1
Απ' τα χαράματα το χιόνι τραγουδώ-
μόνος κατάμονος
5
Χαμένα είδη πουλιών- όπως χαμένοι
άνθρωποι και στερεμένες πηγές
9
Βρείτε με βρείτε με- φωνάζει ο κούκος
κι όλο πληθαίνουν τα ορφανά στη νύχτα
22
Δειλό βήξιμο κι ο ξένος
καλημερίζει μ' αδέξια φωνή
25
Εσύ κι εγώ πόσες φορές θα πούμε "αύριο";
26
Τι λες, σπουργίτι; Συνεχίζουμε και πάλι
τη χθεσινή κουβέντα;
28
Αν είχε στόμα η σκιά μου θα ’λεγε
«εύγε» που ξεχάστηκα στον ήλιο
32
Στην ταβέρνα του Κακκάβα τρεις φορές
μέτρησε τα λεφτά του πριν κατεβεί να φάει
35
Ἀθέατο τ᾽ ἀηδόνι κελαηδᾶ – λίγο
νὰ μὴ ντρεπόταν θὰ τὸ βλέπαμε
36
Κοίταξε να δεις σε ένα βουνό κοπριάς
υμνεί και χαίρεται ο κορυδαλλός
42
Σούρουπο κι η καμπάνα κυνηγά
τη σκοτεινή σιωπή στις ρεματιές
43
Λούζεται το σπουργίτι στη
λακκούβα - ξεκαρδίζεται
47
Ατυχία πρωί-πρωί στο ίδιο μονοπάτι
φίδι και βάτραχος
53
Ανελέητη καταφθάνει η άνοιξη
να δείξει την ασημαντότητά μας
76
Κοίτα να δεις εδώ στο τίποτα
το αιώνιο συνάντησε τη στιγμή μας
84
Ἀσήκωτος ὁ ὕπνος τοῦ ἀπόβροχου
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὴ στέρνα
87
Ο μόνος κατοικεί παντού: στη νύχτα
στη μέρα στ’ άγριο πλήθος
88
Κι εκεί που σε θυμήθηκα
με άρπαξε η βροχή σαν ένοχο
91
Μετάφραση: να που το ποίημα χάνει
τις πηγές του κι ατακτεί σαν παιδί
93
Καμιά μαγεία δεν έρχεται αλώβητη
από τον νου στο χαρτί
97
Μην το αψηφάς - κάποιοι βάτραχοι
μπορεί να είναι πρίγκιπες
107
Χνουδάτη κουβέρτα χιονιού
καλύπτει ολόκληρο ψοφίμι
110
Χιόνι˙ και να πώς όλος ο κόσμος
πάλι προβάλλεται ιδεώδης
136
Θυμᾶται ἀκόμα τὸ ἡδύπικρο φιλί της
σὰν δόντι καρφωμένο στὸ ἀγριοκέρασο
143
Τί κατανόηση ‒ τὴ λύπη μου εἶπα
σ᾽ ἕνα ἀηδόνι κι ἐκεῖνο σιώπησε
152
Μα πού βρέχει κι έγινα μέσα μου μουσκίδι;
164
Εσύ να μείνεις ταπεινός και χαμηλόφωνος
κι ας μην το αναγνωρίζει πια κανένας
176
Τι θρήνος – τόσα παπούτσια έμειναν
άδεια σ’ αυτό το σπίτι
181
Πετάς, πουλί; Πετάς; - Πετάω
Γι' αυτό και σ' έχασα για πάντα
184
Μου ήρθες σαν δροσιά και μου έφυγες σαν άνεμος
Τώρα γιατί να μ' εγκαλείς που δεν σε κράτησα;
186
Μέσα από το θολό νερό του ποταμού
οι βάτραχοι θρηνούν παλιούς πνιγμένους
188
Κρυμμένη στις φυλλωσιές της μνήμης –
κόβω τα φύλλα ένα-ένα να τη βρω\
189
Πού να ήξερα πως όλοι ήρθαν για να φύγουν
190
Ω δέντρα βαθύρριζα, σημαίες του χώματος
κι οι κάτωθεν νεκροί σημαιοφόροι
195
Και από μία κλωστή μόνο κρέμεται
η αράχνη που λέγεται ζωή
201
Δώδεκα τα μεσάνυχτα κι όλα τα όνειρα
μ' αφήνουν ορφανό στους πέντε δρόμους
205
Μισοφέγγαρο ‒ μισοζωὴ ‒ κι ἡ ἔλλειψη ἐν ὅλῳ
216
Ποιος είδε το δάκρυ που αποκόβεται και
σαν διαμάντι ηχεί πεσμένο στο λιθόστρωτο;
218
Δεν είναι μισοφέγγαρο - είναι φαράσι
για να λιχνίζει ο ουρανός τ' αστέρια του
225
Είπα; Πρόσθεσα κάτι; Ή μόνο αναίτια
ενόχλησα την ιερή σιωπή;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου