Τετάρτη 9 Απριλίου 2025
Γιάννης Δάλλας - Οι πεθαμένοι ποιητές
Γιάννης Δάλλας - Ποιήματα
Αποχαιρετισμός
Ξύπνησα σαν από ’ναν εφιάλτη και είπα Χαίρε
Χαίρε ζωή που είχα την τύχη να μού χαριστείς
και σ’ έζησα
Σε ζώστηκα όπως ένας ποιητής την πανοπλία του
με το γλωσσάρι στο ’να χέρι, στο δεξί μου το δοξάρι
Σε κάθε δοξαριά ο γαλαξίας ν’ άντηχεί χορεύοντας
κατά τη θεωρία, είπαν, των «ουράνιων χορδών»
του σύμπαντος
Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024
Γιάννης Δάλλας - Χρονοδείκτες (αποσπάσματα)
Να δώσω το χέρι μου στους κλεπταποδόχους της ιστορίας;
Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024
Γιάννης Δάλλας - Σήμα
Πάλι μ' αποφεύγεις
πως μ 'αποφεύγεις.
Όπως τ' αστροπελέκι τ' αλεξικέραυνο
η μάνα το μάτι του μεγάλου παιδιού της
ο έμπορος την ύποπτη πραμάτεια ο φοιτητής
το αίμα της γριάς τοκογλύφας.
Σ' αυτή την ξερή γούβα του φθινοπώρου
δόξα ανάβαλέ μας για πιο εύθετους χρόνους.
Τρίτη 9 Ιουλίου 2024
Γιάννης Δάλλας - Μετεωριζόμενος
Ο δυτικός άνεμος δεν τον θέλει
ο ανατολικός τον ξερνά
του ’γινε πρόταση να βαλσαμωθεί
κι όμως ξεσκίζει το κλουβί τ’ ουρανού
απλώστε του ένα κάτι της γης
ένα χέρι πού να μη στραγγαλίζει
μπορεί και να μην αλλαξοπίστησε
– τον πνίγει τόση μεταμόρφωση –
εκεί που έδενε τη γραβάτα του
του μένει ένας τελευταίος λαρυγγισμός
απ’ αυτούς που δεν εξαγοράζονται
Ο φίλος μου ο Πέτρος έχει προκηρυχθεί
λοιπόν θα πεθάνει μετεωριζόμενος
(Αλέξανδρος Αργυρίου (επιμ.), Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία- Γραμματολογία, Εκδόσεις Σοκόλη, [Αθήνα 1990], σελ. 475.)
Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024
Γιάννης Δάλλας - Απειρωτάν
Πήρε απ' το χώμα της ανασκαφής
Το νόμισμα
το γυάλισε με το μανίκι κι έλαμψε
με την καινούργια επιγραφή: Απειρωτάν
Το γύριζε στις Τράπεζες... Καμμιά
δεν δεχόταν να το πριμοδοτήσει
Τα σύμβολά σας στα Μουσεία τού 'λεγαν
Δεν είναι σύμβολα - είν’ η αρχαία συνταγή
μιας νομισματικής κοινής πολιτικής-
Κι οι μαντικές περιστερές που πέταξαν
κι ενώσαν δυο Ηπείρους δυο ιερά
πώς δεν τη νοιώσαν δεν τη μάντεψαν
την επερχόμενη κατάρρευση;
(Καιροί πτωχεύσεων καιροί της αγοράς
Η Ενωμένη Ευρώπη φύλλα και φτερά
Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!)
Κι οι συνταγές σας στον Καιάδα απάντησαν
Γιάννης Δάλλας, Περίακτος, εκδ. Τυπωθήτω, 2011
Δευτέρα 15 Απριλίου 2024
Γιάννης Δάλλας - City Bank
Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024
Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024
Γιάννης Δάλλας - Σχεδίασμα ποιητικής
Σαν τα παράθυρα που τα χτυπώ κατάμουτρα στην αθανασία
είναι τα λόγια μέσα μου σαν μια πομπή τυφλών ανθρακωρύχων
Η κρύπτη του ύπνου ελευθερώνει λίγα φωτεινά κι αδέσποτα
μετέωρα μες στα στερεώματα. Τα μεταλλεία εφέτος
είναι σκληρά σαν πέτρες για τα θηλυκά μας δάχτυλα
τα δάχτυλά μας μακρινά προγονικά συμβόλαια
Πώς να τα ξεριζώσω απ’ τα πλευρά μου απ’ τις θανάσιμες
πληγές σας απ’ τις λίμνες με τους άσπρους κύκνους
τα δάχτυλά μου μακρινά προγονικά συμβόλαια;
Κλείσατε τ’ άστρα σε σοφά συρματοπλέγματα
κλείσατε τις ψυχές σας σ’ άθλια σανατόρια
και συναλλάζεστε τις έννοιες σαν εμπόρευμα
Μα εγώ βουτώ μες στη φωτιά και υψώνω αντίκρυ σας
τα δάχτυλά μου κηροπήγια του θανάτου σας
γι’ αυτό με βλέπετε με βήματα αλλοπρόσαλλα
να δρασκελίζω τις πλατείες με τα μεγάφωνα
τους σαλτιμπάγκους της στοάς και μες στο βλέμμα τους
ένα ηλιοτρόπι που γελά. Γι’ αυτό με βλέπετε
πάνω απ’ τους ύπνους σας να κλείνω τα παράθυρα
κατάμουτρα στην ηθική των ήλιων. Ποιος θα βάλει
πριν πέσει η νύχτα σε μια τάξη αυτές τις ετοιμόρροπες
φωνές των μάταιων ημερών μας;
Κατεβαίνω τώρα
σε μεταλλεία κρυφά και τ’ ανεβάζω σαν τετράγωνα
γέλια στις πλάτες μου ώριμα. Θα τα λυτρώσω, ω άνθρωποι
ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του ωραίου; Ολόγυρα
με τους αγκώνες των βουνών σ’ αρχαίες κοιλάδες
-λίκνα μεγάλα της βροχής και της φτωχολογιάς-
τώρα ανεβαίνω κυκλωμένος μ’ αλαφρές φτερούγες
φτερούγες μέσα μου πλωτές.
Θα σας λυτρώσω, ω άνθρωποι
ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του Ωραίου; Καμπάνες
σαν γλώσσες τρομερές ακούγονται από πέρα- να `ναι
τάχα αναστάσιμες ή πένθιμες δεν ξέρω. Ξέρω
πως η άθλησή μου ανοίγει σαν κλουβιά τα στήθη σας
κι όλο ανεβαίνω κυκλωμένος μ’ αδερφές φτερούγες.
Φτερούγες γράμματα ανοιχτά της γης που μ’ έχασε
φτερούγες μακρινές θωπείες της γης που θα `βρω.
Οι εφτά πληγές
Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023
Γιάννης Δάλλας- Απόπειρα μυθολογίας (XI)
Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023
Γιάννης Δάλλας - Επτά ποιήματα
Ο ΧΡΟΝΟΣ
τα πένθιμα εμβόλια
Ξημέρωνε μ’ ένα φως που γλιστρούσε σαν κρέπι κι άφηνε
ξέσκεπες οροφές και πλατείες
κι ύστερα μ’ ένα στρας ουράνιου τόξου που άστραφτε σαν να
δρεπάνιζε ως πέρα τον ορίζοντα
αρχίζοντας απ’ τον αυχένα της απέναντι πλαγιάς –
Το φως έπεφτε τώρα κάθετα στην πολιτεία και χαράζοντας
από ψηλά το δέρμα της
ο χρόνος βυρσοδέψης το άφηνε να πέφτει αθόρυβα στα πόδια
μας σε ραβδωτές λωρίδες
Τότε καθένας έσκυβε και παίρνοντας πειθήνια τη ζέβρα του
τη φόραγε κατάσαρκα σαν ισοβίτης
Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ
Εγώ δεν φοβάμαι τ’ αστέρια
είπ’ ο Λουκάς
να έν’ αστέρι που τ’ αγκάλιασα
χωρίς να καώ
ώρες το κοίταζα μες στα μάτια
και δεν τυφλώθηκα
μου άνοιξε τότε τα φυλλοκάρδια
και μπαίνοντας
είδα πλατείες και γαλάζιες στοές
και στο βάθος τους
προτομές από σπάνιους λίθους
και κρύσταλλα
Που οι δικές μας σκέφτηκα Που
εκεί κάτω
από πρόστυχα μέταλλα αστέρι μου
και χαλκεία
τ’ αστέρι γέλασε με τη σκέψη μου
κι ύστερα
άναψε μια λυχνία πολλών μεγαβάτ
ή τι λέω
έγινε κομήτης και με προβόδησε
ως εδώ
εδώ που τόσοι φίλοι ακροβολισμένοι
συνέχιζαν
ακόμη συνέχιζαν τη χαμένη μάχη
πετροβολώντας
τα δικά τους αδέσποτα αστέρια
και εκείνα
σφυρίζαν γύρω τους σαν εξωγήινοι
ή αστρίτες
ΤΑ ΜΑΤΙΑ-ΜΑΣΤΙΓΙΑ
Ήρθα κοντά σας από υπόγειες σήραγγες
όχι από κει που μάταια περιμένατε
τηλεγραφόξυλα του νόστου δρόμοι του θηράματος
κι ύστερα από τα γνώριμα διόδια
στη σήμανση της πόλης
Δεν ήρθα απ’ τα παλιά ιδεοδρόμια
Μην τα γυρεύετε με προβολείς με λέιζερ
με ανιχνευτές και κυνηγόσκυλα τα μάτια μου
τα ‘στειλα με άλλη αποστολή και ταξιδεύουν
δεν είν’ αυτά τα δυό πουλιά μέσα στ’ αγιάζι
αυτοί οι φάροι στην ομίχλη δύο πλεύσεων
είναι μαστίγια και μέρα νύχτα σας γυμνώνουν
σας μαστιγώνουν ως τα μύχια του ονείρου σας
βουΐζουν πίσω απ’ τις δημόσιες συνελεύσεις
από την κλίνη ως τους τριγμούς της εξουσίας σας
σας μαστιγώνουν σας γυμνώνουν σας πληγώνουν
Δεν είναι φώτα και φτερά είναι μαστίγια
Κι εσείς παχύδερμα που δεν διαμαρτύρεσθε
μαζοχιστές και δεν τ’ ομολογείτε
Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΕΡΜΑΤΩΝ
Το σπίτι γέμισε τάπητες δέρματα απλωμένα στους
δρόμους για την υποδοχή κι άλλα υπέρθυρα αναρτη-
μένα στην πύλη σαν τρόπαια κι ύστερα κατά μήκος
της σκάλας μια ανθρωποκεφαλή μπηγμένη στο τζάκι
δορά τίγρης για υποπόδια όλα τα παλιά αιλουροειδή
πατημένα φριχτά με τους τένοντες κρεμάμενους και
τα μάτια τους έξω γυαλιστερά κι υπεργήινα άλλα
κυνηγημένα κι αδέσποτα στους διαδρόμους και στις
εξόδους κι άλλα σε πλήρη παράλλαξη οι προβιές μαζί
με τις λεοντές παραμονεύοντας στις γωνίες και μια
μοναχική και συρόμενη προς τ’ άδυτα των αδύτων
σφαδάζουσα με τα μαστίγια επάνω στην κλίνη του
ερωτικού θυσιαστηρίου ενώ στην αίθουσα δεξιώσεων
ο οικοδεσπότης κι η οικοδέσποινα επίσημοι εκείνος
με γούνα κι εκείνη με αστρακάν και κάτω τομάρια
ακατέργαστα οι δούλοι βογγώντας στις αποθήκες
Τη μέρα που αναπαύονται τα όνειρα
αρχίζει η ενανθρώπιση των δερμάτων
ΜΑΡΣΥΑΣ
Ει μοι η δορά μη εις ασκόν τελευτήσει
Ώσπερ η του Μαρσύου.
Ευθύδημος, 285 D
Τον έσυρε στη μέση της σκηνής
κι άρχισε να τον γδέρνει
όχι ένας αλλά με τους βοηθούς του
στίφος δαιμόνων
τον χτύπησαν τον τσάκισαν τον έλιωσαν
με τους αυλούς και το λαρύγγι του
τον θεομπαίχτη
Κι απ’ το τομάρι του έκανε τη λύρα του
ο εκηβόλος
κι ύστερα
-θανατωμένοι μες στο φως με τους παιάνες του
τόσοι και τόσοι-
ύστερα ποιος τον είδε ποιος τον άκουσε
καινούργια μουσική καινούργια βέλη
ασκός επάνω στους ασκούς
σώμα στα σώματα
χαμένος πίσω απ’ τα ταμ-ταμ
και τα σαξόφωνα
ΔΙΔΥΜΟΙ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ
Πάλι ανεβαίνει απ’ τα έγκατα
η άγραφη φωνή
η άγραφη χαίνουσα φωνή
ανεβαίνει
με ξεκουφαίνει
κι οι ψίθυροι γύρω της τρωκτικά
Κραυγές και ψίθυροι άναρθροι
πίσω απ’ το δέρμα μου πάλλοντας
πρώτα σαν σήματα αγέννητων
άναρθροι κι υποχθόνιοι
κι ύστερα δύο-δύο αντιμέτωποι
ορμώντας στην ιστορική επιφάνεια
δίδυμοι πυροβολισμοί
με σιγαστήρα
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΡΥΑΡΕΞ
Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση
Όταν ηλίου βασιλεύοντος δυνάμωνε η μάχη πέρα στο
καντόνι των Ρωμιών αυτός υπνοβατούσε ονειρευόμενος
μια βίζιτα στη βίλλα στα περίχωρα Πίσω του κάποι-
ος γύρισε τη στρόφιγγα και μέσα από τη μπαλκονό-
πορτα ρυάκισε το φως μακριά από τις ενοχλητικές
φωτοβολίδες Έξω στα θάμνα γυάλιζε αθόρυβα η πηγή
Ήταν σαν ένας μαύρος σκύλος που όρθωνε το τρίχωμα
του κι άφριζε γαυγίζοντας και πότε-πότε όταν
ξυπνούσε έδειχνε τα δόντια του με ξαφνικές αναλαμπές
στα σκοτεινά Τον φανταζόμουν πιο πολύ παρά τον
έψαχνα στη διαμαντένια πάχνη του νησιού Κι άκουγα
πίσω του τη γλώσσα του κυρίου του «Ήρεμα Ρύαξ!»
