Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Tennyson Alfred. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Tennyson Alfred. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Alfred Tennyson - Tρία ποιήματα

 In Memoriam A. ΧΧ.*

 

3.

Ω θλίψη, εσύ συντρόφισσα σκληρή,

ιέρισσα στο θάνατο ταγμένη,

ω γλύκα με πικρία αναμιγμένη –

τι ψιθυρίζει η πλάνη σου φωνή;

 

«Τυφλά», μου λέει, «τ’ άστρα όλα τρέχουν,

και δίχτυα την πορεία τους ορίζουν·

θρήνοι τα ουράνια πλημμυρίζουν,

πηγή έναν σβησμένο ήλιο έχουν.

 

Κι ένα φάντασμα η φύση πλέρια –

κι όλη η μουσική της είναι, θύμου,

μια αδειανή ηχώ απ’ τη δική μου,

μια αδειανή μορφή, με άδεια χέρια

 

Και τέτοια διδαχή να τη δεχτώ,

ως ένα χάρισμα, προσοδοφόρο,

ή να την πνίξω, ως κρίμα αιμοβόρο,

πάνω στου μυαλού μου το βωμό;

 

`

*

5.

Κάποτε αμαρτία μου φαντάζει

να βρίσκω λέξεις για να πω τη θλίψη:

όπως η φύση, η λέξη και θα κρύψει,

και θ’ αποκαλύψει ό,τι σκεπάζει.

 

Μα έχει για τον ταραγμένο νου

ο μετρημένος λόγος κάποια χρήση:

γιατί, μηχανικά αν τον εξασκήσει,

τη δράση έχει αναλγητικού.

 

Τις λέξεις πανωφόρι μου θα βάλω,

από το κρύο να προστατευτώ –

μα δίνω, ξέρω, απ’ τον τρανό καημό

ένα περίγραμμα, και τίποτα άλλο.

 

(In Memoriam A.H.H., 1849)

 

(* Άρθουρ Χένρυ Χάλλαμ)

 

`

*

Τραγούδι

 

I.

Ένα φάντασμα στοιχειώνει τις στερνές

του έτους ώρες, και σ’ αλέες κιτρινωπές

μονολογεί·

προσεκτικά αν αφουγκραστείς, καθώς βραδιάζει,

ίσως τ’ ακούσεις, θλιβερά ν’ αναστενάζει,

σαν περπατεί·

τους κουρασμένους μίσχους λυγίζει προς τη γη,

που ανθοβολούσαν μέχρι χτες:

θλιμμένος κρέμεται ο ήλιος

πάνω απ’ το τάφο του το γήινο·

θλιμμένη κρέμεται η μολόχα,

θλιμμένο κρέμεται το κρίνο.

`

II.

Υγρή η ανάσα του αγέρα, ισχνή, πνιγμένη –

όπως του αρρώστου, σαν λιγάκι ξαποσταίνει

πριν πεθάνει·

λιγοθυμά η καρδιά μου, κι η ψυχή μου θρηνεί,

στην πλούσια των μαραμένων φύλλων οσμή,

σαν τη γλυκάνει

η ευωδιά των λίγων θάμνων στο μποστάνι,

του ρόδου που, στερνό, απομένει.–

Θλιμμένος κρέμεται ο ήλιος

πάνω απ’ το τάφο του το γήινο·

θλιμμένη κρέμεται η μολόχα,

θλιμμένο κρέμεται το κρίνο.

 

(Song, 1830)

 μετάφραση-επίμετρο: Γιώργος Πολυχρόνης


Πηγή: https://www.poiein.gr/

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

Alfred Tennyson - Ας μπορούσαμε


Ας ήταν μπορετό ξανά,
Στην πικραμένη τη ζωή μου,
Ν'αγκαλιαστούμε τρυφερά
Εγώ κι η αγάπη η αληθινή μου!...

Ανάερος μες στη μοναξιά
Περνά ένας ίσκιος που σου μοιάζει
Και μου θυμίζει τα παλιά.
Κατά την ώρα που βραδιάζει.

Ας ήταν μπορετό ξανά
Για μια στιγμή ν'ανταμωθούμε
Μ'αυτούς που'χουν πεθάνει πια,
Και πάντα εμείς τους λαχταρούμε.

Αχ,ναι,ας ήταν μπορετό
Μαζί μας λίγο να βρεθούνε,
Για να μας πουν,στον ουρανό,
Τι γίνονται και πώς περνούνε!

Μετάφραση:Ε.Λ.Ψαρά

Πηγή:Παγκόσμια ποιητική ανθολογία Ταξίδι στην ποίηση, Εκδόσεις Ναυτίλος,1995

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

Άλφρεντ Τένισον - Οδυσσέας


Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ του Τένισον περιέχεται στη συλλογή του ''Ποιήματα (1842)'', που είναι επηρεασμένη από το κλίμα του ρομαντισμού. Ο Άγγλος ποιητής βασίστηκε σε κάποια μεθομηρική παράδοση σχετικά με τη ζωή του Οδυσσέα, που την ακολούθησαν οι συγγραφείς Πλίνιος,Σολίνο και Δάντης. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή ο Οδυσσέας μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη ρίχτηκε σε νέες περιπέτειες. Συγκέντρωσε τους συντρόφους του που απόμειναν, αρμάτωσε ένα καράβι και ξεκίνησε πλέοντας προς τη Δύση. Αφού πέρασαν το Γιβραλτάρ, έπλεαν δυτικότερα στον ωκεανό ως τη στιγμή που ένας ανεμοστρόβιλος άρπαξε και βούλιαξε το καράβι πνίγοντας όλο το πλήρωμα.

 Παραθέτουμε από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη λίγους στίχους, όπου ο Οδυσσέας εμψυχώνει τους συντρόφους του να συνεχίσουν το ταξίδι, για να δούμε τη βασική πηγή της έμπνευσης του Τένισον:

— Αδέλφια μου, που από εκατό

κιντύνους, κράζω, φτάσατε στη δύση

στην τόσο πια μικρή που μένει αγρύπνια

του νου και του κορμιού, μην αρνηθείτε,

τον ήλιο ακολουθώντας, να γνωρίστε,

στα πέρατα, τη γης χωρίς ανθρώπους.

Το ευγενικό σας σπέρμα μην προδώστε·

σεις δεν πλαστήκατε σα ζώα να ζείτε,

μα γνώση κι αρετή ν' ακολουθάτε!

(Κόλαση, Άσμα ΚΣΤ΄, στ. 112-120, μτφρ. Ν. Καζαντζακη)

Το ποίημα του Τένισον έχει τη μορφή ενός μονολόγου του Οδυσσέα. Ο ήρωας έχει επιστρέψει στην Ιθάκη, αλλά η πατρίδα του δεν μπορεί πια να τον κρατήσει. Οραματίζεται, στα λίγα χρόνια που του απομένουν ακόμη να ζήσει, καινούριες περιπέτειες και εμπειρίες.

Τι αξίζει, αν στην ατάραχη γωνιά μου
σαν οκνός βασιλιάς στέκω στο πλάγι
γριάς συντρόφισσας και σωστά μοιράζω
το δίκιο στους ανίδεους ανθρώπους,
που τρώνε, θησαυρίζουν και κοιμούνται
και δε με νιώθουν! Δεν μπορώ να πάψω
να γυροφέρνω πάντα σε ταξίδια·
θέλω να πιω της ζωής τη στερνή στάλα
Εχάρηκα πολλά, πολλά έχω πάθει
μονάχος μου ή με όσους μ' αγαπούσαν
πότε σε ξένη γη, πότε στα μάκρη
σκοτεινού πολυκύμαντου πελάγου.
Τ' όνομά μου εδιαλάλησεν η φήμη
κι η αχόρταγη καρδιά καινούριο πόθο
πάντα γρικάει κι ας έμαθα κι ας είδα
σε άλλες χώρες πώς ζουν, πώς κυβερνάνε.
Κι εγώ στερνός δεν είμαι, αφού με σέβας
με δέχτηκαν παντού κι έχω γνωρίσει
της μάχης το μεθύσι, πολεμώντας
με τους όμοιους μου μόνο μες στους κάμπους
τους βοερούς κι ανεμόδαρτους της Τροίας.
Κι είμαι εγώ καθετί που μου 'χει τύχει,
κι ό,τι είδα κι ό,τι ξέρω τώρα μοιάζει
με αψιδωτή στοά, που ανάμεσό της
φαίνεται κόσμος άγνωστος, μα πάντα
σαν σιμώσω τα σύνορα ξεφεύγουν...
Είναι άγνωμος ο πόθος που γυρεύει
να βρει τέλος κι ανάπαψη σαν όπλο,
που δεν αστράφτει πλια κι απορριγμένο
σκουριάζει. Όχι, δε ζει όποιος αναπνέει
μονάχα. Δεν αξίζει στριμωγμένοι
οι άνθρωποι να 'ναι ο ένας κοντά στον άλλο.
Κι αν τώρα ζωή λίγη μου απομένει,
μα και μιαν ώρα μόνο σαν μπορέσεις
απ' την αιώνια τη σιγή ν' αρπάξεις,
πολλά πράγματα νέα θα ιδείς, θα μάθεις!...
Θα ήμουν δειλός, αν ήθελα για λίγο
καιρό, που ακόμα θα χαρώ τον ήλιο,
προσεχτικά να ζήσω μετρημένα,
αφού ο πόθος φλογίζει την ψυχή μου
ν' ακλουθήσω τη γνώση σαν αστέρι
πέρα απ' τα ουράνια, εκεί που ο νους δε φτάνει.
Το θρόνο μου και το νησί χαρίζω
τώρα στο γιο μου, τον αγαπημένο
Τηλέμαχο, που ξέρει τη δουλειά του,
με φρόνηση σιγά σιγά ημερώνει
τ' άγριο πλήθος, γλυκότροπα του δείχνει
εκείνο που ωφελεί και που συμφέρει.
Κι είναι άσπιλος, πιστός στο κοινό χρέος
και στο στήθος θερμήν αγάπη κρύβει,
τους θεούς, που πιστεύουμε, λατρεύει
κι εγώ σαν φύγω μένει αυτός. Κι οι δυο μας
κάνουμε το έργο, που ποθεί η ψυχή μας.
Στο λιμάνι εκεί κάτου το καράβι
με πανιά φουσκωμένα περιμένει...
κι η θάλασσα η πλατιά πέρα μαυρίζει...
Ω ναύτες, που με ανδρεία ψυχή μαζί μου
στις έγνοιες, στους αγώνες και στους κόπους
δειχτήκατε με χαμόγελο πάντα,
μ' ελεύθερη καρδιά και περηφάνια,
κι αν έλαμπαν τα ουράνια ή κι αν βροντούσαν
είμαστε γέροι, αλλά δεν απολείπουν
από τα γερατειά το χρέος και η δόξα.
Όλα τα κόβει ο θάνατος. Μα τώρα,
πριν φτάσει εμείς να κάμουμε μπορούμε,
έργο τρανό κι αντάξιο των ανθρώπων,
που ακόμη και στους θεούς αντισταθήκαν.
Στους βράχους φέγγουν λύχνοι από τα σπίτια,
η μέρα σβει και το φεγγάρι βγαίνει
κι ολόγυρα μυριόφωνο μουγκρίζει
το πέλαγος. Ελάτε, ω φίλοι, τώρα
δεν είναι αργά για κείνους που ζητούνε
νέους κόσμους. Σπρώχτε, σύντροφοι, το πλοίο
στ' ανοιχτά και καθίστε στην αράδα
σαν άξιοι λαμνοκόποι. Εμπρός τραβάτε
σχίζοντας ρυθμικά το βοερό κύμα,
αφού η καρδιά μου απόφασην επήρε
στη μακρινή χώρα να πάω ν' αράξω,
πέρα απ' τη δύση, που βυθίζουν τ' άστρα.
Κι αν δε μας πνίξει η τρικυμία, θα πάμε
στα μακάρια νησιά, τον Αχιλλέα
τον μεγαλόψυχο να ξαναϊδούμε!
Αρκετά κατορθώσαμε, μα πάντα
πολλά μένουν ακόμα, για να γίνουν,
κι αν δυνατοί δεν είμαστε σαν πρώτα
στα παλιά χρόνια, που δικά μας ήταν
γη κι ουρανός, είμαστε ακόμη κάτι,
γιατί καρδιές ανδρείες δε θ' αλλάξουν
κι αν ο καιρός κι η μοίρα τις κουράσουν,
μα στο έργο σταθερή και στον αγώνα
βαθιά τους ζωντανή θέληση μένει,
που δύναμη καμιά δεν τη δαμάζει.
μτφρ.: Μαρίνος Σιγούρος

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

Alfred Tennyson-ΩΔH ΕΙΣ ΜΝΗΜΗ(απόσπασμα )



1. Εσύ που κλέβεις την φωτιά,
Από τις πηγές του παρελθόντος,
Για να δοξάσεις το παρόν, ω,βιάση,
Επισκέψου τις ταπεινές μου επιθυμίες,
Ενίσχυσέ με, φώτισέ με! – Λιποθυμώ σε αυτή την αφάνεια
Εσύ δροσερή αυγή της μνήμης.

2.Έλα όχι όπως ερχόσουν τελευταία,
Πετώντας την κατήφεια του χθεσινού βραδιού
Σε τούτη την άσπρη ημέρα,
Ντυμένος το απαλότερο φως
Της χώρας της Ανατολής.
Κάποτε ήρθες με την πρωινή ομίχλη,
Ακόμη και ως κόρη, τα
ης οποίας το αρχοντικό μέτωπο,
Οι δροσομαργαριταρένιοι ανέμοι της αυγής έχουν φιλήσει
Όταν αυτή , όπως εσύ,
Παραμένει στον πλεούμενο υδροφράχτη
Το υπέροχο φορτίο από υπερχειλισμένες ανθοφορίες,
Και προηγούμενα βλαστάρια από ανατολίτικο πράσινο,
Να δίνουν ασφαλή υπόσχεση φρούτων.
Η οποία με την παλίρροια του χειμώνα
Θα φωτίσει τη μαύρη γη
Με σπάνια λαμπρότητα.


3.Κάποτε ήρθες με την πρωινή ομίχλη
Και με το βραδινό σύννεφο
Ραντίζοντας με τον σταχυολογημένο σου πλούτο
Το ανοιχτό μου στήθος.
Αυτά τα απαράμιλλα λουλούδια,
Ούτε στον αγριότερο άνεμο δεν μαραθήκαν,
Ριζωμένα στον κήπο του μυαλού,
Επειδή ήταν απ’ τα πρώτα του χρόνου.
Ούτε ήταν η νύχτα που κάλυπτες.
Σε όνειρα γλυκά απαλότερα από αδιάσπαστη ανάπαυση
Οδηγημένος από το χέρι
της βρεφικής σου ελπίδας
Στη δίνη των ενδυμάτων της, πιασμένα από σένα
Το φως της εξαίσιας παρουσίας σου, και τα άμφια
Του μισοφτασμένου μέλλοντος σου.
Βαθιά αλλά όχι απύθμενα
Χωρισμένος από τα εκατομμύρια άστρα
Που λάμπουν πάνω απ’ το βαθύ μυαλό
Της ατρόμητης παιδικής ηλικίας.
Μικρές σκέψεις υπήρχαν από της ζωής τις αγωνίες
Σίγουρα θεωρούσες
πως καμιά γήινη ομίχλη
δεν μπορούσε να αμβλύνει
αυτά τα πνευματώδη συναρπαστικά μάτια,
τόσο έντονα και τόσο όμορφα
σίγουρα ήταν σχεδόν στου ουρανού τις σφαίρες
ακούγοντας την θεία μουσική να κυλάει
από τα απέραντα χρόνια.
Ω δυνάμωσε με, φώτισέ με
Λιποθυμώ σε αυτή την αφάνεια
Εσύ δροσερή αυγή της μνήμης.

Άλφρεντ Τέννυσον(, 6 Αυγούστου 1809 – 6 Οκτωβρίου 1892)

Μετάφραση Σ. Ανδρουλάκης

Alfred Tennyson-να' σαι κοντά μου



Να΄σαι κοντά μου όταν το φως μου χαμηλώνει,
όταν κεντούν τα νεύρα και το αίμα αναριγά,
όταν του βίου οι τροχοί έχουν βραδύνει
κι είναι αδύναμη και άρρωστη η καρδιά.
***
Να' σαι κοντά μου όταν οι αισθήσεις τυραννιούνται
από αγωνίες που νικούν τη σιγουριά,
κι ο χρόνος είναι λυσσασμένη ανεμοζάλη
και η ζωή μαινάδα που ξερνάει φωτιά.
***
Να' σαι κοντά μου όταν η πίστη μου στεγνώνει,
όταν γεννούν αυγά, βουίζουν και τσιμπούν
της όψιμης της άνοιξης τα ζωύφια,
κι αφού υφάνουν το κουκούλι τους ψοφούν.
***
Να' σαι κοντά μου όταν σβήνω, να μου δείξεις
πού τελειώνει ο αγώνας ο τυφλός
και στο κατώφλι της ζωής, μες στο σκοτάδι
της μέρας της αιώνιας τ' ωχρό φως.


Εις Μνήμην Α.Η.Η."
Άλφρεντ Τέννυσον(Alfred Tennyson, 6 Αυγούστου 1809 – 6 Οκτωβρίου 1892)

(από το βιβλίο του Andrew O' Hagan
"Να' σαι κοντά μου" εκδόσεις ΠΟΛΙΣ)