Ο ΧΡΟΝΟΣ
τα πένθιμα εμβόλια
Ξημέρωνε μ’ ένα φως που γλιστρούσε σαν κρέπι κι άφηνε
ξέσκεπες οροφές και πλατείες
κι ύστερα μ’ ένα στρας ουράνιου τόξου που άστραφτε σαν να
δρεπάνιζε ως πέρα τον ορίζοντα
αρχίζοντας απ’ τον αυχένα της απέναντι πλαγιάς –
Το φως έπεφτε τώρα κάθετα στην πολιτεία και χαράζοντας
από ψηλά το δέρμα της
ο χρόνος βυρσοδέψης το άφηνε να πέφτει αθόρυβα στα πόδια
μας σε ραβδωτές λωρίδες
Τότε καθένας έσκυβε και παίρνοντας πειθήνια τη ζέβρα του
τη φόραγε κατάσαρκα σαν ισοβίτης
Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ
Εγώ δεν φοβάμαι τ’ αστέρια
είπ’ ο Λουκάς
να έν’ αστέρι που τ’ αγκάλιασα
χωρίς να καώ
ώρες το κοίταζα μες στα μάτια
και δεν τυφλώθηκα
μου άνοιξε τότε τα φυλλοκάρδια
και μπαίνοντας
είδα πλατείες και γαλάζιες στοές
και στο βάθος τους
προτομές από σπάνιους λίθους
και κρύσταλλα
Που οι δικές μας σκέφτηκα Που
εκεί κάτω
από πρόστυχα μέταλλα αστέρι μου
και χαλκεία
τ’ αστέρι γέλασε με τη σκέψη μου
κι ύστερα
άναψε μια λυχνία πολλών μεγαβάτ
ή τι λέω
έγινε κομήτης και με προβόδησε
ως εδώ
εδώ που τόσοι φίλοι ακροβολισμένοι
συνέχιζαν
ακόμη συνέχιζαν τη χαμένη μάχη
πετροβολώντας
τα δικά τους αδέσποτα αστέρια
και εκείνα
σφυρίζαν γύρω τους σαν εξωγήινοι
ή αστρίτες
ΤΑ ΜΑΤΙΑ-ΜΑΣΤΙΓΙΑ
Ήρθα κοντά σας από υπόγειες σήραγγες
όχι από κει που μάταια περιμένατε
τηλεγραφόξυλα του νόστου δρόμοι του θηράματος
κι ύστερα από τα γνώριμα διόδια
στη σήμανση της πόλης
Δεν ήρθα απ’ τα παλιά ιδεοδρόμια
Μην τα γυρεύετε με προβολείς με λέιζερ
με ανιχνευτές και κυνηγόσκυλα τα μάτια μου
τα ‘στειλα με άλλη αποστολή και ταξιδεύουν
δεν είν’ αυτά τα δυό πουλιά μέσα στ’ αγιάζι
αυτοί οι φάροι στην ομίχλη δύο πλεύσεων
είναι μαστίγια και μέρα νύχτα σας γυμνώνουν
σας μαστιγώνουν ως τα μύχια του ονείρου σας
βουΐζουν πίσω απ’ τις δημόσιες συνελεύσεις
από την κλίνη ως τους τριγμούς της εξουσίας σας
σας μαστιγώνουν σας γυμνώνουν σας πληγώνουν
Δεν είναι φώτα και φτερά είναι μαστίγια
Κι εσείς παχύδερμα που δεν διαμαρτύρεσθε
μαζοχιστές και δεν τ’ ομολογείτε
Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΕΡΜΑΤΩΝ
Το σπίτι γέμισε τάπητες δέρματα απλωμένα στους
δρόμους για την υποδοχή κι άλλα υπέρθυρα αναρτη-
μένα στην πύλη σαν τρόπαια κι ύστερα κατά μήκος
της σκάλας μια ανθρωποκεφαλή μπηγμένη στο τζάκι
δορά τίγρης για υποπόδια όλα τα παλιά αιλουροειδή
πατημένα φριχτά με τους τένοντες κρεμάμενους και
τα μάτια τους έξω γυαλιστερά κι υπεργήινα άλλα
κυνηγημένα κι αδέσποτα στους διαδρόμους και στις
εξόδους κι άλλα σε πλήρη παράλλαξη οι προβιές μαζί
με τις λεοντές παραμονεύοντας στις γωνίες και μια
μοναχική και συρόμενη προς τ’ άδυτα των αδύτων
σφαδάζουσα με τα μαστίγια επάνω στην κλίνη του
ερωτικού θυσιαστηρίου ενώ στην αίθουσα δεξιώσεων
ο οικοδεσπότης κι η οικοδέσποινα επίσημοι εκείνος
με γούνα κι εκείνη με αστρακάν και κάτω τομάρια
ακατέργαστα οι δούλοι βογγώντας στις αποθήκες
Τη μέρα που αναπαύονται τα όνειρα
αρχίζει η ενανθρώπιση των δερμάτων
ΜΑΡΣΥΑΣ
Ει μοι η δορά μη εις ασκόν τελευτήσει
Ώσπερ η του Μαρσύου.
