ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ
Θα πεθάνω ένα σούρουπο θολό. Θα ‘ναι βράδυ
ριγηλό που θα υψώσω τη Σφίγγα μου πάνω
-σκέδιο της ψυχής μου καταπληχτικό στο σκοτάδι
ακαθόριστο, πλάνο!
Όπως πάντα, ένας άνεμος θα πνέει, ένα αγέρι,
κι αδιάφορη η νύχτα θα περάσει σοφράνο,
δεν θα σβήσει ο ήλιος, δε θα πέσει ένα αστέρι
που εγώ θα πεθάνω.
Τα καράβια θα πλέουνε. Το πουλί δε θα ξέρει
πως για πάντα ο κόσμος έχει σβήσει για μένα,
άλλη άνοιξη θα ‘ρθει, άλλος Μάης θα φέρει
πάλι ρόδα βαμμένα…
…Σ’ έναν δρόμο μονάχα σιωπηλόν, αγαπημένο,
ακατάληπτα θα σκούζει μια μαντέμινη βρύση
διηγώντας μοναχή τη παραμύθι θλιμμένο
που εγώ θα ‘χω σβήσει…
μόνο αυτή. Κι η μανούλα μου που ήξερε πόσο
με τραβούσαν τα σούρπα, τα φεγγάρια -ω Μάνα!-
τα γλυκά ξεπορτίσματα της αγάπης, κι ως τόσο
τα θαμπά και τα πλάνα.
Θα πεθάνω – για έρωτα καθώς μια βραδιά θα πηγαίνω
σαν ‘να όμορφο αγρίμι που το τραβάει το νεράκι –
θα με σκούξει παράξενο ένα πουλί χτυπημένο,
η α γ ά π η-γ ε ρ ά κ ι…
από τη συλλογή «Ουλαλούμ» (1936) και στην έκδοση «Άπαντες στίχοι», Κάκτος 1996.
Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου