Μάνες θνητές που από της Πύρρας βγαίνουν
την γενεά, το τέκνο τους αν χάσουν
από τις φλόγες του τάφου να διαβαίνουν
μπορούν, και πέρα κει να τ’ αγκαλιάσουν.
Στη μαύρη χώρα μόνοι δεν ζυγώνουν
όσοι στου Δία κατοικούν τα αιθέρια
δώματα. Αυτούς μονάχα δεν πληγώνουν,
Μοίρες ποτέ τα φοβερά σας χέρια.
Και μένα στη βαθειά νύχτα γκρεμίστε
απ’ τ’ ουρανού το δώμα το χρυσό.
Τα δικαιώματά σας λησμονήστε,
αυτά κάνουν της μάνας τον καημό!
…………………………………………………
Θα κατέβαινα εκεί που πικραμένη
σιμά στον φρικτόν άντρα της καθίζει,
με σιγανές σκιές ανταμωμένη.
Στην δέσποινα σιγά ΄θελα βαδίζει.
………………………………………..
Ώσπου απ’ τη χαρά της την διακρίνει
κι αγκαλιά σμίγει μ’ αγκαλιά γλυκά,
τόσο που συμπονώντας δάκρυα χύνει
κι η μαύρη τ’ άγριου Πλούτωνα θωριά.
……………………………………………….
Την άνοιξη οι Ώρες ματαφέρνουν
με τον ευφραντικό χορό που σέρνουν,
τα νεκρά τότε ο Ήλιος αναστήνει
με την ζωήν όπου η ματιά του χύνει.
Από σπόρους που εφαίνονταν χαμένοι
μέσα στη γης το παγωμένο στήθος
ξεφυτρώνει φυτών πρόσχαρο πλήθος
και στο βασίλειο των χρωμάτων βγαίνει.
………………………………………………
Friedrich Schiller (1759-1805)
Απόδοση στα ελληνικά από τον Λορέντζο Μαβίλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου