Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σκαρίμπας Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σκαρίμπας Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

Γιάννης Σκαρίμπας - Τρία ποιήματα

   Οι Φίλοι

 

Πήγαιναν τα σύγνεφα έρημα στο δείλι,

τα βουνά βουβά στην ατμοσφαίρα,

ταξιδεύαν μου –αμίλητοι– οι φίλοι

στον αγέρα.

 

Είπα: οι φίλοι μου! Η ζωή μου τρέμει–

οι τελευταίοι παν μονάχοι τους οι τόποι,

άπιαστες οι γνωριμίες μου ανέμοι

κι οι ανθρώποι.

 

Όνειρο ήταν, πλάνη το πώς

ζούμε, φτάνει η ζωή μας φίλους νάχει,

χώρια ή αντάμα πάμε, όπως

και μονάχοι.

 

Όπως τα σύγνεφα έρημα στο δείλι,

τα βουνά βουβά στην ατμοσφαίρα,

όπως αμίλητοι πάνε μου οι φίλοι

στον αγέρα…

 

 

 

Η Άγνωστη

 

Κι ήταν ωραία ως πέρασε άκρη του δρόμου εκεί,

μ’ άγνωστο πάτημα ποδιού και τρυφερό μυστήριο,

στο πεζοδρόμι κρούοντας ωραία, ερημική,

των τακουνιών της το γοργό κι ερωτικό εμβατήριο.

 

Στάθ’κα στητός, τη μουσική γροικώντας του αλαφρού

κυματισμού των ρούχων της – κι εντός μου ότι είχε σπάσει

κι ήταν τραχύ, στης φούστας της το ευγενικό φρου-φρου,

χρυσός να γίνετ’ ένοιωθα καρπός πώχει ωριμάσει!

 

Έφυγε αυτή. Ποιος ξέρει πού –σε ποια σιγή ερημιάς–

νοσταλγική το βήμα της τ’ άγνωστο πάει να δώσει,

κι ήταν αυτή –το νοιώθω ναι– που αν ήθελε, με μιάς,

το βάρβαρό μου εαυτό γλυκά θάχε ημερώσει.

 

Τώρα; Τώρα στους πρώτους μου έμεινα εδώ οδυρμούς,

Πάνας του δρόμου ερωτικός –η φύση ως μ’ έχει κάμει–

κι είμαι λες σαν –ποιος ξέρει ποιους– να ξέχασα δρυμούς

κειό το λιανό με τρεις οπές – που σφύραγα καλάμι…

 

 

Βιολέτα

 

Δίχως αστέρια και Σελήνη

χωρίς «Μαμζέλ, μετά τρεμούσης

χειρός» και δίχως καν «εκείνη

εις την αγχόνην» δίχως «ούσης».

 

Παρ’ έτσι ανθρώπινα και σκέτα

–σκυμμένη ως σ’ είδα να ξεπλένεις–

σ’ αγάπησα εγώ Βιολέτα

στο φως μιας μέρας περασμένης.

 

Δεν ήσουν συ «Ματθίλδη» ή Μούσα

μήτ’ «ομιχλώδης» ο έρωτάς σου,

μήτε κι εγώ πως τραγουδούσα

κάτ’ απ’ τα παράθυρά σου.

 

Μα ήσουν γλυκιά χωρίς «γαζίες»

και δίχως σουβενίρ δικιά μου

κι όλες οι ημερομηνίες

μιλούσαν ίδια στην καρδιά μου.

 

Κι ως μίλειες ήταν σαν να σβούσαν

τ’ αχνά σου λόγια και σαν όπως

να διάβαιναν και να περνούσαν

καθ’ εποχή και κάθε τόπος…


Πηγή:https://edromos.gr/%CE%BC%CE%B5-%CF%8C%CF%87%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%86-306/

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Γιάννης Σκαρίμπας - Μόνο δυο στίχους


Έτσι λοιπόν! Πάντα ωραία και πάντα, θάναι, σάμπως,
όνειρο αέρινο οι άνεμοι κι οι φουσκοθαλασσιές
και θα μαγεύει παντοτεινά ένα πλοίο όταν στο θάμπος
το εσπερινό αϋλώνεται σ’ ανταύγειες χρυσές.
Πάντα και πάντα, ναι, χρυσός – άνθινη ωραία γιρλάντα,
θάρχετ’ ο κύκλος των πουλιών στου χρόνου τα φτερά,
κι η λεύκα θάν’ παντοτεινά ωραία, πάντα και πάντα,
όταν –τρελή– με τις φωνές των άνεμων σφυρά.
Μόνον εγώ, μόνον εγώ, ποτέ δεν ήμουν πλοίο,
μήτε αέρινο όνειρο, μήτε πουλί σε ανθό,
ήρθα στον κόσμο με πλατύ μέτωπο, ορθό και λείο,
μόνο δυο στίχους μου σκληρούς να πω και να χαθώ…

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

Γιάννης Σκαρίμπας - Ποιήματα

 

ΧΑΛΚΙΔΑ
(από τη συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νά φυσάει ο νότος
κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη!
νά μήν ξέρω άν είμαι –μέσα στήν ασβόλη–
ένας λυπημένος πιερότος!

Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
ώ Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) καί φέτος
ήμουν –στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα…

Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι
πάν' σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
Ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάρια
τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.

Τώρα; Πόλη, τρέμω τά γητέματά σου
κι είμαι ακόμα ωραίος σάν τό Μάη μήνα,
κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα
καί νά κλαίω εγώ στά γόνατά σου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Έτσι νάν' σπασμένοι, νά φυσά απ' τό νότο
καί μέ πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα:
Άχ, νεκρόν στό χώμα –νά φωνάζεις– είδα
έναν μου ακόμη πιερότο! . . .

 

 

ΦΑΝΤΑΣΙΑ
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.

Και νάν' σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά
γι' άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.

Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός
γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει
Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ' τόν κύκλο των νερών – στά χάη.

Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου . . .

 

 

ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
(από τή συλλογή ΟΥΛΑΛΟΥΜ)

Πού τήν είδα; Συλλογίζομαι άν στούς δρόμους
τήν αντίκρυσα ποτές μου ή στ' αστέρια,
τούς χυτούς της φέρνει η ιδέα μου τούς ώμους
δίχως χέρια!

Δίχως χέρια . . . Τό μάτι της γυαλένιο
άς μή μ' έβλεπε – μ' εθώρει κι ήταν τ' όντι
ρόδο ψεύτικο τό γέλιο της – κερένιο –
καί τό δόντι.

Τήν στοχάζομαι. Η φωνή της, λές, μού εμίλει
ριγηλή σάν μέσ' σέ όνειρο – και τ' όμμα
ήταν σφαίρα. Σπασμός τρίγωνος τά χείλη
καί τό στόμα.

Τ' ήταν; πνεύμα; Μήν φτιαγμένη ήταν, ωϊμένα,
ύποπτεύομαι – καί τρέμω νοερά μου –
απ' τό ίδιο ύλικό πούναι φχιαγμένα
τά όνειρά μου; . . .

Αχ πώς τρέμω! ο νούς μου πάει σ' ιδέες πλήθος,
σέ μπαμπάκια καί καρτόνια – ο νούς μου βάνει
γεμισμένο της μήν ήτανε τό στήθος
μέ ροκάνι!

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ώ Κυρά μου – Άγγελε – Σύ – των μειρακίων
πόχεις τό γέλιο, ώ χαύνη κόρη των πνευμάτων,
σέ μια βιτρίνα σ' έχουν στήσει γυναικείων
φορεμάτων. . .

 

ΟΥΛΑΛΟΥΜ . . .

Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.

Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .

Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:

. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.

Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .

 

 

Ταμάρα

Αλλόκοτη και μελαψή, ωραία και ιερή
λες έσερνε αγγελικές φτερούγες κι' επερπάτει
αδέξια και αμέριμνη, μ' εκείνην τη νωθρή
περπατησιά μια Θέαινας, σ' Ολύμπιο μονοπάτι.

Και μπόραε — όπως πάγαινε παχειά — κανείς διεί
στο φίνο της κι' εφαρμοστό μποτίνι ένα ποδάρι
χυτό, και μες στων ρούχων της το σούσουρο oι φαρδιοί
γοφοί της πώς θα λάμπανε— γυμνοί—σαν το φεγγάρι.

Το αίμα της μεσημβρινό, χυμένο λες — κει — να
σφυράει μες στο γυναικείο της κορμί — εμβατήριο τέλειο —
κι' είχε κάτω απ' τα βλέφαρα—βαμμένα με κινά—
μουχρό, βαρύ τριαντάφυλλο το σαρκικό της γέλιο.

Κι' εγώ την ειχ' αγάπη μου!.. Μια φλόγα και καπνός
ήταν ό,τι απ' τ' αγκάλιασμά-της πίναν μου οι πόροι,
ενώ με όμμα ατάραχο αυτή με εκύταε ως
τον πόθο μου τον γήινο να ενόγαε κι απόρει...

Κι' ήμουν ειδωλολάτρης της!. Ψηλά o εν ουρανοίς
Κύριος κι' οι Άγιοι του, για με πια ουδ' αρωτάγαν
κι' ενώ ουδ' εγώ αρώταγα, αρχαίου Ναού — αυτηνής —
— κολώνες που γκρεμίστηκαν— τα μπούτια της φωτάγαν...

Και πέθανε... Και με παπά τη θάψαμε! και να
—μ' αυλούς— οι τραγοπόδαροι Θεοί της σουραβλάνε
και γύρω απ' τον ειδωλολατρικό Σταυρό της, παγανά
και Σηλεινοί, στη μνήμη της χορεύουν και πηδάνε...

 

 

Το ξάφνιασμα

Δυο Πάνες φουσκομάγουλοι, στου κήπου σου τις στέρνες,
τα χάλκινα —με τρεις οπές— σουράβλια είχαν στα χείλη,
όταν εσύ τις φωτεινές του χάμου έκρουσες φτέρνες
— ζυγά πιτσούνια που έπαιζαν το 'να το άλλο εφίλει.

Του φραμπαλά σου φτερωτή τότε η — σαΐτα —ρίγα
(των χρυσοκεντημένων της — αράδα — παπαγάλων)
στις γάμπες σου ανελίχτηκε — γοργό ερπετό — που ερίγα
στο αλληλοκυνήγημα των άσπρω σου αστραγάλων.

Kι έφυγες. Ωωω. Σαν αστραπών — στο σέρπιο μονοπάτι —
τύφλες φωτός (και σκίρτημα δορκάδας έρμου δάσου)
έμειναν τ' άψε-σβήσε σου: το πήδημα, το πάτι
και τ' αλαφριό, σαν άξαφνου πουλιού, ξεφτούρισμα σου...

 

 

Η Κυρά μου η τρέλα...
(Τα Νέα Ελληνικά 1 [Ιανουάριος 1952])

Πώς ήταν έτσι, πώς μου εφάνη ως είχεν έμβει
κειο το βαπόρι μες στο λιμάνι με όκια τεφρά,
όπως το τύλιξε στ' αχνά μετάξια της σιγά η ρέμβη
ως το ρυμούλκησε μειλίχιο η νύστα μου εκεί αλαφρά.

Ήρθε και στάθηκε μπερδικλωμένο σ' αχνή τολύπη
κ' ήταν σαν κάτι, κάτι ανείπωτο νάχε να πει,
κι ύστερα, παίρνοντας, σκυφτή επιβάτισσά του τη λύπη
ως ήρθε θάφευγε, με κυβερνήτη του τη σιωπή.

Κι η νύχτα έφτασε. Αχ, το βαπόρι μες στην ασβόλη,
τι τρέλα θάκανε ανεπανόρθωτη και μαγική;
Μη θα κεραύνωνε με μια του λέξη την έρμη πόλη
μη θα ξεμπάρκαρε τη φρίκη αμίλητη οτο μώλο εκεί;

Ή μη—βαρκάκια του—μ' άσπρες κορδέλες σταυροδεμένα
φέρετρα θάστελνε όξω—σαν κύματα και σαν αφροί—
όπου θα κείτονταν της γης τα νήπια μαχαιρωμένα
ή όπου όλοι όσοι αγαπήθηκαν, θάσαν vεκροί;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Τίποτα, τίποτα... Μα πώς έτσ' ήταν, πώς μου εφάνη
αυτό το πλοίο; Στάθηκε αμίλητο μ' όψη φριχτή,
κι έφυγε, ως τόφερε η Κυρά μου η τρέλα μες στο λιμάνι,
αυτή που παίρνοντας με από το χέρι με περπατεί...

 

 

Το βαπόρι

Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα
στο άτι της σιγής κι' όλα να πάης
και vάv' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα
σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι' ο Μάης.

Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει —
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοι
κι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και νάναι όλα απ' ό,τι φεύγει —και δε μένει—
σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
έξω απ' την τρικυμία τούτου κόσμου.

 

 

Στάδιον δόξης
(συλλογή Εαυτούληδες 1950)

Ως ανύποπτος καθόμαν, ήρθαν όλα μι' αντάρα
οι ήρωές-μου κι οι στίχοι-μου — φιόρα-μου όλα πλατύφυλλα —,
κάθε μια της ζωής-μου ήταν — κει — στραβομάρα,
κάθε γκάφα-μου ή τύφλα...

Κι ως αρπώντας με μ' έβγαλαν σηκωτόν απ' την πόλη
(με καμπούρες κι αλλήθωροι — με στραβή άλλα αρίδα).
όλα εκεί με τριγύρισαν και με δείξαν — χαχόλοι —
κει βαθιά, τη Χαλκίδα:

... Βλέπεις μαιτρ —μου φωνάξανε— τη Χαλκίδα την είδες
όπου συ μες στα φάλτσα-σου μόνον, ήξερες ν' άρχεις;
Νά τα έργα-σου, οι πόθοι-σου — όλοι εμείς — φασουλήδες,
νά και συ θιασάρχης!...

Τι ντεκόρ ανισόρροπο που με μύτη γελοία
μαιτρ μπεκρής το σκεδίαζε στό 'να πόδι να στέκει.
ήταν κει, λες και χτίστηκε με γλαρή κιμωλία,
όρθιο η πόλη λελέκι...

Κι ω Θεέ-μου, τι θίασος, τι λερή συνοδεία
εαυτούληδων (τούτοι-μου), να μοιράσουν σαν λύκοι
μεταξύ-τους — για ρόλους-των — κάθε μια-μου αηδία,
κάθε τι ρεζιλίκι..

Κι είμαι γω θιασάρχης-τους; Αλς κουρσούμ τώρα εξώλης
και προώλης-τους (τέλειος να μαθαίνω τους ρούμπες),
νά μ' αυτούς τους παλιάτσους-μου θα κινήσω στις πόλεις
με κραυγές και με τούμπες!...

Κι ως στα πάλκα η φάτσα-μου γελαστή θα προβαίνει
(αχ, κι η πρόγκα — τι δόξα-μου!.,. — σ' ουρανούς θα με σύρει)
η Χαλκίδα εκεί πισω-μου θα φαντάζει χτισμένη
σαν από —τεμπεσίρι...

 

 

Εαυτούληδες
(από τη συλλογή Εαυτούληδες 1950)

Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη,
ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη
και με ήβραν —χωρίς κανέν' να μου λείπει—
τα λάθη.

Κι ως τα γνώρισα όλα-μου γύρω — μπραμ-πάφες
όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες
—ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, oι γκάφες-
μου όλες.

A!... τι θίασος λίγον τι από αλήτες
μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους,
έτσι ως έμοιαζαν — με πρισμένες τις μύτες—
παλιάτσους.

Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη βέργα
μπρος σε τρίποδα με κάντα μυστήρια,
όπου γράφονταν τ' αποτυχημένα-μου έργα
—εμβατήρια!

Α... τι έμπνευση!... Μαιτρ του φάλτσου 'γώ πάντα,
με τη βέργα-μου τώρα ψηλά —λέω— με τρόμους
νά, με δαύτη-μου να παρελάσω τη μπάντα
στούς δρόμους.

Kι ως πισώκωλα θα παγαίνω πατώντας,
μες σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούρια
οι παλιάτσοί-μου — στον αέρα πηδώντας —
τα θούρια...

 

 

Τα ποιήματα "Ταμάρα", "Το ξάφνιασμα", "Η Κυρά μου η τρέλα. . .", "Το βαπόρι", "Στάδιον δόξης" και "Εαυτούληδες" είναι από το περιοδικό Περίπλους τ. 44, Μάρτιος-Ιούνιος '97.

Πηγή:
https://www.mikrosapoplous.gr/extracts/skaribas-p.htm#stadion

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2024

Γιάννης Σκαρίμπας - Ποιήματα

 ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ

ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ

Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη.
Ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη
Και με ήβραν – χωρίς κανέν’ να μου λείπει-
Τα λάθη.

Κι ως τα γνώρισα όλα μου γύρω – μπραμ-πάφες
Όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες
-ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, οι γκάφες
μου όλες.

Α!… τι θίασος λίγον τι από αλήτες
Μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους
Έτσι ως έμοιαζαν – με πρισμένες τις μύτες-
Παλιάτσους.

Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη β έ ρ γ α
Μπρος σε τρίποδα με κ ά ν τα α μυστήρια,
Όπου γράφονταν τα’ αποτυχημένα μου έργα
– εμβατήρια!

Α!… τι έμπνευση!… Μαιτρ του φάλτσου γω πάντα,
Με τη βέργα μου τώρα ψηλά –λέω- με τρόμους
Να, με δαύτη μου να παρελάσω την μπάντα
Στους δρόμους.

Κι ως πισώκολα θα παγαίνω πατώντας
Μεσ’ σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούρια
Οι παλιάτσοι μου – στον αέρα πηδώντας-
Τα θούρια…

Το εισιτήριο

ΝΑΝΑΙ σαν νάμουν έτοιμος. Και νάναι
Σαν νάχω χάσει το εισιτήριο. Οι κάβοι
Ν’ αφροκοπάν, κι οι αφροί να το κουνάνε
Μεσ’ στους καπνούς του –όρνιο- ένα καράβι.

Κι εγώ να ψάχνουμαι εδωχάμω. Και όλο- όλο
…το … ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ να λέω σύντρόφοι ωραίοι!…
και να μην έρχεται μια βάρκα έως το μώλο
να μην φαινώνται πουθενά οι β αρκαρέοι…

Οι βαρκαρέοι!… Το εισιτήριο!.. Να τρέμει
– ζαγάρι εντός μου- η Χαλκίδα και τα όρη.
Κι εκεί να τόχουν συνεπάρει οι ανέμοι
Μετέωρο – μες τστις αχλές του- το βαπόρι…

Ω διάολε!… όλα νάχουν χαθεί και νάχουν πάει
Κι οι άνθρωποι δραπετεύσει από τους τόπους
Κι αυτό το πλοίο να τραβάει και να τραβάει
Χωρίς μηχανικούς, χωρίς ανθρώπους…

Και χωρίς φώτα. Ακυβέρνητο. Και όλο
Να χλιμιντράει στο χάος. Κι ως θα κλαιω
– κι όλας να ψάχνουμαι, να ψάχνουμαι στο μώλο
και όλο για κείνο το εισιτήριο να λεω…

το καράβι

ΕΙΠΕ μου, αγάπη μου, για ένα καράβι
Θολό που ολομόναχο πάει.
Χρυσά, για ‘να πλοίο, τα φώτα που ανάβει
Στα χάη…

Γι’ αυτό μόνον, ‘Πε μου και για –που να βγαίνει-
Μια Σελήνη θεόρατη, είπε μου
– κι αυτό να τραβάει, να τραβάει, να πηγαίνει
Θεέ μου!

Και ύστερα άρχίσε ( τα σκότη ως θα ζώνουν)
Να μου λες, να μου λες – καθώς πρώτα-
Για κείνα που άναψε –χρυσά – να μαργώνουν
Τα φώτα

Αγάπη μου, αγάπη μου, το πλοίο με πλώρη
Θολή κι η θεόρατη εκείνη
– φωτιά π’ ανεβαίνει απ’ τα δάση απ’ τα όρη-
η Σελήνη.

Και σώπασε πάλι και πάλι άρχισέ μου
Το καράβι, να μου λες, αν το ζώνει
Ακόμα η νύχτα, ακόμα αν – Θεέ μου ! –
Μαργώνει.

Και ύστερα μείνε –κι εγώ- σ’ ένα δρόμο
Και –τι όνειρο στο σβήσε και στ’ άψε!-
Το κεφάλι ακουμπώντας –ολόρθη- στον ώμο
Μου κλάψε…

Το βαλς χωρίς ντάμα

ΩΡΑΙΑ διασκεδάσαμε, κυρία, στο σπίτι
(συνέχεια στης νύχτας τα’ αμίλητα μάκρη)
με τουτ’ τη λίγον τι βαμμένη μου μύτη
στην άκρη

Εγώ, μπρος στο φίνο σου χαμογέλιο
Κι εσύ μπρος σ’ αυτό το άναυδο φρύδι,
Περίεργο επαίξαμε – οι δυο μας- και τέλειο
Παιγνίδι.

Στα μούτρα μου απόμεινε ύστερα χρώμα
Βαθύ ροζ απ’ τα χείλη σου, Μα εμένα, Κυρία
Σε κυττάνε ακίνητο το μπλάβο μου όμμα
Και κρύα..

Ω νάχα κι εγώ μεσ’ στο στήθος καρδίτσα
(και όχι, για να κρούω τις φούχτες, μια σούστα)
αχ πως θα στην έπιανα καρφίτσα- καρφίτσα
τη φούστα.

Και πως, τα μαλλάκια σου μπούκλα τη μπούκλα
Ωραία θα στάφιαχνα –με κόπτσες και τέλια-
Σε στυλ Πομπαδούρ να σ’ είχα μια κούκλα
Μου τέλεια.

Μα εγώ στης πνοής σου για να φτάσω το μύρο,
Των ποδιών μου πατώ – στο κενό – στις μυτίτσες
Και αχ στην κλωστή μου πόσες φέρνω τριγύρω
Βολτίτσες.

Θεέ μου, θα κλάψω! Στροφές χωρίς ντάμες
– με τέζα τα χέρια μου- με σφάζει μια ζήλεια
στον αέρα να φέρνω, και νάχω παλάμες
δυο ζύλια..

Ο σταθμάρχης

ΘΟΛΩΝΕ το βράδυ και το τραίνο είχ’ έμβει
Στον ερημικό σταθμό βαρύ και ατόφιο
Λες το’ χε τυρλίξει σ’ άχνά πέπλα η ρέμβη
Έτσι ως ξάφνου στάθκε ακίνητο και ψόφιο.

Σήμανε η καμπάνα κι έτριξαν οι θύρες,
Ούρλιάξε ‘να σφύριγμα και αυτό εκινήθη
Πλάι σε μια παράτα αγερώχες φιλύρες
Που κώπηλατούσαν –λές στητές- στη λήθη.

Λίγο ακόμα κι όργιο – αρθρωτή γουστέρα-
Θάφευγε ως είχ’ έρθει μες των ατμών τολύπη
Κι εγώ πάλι μόνος στη θλιμμένη εσπέρα
Με συντρόφισσά μου, θάμενα, τη λύπη.

………………………………………………..

Άξαφνα ως γλυστρούσε – σ’ ένα παραθύρι
Ένα χέρι εξαίσιο μούγνεψε και πάει
Μια σειρά άσπρα δόντια , δυο μάτια σαπφείροι
Μούστειλαν – φίλημα στα χάη!

Έμενα … Η μέρα είχε κιόλας φύγει,
Του σταθμού μου, γύρω, η ερημία αλύχτα^
Κείνες οι φιλύρες πήγαιναν με ρίγη
Και με βήμα στράτι- ωτικό στη νύχτα…

Ω, έσύ, κυρά χέρι, δόντια , μάτι
Όνειρο και τραίνο που την πας τη νιότη,
Έδωσα σινιάλο – το κ α θ ή κ ο ν_ για τη
Διασταύρωσή μας στην αιωνιότη…

Ο καμπούρης

Θα της άρεζα φαίνεται και με είχε πάρει
Για τις ιδέες μου που έχω, τις μπρούσκες
Έτσι με των γλουτών μου (ως είμαι) τις φούσκες
Ζευγάρι.

Μα εγώ πιάστηκα στου έρωτά της την πιάκα
Με τα (έως τα γόνατα κοντά μου) παντζάκια,
Και – αχ- για δαύτη μου, πόσα πίνω φαρμάκια
Τη μπάκα.

Του κάκου μεσ’ στ’ άλλα μου της τσέπης τουμλέκια
Είχα εγώ –να τα βλέπει- σουγιά και σφυρίχτρα,
Η φωνή μου (σαρμόνικα) ηχούσε – η μπήχτρα-
Γυναικεία!

Το λοιπόν; Να, τούτης μου κακώχω της μούρης
Της σπανής να μπορώ να αγαπώ χωρίς γένια,
Και με γάμπες γυμνές να είμαι – μ’ ευγένεια-
Καμπούρης…

Ωωω… τα’ άνθη τα’ αγκάθια, όλα έρχονται στη φύση
Κι όλα φεύγουν στην ώρα τους. ( Την τύχη τους νάχα…)
Εγώ τι; Στη ζωή, έχω βιαστεί νάρθω τάχα
Ή αργήσει;

Το πλοίο
(ο τιτανικός)

ΕΚΕΙ, προς τις γραμμές του Νότιου απείρου
Περήφανο ως λικνίζοντας το πλοίο
Με δύο γλαρά φουγάρα και ονείρου
Φώτα χρυσά – η Κυρία μ’ ένα βιβλίο,

Στο χέρι εμελαγχολεί… τι θεία ώρα
Στα βαλς που η σάλα αντηχεί κι είχεν έβγει
Μισή φωτιά η σελήνη!… και τι φιόρα
Οι έξωμες μηλαίδες και τα ζεύγη.

Που ωραία στροβιλίζονταν. Η μπάντα
Που ανύποπτους σε μέθη αιθέρια εώρει!
Και η Κυρία –ωωω! … που εκράτει πάντα
Εκείνο το βιβλίο… το βαπόρι

Στο πέλαο που αγάλι έκανε κ ρ ά τα ε ι…
Ω η Κυρία, η Κυρία αυτή η μοιραία
Με πάντα το βιβλίο – ΄τώρα – ω νάτη-
Κρυφά το σκα απ’ την πόρτα κι ειν’ ωραία.

Μα ωχρή… Ενώ το πλοίο πλέει( ή δεν πλέει;)
το πλοίαρχο κρατεί κι αχνή και κρύα:
«Γροίκησα σαν κάποιο τίναγμα…» του λέει.
– Μα βέβαια, βυθιζόμεθα Κύρια!…

Η μικρή κυρία

ΜΙΚΡΗ και κιτρίνη κοιμάσαι και μοναχός μου
Σε συλλογίζομαι… Τα βλέφαρά σου σκέφτομαι –ωίμενα
Και ένα καράβι μαζί που ρίχναμε γιαλό, και –φως μου-
Εσένα , εσένα

Και την ποδίτσα σου, το πρόσωπό σου σαν φωτάκι
Λιανού κεριού τότε αναπήδαε χρυσό και να σου,
Τα χέρια που έκρουες: – Α! το καράβι, το καραβάκι
Τα βλέφαρα σου!…

Ναι, κίτρινή μου! Νεκρή δεν είσαι, και είναι Σα νάσαι^
Κι άναστρη νύχτα είναι τα μαλλιά σου- αχ το καράβι!
Και το φουστάνι σου- μ’ ώρια μια κούδα – εσύ κοιμάσαι
Κι η νύχτα ράβει..

Και το μποτίνι σου – ψηλό τακούνι- τα χέρια κρίνοι
(κρίνοι, ή μην έτοιμα ν αποδημήσουνε πουλιά του ανέμου;)
στο μαξιλάρι σου προφίλ η όψη σου – νέα σελήνη-
Θεέ μου, Θεέ μου,

και Κύριέ μου! Κίτρινη κι άγγιαχτη, μικρή και κρύα
με μια στο μέτωπο ρόδα απ’ τις μπούκλές σου σκέρτσο να κάνει,
με τα μποτίνια σου – μεγάλη κιόλας!- Σα μια Κυρία
που θα πεθάνει…

Το ρομπότ

ΛΟΙΠΟΝ ωραία! Εφτάσαμε, ποιος ξέρει από τι κήπους
Ξένα πουλιά γης άγνωστης – Πρώσσοι εδώ ατενείς-
Και είμαστ’ εδώ (στης χάλκινης καρδιάς μας μπρος τους χτύπους)
Μ’ άγνωστο εντός μας γύρισμα και ρόγχο μηχανής

Κι ήταν ωραία – πρώτο φτερό- άκρη, άκρη τα’ ακρωτηρίου
Της χίμαιρας ως στάθκαμε με πόζες και ρυθμούς
Με στήθος κούφιο, ακούοντας εντός μας του μυστήριου
Τη ρόδα, πόθους να γυρνά , γρανάζια και αριθμούς

Πρώτο φτερό – τι πήδημα ! – Παράδεισος που εχάθη
Η πρώτη ανυπαρξία μας (αργά τάχα ή νωρίς;)
Κι είμαστ’ –α- χα! – απ’ το υλικό ( να ζούμε χωρίς λάθη)
Πούν’ – με σοφία- οι ηλίθιοι και οι σοφοί ν’ χωρίς…

Λειψοί ή περίσσοι; Αίνιγμα! Μυστήριο γύρω οι τόποι
Και ο σπαραγμός της μύτης μας μοιάζει άνθος του ουρανού
– Δε φτάσαμε ή περάσαμε – κι εμείς – νάμαστ’ ανθρώποι;
Δώθες τάχα σταθήκαμε ή πέρα από το νου;

Τρελός;

ΕΙΜΑΙ –το ξέρω- λογικός. Ω δεν μιλάω.
Σαν λάμψει η μέρα σβω το φως μου.
Αν ιδώ ένα φύλλο πούπεσε – εντός μου
Λεω: είδα ένα φύλλο πούπεσε και… πάω/

Τόσο πολύ! Προσέχω. Τα’ όντι
Δεν έχω αντίρρηση καμιά. Χαρά μου
Νάναι τα δυο διπλό σε ένα . νοερά μου:
Πως είναι στόγγυλοι – επιμένω- οι οριζόντοι

Τρελός εγώ; Αστείο! Και στίχους
Φιάχνω, και πάω πατώντας^ ούτε λόγος
Ότι όπως στρίβει ο δρόμος, αναλόγως
Στρίβω να μη σκουντάψω πια στους στίχους

Λοιπόν δεν είμαι. Ωραία. Το ψέμα
Μισώ. Τώρα εννοώ γιατί η καρδιά μου
Έκανε τίκι- τακ για κείνηνα – στοχιά μου:
Για να κυκλοφοράει μου το αίμα!

Πέθανε: πως την έλεγαν ξεχνάω…
– χάθηκε μαζί της η χαρά, το φως μου-
και είμαι τόσο λογικός που εντός μου
λεω: είδα ένα φύλλο πούπεσε –και πάω…

το πορτραίτο της Ελίζε Μαίηλυ

ΔΕ θάχες βέβαια μού δραπετεύσει – μόνος να μένω-
Αν σούχ’ ανάστημα δώσει – στο πλάνο μου- πόδι και πάτι
Αν δεν σε σκέδιαζα μ’ όξω τη γλώσσα μου και με κλεισμένο
Τόνα μου μάτι…

Πρώτα να κλείδωνα και στα παράθυρα νάβανα εμπόδια
Και απέ τα χείλη σου αίματος – νάφιαχνα- μια φυσαλλίδα
Κι εκεί – σαν θάφτανα- χρυσή να σκέδιαζα στα πόδια
Σου αλυσίδα.

Μα γω τα’αψήφησα. Και σούχα κάμει το φρύδι τόξο
Προφίλ το πρόσωπο (μια τεθλασμένη) τις μπούκλες κρόσσα
Το μάτι τρίγωνο κι έιχες το στήθος σου στητό στα όξω
Κι εγώ τη γλώσσα.

Κι ενώ τη φούστα σου – ως Μάη- ζωγράφιζα και σούχα βέρα
Βάλει στο δάκτυλο και ντέφι – Μάισας- στο χέρι τόνα,
Συ ξάφνου πρόβαλες,, πόδι και τσάκισες – φως στον αέρα-
Κάτασπρο γόνα.

Κι έφυγες, κρούσαντας ψηλά το ντέφι σου σε μπράτσα χιόνι
Δω μεν’ αφήνοντας (ως με το μάτι μου –βρέθκα – κλεισμένο)
Καθώς και τα’ άλικο ρόδο του γέλιου σου εκράγηκε όνει-
Ρο αφριμένο
………………………………………………………………..

Ω μένα – τα’ άμυαλου- που μέσ’ στα σύνορα τούτ’ του στενού μου
Στίχου μου εζήτησα να σε περίκλεινα – σκλάβα πανώρια!
Εσύ – δραπέτισσα της ύλης- ξέφυγες, ατμός, το νου μου
Όξ’ απ’ τα όρια.

Χορός συρτός

ΚΑΛΛΙΟ χορευτάρας νάμουνα , πέρι
Κόλλες που να κράτω και μολυβάκια
Θάσερνα συρτό χορό χέρι με χέρι
Μ’ όλα μας του γιαλού τα καραβάκια

Κι εν’ αψηλό τραγούδι για σιρόκους
Θάρχιζα, γι αφροπούλια και για ένα
Γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους
Που θάρχονταν να μ’ έπαιρνε και μένα.

Με δίχως του αναστεναγμούς της Πολυδούρη
Μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι
– κι οι πένες μου πενιές σ’ ένα σαντούρι
άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου καράβι!

……………………………………………

Γιαλό – Γιαλό να φεύγουμε και –άντε-
Να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια
Κι εκεί – λες κομφετί μέσ’ στο λεβάντε-
Όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια.

Κι σαν χτισμένη εκεί από κιμωλία
Βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα
Με όλα μου – ανοιγμένα – τα βιβλία
Καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα…

Μυριαστερούσα

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ως θα ύψωνε το χέρι της να ευλόγα
Διάβηκε με τα χείλη της – άνθος γυμνό- στο δρόμο
Κι είχε στον φραμπαλά ανθιά ζωγραφιστά και –φλόγα
Καρφιτσωμένη – άλικο τριαντάφυλλο στον ώμο.

Μύρια στις γόβες της αστριά χρυσά ‘χε κεντημένα
Και –σαν που κυνηγιόντουσαν δυο έρωτες στο μπάτη-
Κάτω απ’ του ποδόγυρου της το κύμα, επέτα το ένα
Μετά το άλλο της – πουλιά- τα πόδια και τα επάτει.

………………………………………………………..

Τι είναι η ζωή μας; Όνειρο! Κι εμείς ψυχές στο χρόνο…
Κι όσ’ αστεράκια έχει ο ουρανός κι η γης οσ’ άνθια – τα’όντις,
Τόσα οι καημοί μου εγίνηκαν άνθια, και τα μαζώνω
Και τόσοι πόνοι μου, τα’ αστριά εκεία των γοβακιών της…

Ουλαλούμ

ΗΤΑΝ σαν να σε πρόσμενα Κερά
Απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα
Κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ’ τα νερά
Κι από τα δάσα.

Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή
Αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
Και θα μυρίζει φώτα και βροχή
Και νειο φεγγάρι…

Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
Στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα,
Και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
Χρυσή κουβέντα:

…Πως – να , θα μείνει ο κόσμος με το «μ π α»
που μ’ έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και – τάχας- σύγνεφα θαμπά
προς την Σελήνη…

………………………………………………….

Νύχτωσε και Δε φάνηκες εσύ^
Κίνησα να σε βρω στο δρόμο – ωϊμένα-
Μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
Κι εσύ με μένα.

Τόσο πολύ μ’ αγάπησες Κερά
Που άκουγα διπλά τα βήματά μου!
Πάταγα γω – στραβός – μεσ’ τα νερά;
Κι εσύ κοντά μου…

Το φιδάκι

Η ΖΑΒΟΛΙΑ κι η σιωπή, το σκέδιο μου εβουλήθη
Μ’ ένα διαβήτη άνισον, εδώ, να ιχνογραφεί^
Κι είμαι λοξά – σχήμα ζαβό- γιομάτος φως και λήθη
Να στρέφουμαι ελλειπτικά στης ύλης τη στροφή

Και μ’έχασε ο αστερισμός της ζωδιακής μου σμίλης
Οξ’ απ’ τη δημιουργία του! Λοιπόν – τι; Στης φθοράς
Το γύρισμα, θα κυνηγώ –φιδάκι εγώ- της ύλης
(για να δαγκώσω) τη φυγή της ίδιας μου νουράς;

Έτσι λοιπόν; Παντοτεινά –πλάνα, χορεύτρα- η φύση,
Στου χάους τους κεντρόφυγους θα με δινάει φθαρμούς
Και θα με κατεργάζεται στην αστρική μου κλίση
Ο εφιάλτης των στροφών πάντα σε νέους ρυθμούς;

Και Δε θα βρω το Νιρβανά λοιπόν ποτέ του «πάψε»
Μεσ’ στην τριώτα του νερού, της γης και της φωτιάς
Παρά θα τρέχω – δίδυμος σφυγμός- στο «σβήσε και άψε»
Της φωτεινής – που μούσκισε το πνέμα – πελεκιάς;

Ωωω!… Όχι!. Τι λυχνίες μου – Μάγος στρυφνός – θα’ανάβω
Και –λίθο φιλοσοφική- θα βρω άλλον ρυθμό
Και μια στιγμή, ανύποπτην ύλη θα σε συλλάβω
Επ’ αυτοφόρω: Συνθημα, Σημείο ή Αριθμό…

Το Μαριώ
Χωριό στην Ρούμελη

ΑΠΟ να χωριουδάκι- πέρα
Έλαβα γράμμα- το και το.
Η Παναγιά του στον αέρα
Λάμπει κλησάκι τορνευτό

…Ιγεία έχο – λέει με κάποιες
κρυφές λαχτάρες μεσ’ σο νου^
κι οι αγριόπαπιες –οι πάπιες-
κόβουν τα φόντια τα’ ουρανού

…και –πως – ιγείαν γράφει σαν να
πουλί (και σειόνται τα κλαριά)
δι εμέ ποθεί, ενώ στην Πανα-
για , άλλες ανάβουν τα κεριά.

Με γιώτα του υγεία το υ- γει
Περισπωμένη Πα στο γει
Και τα γεράκια κάνουν ζύγι
Μεσ’ στο χωριό, ψηλά απ’ τη γη.

…Απάντησίς σου –λεει- ουδεμία
και απορεί το αίτιον που
η ζωή της –λεει- κρέμιέται εκ μία
τρίχα εξ αιτίας τα’ αδερφού

……………………………………

Εκ μια τρίχα!… Ο αδερφός της!
…μεθ’ υπωλύψεος- Μαριώ
Και είμαι ο αγαπητικός της
– σιόνται τα δέντρα στο χωριό!

Σειέται και το Μαριώ μου σειέται
Και πάει στη στράτα μοναχή.
Εκ μια τρίχα τα’ άς κρεμιέτι
Όποιος μοβόρα έχει ψυχή.

Κι όπου αγαπάει – κι ας κλαιει ακόμη-
(σαν το Μαριώ που πάει αριά)
να γράφει τα’ άνθρωπος με όμι-
κρον και να σειόνται τα κλαριά.

Άγγελος εφάνη μοι

ΕΣΒΕΝΕΝ η μέρα και μουχρό το δείλι
Μεσ’ σ’ αχνά μετάξια τύλιγε την πόλη
Το τσιμπλό της πάλι –η νύστα μου- καντήλι
Θάναβε σε λίγο, στην εσπέρια ασβόλη.

Κάτι ήταν σαν ψέμα κι ήμουν μοναχός μου
Μεσ’ στην σιωπηλή μου –ποχω πάντα – τρέλα
Ω ένα στόμα –αν ήταν- θάδινα το φως μου
Κάτι να μου εμίλειε, κάτι να μου εγέλα…

Άξαφνα εκεί μπρος μου (τι αστραπή!) εν’ αμάξι
Στάθηκε και μι΄’ άγνωστη με αιθέρια χάρη,
Τωργιού της ποδόγυρού σήκωσε –μη στάξει!-
Μι’ άκρη, κι ύψωσ’ –όνειρο- στο πεντάλ ποδάρι

Πάτησε και κάθησε μέσαθε όλη ρέμβη
Και σαν (που το ψάρεψε δίχτυ) άσπρο – εφώτα
Κάτω από το βέλο της… Κι έφυγε ως είχ’ έμβει
– πόδι, αμάξι, όνειρο- μεσ’ στα πρώτα φώτα…

…………………………………………………

Ω, η τρελή η μάνα μου, στο βυζί της , όντας
Με γλυκαποκοίμιζε – τι μ’ εκράτει , Θεέ μου;
Και – μπεμπέ – Δε μ’ έδιωχνε τότε μπουσουλώντας
Να σε βρω – όπου νάσουνα- φως μου και άγγελε μου;

Η τράτα

ΓΡΗΓΟΡΑ φτάσαμε λοιπόν ή αργήσαμε; Και ίδια
Πως κάμψαμε της χίμαιρας μαζί το ακρωτήριο;
Δώθες ερχόντας πήραμε καρδιά, ματιές και φρύδια
– περίεργο γιατί καρδιά, γιατί ματιές μυστήριο!

Κι είμαστε δω –ω τι καλά- με τους εγκάρδιους σκύλους
Στητοί μπρος στ’ άνθη που γυρνούν και στους – που φεύγουν τόπους
Σαν να – τι ωραία- βρεθήκαμε με ρούχα και με πίλους
Σαν να – ποιος ξέρει τι χρυσά χορεύουμε με τρόπους…

Χρυσά με τρόπους και μαλλιά …. Οι ράφτες μας (τι νόες
Και μαιτρ – α- χα) μας μπάζουνε στους ραφτικούς των οίκους
-γυμνοί εμείς!… οι μάνες μας, για ιδές τες κει – αθώες –
είναι σαν Δε μας γέννησαν μικρούς κουτούς πιθήκους!

Και –τραλαλά …- τα’ αδέρφια μας: τα φίδια, οι γάτοι, οι σκύλοι-
Στα τέσσερ’ άλλα περπατάν κι άλλα παν’ με τα στήθη
– κι αυτά ματιές, κι αυτά καρδιά ως εμείς … τι ωραία ω φίλοι,
με ουρά ή με πίλο ή με φτερά , γοργά μας πάει η λήθη!…

Και πάμε αντάμα. Τι καλά! Κατόπι έρχονται οι άλλοι
-κι άλλα γατιά, κι άλλα πουλιά!… πλάνα χορεύτρα η φύση,
ή με ουρά ή με φτερά ή πίλο στο κεφάλι,
βιάστηκε να μας φέρει εδώ ή τάχα νάχει αργήσει;


Πηγή: https://www.poiein.gr/2006/05/26/aeuiico-oeanssidhao-1893-1984-aaooiyecaao/

Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

Γιάννης Σκαρίμπας - Το τραίνο


Πως ήταν έτσι, πως μου εφάνη
τόσο μελαγχολικό αυτό το τραίνο,
σχεδόν όλο πηγαίνω και δε φτάνει,
σχεδόν ούτε δε φτάνει ούδε πηγαίνω.

Ούτε θυμάμαι πρωί αν ήταν,
ή νύχτα κι έλαμπε ο δίσκος της Εκάτης
έτσι του μελαγχολικό όπως εκείταν,
όπως εγώ είμαι χαύνος του επιβάτης.

Όπως σχεδόν παιδί – ωραίον όπως
δεν ξέρω τι με πήρε εντός του – μόνο
καιρός αν ήταν, ή ήταν δρόμος, ή ήταν τόπος
που ταξιδεύει (σκέφτομαι) στο χρόνο …

Κι όπως βροντάν εντός του οι κρότοι
πότε στατό και πότε χωρίς φρένο
με αναφτούς τους φάρους του στα σκότη
άπιαστο, σερπετό και νυχτωμένο…

Κι όλο κυλάει στου νου τη ρόδα
(σε τέρμα ή σ’επιστροφή; ή αιωνιότη;)
κι είναι σαν ανθοστολισμένο με τα ρόδα
τραίνο που μεταφέρνει μου τη νιότη.

Και πάει σαν άστρο κι ως μεσ’ σ’ ύπνο
και ούδε ξέρω για να πω’μαι αν σε ποίο
αν μεσ’ σε φέρετρο κείτομαι ή σε λίκνο,
αν είναι τραίνο αυτό κι εγώ τοπίο.

Πάντως και πάει και πάει κι είναι το τραίνο
και πάει μαζί του η ζωή με τα φτερά της
και πάντως είναι περίεργο ως πηγαίνω
περίεργο πάντως ως είμαι του επιβάτης…


Βοϊδάγγελοι, 1968

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Γιάννης Σκαρίμπας - Ευθανασία

 ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ

Θα πεθάνω ένα σούρουπο θολό. Θα ‘ναι βράδυ
ριγηλό που θα υψώσω τη Σφίγγα μου πάνω
-σκέδιο της ψυχής μου καταπληχτικό στο σκοτάδι
ακαθόριστο, πλάνο!
Όπως πάντα, ένας άνεμος θα πνέει, ένα αγέρι,
κι αδιάφορη η νύχτα θα περάσει σοφράνο,
δεν θα σβήσει ο ήλιος, δε θα πέσει ένα αστέρι
που εγώ θα πεθάνω.
Τα καράβια θα πλέουνε. Το πουλί δε θα ξέρει
πως για πάντα ο κόσμος έχει σβήσει για μένα,
άλλη άνοιξη θα ‘ρθει, άλλος Μάης θα φέρει
πάλι ρόδα βαμμένα…
…Σ’ έναν δρόμο μονάχα σιωπηλόν, αγαπημένο,
ακατάληπτα θα σκούζει μια μαντέμινη βρύση
διηγώντας μοναχή τη παραμύθι θλιμμένο
που εγώ θα ‘χω σβήσει…
μόνο αυτή. Κι η μανούλα μου που ήξερε πόσο
με τραβούσαν τα σούρπα, τα φεγγάρια -ω Μάνα!-
τα γλυκά ξεπορτίσματα της αγάπης, κι ως τόσο
τα θαμπά και τα πλάνα.
Θα πεθάνω – για έρωτα καθώς μια βραδιά θα πηγαίνω
σαν ‘να όμορφο αγρίμι που το τραβάει το νεράκι –
θα με σκούξει παράξενο ένα πουλί χτυπημένο,
η α γ ά π η-γ ε ρ ά κ ι…


από τη συλλογή «Ουλαλούμ» (1936) και στην έκδοση «Άπαντες στίχοι», Κάκτος 1996.

Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Γιάννης Σκαρίμπας - Lacrimae hominis


 

Κι οι τελευταίοι περάσανε οι τόποι του ανέμου

το φύσημα και πού με πας ζωή-καράβι εσύ; 

το ερωτικό σπιτάκι της –να- εκεί Θεέ μου, Θεέ μου-

ακτή που απομακρύνεται σα χίμαιρα χρυσή!

 

Σαν να’ ταν χτες! Και να πως πάει στου χρόνου το μυστήριο

γη μακρινή τα χάδια της –και φως μαρμαρυγής-

ακόμα να, φαίνετ’ εκεί που εκάμψαμε –ακρωτήριο-

το τελευταίο της φιλί σαν άκρη ωραίας γης.

 

Ωραίας γης! Ενώ γυρτός γρικούσα τη μιλιά της

-τρίλλια του γρύλου ερωτική- και τώρα; ω τώρα αλί

βλέπω να σβένει αλαργινό λιμάνι η αγκαλιά της,

και το σπιτάκι της –ατμός νωθρός- μες στην αχλύ.

 

Τράβα λοιπόν, αφού με πας, τράβα ζωή-καράβι

γύρω θα πέφτει –καταχνιά- του χρόνου η σιωπή,

κι η αγάπη της –φάρος βαθιά- θα σβει μια και θ’ ανάβει

σαν μια κλωστή που ντώνει μια και μια πάει να κοπεί!...

 

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πολιτιστική, τ. 2, σελ. 97)

Πηγή: https://www.sarantakos.com/

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Γιάννης Σκαρίμπας - Οι φίλοι

Πήγαιναν τα σύγνεφα έρημα στο δείλι, τα βουνά βουβά στην ατμοσφαίρα, ταξιδεύαν μου –αμίλητοι– οι φίλοι στον αέρα. Είπα: οι φίλοι μου!... Η ζωή μου τρέμει– οι τελευταίοι πάν’ μονάχοι τους οι τόποι, άπιαστες οι γνωριμίες μου ανέμοι κι οι ανθρώποι. Όνειρο ήταν, ήταν πλάνη το πώς ζούμε, φτάνει η ζωή μας φίλους νάχει, χώρια ή αντάμα πάμε, όπως και μονάχοι. Όπως τα σύγνεφα έρημα στο δείλι, τα βουνά βουβά στην ατμοσφαίρα, όπως αμίλητοι πάνε μου οι φίλοι στον αέρα…

Γιάννης Σκαρίμπας ( 1893 -1984 )
Απαντες στίχοι (1936-1970)


Γιάννης Σκαρίμπας- Οι φίλοι (1977)

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2022

Γιάννης Σκαρίμπας - Άγγελος εφάνη μοι


ΕΣΒΕΝΕΝ η μέρα και μουχρό το δείλι
Μεσ’ σ’ αχνά μετάξια τύλιγε την πόλη
Το τσιμπλό της πάλι –η νύστα μου- καντήλι
Θάναβε σε λίγο, στην εσπέρια ασβόλη.

Κάτι ήταν σαν ψέμα κι ήμουν μοναχός μου
Μεσ’ στην σιωπηλή μου –ποχω πάντα – τρέλα
Ω ένα στόμα –αν ήταν- θάδινα το φως μου
Κάτι να μου εμίλειε, κάτι να μου εγέλα…

Άξαφνα εκεί μπρος μου (τι αστραπή!) εν’ αμάξι
Στάθηκε και μι΄’ άγνωστη με αιθέρια χάρη,
Τωργιού της ποδόγυρού σήκωσε –μη στάξει!-
Μι’ άκρη, κι ύψωσ’ –όνειρο- στο πεντάλ ποδάρι

Πάτησε και κάθησε μέσαθε όλη ρέμβη
Και σαν (που το ψάρεψε δίχτυ) άσπρο – εφώτα
Κάτω από το βέλο της… Κι έφυγε ως είχ’ έμβει
– πόδι, αμάξι, όνειρο- μεσ’ στα πρώτα φώτα…

…………………………………………………

Ω, η τρελή η μάνα μου, στο βυζί της , όντας
Με γλυκαποκοίμιζε – τι μ’ εκράτει , Θεέ μου;
Και – μπεμπέ – Δε μ’ έδιωχνε τότε μπουσουλώντας
Να σε βρω – όπου νάσουνα- φως μου και άγγελε μου;

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022

Γιάννης Σκαρίμπας - Σφαχτό της αγάπης


Θα σ’ επισκεφτώ κάποια νύχτα θολός, δίχως χρώμα
ριγηλός –όπως σ’ αγάπησα μέσ’ στους τρόμους μου– κρύος,
ένας σπασμός θάναι (τρίγωνο) το ρόδο μου – στόμα
και θάμαι έντρομα αντρείος.
Ω πόσο για τη ζωή μου τρέμω. Το ρούσο
μαλλί μου πόσο αγάπησα, τα ρόδα, τα μύρα,
κι όμως (αχνὸς – δίχως νόημα) θαρθώ να σου κρούσω
μια νύχτα τη θύρα.
Τί θα ζητώ; Είν’ απίστευτο! Τρυφερόν σαν ’να βρύο,
κάποιας φριχτής προαπόλαυσης με λικνίζει τ’ ακάτι,
τώρα του άντρα σου σκέφτομαι που με τρύπησε κρύο
– πικρή σαγίτα – το μάτι.
Ω! πώς μ’ ελκύζει το μίσος του! Τραγουδεί μου το αίμα
βαθύ τραγούδι του ιλίγγου – παίζει της μοίρας μου η βιόλα –
καθώς βουβός μ’ αντιπέρασε, το σκληρό του το βλέμμα
μου τα υπόσχονταν όλα…
Όλα, εκτός από σε!… Κι εγώ παράξεν’ αγάλι
θε να σταθώ μπρος στο μίσος του – εκεί – απ’ τό βλέμμα σου κάτου
σα ’να πουλί που ξεφτούρισε απ’ της νυχτός τ’ ακρογιάλι
προς τις ακτές του θανάτου…
Λοιπόν θάρθω! Κατάχλωμος – πνεύμα ριγό της γητειάς σου –
να ορθωθώ μπρος στην πόρτα σου – τρελού ονείρου μου Αράπης –
θα προσφερθώ στο στιλέτο του εκεί μπροστά στη ματιά σου
σφαχτό της αγάπης…

Βοϊδάγγελοι, 1968

Πηγή: Άπαντες στίχοι 1936-1970, Νεφέλη 2010.