«Όλ ράιτ Ρέξ!» Κι ύστερα με θολά νερά κι ανάκατα
γαυγίσματα στ’ αντιπρανή του ύπνου να μπερδεύει την
ηχώ τους «Ρύα-Ρέξ!» και πάλι «Ρυαρέξ!» ως την
αυγή Απτόητος απ’ τις ρωμέικες ριπές φτασμένες
τώρα μ’ άλματα στα διπλανά τετράγωνα Με το ‘να χέρι
του κρατούσε μιαν ατέλειωτη αλυσίδα με μονόγραμμα
σκυλιού κι όταν δοκίμασε να τη μαζέψει δεν την πρό-
λαβε κι ένοιωσε να τον ζώνει ο κρύος καταρράχτης με
τα παγωμένα δόντια ολόγυρα του αφρίζοντας Τότε τον
είδα ν’ αλαργεύει από τη βίλλα των θαυμάτων και τον
γνώρισα Ήταν τω όντι ο γνωστός μας διπλωμάτης
κύριος Ρυαρέξ και καταπόδι πίσω του ο πιστός του
υπογραμματέας ίδια μούρη σαν μπουλντόκ που μετα-
κόμιζε από την πληκτική μας αποικία οριστικά εξα-
ντλημένος επιτέλους από τόση ονειροφαντασία
και έμπνευση
Αποθέτης, εκδ. Συνέχεια 1993 και εκδ. Γαβριηλίδης, 2η έκδοση, 2005
Πηγή: ΠΟΙΕΙΝ
Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023
Γιάννης Δάλλας (αποσπάσματα)
Σημεία και τέρατα
Τρίτη 25 Ιουλίου 2023
Γιάννης Δάλλας- Ανατομία (1971)
1
Καιρός να παραδώσω την κατάθεση μου
Σαν ιπποπόταμος της λεωφόρου
5
Γύρισε το κλειδί και καθηλώθηκε στο φως του διαδρόμου Δεν έλπιζε να βρει το σπίτι του σε τέτοια παραμόρφωση Δεν αναγνώριζε τα πρόσωπα που αγάπησε καθώς η φωτεινή λωρίδα του ʽδειχνε κάθετα δάχτυλα σʼ όλα τα χείλη Ίσως και να ξεχώρισε το βλέμμα τους που καταβρόχθιζε την ύλη του αστυνομικού δελτίου Κάποιος αποχωρούσε αθόρυβα και την αναμηρύκαζε σε μια στροφή του διαδρόμου Καθένας με μιαν είδηση στο χέρι του έφευγε σαν τον εφημεριδοπώλη που τον είδε χθες το βράδυ να βουλιάζει μες τα παραρτήματα Προχώρησε κι αντίκρισε τα κάδρα του ως την οροφή αλλοιωμένα Είδε το φως νʼ ανάβει πυρκαγιές τη θάλασσα να χύνεται στο πάτωμα δρόμους να γίνονται αδιέξοδα Και στα τελάρα πρόσωπα που αγάπησε κι αργότερα με υπομονή πολλή συνήθισε Είναι κι αυτή μια παρωδία σκέφτηκε και γύρισε τον διακόπτη του ραδιοφώνου Μα η φωτεινή εκπομπή δεν έσβησε σαν να ʽπαθε εμπλοκή ο καθημερινός του χρόνος Κʼ έμεινε ο μόνος αναλλοίωτος μες στις ειδήσεις του Μεσονυκτίου
9
Και πίσω του ο εμετός της θάλασσας
26
Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023
Γιάννης Δάλλας - Εκποίηση
Ο μαύρος αλέκτωρ
και το λειρί του να τρέμει
ο πρώτος σπασμός
της ερχόμενης μέρας
Ξημερώνει μέρα πολύκροτη
Τόσα και τόσα γεγονότα βουίζοντας
στις εισόδους και στις παρόδους της αγοράς
πολυτονική μουσική
για την ηδονή του κορμιού και του κέρδους
Τα πρωινά παραρτήματα πνέοντας
στη χοάνη της σαν ανεμοστρόβιλοι
ως την οροφή παλλόμενα στόματα
χείλια και φιλιά φυσερά τ' ουρανού
Και στο βάθος του τούνελ ο αργυρόηχος ίλιγγος
Για δες ένα ζευγάρι εκεί πάνω, φώναξα
από το πολύ στροβίλισμα έγινε νόμισμα
ουράνια σφαίρα σε περιφορά δύο όψεων
κι όπου να 'ναι θα σκάσει
κορώνα γράμματα κάτω στ’ οδόστρωμα
(«Τί κάλπικη υδρόγειος η αγάπη μας!»}
Και τώρα η σειρά σας... Ανακλιθήτε
καθένας στην περιστροφική πολυθρόνα του
στον αναβατήρα σας cher και συ σύντροφε
ακρωτηριασμένε από την παγκόσμια ευτυχία
Όλοι επί ποδός... Προσδεθήτε, εκτοξευτήτε
για το κυνήγι της σκύλας Επιτυχίας
Η σκύλα θεά! Θα μας λιανίσει έναν-έναν
μπήκε στην αγορά μυστικός υλοτόμος
σαν καρδιοσχίστης και σαν το σαράκι
σαν το σαράκι του δέντρου της Γνώσεως
να σχίζεται η ρίζα
και τα πουλιά στα κλαδιά να σαρώνονται
Χιλιάδες δούναι-λαβείν ανεμόδαρτα
Στο βάθος του τούνελ αλυσίδα από Τράπεζες
των Ημεδαπών των Εταίρων των Διεθνών Forum
απ’ όλα τα στόμια ο αργυρόηχος λόξυγγας
κι η κίτρινη σκόνη να κυκλοφορεί στα αιμοσφαίρια
ο κίτρινος ίλιγγος
Πριμοδοτήστε Ποντάρετε Υπογράψτε Περάστε τα
από χέρι σε χέρι στη σημαδεμένη θυρίδα
Κι από κάτω άλλοι κύκλοι... Ζυγοί των ζυγών
από την Τράπεζα Παροχών στην Τράπεζα Πίστεως
(«Για ποια ανάληψη μιλάς αδερφέ μου;»)
Οι γνωστές παροχές.... Η πίστη τα οράματα
όλα στο σφυρί, διαμαρτυρημένα
Από τον καρποσυλλέκτη Αδάμ ως τον Άνταμ
τί χάσμα!
αυτοδιαχείριση, μερκαντιλισμός, εκβιομηχάνιση
κι η συσσώρευση κεφαλαίου έλεγε ο Μαρξ
ανεξέλεγκτη σαν του μάγου
όχι του μάγου που ήξερε να μεταμορφώνεται
παίρνοντας τη μορφή του χρυσού του φιδιού
ή του στίχου
με τα κέρατα στα δυο σκέλια της φουρκισμένης
(guarda le piu violent! passioni, τόνιζ' ο Ποιητής)
αλλά του μάγου που παραφρόνησε κι όρμησε
εξουσιασμένος απ’ τη μαγεία του έρμαιος
των σκοτεινών δυνάμεων που ο ίδιος ξεσήκωσε
αναρχούμενος μες στην κυκλοθυμία της αγοράς
Τέτοια κι η συσσώρευση κεφαλαίου στις μέρες μας
Η συσσώρευση θλίψης, συμπλήρωσε ο Σιγισμούνδος
(Ο θείος Κάρολος ο δαιμόνιος Σιγισμούνδος)
Και τώρα σας μιλώ σαν από κυλιόμενη σκάλα
Τόσα οδοντωτά γεγονότα... Από πού να πιαστείς;
Η μεταμόρφωση αέναη... Κι η πόλη βραδιάζοντας
με κλειστές τις εξόδους της ηχεί σαν κερματοδέκτης
όπου περνά ο καθένας κι αφήνει τη μέρα του
κι ύστερα βιάζεται να χωθεί μες στο σπίτι
κι εκεί οληνύχτα διασκεδάζει την πλήξη του
πυροβολώντας με το τηλεκοντρόλ την οθόνη
Οι πρώτες σκηνές τα γνωστά και τα τετριμμένα
νονοί της μαφίας πρωθυπουργοί και νυμφίδια
κι άλλα τέτοια - φτηνή χαρμολύπη
Έξω ένας γύπας αποτελειώνει τη μέρα
και μέσα άλλα γεγονότα - σφαγεία
Τα λόγια πολτός
σαν το αίμα που τρέχει
Η κίνηση της οδού Σοφοκλέους ραγδαία
οι τιμές άνω-κάτω... Καιρός θυελλώδης
χιονίζει
από την οθόνη ως τη μακρινή μου πατρίδα
Μετά τα μεσάνυχτα προβολή της ταινίας
Oι έμποροι των εθνών η γνωστή επανάληψη
(το αίμα δεν λειώνει λεκιάζει το χιόνι)
Και το ματς μεταξύ δολαρίου και μάρκου
μετά τα μεσάνυχτα
συνεχίζεται