Ευθύδημος, 285 D
Τον έσυρε στη μέση της σκηνής
κι άρχισε να τον γδέρνει
όχι ένας αλλά με τους βοηθούς του
στίφος δαιμόνων
τον χτύπησαν τον τσάκισαν τον έλιωσαν
με τους αυλούς και το λαρύγγι του
τον θεομπαίχτη
Κι απ’ το τομάρι του έκανε τη λύρα του
ο εκηβόλος
κι ύστερα
-θανατωμένοι μες στο φως με τους παιάνες του
τόσοι και τόσοι-
ύστερα ποιος τον είδε ποιος τον άκουσε
καινούργια μουσική καινούργια βέλη
ασκός επάνω στους ασκούς
σώμα στα σώματα
χαμένος πίσω απ’ τα ταμ-ταμ
και τα σαξόφωνα
ΔΙΔΥΜΟΙ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ
Πάλι ανεβαίνει απ’ τα έγκατα
η άγραφη φωνή
η άγραφη χαίνουσα φωνή
ανεβαίνει
με ξεκουφαίνει
κι οι ψίθυροι γύρω της τρωκτικά
Κραυγές και ψίθυροι άναρθροι
πίσω απ’ το δέρμα μου πάλλοντας
πρώτα σαν σήματα αγέννητων
άναρθροι κι υποχθόνιοι
κι ύστερα δύο-δύο αντιμέτωποι
ορμώντας στην ιστορική επιφάνεια
δίδυμοι πυροβολισμοί
με σιγαστήρα
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΡΥΑΡΕΞ
Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση
Όταν ηλίου βασιλεύοντος δυνάμωνε η μάχη πέρα στο
καντόνι των Ρωμιών αυτός υπνοβατούσε ονειρευόμενος
μια βίζιτα στη βίλλα στα περίχωρα Πίσω του κάποι-
ος γύρισε τη στρόφιγγα και μέσα από τη μπαλκονό-
πορτα ρυάκισε το φως μακριά από τις ενοχλητικές
φωτοβολίδες Έξω στα θάμνα γυάλιζε αθόρυβα η πηγή
Ήταν σαν ένας μαύρος σκύλος που όρθωνε το τρίχωμα
του κι άφριζε γαυγίζοντας και πότε-πότε όταν
ξυπνούσε έδειχνε τα δόντια του με ξαφνικές αναλαμπές
στα σκοτεινά Τον φανταζόμουν πιο πολύ παρά τον
έψαχνα στη διαμαντένια πάχνη του νησιού Κι άκουγα
πίσω του τη γλώσσα του κυρίου του «Ήρεμα Ρύαξ!»
«Όλ ράιτ Ρέξ!» Κι ύστερα με θολά νερά κι ανάκατα
γαυγίσματα στ’ αντιπρανή του ύπνου να μπερδεύει την
ηχώ τους «Ρύα-Ρέξ!» και πάλι «Ρυαρέξ!» ως την
αυγή Απτόητος απ’ τις ρωμέικες ριπές φτασμένες
τώρα μ’ άλματα στα διπλανά τετράγωνα Με το ‘να χέρι
του κρατούσε μιαν ατέλειωτη αλυσίδα με μονόγραμμα
σκυλιού κι όταν δοκίμασε να τη μαζέψει δεν την πρό-
λαβε κι ένοιωσε να τον ζώνει ο κρύος καταρράχτης με
τα παγωμένα δόντια ολόγυρα του αφρίζοντας Τότε τον
είδα ν’ αλαργεύει από τη βίλλα των θαυμάτων και τον
γνώρισα Ήταν τω όντι ο γνωστός μας διπλωμάτης
κύριος Ρυαρέξ και καταπόδι πίσω του ο πιστός του
υπογραμματέας ίδια μούρη σαν μπουλντόκ που μετα-
κόμιζε από την πληκτική μας αποικία οριστικά εξα-
ντλημένος επιτέλους από τόση ονειροφαντασία
και έμπνευση
Αποθέτης, εκδ. Συνέχεια 1993 και εκδ. Γαβριηλίδης, 2η έκδοση, 2005
Πηγή: ΠΟΙΕΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου