὁ ἀέρας...
(Πέρασε πλάι ἀπὸ τὸ φιλιστρίνι μου
μιὰ σκιὰ...
Κύριε,
ποιός θὰ μᾶς πρόσεχε!
Ὅταν ὅλα – λίγο ἤ πολὺ εὐχαριστημένα
βρίσκουν τὸν ὕπνο,
ἐμεῖς, ἀχάριστοι, ἀγρυπνᾶμε
γκρινιάζοντας,
σ’ ἄνθη μόνο
ὁμολογῶντας χάρη...
Κύριε!
Καθένας ὑποφέρει χωριστά·
κι ὅπως λένε,
ἕνας παραλογισμὸς κάνει ὑποφερτὴ τὴ ζωή μας...)

Γράφοντας στὴν τύχη τῆς ἀκοῆς,
ποὺ ὑπάρχει σὰν τὴ φωνή μας:
περιμένοντας.

... Λοιπόν, ἀγρυπνῶ καθὼς σὲ συλλογίζομαι,
καὶ σοῦ γράφω ὄλ’ αὐτά,
ἐσένα,
ποὺ ὁ καπνὸς τοῦ καραβιοῦ
ταξιδεύοντας
μοῦ θύμισε τὰ μαλλιά σου.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Δ.Ι. Αντωνίου - Γράμμα της Aττικής Άνοιξης



Όταν ξεκινάμε βέβαιοι για την αποτυχία

συλλογιζόμαστε τί μας κάνει να πέφτουμε

κι ύστερα τί μας φέρνει ν' ανθίζουμε αυτό το πέσιμο;

Πριν ξεκινήσουμε την τελευταία φορά, λέγαμε:

πώς θα ξοδέψεις τέτοιο δρόμο μ' ένα ρόδο στην καρδιά σου;

―έχοντας την αντοχή μόνο στη θύμηση περασμένων;―

Yπάρχει πάντα κάτι λέω τώρα,

ύστερ' από τόσες αποτυχίες

μια ανακωχή μ' ανθισμένο χαμόγελο:

Tο πρώτο χελιδόνι στον κάμπο που ακόμη δεν ξύπνησε,

―μια γλάστρα θυμάμαι που είδα εγώ πρώτος τον ανθό της,

φώναξα μεθυσμένος: το πρώτο ρόδο! και μέσα μου

γαλήνεψε όλ' η φουρτούνα...―

Έτσι σου συνεχίζουμε τώρα το γράμμα μας,

Δύσκολη και χωρίς ελπίδα! ―γι' αυτό δοκιμάζω τη φωνή μου,

παρακάτω σου γράφω για τον πυρετό μας

που μετριέται σε περιπλάνηση

στο αττικό τοπείο που ξέρεις μ' άλλα μάτια από τα δικά μου.

Xτες το πρωί λοιπόν καθώς έφτανε η ώρα μας

σε βραδιασμένους πια στίχους να δοξάζουμε

τη διάθεση τούτη,

μουρμούριζα ευλογώντας την απόσταση

που μου παίρνει και μου δίνει τέτοιες ώρες...


(από τα Ποιήματα, Eρμής 1998)

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

Δ.Ι. Αντωνίου - Της μουσικής (Απόσπασμα)

  


Ανοίγει η καρδιά μου μες στη σιωπή

φως, φως με κυριεύεις

κι ανήσυχα της γαλήνης το κομπολόι σκορπώ

- στην ταραχή μου η καρδιά τον όρκο της ξεχνάει

η εγκαρτέρηση μες στο σκοπό

της μπόρας τούτης πια δεν υπάρχει

μόνο λουλούδια λυγάν

και δέρνονται ως να ξεριζωθούν απ' την ανεμοζάλη.


Πηγή  Ποιήματα, Eρμής 1998.

Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Δ.Ι. Αντωνίου-[Εμπόδιο σε τί;]


Eμπόδιο σε τί;

Θυμήθηκα το χαιρετισμό του σινιάλου
από τέσσερα μίλια που μας είδες
σαν γυρνούσαμε ύστερ' από χρόνια.

Γνώρισες το καράβι
με τ' όνομα του ξανθού ήρωα
—σπόρου της θάλασσας με μοίρα στεριανή.—

Δε σου φέραμε τίποτ' άλλο από ιστορίες
μακρυνών τόπων· ανάμνησες
από πράγματα κι αρώματα πολύτιμα.

Mη ζητάς το βάρος τους στα χέρια σου·
τα χέρια σου πρέπει να είναι λιγότερο ανθρώπινα
για όσα κρατήσαμε στην ξενιτιά·
την πείρα της αφής, τον αγώνα του βάρους,
τα χρώματα τα ξωτικά
να νιώθεις μόνο στα λόγια μας
απόψε που γυρίσαμε.

Eμπόδιο σε τί
το κατάρτι που σου γνώρισε
το γυρισμό μας;

[πηγή: Δ.Ι. Αντωνίου, Ποιήματα, εισαγ.-επιλ. ποιημάτων Μανόλης Μαυρολέων, Eρμής, Αθήνα 1998, σ. 37]

Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

Δ.Ι. Αντωνίου

«…κι ας είναι η φωτιά που ακόμα σε καίει

κι έτσι κρύα, μα άσβηστη μέσα στη νύχτα τώρα

πάνω στο καράβι

εκεί σαν ξαναγύρισες,

πήγες όχι στη γέφυρα του πλευρισμένου καραβιού σου

σ’ εκείνο το λιμάνι

μα πήγες ίσια στη σκοτεινή κάμαρα σου

και βρέθηκες μονάχος

κι ας ήταν οι ξελογιασμένοι τόσοι επιβάτες γύρω

στις τοξικές μουσικές με τις ξεβιδωμένες τους αισθήσεις

και στα παρμένα μάτια τους από όσα τους τριγύριζαν

εκεί είπες, αν σε άκουγαν, να λυπηθούν μαζί με εσένα τα περασμένα

να λυπηθούν που βρίσκονται τριγύρω

τα άσβηστα τα περασμένα

για τη φυλή σου και το ξεθωριασμένον αίμα

των παιδιών τους που δε σβήστηκε

από την εκκλησία  και σε όλους τους δρόμους

σε όλες τις φασκιές των μικρών παιδιών που σφάχτηκαν,

της πόλης τώρα που ξαναθυμάσαι

Η μοναξιά με τα τριαντάφυλλα πια εδώ

στο χώμα με τα άλλα μαραμένα λουλούδια

το βήμα εκείνο το πνίγουν

τον απόμερο παράταιρο των πουλιών ήχο».

© Δ.Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εκδόσεις Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, 2009.

Δ.Ι. Αντωνίου-[ἀτιτλο]

Κοίταξε τα σύννεφα πως τρέχουν
του αγέρα είναι κοπάδι,
δεν είναι νύχτα,
χαμηλή μόνο ημέρα-
κι όμως θυμάσαι τότε
με το φεγγάρι κυνηγημένο,
το πέλαγο σαν μάνιαζε στο καράβι.
Γύρισα στην εικόνα
να αλλάξει η μέρα σε άλλη νύχτα-
που άναψα το τελευταίο μου σπίρτο
να δω στα τείχη τα έρημα της θάλασσας
την άσβηστην ακόμη επιγραφή:
ΠΥΡΓΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ.
Και ήταν η ημέρα αυτής της νύχτας
στα ματωμένα σπάργανα παιδιών των αλλοφύλων
της άκαρδης διαδοχής τους.
Φωνές σιωπής παλέψαν γύρω
εχθρών και φίλων.
Αυτά που πήρα γυρίζοντας στο καράβι
κι αγρύπνησα στην κάμαρά μου
όπως σε γέφυρα πάλι παλεύοντας
στη μοναξιά μιας άγριας νύχτας.

Δ.Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εκδόσεις Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, 2009.

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

Αντωνίου Δ. I.- [Ω, πες μου αν δεν πιστεύεις]



Ω, πες μου αν δεν πιστεύεις ακόμη τα φαντάσματα!
τ' άλογα που έχουν φτερά για παραμυθένιους τόπους,
τις μάγισσες με βότανα για το θάνατο και την αγάπη
και το ανθρώπινο πλάσμα το απλό που μας παραδώσαν οι καιροί·
τα μαλλιά του ήταν ο ήλιος για το σκοτεινό μας πύργο.
Mα τί λέω! Eσύ δεν είσαι ξανθή και τώρα
όταν σε κοιτάζω είσαι η νύχτα μου
έτσι για να σου πω απόψε:
Eδώ 'μαι, αφού το θέλησες
όλος για να υπάρχω μ' εσένα·
δες αυτό το χέρι κρατάει
στον αγώνα του τη μοίρα
τα βουνά μετατοπίζει
κι άστρα παιγνίδια στα χέρια σου απιθώνει...


Δ.Ι. Αντωνίου (1906-1994)

(από τα Ποιήματα, Eρμής 1998)

Πηγή: http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=350&author_id=78