Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Δάλλας Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Δάλλας Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 9 Απριλίου 2025

Γιάννης Δάλλας - Οι πεθαμένοι ποιητές


Να γράψω για τους πεθαμένους ποιητές
με την εικόνα τους που απόψε ονειρεύτηκα
βγαίνοντας ένας-ένας μέσα απ' τα χειρόγραφα
όπως οι άγιοι απ' τις θαμπές τοιχογραφίες
παίζοντας τσέρκι με τους "ουρανούς" της κεφαλής τους
με τ' αγυιόπαιδα κι άλλους αγγέλους στις αλάνες
Να μένει ο άσαρκος σοβάς ορφανεμένος

Περίακτος, Τυπωθήτω, 2011

Απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Γιάννης Δάλλας - Ποιήματα

 



Σχεδίασμα ποιητικής

                                                                   Στην Ισμήνη


Σαν τα παράθυρα που τα χτυπώ κατάμουτρα στην αθανασία
είναι τα λόγια μου έτσι ιδανικά στη λύπη και στη μόνωσή τους
είναι τα λόγια μέσα μου σαν μια πομπή τυφλών ανθρακωρύχων

Η κρύπτη του ύπνου ελευθερώνει λίγα φωτεινά κι αδέσποτα
μετέωρα μες στα στερεώματα. Τα μεταλλεία εφέτος
είναι σκληρά σαν πέτρες για τα θηλυκά μας δάχτυλα
τα δάχτυλά μας μακρινά προγονικά συμβόλαια

Πώς να τα ξεριζώσω απ' τα πλευρά μου απ' τις θανάσιμες
πληγές σας απ' τις λίμνες με τους άσπρους κύκνους
τα δάχτυλά μου μακρινά προγονικά συμβόλαια;

Κλείσατε τ' άστρα σε σοφά συρματοπλέγματα
κλείσατε τις ψυχές σας σ' άθλια σανατόρια
και συναλλάζεστε τις έννοιες σαν εμπόρευμα

Μα εγώ βουτώ μες στη φωτιά και υψώνω αντίκρυ σας
τα δάχτυλά μου κηροπήγια του θανάτου σας
γι' αυτό με βλέπετε με βήματα αλλοπρόσαλλα
να δρασκελίζω τις πλατείες με τα μεγάφωνα
τους σαλτιμπάγκους της στοάς και μες στο βλέμμα τους
ένα ηλιοτρόπι που γελά. Γι' αυτό με βλέπετε
πάνω απ' τους ύπνους σας να κλείνω τα παράθυρα
κατάμουτρα στην ηθική των ήλιων. Ποιος θα βάλει
πριν πέσει η νύχτα σε μια τάξη αυτές τις ετοιμόρροπες
φωνές των μάταιων ημερών μας;
                                                     Κατεβαίνω τώρα
σε μεταλλεία κρυφά και τ' ανεβάζω σαν τετράγωνα
γέλια στις πλάτες μου ώριμα. Θα τα λυτρώσω, ω άνθρωποι
ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του ωραίου; Ολόγυρα
με τους αγκώνες των βουνών σ' αρχαίες κοιλάδες
-λίκνα μεγάλα της βροχής και της φτωχολογιάς-
τώρα ανεβαίνω κυκλωμένος μ' αλαφρές φτερούγες
φτερούγες μέσα μου πλωτές
                                             Θα σας λυτρώσω, ω άνθρωποι
ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του Ωραίου; Καμπάνες
σαν γλώσσες τρομερές ακούγονται από πέρα- να 'ναι
τάχα αναστάσιμες ή πένθιμες δεν ξέρω. Ξέρω
πως η άθλησή μου ανοίγει σαν κλουβιά τα στήθη σας
κι όλο ανεβαίνω κυκλωμένος μ' αδερφές φτερούγες

Φτερούγες γράμματα ανοιχτά της γης που μ' έχασε
φτερούγες μακρινές θωπείες της γης που θα 'βρω

(Συλλογή Οι εφτά πληγές, 1950)



Φωνές


Φωνές από την άλλη ζωή που υπήρξε
που ίσως υπάρχει στ' άδυτα της μνήμης
και τώρα την ακούουν τα αισθήματα
των ποιητών
              Εχει ξυπνήσει η χώρα
κ' έρχονται ιδού από τ' αποδυτήρια του ύπνου
συναγερμοί λαών θίασοι αλόγων
καλπάζοντας με λάβαρα αφθαρσίας
και στις επάλξεις αιωρούνται κήρυκες
με τα μεταλλικά τους στόματα αναγγέλλοντας
τους τοκετούς άλλης αυγής. Φυλάξου
μην κλείσει η μυστική ρωγμή της μνήμης
κ' εσύ απομείνεις μόνος στις κερκίδες
με τη σπασμένη σάλπιγγά σου
                                                Κάτι ξέρει
η μυλόπετρα του ήλιου μες στο χάος
κι οργίζεται πιο κόκκινη και ψάχνει
κάτω απ' τις ρίζες του καιρού μαζεύοντας
στη φυλλωσιά της μέρας μ' άγρια δάχτυλα
σπόρους και καταιγίδες κι άλλες
φωνές από τα κόκκαλα της ζωής μας

(Συλλογή Κυκλοδίωκτα, 1956)



Χονδρέμποροι ιδεών

Χονδρέμποροι ιδεών
αγοραίοι αρχάγγελοι
τ' αποθέματά σας
                   σαν ύπνος
με καταχωνιασμένες φωνές
είστε ένα μακρύ ποτάμι
που σας ρούφηξε ο ήλιος
ως τα ριζοδόντια του

Κ' ένας που σώθηκε
παρόχθια φωλιά
με τ' αυγά της ακλώσσητα



Σκοινοβάτης

Κόσμος μαζεύτηκε να δει τον σκοινοβάτη

Απάνω στο εξπρές οι μηχανοδηγοί
κάποιος ρωτά μην αναλήφθηκε
ο προγραμμένος σκύβει απ' τον φεγγίτη

Κι αυτός σε μιαν ιδεατή γραμμή της ύλης
Μια ανένδοτη χειρονομία της εποχής



Κάποτε απαντημένοι

Κάποτε απαντημένοι στη στροφή
ακόμα λάμποντας απ' τα όνειρά τους
πριν τρίξει η ρόδα του πρωινού
και τους γεμίσει επικαιρότητα
                                      Κι α!
           
Πώς φωτίστηκε ο σταθμός    
κ' η χειραψία τους μισό φανταστική
τόσο ορατοί τόσο ονειρώδεις
"δος μου το σώμα σου"
"πάρε τα σκάφανδρα"
                            Αξαφνα
πυκνός κι αυτάρκης
πήγαινε βουλιάζοντας
ώσπου άνοιξε ο μυχός της γης
ο τελευταίος του κύκλος

Κι ο άλλος με τα πρητικά σαντάλια
τώρα στα θεωρεία τ' ουρανού-
κάποτε απαντημένοι
                            Πού;

Τέλεια παράλογοι
                            
(Συλλογή Πόρτες εξόδου, 1962)



Αλτες επί κοντώ

Πρώτη φορά ονειρεύτηκε όνειρα να γίνονται ήχοι

Ξύπνησε κι άκουσε την πόρτα του ν' ανοίγει αθόρυβα
οι τοίχοι του μια διαφάνεια κι αναγνώρισε τα πρόσωπα
γνώριμοι γείτονες με τους παλιούς τους ρόλους σε προπόνηση
ο σφάχτης ο εκκαθαριστής ο τραμαυτιοφορέας κι άλλοι
άλτες επί κοντώ και κάποιος έδινε το πρόσταγμα
μετακινούσε το σηματοδότη πέρα από τα σύννεφα
σαν να κυμάτιζε ως την οροφή δάσος ραβδούχων
κι ο μακελλάρης των μετόπισθεν τους μοίραζε παράσημα
τώρα η στρατόσφαιρα είναι μέσα μου είπε κ' ένιωσε
και τη δική του σιλουέτα σ' ένα πήδημα θανάτου

Αλτες - και να ξανάρχονται ήχοι από ψηλότερα



Προτελευταίος σταθμός

                                           Εκβολές Αχέροντα

Κομμένη η μέρα σήμερα στα δύο
η μια ταξίδευε με το ποτάμι αγύριστη
αγνώριστη μες στους ασφοδελούς και τα τζιτζίκια


Κι ο ποταμός πρασινομάτης πρασινόμαλλος
μ' όλες τις ανατριχιασμένες του πηγές
βράδιαζε κ' έμοιαζε καμπουρωτός καυλός της γης
που στράγγιζε στα βούρλα και τα πολυτρίχια
στην ανοιχτή λεκάνη του Ιονίου

Το νεροπούλι γύρισε σε γκιώνη
  
Αγγελοκρούστηκεν η μέρα καθώς νύχτωνε
Κι ως τ' αντι-Κύθηρα βαστούσεν ο σπασμός της



Ερωτικό, της Αχερουσίας

Ετσι όπως ανεπαίσθητα περνάς από τη μια εποχή στην άλλη κι
Ολα είν' ακαθόριστα καθώς το φως το χρώμα κ' οι φωνές της μιας
Γίνονται αίσθημα και χύνονται μέσα στην άλλη / Ομοια κ' εγώ
Ταξίδευα κάτω απ' τα δέντρα αυτού του γέρου ποταμού κ' είχα την αχερούσια γυναίκα που άλλαζε μορφές στην αγκαλιά μου / Μα-
Στοί της γης πλόκαμοι ιτιάς μάτια και δέρμα σκίρτημα βυθών και
Κάτω η γύμνια της ατέλειωτη μες στο κουπί μου / Και στη
στροφή που βράδιαζε γυρίζω και τη βλέπω που κιτρίνιζε σαν ν'
άρπαξε ο μισός Αχέροντας φωτιά κι αυτή στη μέση τρίζοντας να
καμπουριάζει / Κ' εγώ που 'χα το σώμα της αγάπης κ' έτρεμε
γεμίζοντας τις χούφτες πήγαινα βουλιάζοντας από τη μια στην άλ-
λη μου ηλικία / Μ' ένα λαγήνι στάχτη πέρασα στον Αδη

(Συλλογή Το τίμημα, 1981)



Για αποκάλυψη

Ξυπνώντας σήμερα φαντάστηκα ένα ποίημα να καταπίνει
και να ξαναχύνει τα πάντα σαν ένας υποβρύχιος ροφός
ένας ανακυκλωτής ένας σίφουνας μια μηχανική ή αστρική
χοάνη μια αντιύλη
             σαν ένας υποπόταμος
             ουρανομήκης
                                            κ' εδώ κάτω
                                                      κεραυνωμένη γη
                                                      για αποκάλυψη
                                                   σχίσμα φωνής
                                                   και μέσα ο φθόγγος
                                                   σπηλαιώδης
                                                            αλληλούιος

(Συλλογή, Αποθέτης, 1993)



Υ.Γ.                                                               Μέγα μεγαλωστί

Εφτασε τέλος κι η στιγμή της εκσκαφής Το
πλήθος σκόρπισε δεν βρέθηκε κανένα οστούν Τα
σύλησε ο τυμβωρύχος είπε ο αρχαιολόγος Κι ο
ιερέας που ήρθε για τη μετακομιδή συμπλήρωσε
ουκ έστιν ώδε, κατά το ρηθέν υπό των προφητών
Αλλ' όταν έσβησε κι ο τελευταίος θόρυβος κι έμεινε
εκείνη ακουμπισμένη στο κιγκλίδωμα τότε το σώμα
του και πάλι σχηματίστηκε Μέγα μεγαλοστί το
σώμα του στο δάσος των σταυρών κι ο κραταιός
καυλός να υψώνεται χυμώδης προσκαλώντας την
Κι εκείνη -ας μη μιλάμε πια για σύμβολα- με τα ιμάτια ριγμένα γύρω της να ξαναγίνεται η γη κι αυτός ουράνιος σπορέας να την περιβρέχει

(Συλλογή Στοιχεία ταυτότητας, 1999)



Πάει καιρός που αφέθηκα και περιζώστηκα τη νύχτα
ζώστηκα τον ποδήρη της χιτώνα σαν τους πλοκάμους
μιας μέδουσας
ως την οσφύ το σώμα και τα εβένινα μαλλιά της
-μηροί και μύρα των λαγόνων της-
Ενιωσα τότε τι σημαίνει να κυκλώνεσαι απ' τη νύχτα
ν' αφήνεσαι και να γλιστράς σε βάθη ανεξερεύνητα
αποκομμένος εραστής των κοραλλίων νήσων της
πιασμένος μες στο δίχτυ μιας αράχνης με μυριάδες μάτια
Τώρα γυρίζω και το πάτημα του χρόνου δεν ακούγεται
στην τρικυμία της αγοράς η δωδεκάτη έπεσε σαν άγκυρα
ξεβράζοντας χειρονομίες βλέμματα αιχμηρά φωνές
μετέωρες
το ψέμα ξαναφορεμένη αλήθεια την αλήθεια χειραψία δίστομη
Ολα σαν πέτρες ζοφερά και κοφτερά...σαν φεγγαρόπετρες
Κι ο ποιητής σαν από μηχανής Ερμής πεζεύοντας
στης μέρας το κατώφλι στάθηκε κι αντίκρισε
της νύχτας τα όνειρα κι αυτά κερματισμένα

( Συλλογή Γεννήτριες, 2004)

Πηγή: https://logoskaitexni.blogspot.com/2012/07/blog-post_20.html?fbclid=IwY2xjawJieaBleHRuA2FlbQIxMAABHvZw0rudy8EqlxO7UqdclCkKs0osyZafP7r1T5cH4IlEwcOyqY8rMtGbLrPk_aem_OjbF7Heij3kopsKPUTzo3A



Αποχαιρετισμός


Ξύπνησα σαν από ’ναν εφιάλτη και είπα Χαίρε
Χαίρε ζωή που είχα την τύχη να μού χαριστείς
                         και  σ’ έζησα
Σε  ζώστηκα  όπως ένας ποιητής την πανοπλία του
με το γλωσσάρι στο ’να χέρι, στο δεξί μου το δοξάρι
Σε κάθε δοξαριά ο γαλαξίας ν’ άντηχεί χορεύοντας
κατά τη θεωρία, είπαν, των «ουράνιων χορδών»
του σύμπαντος

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Γιάννης Δάλλας - Χρονοδείκτες (αποσπάσματα)

 Να δώσω το χέρι μου στους κλεπταποδόχους της ιστορίας;

***
Επί πρωθυπουργίας του Σκόμπυ, υπαλληλίας του Παπανδρέου και των άλλων λακέδων.
***
Κατά μήκος της λεωφόρου Αλεξάνδρας τα χτήρια με λαβωματιές ακόμα ανεπούλωτες απ’ τις σφαίρες. Τόσα σχέδια Μάρσαλ, αυτές τις τρύπες γιατί δεν τις φράξατε; Δεν βλέπετε που, χρόνια και χρόνια μετά, μπαινοβγαίνει από κει και τρομάζει τους μισθωτούς σας το φάντασμα της Ελευθερίας;
***
Τα ψυχοσάββατα των νεκρών, διαβατήρια εξαγοράς για τη λήθη δειλών κυβερνώντων. Οι χτεσινοί νεκροι ξεπερασμένοι απ’ τις εποχές, οι μεγάλες εποχές από τους μικρούς επιζήσαντες.
***
Ο χτεσινός Δεκέμβρης και τ’ αυριανά θύματά του: ο ακαριαίος και εκείνα τυμπανιαία.
***
Από την πλευρά των Αμπελοκήπων με προτεταμένα τα στεν ανέβαινε έρποντας μια διμοιρία ιερολοχίτες, σαν τους τερμίτες της Αφρικής.
***
Στις φυλακές Αβέρωφ πρόσωπα χέρια χωνιά σιδερόφραχτα.
***
Στο Κολωνάκι ένας γκαζοτενεκές του νερού δυο χρυσές.
***
Ο Τσώρτσιλ στη «Μεγάλη Βρετάνια», ανάμεσα από δυο πούρα, τους μάζεψε και πάλι τους έδιωξε, ανασηκώνοντας τους ώμους του ταυρωπός, κατά το μέρος της Μεγάλης Αρκούδας. Με τις αιμορροΐδες και το αλκοόλ μες στα μάτια, στο φόρτε τους.
***
Γύρισε τελευταίος κι ο ποιητής Εμπειρίκος κι ανεξίκακος κάθισε κι έγραψε ένα ποίημα που τ’ ονόμασε «Ο δρόμος», όπως αν δε του ‘χε συμβεί, θα ‘χε γράψει μια «Ουτοπία της Επανάστασης» κι αν είχε τραβήξει και πέρα απ’ τα Κρώρα, θα ‘χε τελειώσει και εκείνος τη «Θηβαΐδα» του.

Χρονοδείκτες, Γαβριηλίδης, 200

Αναδημοσίευση απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

Γιάννης Δάλλας - Σήμα


Πάλι μ' αποφεύγεις

                               πως μ 'αποφεύγεις.

Όπως τ' αστροπελέκι τ' αλεξικέραυνο

η μάνα το μάτι του μεγάλου παιδιού της

ο έμπορος την ύποπτη πραμάτεια ο φοιτητής

το αίμα της γριάς τοκογλύφας.


Σ' αυτή την ξερή γούβα του φθινοπώρου

δόξα ανάβαλέ μας για πιο εύθετους χρόνους.


Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Γιάννης Δάλλας - Μετεωριζόμενος

Αυτό το πουλί είναι ο Πέτρος
Ο δυτικός άνεμος δεν τον θέλει
ο ανατολικός τον ξερνά
του ’γινε πρόταση να βαλσαμωθεί
κι όμως ξεσκίζει το κλουβί τ’ ουρανού
απλώστε του ένα κάτι της γης
ένα χέρι πού να μη στραγγαλίζει
μπορεί και να μην αλλαξοπίστησε
– τον πνίγει τόση μεταμόρφωση –
εκεί που έδενε τη γραβάτα του
του μένει ένας τελευταίος λαρυγγισμός
απ’ αυτούς που δεν εξαγοράζονται
Ο φίλος μου ο Πέτρος έχει προκηρυχθεί
λοιπόν θα πεθάνει μετεωριζόμενος

(Αλέξανδρος Αργυρίου (επιμ.), Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία- Γραμματολογία, Εκδόσεις Σοκόλη, [Αθήνα 1990], σελ. 475.)


Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Γιάννης Δάλλας - Απειρωτάν


Πήρε απ' το χώμα της ανασκαφής
Το νόμισμα
το γυάλισε με το μανίκι κι έλαμψε
με την καινούργια επιγραφή: Απειρωτάν

Το γύριζε στις Τράπεζες... Καμμιά
δεν δεχόταν να το πριμοδοτήσει
Τα σύμβολά σας στα Μουσεία τού 'λεγαν
Δεν είναι σύμβολα - είν’ η αρχαία συνταγή
μιας νομισματικής κοινής πολιτικής-
Κι οι μαντικές περιστερές που πέταξαν
κι ενώσαν δυο Ηπείρους δυο ιερά
πώς δεν τη νοιώσαν δεν τη μάντεψαν
την επερχόμενη κατάρρευση;

(Καιροί πτωχεύσεων καιροί της αγοράς
Η Ενωμένη Ευρώπη φύλλα και φτερά
Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!)

Κι οι συνταγές σας στον Καιάδα απάντησαν

Γιάννης Δάλλας, Περίακτος, εκδ. Τυπωθήτω, 2011

Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

Γιάννης Δάλλας - City Bank


Στη «Σίτυ Μπανκ» έφτασε τελευταίος και είδε να γυρίζει και να κόβει η μηχανή αμέτρητα ρολά μοιράζοντας σε χέρια νευρικά
Χαρτονομίσματα χαρτοροή χαρτοποιήματα
Και ο νεαρός που έτρεχε να τα προλάβει ήταν ο τιμάριθμος της ποίησης που ανέβαινε ο σφυγμός της σαν τα παραμιλητά ενός
τρελού
ενώ ο γεροτυφλός σε μια γωνιά του χρόνου ακουμπώντας σε κολόνα
ιωνική
άναυδος άκουγε τη μυστική χαρτοβοή
Συλλογή "Ο ποιητής και το ποίημα". Φλώρινα: Βιβλιοθήκη Πιτόσκα-Βάρνα, 1988

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

Γιάννης Δάλλας - Σχεδίασμα ποιητικής



Σαν τα παράθυρα που τα χτυπώ κατάμουτρα στην αθανασία
είναι τα λόγια μου έτσι ιδανικά στη λύπη και στη μόνωσή τους
είναι τα λόγια μέσα μου σαν μια πομπή τυφλών ανθρακωρύχων

Η κρύπτη του ύπνου ελευθερώνει λίγα φωτεινά κι αδέσποτα
μετέωρα μες στα στερεώματα. Τα μεταλλεία εφέτος
είναι σκληρά σαν πέτρες για τα θηλυκά μας δάχτυλα
τα δάχτυλά μας μακρινά προγονικά συμβόλαια

Πώς να τα ξεριζώσω απ’ τα πλευρά μου απ’ τις θανάσιμες
πληγές σας απ’ τις λίμνες με τους άσπρους κύκνους
τα δάχτυλά μου μακρινά προγονικά συμβόλαια;

Κλείσατε τ’ άστρα σε σοφά συρματοπλέγματα
κλείσατε τις ψυχές σας σ’ άθλια σανατόρια
και συναλλάζεστε τις έννοιες σαν εμπόρευμα

Μα εγώ βουτώ μες στη φωτιά και υψώνω αντίκρυ σας
τα δάχτυλά μου κηροπήγια του θανάτου σας
γι’ αυτό με βλέπετε με βήματα αλλοπρόσαλλα
να δρασκελίζω τις πλατείες με τα μεγάφωνα
τους σαλτιμπάγκους της στοάς και μες στο βλέμμα τους
ένα ηλιοτρόπι που γελά. Γι’ αυτό με βλέπετε
πάνω απ’ τους ύπνους σας να κλείνω τα παράθυρα
κατάμουτρα στην ηθική των ήλιων. Ποιος θα βάλει
πριν πέσει η νύχτα σε μια τάξη αυτές τις ετοιμόρροπες
φωνές των μάταιων ημερών μας;

Κατεβαίνω τώρα
σε μεταλλεία κρυφά και τ’ ανεβάζω σαν τετράγωνα
γέλια στις πλάτες μου ώριμα. Θα τα λυτρώσω, ω άνθρωποι
ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του ωραίου; Ολόγυρα
με τους αγκώνες των βουνών σ’ αρχαίες κοιλάδες
-λίκνα μεγάλα της βροχής και της φτωχολογιάς-
τώρα ανεβαίνω κυκλωμένος μ’ αλαφρές φτερούγες
φτερούγες μέσα μου πλωτές.

Θα σας λυτρώσω, ω άνθρωποι
ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του Ωραίου; Καμπάνες
σαν γλώσσες τρομερές ακούγονται από πέρα- να `ναι
τάχα αναστάσιμες ή πένθιμες δεν ξέρω. Ξέρω
πως η άθλησή μου ανοίγει σαν κλουβιά τα στήθη σας
κι όλο ανεβαίνω κυκλωμένος μ’ αδερφές φτερούγες.

Φτερούγες γράμματα ανοιχτά της γης που μ’ έχασε
φτερούγες μακρινές θωπείες της γης που θα `βρω.

Οι εφτά πληγές

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Γιάννης Δάλλας- Απόπειρα μυθολογίας (XI)


Μια μέρα κάπου μες στους αιώνες

σ' αυτή την πετρωμένη παλίρροια

θα ξαναβρούμε τα χαμένα μας έμβολα

την πείνα την αριθμητική των νεκρών μας

τ' αλφαβητάρι των ήχων αρχίζοντας απ' την προσευχή



Σκυλιά του απογεύματος και Ευμενίδες




ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ (1952)

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

Γιάννης Δάλλας - Επτά ποιήματα

Ο ΧΡΟΝΟΣ

     τα πένθιμα εμβόλια

Ξημέρωνε μ’ ένα φως που γλιστρούσε σαν κρέπι κι άφηνε
 ξέσκεπες οροφές και πλατείες
κι ύστερα μ’ ένα στρας ουράνιου τόξου που άστραφτε σαν να
 δρεπάνιζε ως πέρα τον ορίζοντα
αρχίζοντας απ’ τον αυχένα της απέναντι πλαγιάς –
Το φως έπεφτε τώρα κάθετα στην πολιτεία και χαράζοντας
 από ψηλά το δέρμα της
ο χρόνος βυρσοδέψης το άφηνε να πέφτει αθόρυβα στα πόδια
 μας σε ραβδωτές λωρίδες

Τότε καθένας έσκυβε και παίρνοντας πειθήνια τη ζέβρα του
τη φόραγε κατάσαρκα σαν ισοβίτης

 

Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ

Εγώ δεν φοβάμαι τ’ αστέρια
είπ’ ο Λουκάς
να έν’ αστέρι που τ’ αγκάλιασα
χωρίς να καώ
ώρες το κοίταζα μες στα μάτια
και δεν τυφλώθηκα
μου άνοιξε τότε τα φυλλοκάρδια
και μπαίνοντας
είδα πλατείες και γαλάζιες στοές
και στο βάθος τους
προτομές από σπάνιους λίθους
και κρύσταλλα
Που οι δικές μας σκέφτηκα Που
εκεί κάτω
από πρόστυχα μέταλλα αστέρι μου
και χαλκεία
τ’ αστέρι γέλασε με τη σκέψη μου
κι ύστερα
άναψε μια λυχνία πολλών μεγαβάτ
ή τι λέω
έγινε κομήτης και με προβόδησε
ως εδώ
εδώ που τόσοι φίλοι ακροβολισμένοι
συνέχιζαν
ακόμη συνέχιζαν τη χαμένη μάχη
πετροβολώντας
τα δικά τους αδέσποτα αστέρια
και εκείνα
σφυρίζαν γύρω τους σαν εξωγήινοι
ή αστρίτες

 


ΤΑ ΜΑΤΙΑ-ΜΑΣΤΙΓΙΑ

Ήρθα κοντά σας από υπόγειες σήραγγες
όχι από κει που μάταια περιμένατε
τηλεγραφόξυλα του νόστου δρόμοι του θηράματος
κι ύστερα από τα γνώριμα διόδια
στη σήμανση της πόλης

Δεν ήρθα απ’ τα παλιά ιδεοδρόμια

Μην τα γυρεύετε με προβολείς με λέιζερ
με ανιχνευτές και κυνηγόσκυλα τα μάτια μου
τα ‘στειλα με άλλη αποστολή και ταξιδεύουν
δεν είν’ αυτά τα δυό πουλιά μέσα στ’ αγιάζι
αυτοί οι φάροι στην ομίχλη δύο πλεύσεων
είναι μαστίγια και μέρα νύχτα σας γυμνώνουν
σας μαστιγώνουν ως τα μύχια του ονείρου σας
βουΐζουν πίσω απ’ τις δημόσιες συνελεύσεις
από την κλίνη ως τους τριγμούς της εξουσίας σας
σας μαστιγώνουν σας γυμνώνουν σας πληγώνουν

Δεν είναι φώτα και φτερά είναι μαστίγια

Κι εσείς παχύδερμα που δεν διαμαρτύρεσθε
μαζοχιστές και δεν τ’ ομολογείτε 

 
Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΕΡΜΑΤΩΝ

Το σπίτι γέμισε τάπητες δέρματα απλωμένα στους
δρόμους για την υποδοχή κι άλλα υπέρθυρα αναρτη-
μένα στην πύλη σαν τρόπαια κι ύστερα κατά μήκος
της σκάλας μια ανθρωποκεφαλή μπηγμένη στο τζάκι
δορά τίγρης για υποπόδια όλα τα παλιά αιλουροειδή
πατημένα φριχτά με τους τένοντες κρεμάμενους και
τα μάτια τους έξω γυαλιστερά κι υπεργήινα άλλα
κυνηγημένα κι αδέσποτα στους διαδρόμους και στις
εξόδους κι άλλα σε πλήρη παράλλαξη οι προβιές μαζί
με τις λεοντές παραμονεύοντας στις γωνίες και μια
μοναχική και συρόμενη προς τ’ άδυτα των αδύτων
σφαδάζουσα με τα μαστίγια επάνω στην κλίνη του
ερωτικού θυσιαστηρίου ενώ στην αίθουσα δεξιώσεων
ο οικοδεσπότης κι η οικοδέσποινα επίσημοι εκείνος
με γούνα κι εκείνη με αστρακάν και κάτω τομάρια
ακατέργαστα οι δούλοι βογγώντας στις αποθήκες

Τη μέρα που αναπαύονται τα όνειρα
αρχίζει η ενανθρώπιση των δερμάτων

 

ΜΑΡΣΥΑΣ

   Ει μοι η δορά μη εις ασκόν τελευτήσει
   Ώσπερ η του Μαρσύου.
   Ευθύδημος, 285 D

Τον έσυρε στη μέση της σκηνής
κι άρχισε να τον γδέρνει
όχι ένας αλλά με τους βοηθούς του
στίφος δαιμόνων
τον χτύπησαν τον τσάκισαν τον έλιωσαν
με τους αυλούς και το λαρύγγι του
τον θεομπαίχτη

Κι απ’ το τομάρι του έκανε τη λύρα του
ο εκηβόλος
 κι ύστερα
-θανατωμένοι μες στο φως με τους παιάνες του
τόσοι και τόσοι-
ύστερα ποιος τον είδε ποιος τον άκουσε
καινούργια μουσική καινούργια βέλη
ασκός επάνω στους ασκούς
σώμα στα σώματα
χαμένος πίσω απ’ τα ταμ-ταμ
και τα σαξόφωνα

 
ΔΙΔΥΜΟΙ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ

Πάλι ανεβαίνει απ’ τα έγκατα
η άγραφη φωνή
η άγραφη χαίνουσα φωνή
ανεβαίνει
 με ξεκουφαίνει
κι οι ψίθυροι γύρω της τρωκτικά

Κραυγές και ψίθυροι άναρθροι
πίσω απ’ το δέρμα μου πάλλοντας
πρώτα σαν σήματα αγέννητων
άναρθροι κι υποχθόνιοι
κι ύστερα δύο-δύο αντιμέτωποι
ορμώντας στην ιστορική επιφάνεια
 δίδυμοι πυροβολισμοί
 με σιγαστήρα

 

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΡΥΑΡΕΞ

Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση

Όταν ηλίου βασιλεύοντος δυνάμωνε η μάχη πέρα στο
καντόνι των Ρωμιών αυτός υπνοβατούσε ονειρευόμενος
μια βίζιτα στη βίλλα στα περίχωρα Πίσω του κάποι-
ος γύρισε τη στρόφιγγα και μέσα από τη μπαλκονό-
πορτα ρυάκισε το φως μακριά από τις ενοχλητικές
φωτοβολίδες Έξω στα θάμνα γυάλιζε αθόρυβα η πηγή
Ήταν σαν ένας μαύρος σκύλος που όρθωνε το τρίχωμα
του κι άφριζε γαυγίζοντας και πότε-πότε όταν
ξυπνούσε έδειχνε τα δόντια του με ξαφνικές αναλαμπές
στα σκοτεινά Τον φανταζόμουν πιο πολύ παρά τον
έψαχνα στη διαμαντένια πάχνη του νησιού Κι άκουγα
πίσω του τη γλώσσα του κυρίου του «Ήρεμα Ρύαξ!»
«Όλ ράιτ Ρέξ!» Κι ύστερα με θολά νερά κι ανάκατα
γαυγίσματα στ’ αντιπρανή του ύπνου να μπερδεύει την
ηχώ τους «Ρύα-Ρέξ!» και πάλι «Ρυαρέξ!» ως την
αυγή Απτόητος απ’ τις ρωμέικες ριπές φτασμένες
τώρα μ’ άλματα στα διπλανά τετράγωνα Με το ‘να χέρι
του κρατούσε μιαν ατέλειωτη αλυσίδα με μονόγραμμα
σκυλιού κι όταν δοκίμασε να τη μαζέψει δεν την πρό-
λαβε κι ένοιωσε να τον ζώνει ο κρύος καταρράχτης με
τα παγωμένα δόντια ολόγυρα του αφρίζοντας Τότε τον
είδα ν’ αλαργεύει από τη βίλλα των θαυμάτων και τον
γνώρισα Ήταν τω όντι ο γνωστός μας διπλωμάτης
κύριος Ρυαρέξ και καταπόδι πίσω του ο πιστός του
υπογραμματέας ίδια μούρη σαν μπουλντόκ που μετα-
κόμιζε από την πληκτική μας αποικία οριστικά εξα-
ντλημένος επιτέλους από τόση ονειροφαντασία
και έμπνευση


Αποθέτης, εκδ. Συνέχεια 1993 και εκδ. Γαβριηλίδης, 2η έκδοση, 2005

Πηγή: ΠΟΙΕΙΝ

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023

Γιάννης Δάλλας (αποσπάσματα)

Σημεία και τέρατα

Είδα τη χώρα μου ανάστροφη
τα βουνά μου κυνηγημένα
τη γυναίκα μου πετροπέρδικα
Ο Κωνσταντίνος ο μικρός
κι ο Αλέξης αντρειωμένος
κι ο πρόεδρος τη ροκάνα του
ο ποιητής τη ροκάνα του
Ίος Νάξος Σίκινος
—Φολέγανδρος κι άλλα χρυσόψαρα—
παρά πόδα Λαυρίου η νήσος
κ' η Λέρος απαραμύθητη
Ποιήματα 1948-1988, Νεφέλη, 1990.

ΤΑ ΑΚΡΑΙΑ
Δεν είμαι απεργοσπάστης της ζωής
μα μήτε μισθοφόρος της.
...................
Και τι είμαι; ένα κοψίδι λόγου μες στα δόντια του λαγωνικού του χρόνου αρ. 18
Κι ο χρόνος που τερμάτισε ακόμα αναπαλμοδείται (αρ. 19)
Αν ξανάρθω θα’ρθώ με μια απόπνοια καμένης ζωής και μια ευωδιά ζωογόνου θανάτου. αρ. 20
Χρονοδείκτες στο Ποιήματα, 1988-2013

Τρίτη 25 Ιουλίου 2023

Γιάννης Δάλλας- Ανατομία (1971)

 1

Καιρός να παραδώσω την κατάθεση μου

Όπως όταν ακούγεται από μακριά βροντή ή πυροβολισμός εφόδου
και διαλύεται η παρέλαση σαν φίδι με φολιδωτήν ουρά στο ρίγος
του μεσημεριού
άδειασε τότε η πολιτεία κʼ έμεινε η κεντρική πλατεία με τα
δέντρα της δεκατισμένα
με τις σημαίες πατημένες τις κραυγές της στον αγέρα
ασπρόρουχα του πανικού
κʼ έγινε η νύχτα ποταμός απʼ όπου στης αυγής τα ξέφτια
αναδυόμενα
τα τανκς με βήματα βαριά τεντώνοντας την προβοσκίδα τους

