χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά.
Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
που ήταν καινούρια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.
Μυθιστόρημα
Μυθιστόρημα
Οι μέρες είναι πέτρες. Τσακμακόπετρες
που έτυχε νά βρει η μια την άλλη κι έγιναν δυο τρεις σπίθες·
πέτρες του αλωνιού που τις χτυπούν τα πέταλα κι έλιωσαν πολύ κόσμο,
βότσαλα στο νερό με τα εφήμερα δαχτυλίδια,
πετραδάκια πολύχρωμα και υγρά στ’ ακρογιάλι,
ή λήκυθοι, στήλες που κάποτε σταματούν το διαβάτη.
Οι μέρες είναι πέτρες· σωριάζουνται η μια πάνω στην άλλη…
8. 10. 1946
Ποιός άκουσε καταμεσήμερα
το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;
Ποιός καβαλάρης ήρθε
με το προσάναμμα και το δαυλό;
Καθένας νίβει τα χέρια του
και τα δροσίζει.
Και ποιός ξεκοίλιασε
τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;
Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.
Ποιός έφυγε
χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;
Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.
Κοιμούμαι κι η καρδιά μου ξαγρυπνά·
κοιτάζει τ’ άστρα στον ουρανό και το δοιάκι
και πώς ανθοβολά το νερό στο τιμόνι.
Μικρή πνοή κι άλλη πνοή, σπιλιάδα
καθώς αφήνεις το βιβλίο
και σκίζεις άχρηστα χαρτιά των περασμένων
ή σκύβεις να κοιτάξεις στο λιβάδι
αγέρωχους κενταύρους που καλπάζουν
ή άγουρες αμαζόνες ιδρωμένες
σ’ όλα τ’ αυλάκια του κορμιού
που έχουν αγώνα το άλμα και την πάλη.
Αναστάσιμες σπιλιάδες μιαν αυγή
που νόμισες πως βγήκε ο ήλιος.
Τρία κρυφά ποιήματα
Μέσα στα σκυφτά ασφοδίλια οι τυφλοί κοιμούνται
ένας λαός τυφλών και τ' ασφοδίλια σκύβουν
μαυρισμένα από την πάχνη της αυγής.
(Θυμούμαι τα παφιοπέδιλα τον άλλο χειμώνα
κλεισμένα στη ζέστη.
Αρκείτω βίος).
Προσκέφαλά τους όργανα εξοντωμένα
ραχιτικοί φωνογράφοι
τρύπιες φυσαρμόνικες
αρμόνια γονατισμένα·
να 'χουν πεθάνει;
Ένας ακίνητος τυφλός δεν ξεχωρίζει εύκολα
κάποτε ζωντανεύουν τα όνειρά τους γι' αυτό λέω πως κοιμούνται.
Τριγύρω στα σπίτια, φορέματα αγγέλων μου γνέφουν μαρμαρωμένα
το ποτάμι δεν κυλά έχει ξεχάσει τη θάλασσα
κι όμως υπάρχει η θάλασσα και ποιος θα την εξαντλήσει;
οι τυφλοί κοιμούνται,
οι άγγελοι γυμνοί τρέχουν μέσα στις φλέβες τους
τους πίνουν το αίμα και τους δίνουν φρόνηση
κι η καρδιά με τα φριχτά της μάτια λογαριάζει
πότε θα στερέψει.
Κοιτάζω το ποτάμι
ανάλαφρες σπιλιάδες περνούν κάτω από τον ανήμπορο ήλιο
τίποτε άλλο, το ποτάμι περιμένει·
λυπήσου εκείνους που περιμένουν.
Τίποτε άλλο· φτάνει για σήμερα.
Πηγή: Τετράδιο Γυμνασμάτων, [Ο κ. Στράτης Θαλασσινός:] Σημειώσεις για μια «Εβδομάδα»
Είναι εκεί δεν μπορώ ν’ αλλάξω
με δυο μεγάλα μάτια πίσω απ’ το κύμα
από το μέρος που φυσά ο αγέρας
ακολουθώντας τις φτερούγες των πουλιών
είναι εκεί με δυο μεγάλα μάτια
μήπως άλλαξε κανείς ποτέ του.
Τί γυρεύετε; τα μηνύματά σας
έρχουνται αλλαγμένα ώς το καράβι
η αγάπη σας γίνεται μίσος
η γαλήνη σας γίνεται ταραχή
και δεν μπορώ να γυρίσω πίσω
να ιδώ τα πρόσωπά σας στ’ ακρογιάλι.
Είναι εκεί τα μεγάλα μάτια
κι όταν μένω καρφωμένος στη γραμμή μου
κι όταν πέφτουν στον ορίζοντα τ’ αστέρια
είναι εκεί δεμένα στον αιθέρα
σα μια τύχη πιο δική μου απ’ τη δική μου.
Τα λόγια σας συνήθεια της ακοής
βουίζουν μέσα στα ξάρτια και περνάνε
μήπως πιστεύω πια στην ύπαρξή σας
μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι.
Έχασε πια το χρώμα αυτός ο κόσμος
καθώς τα φύκια στ’ ακρογιάλι του άλλου χρόνου
γκρίζα ξερά και στο έλεος του ανέμου.
Ένα μεγάλο πέλαγο δυο μάτια
ευκίνητα και ακίνητα σαν τον αγέρα
και τα πανιά μου όσο κρατήσουν, κι ο θεός μου.
Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄
Ο κύριος αυτός
κάθε πρωί κάνει το λουτρό του
μέσα στα νερά της νεκρής θάλασσας
έπειτα φορεί ένα πικρό χαμόγελο
για τη δουλειά και για τους πελάτες.
Μέρες Α΄
Υπάρχουν, φαντάζομαι, άνθρωποι που δεν τολμήσανε να ζήσουν, από υπερβολική ευαισθησία. Η ευαισθησία, για να είναι χρήσιμη, πρέπει να συντροφεύεται από ανάλογη δύναμη.
......................................................................................................................................................
Σημείο απόλυτο, η μοναξιά μου: ίσια, στρωτή, χωρίς καμιάν ανωμαλία όπου να πιαστεί το βλέμμα. Προσπαθώ να συγκεντρώσω μια δύναμη σχεδόν μαγνητική, σαν αυτή που κουνά τα τραπεζάκια, για να ιδώ μέσα μου λίγο φως. Ώσπου να καταστραφεί κανείς, μπορεί να υπάρξει κάτι πιο δυνατό. Όμως δεν μου μένει πια πολλή δύναμη…
Μέρες Γ΄
Άλκηστη Πρωτοψάλτη - Είναι παλιό το λιμάνι
Τοῦτο τὸ ἀκαριαῖον… ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ |
Α΄Στάξε στη λίμνημόνο μια στάλα κρασίκαι σβήνει ο ήλιος. Β΄Στον κάμπο ούτ’ ένατετράφυλλο τριφύλλι·ποιός φταίει απ’ τους τρεις; Γ΄ |
Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.
Του άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της θάλασσας.
Είδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια·
προσπάθησε να το τρυπήσει.
Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι·
ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Γ΄
Κάποτε βλέπεις σε παρεκκλήσια, χτισμένα πάνω στις θρυλικές τοποθεσίες, τη σχετική περιγραφή του Ευαγγελίου γραμμένη αγγλικά και αποκάτω: «THIS IS THE PLACE GENTLEMEN!» ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ Σ. Θ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ |
Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία,Ιερουσαλήμ, πολιτεία της προσφυγιάς. Κάποτε βλέπεις το μεσημέριστην άσφαλτο του δρόμου να γλιστρά5ένα κοπάδι μαύρα φύλλα σκορπισμένα—Περνούνε διαβατάρικα πουλιά κάτω απ’ τον ήλιομα δε σηκώνεις το κεφάλι. Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία! Άγνωστες γλώσσες της Βαβέλ,10χωρίς συγγένεια με τη γραμματικήτο συναξάρι μήτε το ψαλτήριπου σ’ έμαθαν να συλλαβίζεις το φθινόπωροσαν έδεναν τις ψαροπούλες στα μουράγια·άγνωστες γλώσσες κολλημένες15σαν αποτσίγαρα σβηστά σε χαλασμένα χείλια. Ιερουσαλήμ, πολιτεία της προσφυγιάς! Αλλά τα μάτια τους μιλούν όλα τον ίδιο λόγο,όχι το λόγο που έγινε άνθρωπος, θεέ μου συμπάθα μας,όχι ταξίδια για να ιδείς καινούριους τόπους, αλλά20το σκοτεινό τρένο της φυγής όπου τα βρέφητρέφουνται με τη βρόμα και τις αμαρτίες των γονιώνκαι νιώθουν οι μεσόκοποι το χάσμανα μεγαλώνει ανάμεσα στο σώμαπου μένει πίσω σα γκαμήλα λαβωμένη25και την ψυχή με το ανεξάντλητο κουράγιο, καθώς λένε.Είναι και τα καράβια που τους ταξιδεύουνολόρθους σα μπαλσαμωμένους δεσποτάδεςμέσα στ’ αμπάρια, για ν’ αράξουν ένα βράδυστα φύκια του βυθού απαλά. 30Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία! Στον ποταμό Γιορδάνητρεις καλογέροι φέρανκαι δέσανε στην όχτηκόκκινο τρεχαντήρι.35Τρεις από τ’ Αγιονόροςαρμένισαν τρεις μήνεςκαι δέσαν σ’ ένα κλώνοστην όχτη του Γιορδάνητου πρόσφυγα το τάμα. 40Πεινάσανε τρεις μήνεςδιψάσανε τρεις μήνες,ξαγρύπνησαν τρεις μήνεςκι ήρθαν απ’ τ’ Αγιονόροςαπ’ τη Θεσσαλονίκη45οι σκλάβοι καλογέροι. Είμαστε όλοι καθώς η Νεκρή Θάλασσαπολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου.Έλα μαζί μου να σου δείξω το τοπίο: Στη Νεκρή Θάλασσα50δεν είναι ψάριαδεν είναι φύκιαμήτε αχινοίδεν έχει ζωή. Δεν είναι ζωντανά55που έχουν στομάχιγια να πεινούνπου θρέφουν νεύραγια να πονούν, THIS IS THE PLACE, GENTLEMEN! 60Στη Νεκρή Θάλασσαη καταφρόνιαείναι η πραμάτειατου κανενού,όξω απ’ το νου. 65Καρδιά και στόχασηπήζουν στ’ αλάτιπου είναι πικρόσμίγουν τον κόσμοτον ορυχτό, 70THIS IS THE PLACE, GENTLEMEN! Στη Νεκρή Θάλασσαοχτρούς και φίλουςπαιδιά, γυναίκακαι συγγενείς,75άι να τους βρεις. Είναι στα Γόμορρακάτω στον πάτοπολύ ευτυχείςπου δεν προσμένουν80καμιά γραφή. GENTLEMEN,συνεχίζουμε την περιοδεία μαςπολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου. Ιούλιος 1942 |
Θα σου πάρουν τον ίσκιο των δέντρων, θα τον πάρουνθα σου πάρουν τον ίσκιο της θάλασσας, θα τον πάρουνθα σου πάρουν τον ίσκιο της καρδιάς, θα τον πάρουνθα πάρουν τον ίσκιο σου… 15. 3. 1947 |
Η λεωφόρο Συγγρού, το γιοφύρι με τους δυο κόλπους και τις δυο κορυφές,που μας δοκίμαζε και τη δοκιμάζαμε, αφήνοντας τις προσεχτικές γραφές,ώσπου να βρούμε τη θάλασσα γεμάτη πίκρα και στοργή, γαλήνια, γαλάζια,γραμμένη μέσα σε νησιά, στολισμένη με βαπόρια και καράβια· 25. 11. 1935 Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄ |