Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σεφέρης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Σεφέρης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2025

Γιώργος Σεφέρης - Μυθιστόρημα [ΙΗ']


Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά.
Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
που ήταν καινούρια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.


Μυθιστόρημα

Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Γιώργος Σεφέρης - [άτιτλο]

 Οι μέρες είναι πέτρες. Τσακμακόπετρες

που έτυχε νά βρει η μια την άλλη κι έγιναν δυο τρεις σπίθες·

πέτρες του αλωνιού που τις χτυπούν τα πέταλα κι έλιωσαν πολύ κόσμο,

βότσαλα στο νερό με τα εφήμερα δαχτυλίδια,

πετραδάκια πολύχρωμα και υγρά στ’ ακρογιάλι,

ή λήκυθοι, στήλες που κάποτε σταματούν το διαβάτη.

Οι μέρες είναι πέτρες· σωριάζουνται η μια πάνω στην άλλη…


8. 10. 1946


ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄, Από τις «Μέρες του 1945 – 1951».

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Γιώργος Σεφέρης - Παιδί


Όταν άρχισα να μεγαλώνω με βασάνιζαν τα δέντρα
γιατί χαμογελάτε; πήγε ο νους σας στην άνοιξη που είναι σκληρή για τα μικρά παιδιά;
μ’ άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα
νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα γιατί το στουπόχαρτο πάνω στο θρανίο μου ήταν κι εκείνο πράσινο
με βασάνιζαν οι ρίζες των δέντρων όταν μέσα στη ζεστασιά τού χειμώνα ερχόντανε να τυλιχτούν γύρω στο κορμί μου
δεν έβλεπα άλλα όνειρα σαν ήμουν παιδί·
έτσι γνώρισα το κορμί μου.

ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ /Ο κ. Στράτης Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο

Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

Γιώργος Σεφέρης - Επί Σκηνής - [Ε']


Ποιός άκουσε καταμεσήμερα

το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;

Ποιός καβαλάρης ήρθε

με το προσάναμμα και το δαυλό;

Καθένας νίβει τα χέρια του

και τα δροσίζει.

Και ποιός ξεκοίλιασε

τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;

Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.

Ποιός έφυγε

χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;

Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.

Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.


ΤΡΙΑ ΚΡΥΦΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Γιώργος Σεφέρης - Όνειρο


Κοιμούμαι κι η καρδιά μου ξαγρυπνά· 

κοιτάζει τ’ άστρα στον ουρανό και το δοιάκι

και πώς ανθοβολά το νερό στο τιμόνι.


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Γ΄

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Γιώργος Σεφέρης -Πάνω σε μια χειμωνιάτικη ακτίνα [ΣΤ']


Μικρή πνοή κι άλλη πνοή, σπιλιάδα

καθώς αφήνεις το βιβλίο

και σκίζεις άχρηστα χαρτιά των περασμένων

ή σκύβεις να κοιτάξεις στο λιβάδι

αγέρωχους κενταύρους που καλπάζουν

ή άγουρες αμαζόνες ιδρωμένες

σ’ όλα τ’ αυλάκια του κορμιού

που έχουν αγώνα το άλμα και την πάλη.


Αναστάσιμες σπιλιάδες μιαν αυγή

που νόμισες πως βγήκε ο ήλιος.



Τρία κρυφά ποιήματα

Γιώργος Σεφέρης - Δευτέρα


Μέσα στα σκυφτά ασφοδίλια οι τυφλοί κοιμούνται

ένας λαός τυφλών και τ' ασφοδίλια σκύβουν

μαυρισμένα από την πάχνη της αυγής.

(Θυμούμαι τα παφιοπέδιλα τον άλλο χειμώνα

κλεισμένα στη ζέστη.

Αρκείτω βίος).

Προσκέφαλά τους όργανα εξοντωμένα

ραχιτικοί φωνογράφοι

τρύπιες φυσαρμόνικες

αρμόνια γονατισμένα·

να 'χουν πεθάνει;

Ένας ακίνητος τυφλός δεν ξεχωρίζει εύκολα

κάποτε ζωντανεύουν τα όνειρά τους γι' αυτό λέω πως κοιμούνται.

Τριγύρω στα σπίτια, φορέματα αγγέλων μου γνέφουν μαρμαρωμένα

το ποτάμι δεν κυλά έχει ξεχάσει τη θάλασσα

κι όμως υπάρχει η θάλασσα και ποιος θα την εξαντλήσει;

οι τυφλοί κοιμούνται,

οι άγγελοι γυμνοί τρέχουν μέσα στις φλέβες τους

τους πίνουν το αίμα και τους δίνουν φρόνηση

κι η καρδιά με τα φριχτά της μάτια λογαριάζει

πότε θα στερέψει.

Κοιτάζω το ποτάμι

ανάλαφρες σπιλιάδες περνούν κάτω από τον ανήμπορο ήλιο

τίποτε άλλο, το ποτάμι περιμένει·

λυπήσου εκείνους που περιμένουν.

Τίποτε άλλο· φτάνει για σήμερα.


Πηγή: Τετράδιο Γυμνασμάτων, [Ο κ. Στράτης Θαλασσινός:] Σημειώσεις για μια «Εβδομάδα» 

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

Γιώργος Σεφέρης - Raven


In memoriam E. A. P.
Χρόνια σαν τα φτερά. Τί θυμάται τ’ ακίνητο κοράκι;
τί θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά στις ρίζες των δέντρων;
Είχαν ένα χρώμα τα χέρια σου σαν το μήλο που πέφτει.
Κι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή.
Εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ’ αστέρια
ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ’ τον αγέρα την άλλη θάλασσα
σαν ένα κοχύλι κλειστό κοντά τους, δεν ακούνε
τίποτε άλλο, δεν ψάχνουν μέσα στους ίσκιους των κυπαρισσιών
ένα χαμένο πρόσωπο, ένα νόμισμα, δε γυρεύουν
κοιτάζοντας ένα κοράκι σ’ ένα ξερό κλωνί, τί θυμάται.
Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά
σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια
είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ’ αυτό το πουλί
χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες
ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν
έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί
ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα.
Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τί θυμάται;
Είναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους ανθρώπους, μέσα του
πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δεύτερη παρουσία
επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα
σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή.
Τάχα να βαραίνει πάνω στο ξερό κλωνί τάχα να βαραίνει
πάνω στις ρίζες του κίτρινου δέντρου πάνω στους ώμους
των άλλων ανθρώπων, τις παράξενες φυσιογνωμίες
που δεν τολμούν να γγίξουν μια στάλα νερό βυθισμένοι στο χώμα
τάχα να βαραίνει πουθενά;
Είχαν ένα βάρος τα χέρια σου όπως μέσα στο νερό
μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, ένα βάρος αλαφρύ χωρίς συλλογή
με την κίνηση κάποτε που διώχνουμε την άσκημη σκέψη
στρώνοντας το πέλαγο ώς πέρα στον ορίζοντα στα νησιά.
Είναι βαρύς ο κάμπος ύστερ’ απ’ τη βροχή· τί θυμάται
η μαύρη στεκάμενη φλόγα πάνω στον γκρίζο ουρανό
σφηνωμένη ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ανάμνηση του ανθρώπου
ανάμεσα στην πληγή και το χέρι που πλήγωσε μαύρη λόγχη,
σκοτείνιασε ο κάμπος πίνοντας τη βροχή, έπεσε ο αγέρας
δε σώνει η δική μου πνοή, ποιός θα το μετακινήσει;
ανάμεσα στη μνήμη, χάσμα — ένα ξαφνισμένο στήθος
ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται να ξαναγίνουν άντρας και γυναίκα
ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.
Είχαν μια κίνηση τα χέρια σου πάντα προς τον ύπνο του πελάγου
χαϊδεύοντας τ’ όνειρο που ανέβαινε ήσυχα τη μαλαματένια αράχνη
φέρνοντας μέσα στον ήλιο το πλήθος των αστερισμών
τα κλεισμένα βλέφαρα τα κλεισμένα φτερά…
Κορυτσά, χειμώνας 1937

Tετράδιο Γυμνασμάτων, «Σχέδια για ένα καλοκαίρι»

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Γιώργος Σέφερης - Αλληλεγγύη


Είναι εκεί δεν μπορώ ν’ αλλάξω

με δυο μεγάλα μάτια πίσω απ’ το κύμα

από το μέρος που φυσά ο αγέρας

ακολουθώντας τις φτερούγες των πουλιών

είναι εκεί με δυο μεγάλα μάτια

μήπως άλλαξε κανείς ποτέ του.


Τί γυρεύετε; τα μηνύματά σας

έρχουνται αλλαγμένα ώς το καράβι

η αγάπη σας γίνεται μίσος

η γαλήνη σας γίνεται ταραχή

και δεν μπορώ να γυρίσω πίσω

να ιδώ τα πρόσωπά σας στ’ ακρογιάλι.


Είναι εκεί τα μεγάλα μάτια

κι όταν μένω καρφωμένος στη γραμμή μου

κι όταν πέφτουν στον ορίζοντα τ’ αστέρια

είναι εκεί δεμένα στον αιθέρα

σα μια τύχη πιο δική μου απ’ τη δική μου.


Τα λόγια σας συνήθεια της ακοής

βουίζουν μέσα στα ξάρτια και περνάνε

μήπως πιστεύω πια στην ύπαρξή σας

μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι.


Έχασε πια το χρώμα αυτός ο κόσμος

καθώς τα φύκια στ’ ακρογιάλι του άλλου χρόνου

γκρίζα ξερά και στο έλεος του ανέμου.


Ένα μεγάλο πέλαγο δυο μάτια

ευκίνητα και ακίνητα σαν τον αγέρα

και τα πανιά μου όσο κρατήσουν, κι ο θεός μου.


Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄

Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

Γιώργος Σεφέρης - Β' Ψυχολογία


Ο κύριος αυτός

κάθε πρωί κάνει το λουτρό του

μέσα στα νερά της νεκρής θάλασσας

έπειτα φορεί ένα πικρό χαμόγελο

για τη δουλειά και για τους πελάτες.


«Ο κ. Στράτης Θαλασσινός: πέντε ποιήματα του κ. Σ. Θαλασσινού», Τετράδιο Γυμνασμάτων

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

Γιώργος Σεφέρης - Δ'. Φωτιές του Αϊ-Γιάννη



Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν' αλλάξει
δεν μπορεί να γίνει τίποτε.
Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ' αστέρια κι ας ανάβουν οι φωτιές.

Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη
τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά το κορμί σου,
μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο
της μοναξιάς και της σιωπής
κι ας ανάβουν οι φωτιές.

Την ώρα που τέλειωσε η μέρα και δεν άρχισε η άλλη
την ώρα που κόπηκε ο καιρός
εκείνον που από τώρα και πριν από την αρχή κυβερνούσε το κορμί σου
πρέπει να τον εύρεις
πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο
κάποιος άλλος, όταν θα 'χεις πεθάνει.

Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν μπροστά στις φλόγες μέσα στη ζεστή νύχτα (Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)
και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια, τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια ανταύγεια).

Μα εσύ που γνώρισες τη χάρη της πέτρας πάνω στο θαλασσόδαρτο βράχο
το βράδυ που έπεσε η γαλήνη
άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς και της σιωπής
μέσα στο κορμί σου
τη νύχτα εκείνη του αϊ-Γιάννη
όταν έσβησαν όλες οι φωτιές
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ’ αστέρια.

Λονδίνο, Ιούλιος 1932

Πηγή:Ο κ. Στράτης Θαλασσινός: πέντε ποιήματα του κ. Σ. Θαλασσινού, Τετράδιο Γυμνασμάτων

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Γιώργος Σεφέρης - Αποφθέγματα - Αποσπάσματα

 Μέρες Α΄

Υπάρχουν, φαντάζομαι, άνθρωποι που δεν τολμήσανε να ζήσουν, από υπερβολική ευαισθησία. Η ευαισθησία, για να είναι χρήσιμη, πρέπει να συντροφεύεται από ανάλογη δύναμη.

......................................................................................................................................................

Σημείο απόλυτο, η μοναξιά μου: ίσια, στρωτή, χωρίς καμιάν ανωμαλία όπου να πιαστεί το βλέμμα. Προσπαθώ να συγκεντρώσω μια δύναμη σχεδόν μαγνητική, σαν αυτή που κουνά τα τραπεζάκια, για να ιδώ μέσα μου λίγο φως. Ώσπου να καταστραφεί κανείς, μπορεί να υπάρξει κάτι πιο δυνατό. Όμως δεν μου μένει πια πολλή δύναμη…


Μέρες Γ΄

Στο μεταξύ, μας σκοτώνουν με μικρές δόσεις,
πολύ ταχτικά, πολύ σιωπηλά, πολύ σοφά.
Κάθε μέρα γυρίζουμε στο σπίτι μας για να θάψουμε ένα νεκρό
μια σκέψη, ένα αίσθημα.
Σε λίγο δε θα χουμε τίποτε άλλο να κάνουμε
παρά να κοιτάζουμε πως να βρούμε το ταΐνι μας (φαγητό),
σαν τα σκυλιά και σαν τις γάτες,
με μόνη τη διαφορά, το χειρότερο,
πως θα κουβαλούμε μαζί μας
τα υπολείμματα των ανθρώπων που ήμασταν
.................................................................................................................................................................
Είναι δύσκολο ν’ απαλλαγεί ο κάθε άνθρωπος από τον αόρατο χορό των γερόντων που τον παρακολουθούνε σ’ όλη του τη ζωή.

  «Εισαγωγή στον Θ.Σ. Έλιοτ», 1936. Δοκιμές, Α΄. Ίκαρος, 1974. 25.
.....................................................................................................................................................................
1. Το ποίημα που απαιτεί τη συγκίνηση της φωνής εκείνου που το απαγγέλνει δεν είναι και πολύ σπουδαίο. Το καλό ποίημα πρέπει να περιέχει τη φωνητική του έκφραση' δεν πρέπει ν' αφήνει περιθώριο για φωνητική ερμηνεία. Ο πιο φρόνιμος τρόπος να πεις ένα ποίημα είναι να το αρθρώσεις καθαρά.
(Μέρες Α', σ. 39)
2. Οι ερμηνείες των ποιημάτων δεν είναι υποχρεωτικές για κανέναν.
(Δοκιμές 1, σ. 434)
3. Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι σαν ποίηση, όλη η ποίηση είναι δύσκολη, με τη διαφορά πως ενώ άλλοτε μας έδινε τον τρόπο να νομίζουμε ότι καταλαβαίνουμε, τώρα δε μας αφήνει καμιά υπεκφυγή.
(Δοκιμές 1, σ. 31)
4. Ποιητής, για τους περισσότερους σημαίνει άνθρωπο στο περιθώριο της ζωής, στα σύννεφα, όπως λένε, και που έχει στη διάθεσή του έναν ακατάσχετο καταρράχτη λέξεων. Πόσο δύσκολα, κάποτε, μιλά ο ποιητής, δεν το καταλαβαίνουν. Βλέπουν μόνο ένα φουσκωμένο εγώ και δεν υποψιάζουνται πόση άρνηση του εγώ, απεναντίας, χρειάζεται για να φτάσει κανείς στην παραδοχή που σου επιτρέπει να φτιάξεις ένα ποίημα.
(Μέρες Γ΄, σ. 190)
5. Πιο δύσκολα να συμπληρώσεις ένα στίχο παρά να σηκώσεις ένα βράχο.
(Μέρες Ε', σ. 42)

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Γ. Χ. Θεοχάρη.

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Γιώργος Σεφέρης - Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη


Οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης δε θα γνωρίσουν ποτέ τη δροσούλα που κατεβαίνει στην Κηφισιά
μα οι δυο καμινάδες που μ’ άρεσαν στην ξενιτιά πίσω απ’ τα κέδρα, γυρίζουν πάλι
σα βλέπω τα δυο κυπαρίσσια πάνω από τη γνώριμή σου την εκκλησιά
που έχει τους κολασμένους ζωγραφιστούς να τυραννιούνται μες στη φωτιά και στην αθάλη.
Όλο το Μάρτη τα λαγόνια σου τα ωραία τα ρήμαξαν οι ρεματισμοί και το καλοκαίρι πήγες στην Αιδηψό.
Θεοί! πώς αγωνίζεται η ζωή για να περάσει, θα ’λεγες φουσκωμένο ποτάμι από την τρύπα βελόνας.
Κάνει ζέστη βαθιά ώς τη νύχτα, τ’ άστρα πετάνε σκνίπες, πίνω άγουρες γκαζόζες και διψώ·
φεγγάρι και κινηματογράφος, φαντάσματα και πνιγερός ανήμπορος λιμιώνας.
Βερίνα, μας ερήμωσε η ζωή κι οι αττικοί ουρανοί κι οι διανοούμενοι που σκαρφαλώνουν στο ίδιο τους κεφάλι
και τα τοπία που κατάντησαν να παίρνουν πόζες από την ξεραΐλα κι από την πείνα
σαν τους νέους που ξόδεψαν όλη τους την ψυχή για να φορέσουν ένα μονογυάλι
σαν τις κοπέλες ηλιοτρόπια ρουφώντας την κορφή τους για να γίνουν κρίνα.
Αργούν οι μέρες· οι μέρες οι δικές μου τριγυρίζουν μέσα στα ρολόγια και ρυμουλκούνε το λεπτοδείχτη.
Γιά θυμήσου σα στρίβαμε λαχανιασμένοι τα σοκάκια για μη μας ξεκοιλιάσουν οι φάροι των αυτοκινήτων.
Η σκέψη του ξένου κόσμου μας κύκλωνε και μας στένευε σαν ένα δίχτυ
και φεύγαμε μ’ ένα λεπίδι κρυμμένο μέσα μας κι έλεγες «ο Αρμόδιος κι ο Αριστογείτων».
Σκύψε το κεφάλι να σε ιδώ, μα κι α σ’ έβλεπα θα γύρευα να κοιτάξω πιο πέρα.
Τί αξίζει ένας άνθρωπος τί θέλει και πώς θα δικαιολογήσει την ύπαρξή του στη δευτέρα παρουσία;
Α! να βρισκόμουνα ξυλάρμενος χαμένος στον Ειρηνικόν Ωκεανό μόνος με τη θάλασσα και τον αγέρα
μόνος και χωρίς ασύρματο ούτε δύναμη για να παλέψω με τα στοιχεία.
Κοκκιναράς, 5 Αυγούστου 1928

Τετράδιο Γυμνασμάτων, Δοσμένα

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Γιώργος Σεφέρης - Μυθιστόρημα [ Θ΄ ]


                                                          Άλκηστη Πρωτοψάλτη - Είναι παλιό το λιμάνι


Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια
ούτε το φίλο που έφυγε για τ’ ανοιχτά.
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
να ζωντανέψει το κορμί μου και ν’ αποφασίσει.
Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά
του αλατιού της άλλης τρικυμίας.

Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,
το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,
αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.

Τ’ άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία
του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ’ ασφοδίλια.
Μες στ’ ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ πέρα θέλαμε να βρούμε
τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο.

Γιώργος Σεφέρης. 1935. Μυθιστόρημα. Αθήνα: τυπ. Εστίας. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Σεφέρης. [1972] 1985. Ποιήματα. 15η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Γιώργος Σεφέρης - Δεκαέξι χαϊκού


Τοῦτο τὸ ἀκαριαῖον…
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ

Α΄

Στάξε στη λίμνημόνο μια στάλα κρασίκαι σβήνει ο ήλιος.

Β΄

Στον κάμπο ούτ’ ένατετράφυλλο τριφύλλι·ποιός φταίει απ’ τους τρεις;

Γ΄
Στον Κήπο του Μουσείου

Άδειες καρέκλεςτ’ αγάλματα γυρίσανστ’ άλλο μουσείο.

Δ΄

Να ’ναι η φωνήπεθαμένων φίλων μαςή φωνογράφος;

Ε΄

Τα δάχτυλά τηςστο θαλασσί μαντίλικοίτα: κοράλλια.

ΣΤ΄

Συλλογισμένοτο στήθος της βαρύμες στον καθρέφτη.

Ζ΄

Φόρεσα πάλιτη φυλλωσιά του δέντρουκι εσύ βελάζεις.

Η΄

Νύχτα, ο αγέραςο χωρισμός απλώνεικαι κυματίζει.

Θ΄
Νέα Μοίρα

Γυμνή γυναίκατο ρόδι που έσπασε ήτανγεμάτο αστέρια.

Ι΄

Τώρα σηκώνωμια νεκρή πεταλούδαχωρίς φτιασίδι.

ΙΑ΄

Πού να μαζεύειςτα χίλια κομματάκιατου κάθε ανθρώπου.

ΙΒ΄
Άγονος Γραμμή

Το δοιάκι τί έχει;Η βάρκα γράφει κύκλουςκι ούτε ένας γλάρος

ΙΓ΄
Άρρωστη Ερινύς

Δεν έχει μάτιατα φίδια που κρατούσετης τρων τα χέρια.

ΙΔ΄

Τούτη η κολόναέχει μια τρύπα, βλέπειςτην Περσεφόνη;

ΙΕ΄

Βουλιάζει ο κόσμοςκρατήσου, θα σ’ αφήσειμόνο στον ήλιο.

ΙΣΤ΄

Γράφεις·το μελάνι λιγόστεψεη θάλασσα πληθαίνει.
Τετράδιο Γυμνασμάτων, Δοσμένα

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

Γιώργος Σεφέρης - Ευριπίδης, Αθηναίος


Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας

και στα λατομεία της Σικελίας.


Του άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της θάλασσας.

Είδε τις φλέβες των ανθρώπων

σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια·

προσπάθησε να το τρυπήσει.

Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι·

ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Γ΄ 

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

Γιώργος Σεφέρης «Επικαλέω τοι την θεόν...»



Λάδι στα μέλη,
ίσως ταγγή μυρωδιά
όπως εδώ στο λιόμυλο
της μικρής εκκλησιάς
στους χοντρούς πόρους
της σταματημένης πέτρας.

Λάδι στην κόμη
στεφανωμένη με σκοινί,
ίσως και άλλα αρώματα
που δε γνωρίσαμε
φτωχά και πλούσια
κι αγαλματάκια στα δάχτυλα
προσφέρνοντας μικρούς μαστούς.

Λάδι στον ήλιο·
τρόμαξαν τα φύλλα
στου ξένου το σταμάτημα
και βάρυνε η σιγή
ανάμεσα στα γόνατα.
Έπεσαν τα νομίσματα·
«Επικαλέω τοι την θεόν…».

Λάδι στους ώμους
και στη μέση που λύγισε
γρίβα σφυρά στη χλόη,
κι αυτή η πληγή στον ήλιο
καθώς σημαίναν τον εσπερινό
καθώς μιλούσα στον αυλόγυρο
μ’ ένα σακάτη.

Κούκλια, Νοέμ. ’53

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Γ΄

Γιώργος Σεφέρης - Ο Στράτης Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα


Κάποτε βλέπεις σε παρεκκλήσια, χτισμένα πάνω στις θρυλικές τοποθεσίες, τη σχετική περιγραφή του Ευαγγελίου γραμμένη αγγλικά και αποκάτω:
«THIS IS THE PLACE GENTLEMEN!»

ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ Σ. Θ. ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία,Ιερουσαλήμ, πολιτεία της προσφυγιάς.

Κάποτε βλέπεις το μεσημέριστην άσφαλτο του δρόμου να γλιστρά5ένα κοπάδι μαύρα φύλλα σκορπισμένα—Περνούνε διαβατάρικα πουλιά κάτω απ’ τον ήλιομα δε σηκώνεις το κεφάλι.

Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία!

Άγνωστες γλώσσες της Βαβέλ,10χωρίς συγγένεια με τη γραμματικήτο συναξάρι μήτε το ψαλτήριπου σ’ έμαθαν να συλλαβίζεις το φθινόπωροσαν έδεναν τις ψαροπούλες στα μουράγια·άγνωστες γλώσσες κολλημένες15σαν αποτσίγαρα σβηστά σε χαλασμένα χείλια.

Ιερουσαλήμ, πολιτεία της προσφυγιάς!

Αλλά τα μάτια τους μιλούν όλα τον ίδιο λόγο,όχι το λόγο που έγινε άνθρωπος, θεέ μου συμπάθα μας,όχι ταξίδια για να ιδείς καινούριους τόπους, αλλά20το σκοτεινό τρένο της φυγής όπου τα βρέφητρέφουνται με τη βρόμα και τις αμαρτίες των γονιώνκαι νιώθουν οι μεσόκοποι το χάσμανα μεγαλώνει ανάμεσα στο σώμαπου μένει πίσω σα γκαμήλα λαβωμένη25και την ψυχή με το ανεξάντλητο κουράγιο, καθώς λένε.Είναι και τα καράβια που τους ταξιδεύουνολόρθους σα μπαλσαμωμένους δεσποτάδεςμέσα στ’ αμπάρια, για ν’ αράξουν ένα βράδυστα φύκια του βυθού απαλά.

30Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία!

Στον ποταμό Γιορδάνητρεις καλογέροι φέρανκαι δέσανε στην όχτηκόκκινο τρεχαντήρι.35Τρεις από τ’ Αγιονόροςαρμένισαν τρεις μήνεςκαι δέσαν σ’ ένα κλώνοστην όχτη του Γιορδάνητου πρόσφυγα το τάμα.

40Πεινάσανε τρεις μήνεςδιψάσανε τρεις μήνες,ξαγρύπνησαν τρεις μήνεςκι ήρθαν απ’ τ’ Αγιονόροςαπ’ τη Θεσσαλονίκη45οι σκλάβοι καλογέροι.

Είμαστε όλοι καθώς η Νεκρή Θάλασσαπολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου.Έλα μαζί μου να σου δείξω το τοπίο:

Στη Νεκρή Θάλασσα50δεν είναι ψάριαδεν είναι φύκιαμήτε αχινοίδεν έχει ζωή.

Δεν είναι ζωντανά55που έχουν στομάχιγια να πεινούνπου θρέφουν νεύραγια να πονούν,

THIS IS THE PLACE, GENTLEMEN!

60Στη Νεκρή Θάλασσαη καταφρόνιαείναι η πραμάτειατου κανενού,όξω απ’ το νου.

65Καρδιά και στόχασηπήζουν στ’ αλάτιπου είναι πικρόσμίγουν τον κόσμοτον ορυχτό,

70THIS IS THE PLACE, GENTLEMEN!

Στη Νεκρή Θάλασσαοχτρούς και φίλουςπαιδιά, γυναίκακαι συγγενείς,75άι να τους βρεις.

Είναι στα Γόμορρακάτω στον πάτοπολύ ευτυχείςπου δεν προσμένουν80καμιά γραφή.

GENTLEMEN,συνεχίζουμε την περιοδεία μαςπολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου.

Ιούλιος 1942
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β΄

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023

Γιώργος Σεφέρης - Ο άνθρωπος που του ’κλεψαν τον ίσκιο


Θα σου πάρουν τον ίσκιο των δέντρων, θα τον πάρουνθα σου πάρουν τον ίσκιο της θάλασσας, θα τον πάρουνθα σου πάρουν τον ίσκιο της καρδιάς, θα τον πάρουνθα πάρουν τον ίσκιο σου…

15. 3. 1947

[ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄] /[Από τις «Μέρες του 1945 – 1951»

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023

Γιώργος Σεφέρης - Λεωφόρος Συγγρού, Β΄


Η λεωφόρο Συγγρού, το γιοφύρι με τους δυο κόλπους και τις δυο κορυφές,που μας δοκίμαζε και τη δοκιμάζαμε, αφήνοντας τις προσεχτικές γραφές,ώσπου να βρούμε τη θάλασσα γεμάτη πίκρα και στοργή, γαλήνια, γαλάζια,γραμμένη μέσα σε νησιά, στολισμένη με βαπόρια και καράβια·
η λεωφόρο Συγγρού πλατιά και μυστική κρύβοντας κι αργοπορώντας κι έπειτα δείχνοντας ξαφνικάτο κορμί της γοργόνας γυμνό, με ξέπλεκα ώς τον ορίζοντα μαλλιά,με δέρμα τριανταφυλλί, βυθισμένο λιγάκι στο κρασάτο νερό, με το στήθοςαναγυρτό και κόκκινο στην άκρη καθώς έπαιρνε να βασιλέψει ο ήλιος·ο δρόμος με τις φρόνιμες πιπεριές, αλλά ο δρόμος που μας έμαθε τη γυμναστική
ν’ αφήνεις κάποτε τους φίλους, την αγάπη και τη μουσικήγια να ξεκινήσεις χωρίς να ξέρεις πού θα σε βγάλει η άκρη—Είδε ένα όνειρο, Φαβρίκιε, βυθισμένος σε μια λουλακιά που τον έπνιγε νάρκη:Δεν ήταν ο Μουσολίνι που έκανε πόλεμο του Ρας, ήμαστε εμείς,ήμαστε εμείς οι Ρωμιοί· και μας πήραν οι Αιθίοπες το κατόπι
και ρίξαν καράβια στο γιαλό, και στείλαν κήρυκες, κι είπαν: «Ανθρώποι,σεις που μαλώνετε και σαλιαρίζετε, που τα πάντα αρχίζετε και δεν τελειώνετε καμιά πράξη,αποφασίσαμε —μια που τις φάγατε— να σας δώσουμε ένα βασιλιά να σας βάλει σε τάξη».Κι εμείς —μια που τις φάγαμε— για να είμαστε συνεπείς, κράξαμε αμέσως «Ζήτω η βασιλεία!»κάναμε κι ένα δημοψήφισμα, για να φανεί πως είμαστε λαός μ’ ελευθερία.
Κι έφτασε ο βασιλιάς στις Τζιτζιφιές, με φτερά και με γένια σγουρά, πολύ μελαψός, ο Ρας Πουπουναμπί.Στον ώμο του καθόταν μια κοκκινόκωλη μαϊμού, δεμένη με χρυσή καδένα στο κουμπίτου σακακιού του, και με το ζερβί του χέρι κρατούσε έναν πράσινο παπαγάλο·κι ήταν ξυπόλυτος, κι εμείς ξυπόλυτοι φωνάζαμε «Δόξα και δύναμη στο βασιλιά μας το μεγάλο!»Έπειτα ο βασιλιάς, ο παπαγάλος κι η μαϊμού πήραν θριαμβικά την ανηφόρα·
ταμπούρλα και λαλούμενα, πέταλα αλόγων και κραυγές — θα ’λεγες σιδερένια και μπρούντζινη μπόραπου σάρωνε τη λεωφόρο Συγγρού και τρύπωνε μέσα σε παρδαλές αψίδες:τα φλάμπουρα σύννεφο στον ουρανό, σα βαφτισμένες στις χίλιες μπογιές ακρίδες.Και τράβηξε η πομπή τον ανήφορο και στάθηκε σ’ ένα μεγάλο στύλο.Εκεί ήταν κρεμασμένο το σκουτάρι το βασιλικό σκαλισμένο σε πολύτιμο ξύλο
από τρεις τεχνίτες ξακουστούς που μήνες μελέτησαν τις νέγκρικες αίθουσες του Βρετανικού Μουσείουκαι πάνω στο σκουτάρι, το πατρογονικό ρητό που έλεγε με χρυσά γράμματα: «ΔΙΑ ΒΙΟΥ».Πήδηξε βλέποντας ο βασιλιάς κι απιθώνοντας τη μαϊμού, τον παπαγάλο και τα σκουτιά του,είπε να παίξουν τ’ άργανα για να χορέψει και να καταλάβουμε τη χαρά του.Δεν ήταν χορός ήταν σίφουνας, χάβρα οι φωνές κι ο ρυθμός τραμουντάνα
μανιάζοντας στη ράχη της λεωφόρος Συγγρού και την έδερνε και την εκοπάνακι έτρεμε η δύστυχη μες στο βραχνά και βόγκαε και λόγιαζε πως θα βούλιαξε η χτίση…Αυτό είναι τ’ όνειρο, Φαβρίκιε. Δεν ξέρω πότε ο δρόμος μας θα ξυπνήσει.

25. 11. 1935
Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