Σαν ιπποπόταμος της λεωφόρου

5

Γύρισε το κλειδί και καθηλώθηκε στο φως του διαδρόμου Δεν έλπιζε να βρει το σπίτι του σε τέτοια παραμόρφωση Δεν αναγνώριζε τα πρόσωπα που αγάπησε καθώς η φωτεινή λωρίδα του ʽδειχνε κάθετα δάχτυλα σʼ όλα τα χείλη Ίσως και να ξεχώρισε το βλέμμα τους που καταβρόχθιζε την ύλη του αστυνομικού δελτίου Κάποιος αποχωρούσε αθόρυβα και την αναμηρύκαζε σε μια στροφή του διαδρόμου Καθένας με μιαν είδηση στο χέρι του έφευγε σαν τον εφημεριδοπώλη που τον είδε χθες το βράδυ να βουλιάζει μες τα παραρτήματα Προχώρησε κι αντίκρισε τα κάδρα του ως την οροφή αλλοιωμένα Είδε το φως νʼ ανάβει πυρκαγιές τη θάλασσα να χύνεται στο πάτωμα δρόμους να γίνονται αδιέξοδα Και στα τελάρα πρόσωπα που αγάπησε κι αργότερα με υπομονή πολλή συνήθισε Είναι κι αυτή μια παρωδία σκέφτηκε και γύρισε τον διακόπτη του ραδιοφώνου Μα η φωτεινή εκπομπή δεν έσβησε σαν να ʽπαθε εμπλοκή ο καθημερινός του χρόνος Κʼ έμεινε ο μόνος αναλλοίωτος μες στις ειδήσεις του Μεσονυκτίου

9

Εκείνος πήγαινε σφυρίζοντας κάτω απʼ την κάννη των πολυβόλων
οι χθεσινοί φίλοι σπορά που ποδοπατήθηκε στα ρείθρα του δρόμου
στο βάθος η σκιά μιας γυναίκας καμινάδα που ακόμη καπνίζει

Σφυρίζοντας χρεοκοπημένα συνθήματα πήγαινε προς τʼ ακραία
νησιά

Στα νησιά των μακάρων που το φως αγκυλώνει σαν συρματόπλεγμα
έξω απʼ το ρεύμα του καιρού με τʼ αλάτι ως τη μνήμη μετέωρος
αποκηρυγμένος απʼ όλους σαν έκλειψη στα σαγόνια δυο βράχων
περιμένει ένα θαύμα να ξαναχυθεί μες τους δρόμους ακάθεκτος
σαν ένας βράχος στην αγκαλιά του σεισμού

Και πίσω του ο εμετός της θάλασσας

12
Κατάσταση Πολιορκίας

Έξω γυναίκες μελαγχολικές σαν άλογα της κούρσας Κλείσε τις γρίλιες γιατί πέφτει ομίχλη σιγανή σαν το δίχτυ όταν σημαίνει έπαρση σημαίας Περνάει φρουρά επιβητόρων ο γαλατάς που παίρνει τη στροφή σαν γάτα μια μπετονιέρα εκσφενδονίζει λάσπη στη θολή μορφή της μέρας Μονάχα εσύ κʼ εγώ κυκλοφορούμε ελεύθεροι στα λίγα τετραγωνικά της κάμαρας Έρχονται τα ημερήσια φύλλα αδιαπέραστα κʼ εμείς τα ρίχνομε αποπάνω σαν επίδεσμους λεκιάζοντας το πάτωμα Κι όταν σφυρίξει ο επιστάτης για παράταξη κυκλοφορείς ανάμεσα από μένα και τη μισοφαγωμένη πόρτα Τώρα στη θέση σου είναι μια θαλάσσια χελώνα που κολύμπησε στα δάκρυα της και με βλέπει με κεφάλι κρεμασμένου πίσω απʼ τις χαραματιές της μέρας Σφυρίζει και ξανασφυρίζει ο επιστάτης ο εισπράκτορας μοιράζει τούτα τα φτηνά εξιτήρια για λίγες ώρες πάλι αδέσποτοι μες τα προαύλια της πολιτείας Θάμπωσε το γυαλί της μέρας απʼ τα ανήσυχα ρουθούνια πίσω λαχανιάζοντας των γυναικών μας Κι απʼ τις αναπνοές των καπνοδόχων ακροβολισμένες στις πλατείες και τις αγορές σαν λόγχες Απʼ όλα τα παράθυρα η πρωινή εκπομπή στεντόρεια και κάτω η λίμνη σαν προβιά παγιδευμένου ζώου μες τα βούρλα της Έτσι προχώρησε μες την παράταξη κι όταν ανέβηκε στην έδρα απόμεινε με λέξεις στοιβαγμένες χειμαρρώδης κι άναρθρος
…………………………………………………………………………………
Φταίει η πολιορκία φταίει η καταχνιά;

26

Επειδή η νεότητα μας ήταν κάποτε ευαγγελισμός της ζούγκλας Και τώρα το αύριο πάντα το αύριο είναι το κλουβί μας μʼ ανοιχτές τις πόρτες Επειδή είμαι ο Γιάννης ο τυφλός οιωνοσκόπος και μου δείχνει ένα παιδί πως στρίβει το κλειδί Βγαίνει ο Μιχάλης που τζακίστη πρώτος νεύοντας αντισταθείτε με φτερά άλμπατρος Η Ελένη η Νίκη πόσες νίκες σαν αυγά αντιλόπης κι αποκάτω ο Μαξ ονείρων φαροφύλακας Επειδή ʽσαι εσύ ο Μανόλης σʼ εποχή λιμού κι έμεινε ο Μίλτος ματωμένος και κυνηγός Επειδή ʽναι ο Άρης σε διπλά πριονιστήρια επειδή το δάσος δεν απανθρακώθηκε επειδή… Πετάγομαι μεσʼ απʼ την πάχνη του ύπνου και φωνάζω στο παιδί «Φυλάξου Κωνσταντίνε μου Εσύ ʽσαι κληρονόμος των κλουβιών μη μας κοιτάς με φρίκη τώρα που ένας ένας ημερέψαμε Να πάρε το ραβδί και φύτεψε το μες στην άνυδρη αγορά μπορεί και να πετάξει ένα κλαδί Μπορεί πριν να σφυρίξει η σφαίρα νʼ ακουστεί μια τελευταία φωνή που δεν εξαγοράζεται»
Μπορεί –

Πηγή: Ποιείν

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023

Γιάννης Δάλλας - Εκποίηση



Ο μαύρος αλέκτωρ
και το λειρί του να τρέμει
ο πρώτος σπασμός
της ερχόμενης μέρας

Ξημερώνει μέρα πολύκροτη

Τόσα και τόσα γεγονότα βουίζοντας
στις εισόδους και στις παρόδους της αγοράς
πολυτονική μουσική
για την ηδονή του κορμιού και του κέρδους
Τα πρωινά παραρτήματα πνέοντας
στη χοάνη της σαν ανεμοστρόβιλοι
ως την οροφή παλλόμενα στόματα
χείλια και φιλιά φυσερά τ' ουρανού

Και στο βάθος του τούνελ ο αργυρόηχος ίλιγγος

Για δες ένα ζευγάρι εκεί πάνω, φώναξα
από το πολύ στροβίλισμα έγινε νόμισμα
ουράνια σφαίρα σε περιφορά δύο όψεων
κι όπου να 'ναι θα σκάσει
κορώνα γράμματα κάτω στ’ οδόστρωμα
(«Τί κάλπικη υδρόγειος η αγάπη μας!»}
Και τώρα η σειρά σας... Ανακλιθήτε
καθένας στην περιστροφική πολυθρόνα του
στον αναβατήρα σας cher και συ σύντροφε
ακρωτηριασμένε από την παγκόσμια ευτυχία
Όλοι επί ποδός... Προσδεθήτε, εκτοξευτήτε
για το κυνήγι της σκύλας Επιτυχίας
Η σκύλα θεά! Θα μας λιανίσει έναν-έναν
μπήκε στην αγορά μυστικός υλοτόμος
σαν καρδιοσχίστης και σαν το σαράκι
σαν το σαράκι του δέντρου της Γνώσεως
να σχίζεται η ρίζα
και τα πουλιά στα κλαδιά να σαρώνονται

Χιλιάδες δούναι-λαβείν ανεμόδαρτα

Στο βάθος του τούνελ αλυσίδα από Τράπεζες
των Ημεδαπών των Εταίρων των Διεθνών Forum
απ’ όλα τα στόμια ο αργυρόηχος λόξυγγας
κι η κίτρινη σκόνη να κυκλοφορεί στα αιμοσφαίρια
ο κίτρινος ίλιγγος
Πριμοδοτήστε Ποντάρετε Υπογράψτε Περάστε τα
από χέρι σε χέρι στη σημαδεμένη θυρίδα
Κι από κάτω άλλοι κύκλοι... Ζυγοί των ζυγών
από την Τράπεζα Παροχών στην Τράπεζα Πίστεως
(«Για ποια ανάληψη μιλάς αδερφέ μου;»)
Οι γνωστές παροχές.... Η πίστη τα οράματα
όλα στο σφυρί, διαμαρτυρημένα

Από τον καρποσυλλέκτη Αδάμ ως τον Άνταμ
τί χάσμα!
αυτοδιαχείριση, μερκαντιλισμός, εκβιομηχάνιση
κι η συσσώρευση κεφαλαίου έλεγε ο Μαρξ
ανεξέλεγκτη σαν του μάγου
όχι του μάγου που ήξερε να μεταμορφώνεται
παίρνοντας τη μορφή του χρυσού του φιδιού
ή του στίχου
με τα κέρατα στα δυο σκέλια της φουρκισμένης
(guarda le piu violent! passioni, τόνιζ' ο Ποιητής)
αλλά του μάγου που παραφρόνησε κι όρμησε
εξουσιασμένος απ’ τη μαγεία του έρμαιος
των σκοτεινών δυνάμεων που ο ίδιος ξεσήκωσε
αναρχούμενος μες στην κυκλοθυμία της αγοράς
Τέτοια κι η συσσώρευση κεφαλαίου στις μέρες μας
Η συσσώρευση θλίψης, συμπλήρωσε ο Σιγισμούνδος

(Ο θείος Κάρολος ο δαιμόνιος Σιγισμούνδος)

Και τώρα σας μιλώ σαν από κυλιόμενη σκάλα
Τόσα οδοντωτά γεγονότα... Από πού να πιαστείς;
Η μεταμόρφωση αέναη... Κι η πόλη βραδιάζοντας
με κλειστές τις εξόδους της ηχεί σαν κερματοδέκτης
όπου περνά ο καθένας κι αφήνει τη μέρα του
κι ύστερα βιάζεται να χωθεί μες στο σπίτι
κι εκεί οληνύχτα διασκεδάζει την πλήξη του
πυροβολώντας με το τηλεκοντρόλ την οθόνη
Οι πρώτες σκηνές τα γνωστά και τα τετριμμένα
νονοί της μαφίας πρωθυπουργοί και νυμφίδια
κι άλλα τέτοια - φτηνή χαρμολύπη
Έξω ένας γύπας αποτελειώνει τη μέρα
και μέσα άλλα γεγονότα - σφαγεία
Τα λόγια πολτός
σαν το αίμα που τρέχει
Η κίνηση της οδού Σοφοκλέους ραγδαία
οι τιμές άνω-κάτω... Καιρός θυελλώδης
χιονίζει
από την οθόνη ως τη μακρινή μου πατρίδα

Μετά τα μεσάνυχτα προβολή της ταινίας
Oι έμποροι των εθνών η γνωστή επανάληψη
(το αίμα δεν λειώνει λεκιάζει το χιόνι)
Και το ματς μεταξύ δολαρίου και μάρκου
μετά τα μεσάνυχτα
συνεχίζεται

Στοιχεία ταυτότητας, 1999