Είδα
Καθώς ξημέρωνε τους δυο τους να παλεύουν
Μα ήμουν σίγουρος πως ήταν πεθαμένοι.
Τα σώματά τους ίδρωναν απ’ την προσπάθεια
Γιατί δεν ήξεραν Πώς να νικήσουν.
Γλιστρούσε ο ήλιος στάζοντας βλέννες.
Το πλήθος κραύγαζε.
Νίκη στο Στέφανο!
Νίκη στο Στέφανο!
Νίκη στον ξανθομάλλη!
Εγώ πετούσα και τους έβλεπα από ψηλά.
Τα δάχτυλά τους στρεβλωμένα κι οι σάρκες
Ιδρωμένες. Μύριζαν αρσενικό.
Εύκαμπτες μάζες που τεντώνονταν
Μέσα στον άνεμο και στόματα νωπά.
Το ένα μέτωπο πάνω απ’ τ’ άλλο- άλλοτε κολλητά
Σκόνη σηκώθηκε λευκή
Είδα τα ούλα τους, τα δόντια που κροτάλιζαν
Νίκη σ’ αυτόν με την ελιά!
Ο Στέφανος καρφώθηκε βαριανασαίνοντας ˙
Φωτίστηκε.
Η μέση του ρουφήχτηκε κι έφτυσε φως.
Μάτια διαμπερή, ηλεκτρικά
Μαύρα σταφύλια, αρπιστές
Και γυάλινοι τραγουδιστές
Αχ Στέφανε!
Αχ Στέφανε!
Το ένα χέρι στη μασχάλη
Το άλλο σαν φτερούγα
Ή σαν πουλί˙
Τον φίλησε στο στόμα. Τα δυο αγάλματα έμειναν μόνα τους
Στην Πλατεία
Ερημιά.
Οι Τριστάνοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου