Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Τσίρκας Στρατής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Τσίρκας Στρατής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Στρατής Τσίρκας - Αποσπάσματα

 Έτσι ζούσα στο σπίτι κάποιας Μαντάμ Ρισάρ, μιας σχεδόν συνονόματής  μου, χωρίς να φαντάζομαι τη σχέση της με τον Μπωντλαίρ. Αλλά μια μέρα έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο που έγραψε για την Presidente ο Αντρέ Μπιγύ. Εκεί μόνο διάβαζα τ' όνομα του τελευταίου φίλου της. Αδύνατο, έλεγα. Έγραψα και μου στείλανε φωτογραφία του πίνακα του Meissonier. Ίδια, ήταν η ίδια! Φαντάζεσθε τι γίνηκε μέσα μου. Κοιμόμουν τόσον καιρό στο κρεβάτι της, στο κρεβάτι που είχε πλαγιάσει για πρώτη και μόνη φορά ο ποιητής, τη νύχτα της 29 Αυγούστου 1857. Γιατί να της γράψει την επαύριο εκείνο το φριχτό γράμμα; Σιωπηλά την αγαπούσε ίσως από τα 1842, που σύχναζε στο σαλόνι της, κάπου εκεί στη σημερινή Πλας Πιγκάλ. Τόση λατρεία, τόσα χρόνια, να της γράφει τα ωραιότερα ποιήματα που πήρε ποτέ γυναίκα, κι όταν εκείνη του πρόσφερε επιτέλους τον έρωτά της, τι συνέβη; Γιατί να της γράψει: «Και τέλος πάντων, τέλος πάντων, πριν από μερικές μέρες ήσουνα μια θεότητα, πράγμα τόσο βολικό, τόσο ωραίο, τόσο απαραβίαστο. Και τώρα να που είσαι γυναίκα. »

[...]

Από δοκιμασία σε δοκιμασία θα πηγαίνει πια η ζωή μας, ένας αγώνας. Όλο θα λέμε πως τελειώνει κι όλο θα ξαναρχινάει. Να το χωνέψουμε και να μην έχουμε αυταπάτες. Περπατάτε, που λέει κι ένας φιλαράκος. Δε χρειαζόντανε η νουθεσία. Θα το παλεύουμε, μάνα, με νύχια και με δόντια, ώσπου να φέξει. Ώσπου να φέξει!


Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Κέδρος, 1985 (19η έκδοση), 1η έκδοση 1962.


Περισσότερο από την λογική προτιμάει την κοινή κρίση. Είναι ανεκτικός καθόλου φανατικός μήτε θρησκόληπτος ή στενοκέφαλος. Είναι καλλιεργημένος έχει γούστο και ευαισθησία. Αποφεύγει  την κατάφαση ή την άρνηση κινείται κριτικά… Δικαιοσύνη στην καλύτερη της έκφανση. Ευσπλαχνία έλεος. 

Στρατής Τσίρκας, Η λέσχη

Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

Στρατής Τσίρκας - Ο φίλος μου ο Μαραμπού


Με τον Νίκο Καββαδία, «τον ποιητή της αδελφοσύνης και των μεγάλων οριζόντων», γνωριστήκαμε στην Αλεξάνδρεια το 1947, θα ‘ταν άνοιξη. Δούλευα τότε διευθυντής στη βιομηχανία δερμάτων «Μικές Χαλκούσης και Σία», που τα γραφεία της εταιρίας τους ήταν πάνω στη θρυλική οδό Τατουίγκ. Από τη θέση που καθόμουν είχα μέσα στα μάτια μου όλο τον Ανατολικό Λιμένα, τον Εύνοστο των Πτολεμαίων· ύστερα από το νερό ερχόταν ο Λιμενοβραχίονας, με το άχαρο, βαρύ ορθογώνιο του Ιχθυολογικού Ινστιτούτου και πιο δεξιά το Φρούριο του Καΐτ Μπέη, χτισμένο πάνω στα ερείπια του αρχαίου Φάρου. Ένα τοπίο φορτωμένο μνήμες: μυθολογικές, ιστορικές, πολεμικές, ποιητικές και λογοτεχνικές, από τον Όμηρο και τον Ηρόδοτο, τον Πλούταρχο και τον Πολύβιο ως τον Σαίξπηρ, τον Ε.Μ. Φόρστερ και τον Καβάφη· από τον Οδυσσέα και τον Μεγαλέξαντρο, τον Μάρκο Αντώνιο και την Κλεοπάτρα, ως τον Ναπολέοντα, τον Κωνσταντίνο Κανάρη, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Γεώργιο Σκληρό. Σεπτέμβρης 1939 – Ιούλιος 1963: 24 χρόνια εμπρός στο ίδιο τοπίο, δεν θυμάμαι να έπληξα μήτε μια φορά. Τέλος πάντων, ας έρθουμε στον Κόλια.

Ήταν τότε βοηθός ασυρματιστής στο «Κορινθία», που έκανε τη γραμμή Πειραιά – Αλεξάντρεια – Τζένοβα – Μασσαλία – Τζένοβα – Αλεξάντρεια – Πειραιά. Είχε έρθει μ’ ένα γνωστό μου, τον Νίκο Κεραμόπουλο, χημικό, «γιατί δεν ήξερε το δρόμο», μάλλον για να παίρνει κουράγιο, γιατί ήταν πραγματικά ντροπαλός. Πριν ακόμα καθίσει άρχισε ν’ απαγγέλνει:

Κι εγώ θυμάμαι κάποια δειλινά
στης Εθνικής Βιβλιοθήκης τη μεγάλη σάλα

Ήταν οι πρώτοι στίχοι από το μοναδικό ποίημα που είχα δημοσιέψει στην «Αλεξανδρινή Τέχνη» (Μάιος 1930). Το μυαλό του ήταν γεμάτο από στίχους λησμονημένων ή αποτυχημένων ποιητών. Μόλις του σύστηνες κάποιον αμέσως απάγγελνε στίχους του. Ήταν ένας τρόπος να γίνεται πιο γρήγορα η ψυχική επαφή. Τον είδα να κάνει το ίδιο με τον Γλαύκο Αλιθέρση και το Νικόλα Φύλλα. Ο Κεραμόπουλος ήταν από τους Αιγυπτιώτες φοιτητές, που ο πόλεμος είχε αποκλείσει στην Ελλάδα. Τον καιρό της πείνας, για να ενισχύσουν το συσσίτιό τους, διοργάνωσαν μια συγκέντρωση σε θέατρο, όπου απαγγείλανε και Καβάφη, τύπωσαν μάλιστα τις ομιλίες, το πρόγραμμα και μερικά ποιήματα σ’ ένα φυλλάδιο και το πουλούσαν για τον ίδιο σκοπό. Έτσι τους γνώρισε ο Καββαδίας. Ορισμένοι τους, τώρα που άνοιξαν οι δρόμοι, είχαν ξαναγυρίσει στη γενέτειρα, και με την πείρα τους από την Αθήνα, βοήθησαν στην ίδρυση και δραστηριοποίηση της «Πνευματικής Εστίας». Ο Κόλιας είχε φέρει μαζί του και καμιά δεκαριά αντίτυπα από το «Πούσι», που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Μου χάρισε ένα αντίτυπο, τα υπόλοιπα ανάλαβα να τα πουλήσω. Γίναν ανάρπαστα από τους φίλους της «Πνευματικής Εστίας».

Εκείνο το πρωί ο Κεραμόπουλος είχε δουλειά. Μου άφησε τον Κόλια κι έφυγε. Σε καμιά ώρα ήρθε το αφεντικό, ο Μικές Χαλκούσης. Ο Κόλιας γνώριζε τον Γιάννη Χαλκούση, της Πόλης, και την κόρη του Ελένη Χαλκούση, την πρωταγωνίστρια, της έχει μάλιστα αφιερώσει ένα ποίημα στο «Πούσι»:

Έπεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
Κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μεσ’ στην τιμονιέρα να με δεις.

Ο Μικές ήταν άνθρωπος με καρδιά και καλλιτεχνικό γούστο. Σπίτι του είχε πίνακες του Παρθένη, του Γυαλινά, του Καλμούχου, του Μυταράκη, του Αγγελόπουλου, του Μαγγανάρη, του Αϊζόφσκυ, Γάλλους ιμπρεσιονιστές, Πικασσό κ.α Πιάσανε την κουβέντα και τ’ ανέκδοτα, ο Κόλιας έλεγε για τους Χιώτες κι ο Μικές για τους Κεφαλλονίτες. Άντε πια να κάνεις δουλειά, τα δυο τηλέφωνα χαλούν τον κόσμο, και οι πελάτες να  περιμένουν στον αντιθάλαμο. Σηκώθηκε ο Μικές να πάρει τον Κόλια στο γραφείο του. «Εντάξει» τους λέω, «αλλά ο Κόλιας το μεσημέρι θα φάει σπίτι μου, ξηγημένα πράματα». Συμφώνησε ο Κόλιας μόνο μου έβαλε όρο να βρίσκεται στο καράβι του μισή ώρα πριν από το πρώτο σφύριγμα της σειρήνας. Δεν υπήρχε πρόβλημα, είχα αυτοκίνητο. Αργότερα όμως κατάλαβα κι αυτό το πλέγμα του φίλου μου: Ζούσε με την αγωνία μήπως και φύγει το καράβι του και μείνει ξέμπαρκος. Έτυχαν στιγμές μεγάλης έξαρσης και ευτυχίας, που πάντα τις φαρμάκωνε μ’ ένα «Τι ώρα είναι;», κάθε τόσο.

Στο σπίτι, άλλη ανάσταση! Η γυναίκα μου, η μάνα μου, τ’ αδέλφια μου, ακόμα και ο Άμπντου μας τον έκαναν δικό τους. Από τότε κάθε φορά που το πλοίο του διανυχτέρευε στην Αλεξάντρεια, ο Κόλιας κοιμόταν σπίτι μας. Είχε το δωμάτιό του. Μόνο άλλοι δυο το μεταχειρίζονταν, αν τύχαινε να βρίσκονται στην Αλεξάντρεια: ο διηγηματογράφος Νίκος Νικολαΐδης, κι ο ζωγράφος Τάκης Καλμούχος. Ο Άμπντου κάθε τέταρτη βδομάδα του έστρωνε καθαρά σεντόνια, κι όταν χτυπούσε η πόρτα κι ήταν ο Κόλιας φωτιζόταν το μούτρο του και χαλούσε τον κόσμο από τις φωνές. «Για σετ, ελ Χαουάγκα μπιτάα ελ μπαμπούρ!» (Κυρία, ο κύριος του βαποριού). «Τι καλοί άνθρωποι που είναι», μου έλεγε ο Κόλιας κάνοντας ένα μορφασμό, όπως όταν ζαρώνεις τη μύτη σου για να μη δακρύσεις.

Μέναμε τότε στο Κάμπο Τσέζαρε, ένα προάστιο της Αλεξάντρειας με πολύ ελληνισμό, στην οδό Ηλιούπολης αρθ. 41. Δεκαέξι χρόνια, δεν έτυχε να πιάσει το καράβι του το λιμάνι μας και να μη μας έρθει. Ήταν κάτι παραπάνω από φίλος, ήταν ο θαλασσινός μας αδελφός. Όταν μεταφερθήκαμε στην Ελλάδα, τον βλέπαμε πιο σπάνια. Και τώρα θα πω για τη μόνη φορά που τον πίκρανα.

Θα ‘ταν το 1949 ή το 1950. Πάντως καλοκαίρι. Ο Κόλιας είχε παραλάβει καθήκοντα υπεύθυνου ασυρματιστή στο Επιβατικό «Κυρήνεια», που έκανε τη γραμμή Ινδικός Ωκεανός, Σιγκαπούρη, ως την Ιαπωνία νομίζω. Τότε βέβαια μόνο από γράμματα μαθαίναμε  τα νέα του. Ύστερα τον πήγαν για ένα διάστημα στο Ατμόπλοιο «Ιωνία» που έκανε τη γραμμή της Μεσογείου και τότε μια μέρα μας παρουσιάστηκε. Είχε πολλά να διηγηθεί, μα πιο πολύ περηφανευόταν για μια γοργόνα μπλε και κόκκινη, που ένας μάστορης των τατουάζ του είχε σταμπάρει στα μαλακά του μπράτσου του. Όταν τέντωνε το χέρι κι ανοιγόκλεινε την παλάμη, αυτή χόρευε ένα υποβλητικό χορό της κοιλιάς. Με πολλή σοβαρότητα μου έλεγε, πως όταν το πλοίο του περνούσε από το Κολόμπο της Κεϋλάνης, όπου είχε κάνει το τατουάζ, η γοργόνα, τα μεσάνυχτα, έφευγε, πηδούσε στη θάλασσα κι έκανε έρωτα μέσα στο νερό. Ύστερα ξαναγύριζε. Τα έλεγε αυτά και λαμποκοπούσε ολόκληρος, βρισκόταν στο στοιχείο του ο θαλασσινός μας Σεβάχ ο παραμυθάς.

Ένα πρωί φανερώνεται φουριόζος στο γραφείο και μου λέει να τα παρατήσω όλα και να τον ακολουθήσω, ήταν κάτι πολύ βιαστικό. Εγώ περίμενα τηλεφωνήματα από το Κάιρο, να φύγουμε σε μισή ωρίτσα; Μπα, στάθηκε ανένδοτος. Μα πες μου τι συμβαίνει; Δεν μου έλεγε, μόνο: Πάμε, πάμε, άδικα χάνουμε την ώρα μας. Τέλος πάντων, ειδοποίησα μέσα τ’ αφεντικό πως φεύγω για κάτι βιαστικό, δίχως ν’ αναφέρω τον Κόλια, γιατί θα μας χασομερούσε. Μπρος ο Κόλιας πίσω εγώ και να κάνει μια ζέστη, έσκαγε η πέτρα κι η άσφαλτος άχνιζε. Είναι μακριά, να πάρουμε ταξί, ένα αμαξάκι; Ποιον τέλος πάντων πάμε να συναντήσουμε; Μόκο ο Κόλιας, μα επειδή τραβούσε για την οδό Καλογραιών κατάλαβα πως θα καταλήγαμε στο λιμάνι. Ήταν τότε καιροί πονηροί, η Ελλάδα σπαράζονταν απ’ τον Εμφύλιο, φίλοι μου λογοτέχνες ή και μόνο γνωστοί μου, ποιος νόμιμα, ποιος παράνομα ξεγλιστρούσαν με πρώτο σταθμό της Γαλλία. Για μερικούς απ’ αυτούς βάζανε στο μυστικό και τον Κόλια, «για να έχει το νου του». Σώπασα, λοιπόν, έσκυψα το κεφάλι κι έτρεχα μες στο κατακαλόκαιρο να τον προφτάσω.

Μια στιγμή τον βλέπω και με τραβάει αριστερά για το Κομπακίρ, την κακόφημη συνοικία με τις πόρνες. Με πιάσαν τα διαόλια μου, δε μίλησα όμως περιμένοντας να δω. Και πράγματι σταμάτησε μπρος σ’ ένα σκοτεινό μαγαζάκι που έδειχνε για κουρείο αφού στα δυο φύλλα της τζαμωτής πόρτας του ήταν γαντζωμένα με σύρμα δυο γυάλινα βαζάκια με νερό και μέσα τους κολυμπούσαν ζωντανές βδέλλες. Στην Αίγυπτο, οι μπαρμπέρηδες είναι που σου παίρνουν το αίμα. Κατάλαβα πως ο μουστερής που θα συναντούσαμε ήταν παράνομος αφού δεν μπόρεσε να ξουριστεί μες στο επιβατικό, τόσες μέρες.

Ο φίλος μου μίλησε στον κουρέα ελληνικά, του ζήτησε το άλμπουμ, εκείνο το καλό. Ο άλλος έβγαλε από ένα συρτάρι ένα τετράδιο ιχνογραφίας κι ο Κόλιας το ξεφύλλιζε. Έφτασε σ’ ένα σημείο, έβαλε το δάχτυλο και μας φώναξε να σκύψουμε κι εμείς. Ήταν όλο σχέδια για τατουάζ. Αυτό που έδειχνε ήταν πάλι μια γοργόνα. Μου πιάνει το μπράτσο, καλοκαίρι, κυκλοφορούσα με κοντομάνικο.

– Κάνε στον κύριο ένα στο δεξί του, μόνο πρόσεχε μη τον πονέσεις!

Και σε μένα:

– Θα κάνω κι εγώ ακόμη ένα στο άλλο χέρι, να ενώσουμε τα αίματά μας, να γίνουμε αδελφοποιτοί.

Τότε είναι που πετάχτηκαν οι πόρνες απ’ τα καμαράκια τους να δούνε ποιον σφάζουνε, άνθρωπο ή σκυλί. Τον έβρισα πρόστυχα, μα δε θυμάμαι τι του είπα, μήτε με ποιο μέσο βρέθηκα καταϊδρωμένος, βγάζοντας μικρές κραυγές από τη λύσσα μου, στον καναπέ του γραφείου μου.

Όταν πήγα για φαγητό σπίτι, μου άνοιξε ο Αμπντου πριν βάλω το κλειδί στην κλειδαριά. Είχε ένα ύφος έξαλλου θριαμβευτή:

– Ελ Χαουάγκα μπιτάα ελ μπαμπούρ γκε! (ο κύριος του βαποριού ήρθε).

Στο τραπέζι ο Κόλιας όλο και μου έριχνε κρυφές ματιές να δει αν ξεθύμωσα. Κι όλα πήραν πάλι τον παλιό τους ρυθμό.


Ο φίλος μου ο Μαραμπού. Επτά κείμενα για τον Νίκο Καββαδία, εκδ. Πολύπτυχο, Αθήνα 1982.

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

Στρατής Τσίρκας - Φούγκα


                                                      Δεν είναι τόπος για τους γέροντες αυτός
B. YEATS, Ταξίδι στο Βυζάντιο

                                                                    (Μετάφραση Γ. Σεφέρη)

Η μπόρα ξέσπασε ξαφνικά. Έπιασε ρίχνοντας χοντρές, κατακόρυφες στάλες· μονομιάς μια βρόχινη κουρτίνα θόλωσε τη θέα στ’ αντικρινό πεζοδρόμι· το κατάστρωμα γέμισε χοχλακιστά νερά και πάνω στο πλακόστρωτο κροτούσε κάτι σαν άταχτο ποδοβολητό από πεταλωμένες αρβύλες.

Χτες, στο αεροδρόμιο, ένας ταξιτζής είχε πει κοιτάζοντας τον ουρανό: Τον κερατά! Κάθε μεσημέρι, στις δύο, ανοίγει και ρίχνει. Αλλόκοτο καλοκαίρι! Μα σήμερα  η μπόρα ήρθε πιο νωρίς.

Ο ξένος, κάπου σε μια πάροδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου θυμόταν πως βρίσκεται η ταβέρνα του βλάχου. Χωμένη ανάμεσα σε μαγαζιά, πρακτορεία μεταφορών και σιδεράδικα. Ήταν ένας πάγκος με τυριά κ’ ελιές, στα ράφια σκονίζονταν  λίγα μπουκάλια και μερικές κονσέρβες. Στο πίσω μαγαζί, τοίχοι στρωμένοι με βούρλα, κι ολοτρόγυρά τους σκαμνιά και τραπεζάκια κοντοπόδαρα. Στο ταβάνι κρεμόταν τεντωμένο ένα δίχτυ κάνοντας στη μέση κοιλιά, και πάνω του, σαν αστερισμοί στο χάρτη του Σύμπαντος, ήταν γαντζωμένα φαναράκια, κολοκύθες, φλασκιά, κοχύλια και μάσκες. Εφημερίδες κομμένες σε μικρά τετράγωνα και περασμένες ματσάκι με σπάγγο κρέμονταν πίσω απ’ τα ψάθινα  σκαμνιά για να σκουπίζουν οι πελάτες τα δάχτυλά τους. Την άλλη φορά, ήταν φθινόπωρο· σ’ ένα απ’ αυτά τα χαρτιά ο ξένος είχε βρει τη φωτογραφία της Ειρήνης Παπά: Στα μάτια, στους κροτάφους της μια άγρια μοναξιά. Την ίσιωσε  με την παλάμη πάνω στο γόνατό του και την έβαλε στο πορτοφόλι.

Μπήκε για να προφυλαχτεί απ’ τη βροχή, να φάει κάτι όσο να περάσει η μπόρα, μπουρίνι έδειχνε μάλλον. Ένας γέρος με κάτασπρα μαλλιά, σκυμμένος, καθάριζε γαρίδες.

– Είδες που σε βρήκα, είπε ο ξένος κι ας έβλεπε πως αυτός δεν ήταν ο βλάχος.

Ο βλάχος ήταν πιο στεγνός, δεν είχε αυτό το χαμόγελο. Ήταν ψαρομάλλης, τσαγκός, φωνακλάς και βλάσφημος. Μια ρομφαία. Μαύρο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι. Ψηλός, με στήθος λίγο σκαμμένο. Μ’ έναν αέρα λύπησης κι αγρύπνιας στο πρόσωπο. Αν δε φας θαλασσινά στου βλάχου δεν ξέρεις τι θα πει Θεσσαλονίκη.

Στο πέρασμα, καθισμένη πίσω απ’ το ταμείο στα σκοτεινά, το ίδιο ακίνητη όπως και πριν από μήνες, τ’ αφεντικό: ξανθά μαλλιά, κόκκινα μάγουλα, κι άσπρη μεταξωτή κορδέλα στο κούτελο. Παρακολουθεί μια τον πάγκο και μια τα τραπεζάκια χωρίς να το δείχνει. Ασάλευτη, σαν πελώρια γοργόνα. Ένα ξόανο.

Ο γέρος φέρνει γαρίδες, ντοματοσαλάτα, κυδώνια.

– Πενηντάρι;

– Γυαλάκι.

– Μπουτάρη;

– Οπωσδήποτε.

Όταν ήρθε το ούζο:

– Είναι πολύ, λέει ο ξένος. Θα μου κάνεις συντροφιά;

– Ε, κάτι θα γίνει, αποκρίνεται ο γέρος και ξαναπιάνει να καθαρίζει γαρίδες.

Ο ξένος κατεβάζει το πρώτο, ξεροσφύρι.

Μαρία. Όταν είπες θα χωρίσουμε, στην Αθήνα, ήταν φθινόπωρο· πλατεία Συντάγματος, πριν από τέσσερα χρόνια. Ο κόσμος ήρθε τ’ απάνω κάτω. Η πορτοκαλάδα  κι ο καφές, ο δίσκος, το γκαρσόνι, ο τροχαίος με το κράνος, τ’ αυτοκίνητα, οι διαβάτες, τα τραπεζάκια, η Βουλή. Τετραετής αναστολή. Με αναστολές ζει ο άνθρωπος.

Ο ουρανός ρίχνει με το τουλούμι. Τώρα οι στάλες πάνω στις καλντεριμένιες πλάκες κάνουν σαν πλήκτρα γραφομηχανής· το νερό τρέχει ξυστά στο πεζοδρόμι· φωνές και πειράγματα κάτι σωφερέων έξω απ’ το μαγαζί.

– Για δες νερό, λέει το ξόανο. Από πού έρχεται; Μην έχουμε ποτάμια;

Καμιά απόκριση. Τα ποτάμια ξεχειλίζουν, οι σπορές χάνονται, στο Βισκόνσιν ή στη Μακεδονία, οι άνθρωποι φοβούνται το ίδιο. Πνίγομαι, φώναζε προχτές ο ξένος στη φίλη της Μαρίας, πάλι στην πλατεία Συντάγματος. Θα φύγω σ’ άλλη πόλη!

Η φίλη πίνει αργά τη λεμονάδα της και προσπαθεί να τον λογικέψει.

– Γιατί της φέρνεσαι σκληρά; Δες εκείνη είναι πάντα τρυφερή μαζί σου. Τίποτα δεν άλλαξε.

Τίποτα. Μόνο αυτό, το ασήκωτο.

– Δεν μπορώ, της λέει. Δεν είμαι από πέτρα.

Τίποτα. Μόνο αυτό: Χωρίσανε. Αλλά να βλέπονται. Μια φορά τη βδομάδα, μπορεί και δυό.

– Αφήστε με μονάχο να γλείφω τις πληγές μου. Δεν μπορώ να τη βλέπω, προσιτή και απρόσιτη. Τα χέρια μου όλο κινούν να της χαϊδέψουν τα μαλλιά, τα μάγουλα. Τ’ όνομά της, η φωνή της μ’ αρρωσταίνουν. Πέφτω σ’ ένα πηγάδι και πνίγομαι. Μόνο μακριά της ησυχάζω. Αφήστε με μονάχο, ίσως γιατρευτώ.

– Καλά, αυτό τελείωσε. Μα έχει πάντα την ανάγκη σου. Να σε βλέπει. Εσύ είσαι πιο δυνατός. Γιατί δεν το καταλαβαίνεις αυτό;

Ποιο τέλειωσε; Φίλοι μου, αχ φίλοι μου, καταλάβετε!

Το γυαλάκι πήγε στο μισό. Ο ξένος φτύνει στο πάτωμα μια γαρίδα· η γεύση της ήταν ύποπτη. Αμέσως η γάτα τρέχει και την τρώει. Πίσω έρχεται νιαουρίζοντας το γατάκι της.

– Γέρο, πού είναι ο βλάχος;

– Σουτ! γνέφει ο άλλος. Μίλα σιγά.

– Μίλα σιγά, έλεγε η φίλη στην πλατεία Συντάγματος. Κομμάτι να το σκεφτείς θα δεις ότι τίποτα δεν άλλαξε.

– Τίποτα. Μόνο αυτό. Άλλος χαϊδεύει τα μαλλιά της, άλλος φυλάει τα χείλια της.

– Μα πρέπει να το καταλάβεις. Αυτά συμβαίνουν. Έλα στη θέση της.

– Γιατί τώρα; Πού έφταιξα, τι έκανα;

– Τίποτα. Μόνο που δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό. Εκείνη δεν άλλαξε. Βλέπεις πώς σου φέρνεται.

Τίποτα δεν άλλαξε, μόνο αυτό. Δηλαδή το παν. Εκείνος, τις νύχτες δεν κοιμάται. Εκείνη όμως, η Μαρία, όσο πάει κι ομορφαίνει.

– Να μη τη βλέπω, να μη την ακούω, μήτε τ’ όνομά της. Δεν είμαι από πέτρα.

– Πάει ο βλάχος, του σφυρίζει ο γέρος. Κρεμάστηκε.

– Γιατί, γιατί;

Ήταν ένας λεβέντης. Μακεδόνας, ζωντανός άνθρωπος. Θα τον βρήκαν σα μαύρη λαμπάδα κρεμασμένη απ’ το φυτίλι της. Ο γέρος δείχνει με το κεφάλι πίσω, το ξόανο, αλλά κοχεύει και το γυαλάκι που άδειασε. Ο ξένος δεν τον κέρασε μια γουλιά.

– Η λεγάμενη, λέει ο γέρος. Δεν τον ήθελε πια.

– Γιατί;

– Ε, νέα είναι. Θέλει να φτιάξει φαμελιά.

– Και τον έρωτα; μισοτελειωμένος αντάρτης με δώδεκα σφαίρες στο κορμί, αλλά ζεστός…Αυτό δεν το λογαριάζετε;

– Έτσι είναι η ζωή, λέει ο γέρος. Γυναίκα, αδύνατο πλάσμα. Θέλει προστασία, κατάλαβες; Είναι στ’ αρραβωνιάσματα μ’ ένα σωφέρη από τη Δράμα. Σ’ αυτόν θα πάει το μαγαζί.

Κι ο βλάχος; Α ο βλάχος…Πώς τα κατέβαζε τα γυαλάκια την άλλη φορά. Τώρα μηδέν.

– Για δες νερό, λέει το ξόανο. Μην έχουμε πάλι ποτάμια;

Η ζωή σέρνει χώματα, φανερώνει τάφους, καύκαλα. Μαρία, καίομαι! Το μέλλον, η ασφάλεια, το σπίτι, ο κόσμος. Ο βλάχος, αυτός μόνο κατάλαβε. Τέσσερα χρόνια μπαξίσι. Σπολλάτη, Μαρία!

Το ξόανο χτυπά την άκρη του μολυβιού της πάνω στο μάρμαρο. Ο γέρος σηκώνεται, σκουπίζει τα χέρια πάνω σ’ ένα βρεγμένο κουρέλι και στέκεται μπρος της. Κάτι μουρμουρίζουν. Η γυναίκα κοιτάζει πέρα μ’ ασάλευτα μάτια και ψιλαίνει τα χείλια της στυφά.

Η βροχή έκοψε. Στην ταβέρνα μπαίνουν τρεις άντρες μουσκεμένοι, τετράγωνοι. Φαίνονται σωφερέοι. Το ξόανο κοιτάζει πέρα, ασάλευτο.

– Πόσα χρωστώ, ρωτάει ο ξένος.

– Τίποτα, λέει, ο γέρος που ξανασηκώθηκε. Σε κέρασε η κυρά· μνημόσυνο. Κ’ εγώ, ξέρεις, είμαι ο πατέρας του.

– Ζωή σε λόγου σου, μπάρμπα. Ήταν ωραίος άνθρωπος.

– Είχε την ηλικία σου, λέει ο γέρος.

– Ήταν ωραίος άνθρωπος.

– Δε λέω. Αλλά μυαλό γιοκ.

– Κι αυτή, τον λυπήθηκε;

Ο γέρος κοιτάζει λοξά:

– Της λείπει. Αλλά τι να κάνει; Νέα γυναίκα, ήθελε φαμελιά. Αν τον λυπήθηκε λέει; Αμ γιατί με πήρε θαρρείς; Πήγε ο ευλογημένος κ’ έφαε το κεφάλι του για…Άσε, να μη τα σκαλίζουμε.

Η βροχή σταμάτησε μα ο ήλιος δεν έβγαινε. Στο βρεγμένο πλακόστρωτο της οδού Αριστοτέλους κατρεφτιζόταν εδώ κι εκεί ο σκεπασμένος ουρανός. ο ξένος στάθηκε μπρος σε μια βιτρίνα· η αντανάκλαση του δρόμου πάνω στο τζάμι της την έκανε να θυμίζει σκοτεινό ενυδρείο. Πίσω από το τζάμι, πάνω από μια γαλάζια, όμορφα τσαλακωμένη σάρπα και δυο γιορντάνια από σφυρήλατο χαλκό, κρεμόταν ένα αντικείμενο που ήταν παιχνίδι, επιστημονικό όργανο κ’ έργο τέχνης μαζί.

Κρατημένο από αόρατη κλωστή αιωρούνταν οριζόντια ένα καλαμένιο βεργάκι, σα φάλαγγα ζυγαριάς. Απ’ την αριστερή του άκρη κρεμόταν πάλι με κλωστή μια πιο μικρή φάλαγγα με κλωστές, μόνο που στη θέση κάθε πλάστιγγας αρμένιζε ένα μικρούτσικο ψαροκάικο φτιαγμένο από μισό καρυδότσουφλο και με φλόκο από γυαλιστερό χαρτί· τα ψαροκάικα ισορροπούσαν μ’ όλο που η κλωστή του αριστερού  ήταν δυό φορές πιο μεγάλη από τ’ αντικρινού. Από την άλλη άκρη της πρώτης φάλαγγας κρεμόταν πάλι μια πιο μικρή, μ’ ένα ψαροκάικο στη θέση της αριστερής πλάστιγγας, ενώ στη θέση της δεξιάς ήταν μια Τρίτη φάλαγγα, που απ’ τα δεξιά της κρεμόταν ένα, το τέταρτο ψαροκάικο, κι απ’ τα αριστερά της, κρατημένο με μια κλωστή που κατέβαινε βαθιά πιο βαθιά κι απ’ όλα τα ψαροκάικα, κολυμπούσε ένα ψάρι φτιαγμένο από το τσόφλι ενός ολόκληρου αμύγδαλου με γκριζογάλανα φτερούγια από χαρτί.

Έτσι λοιπόν αρμένισα τις θάλασσες για να’ ρθω.

Έφτανε η παραμικρή πνοή για να μπει σε κίνηση όλο το σύστημα. Τα ψαροκάικα σκαμπανέβαζαν αργά, περιστρέφονταν, οι φάλαγγες ταλαντεύονταν ρυθμικά, κι όλο μαζί στρεφόταν μεγαλόπρεπα γύρω από τον εαυτό του. Τώρα η αριστερή άκρη της βέργας είχε πάει δεξιά. Όλα ισορροπούσαν χάρη στην ύπαρξη και την ισορροπία των άλλων. Όλα σχετίζονταν μεταξύ τους, όμως από μια σταθερή απόσταση. Δεν πλησιάζονταν ποτέ.

Βαθιά στις ενάλιες μαρμαρυγές της βιτρίνας, κάτω απ’ τη συμβολική αναπαράσταση του Σύμπαντος, και στρέφοντας αργά γύρω από τον εαυτό του, κολυμπούσε το ψάρι, κάνοντας αδιάκοπα τον κύκλο της πιο άγριας μοναξιάς.                                                                 

 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης (1964)

Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

Στρατής Τσίρκας--Ακυβέρνητες Πολιτείες-1: Η Λέσχη (αποσπάσματα)


Πόσος καιρός είχε κυλήσει από κείνο το άλλο πρωί, που, μπρούμυτα πάλι στα σεντόνια της, είχε ακούσει μια φωνή να της υπόσχεται, είχε ακούσει τον ψίθυρο μιας ευτυχίας προσιτής εκεί γύρω της; Χρόνια ή μέρες; Μα η ευτυχία ποτέ δε μοιάζει με τις υποσχέσεις της — όταν έρθει. Πάντα είναι κάτι άλλο, κάτι που όλο αλλάζει. Και που σ’ αλλάζει και σε ωριμάζει όπως η δυστυχία λοιπόν; Μα ευτυχία και δυστυχία, ηδονή και πόνος, ωραίο και άσχημο μήπως δεν είναι το ίδιο, δυο μορφές της ίδιας
μεντάλιας;
[...]
Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι ολόψυχα δοσμένος σε μια ιδέα, ευγενικιά και δίκια, να ζει και ν’ ανασαίνει για κείνη και μόνο γιά κείνη, κι ωστόσο να ξεγελάει τον εαυτό του. Κάπου μέσα του, ένας άλλος δε σταματάει ποτέ να ονειρεύεται και να υπολογίζει, να χαίρεται ή να πονάει, ανεξάρτητα, σχεδόν κρυφά από κείνον, τον ιδεολόγο.
[...]
Έτσι, πίσω απ’ το χρέος της αλληλεγγύης μ’ αυτούς εκεί πάνω, που μόνοι αναχαίτιζαν τον κατακλυσμό της χιτλερικής λάβας, αχτινοβολούσε η αμοιβή του… αγωνιστή: το χρυσαφένιο κορμί της Έμμης, γυμνό και λείο σα γιαπωνέζικη ερωτική κούκλα. Α, πώς μπορούσα, τέτοιος που ήμουν, να γράφω δίχως τύψεις το Μαχητή; Τι άλλο από λόγια, λόγια, δίχως αλήθεια, δίχως ειλικρίνεια ήταν τα κατεβατά που δαχτυλογραφούσα; Κι αν δε φαινόταν με το πρώτο, στο τέλος όμως δε θα μόλευαν την ψυχή του στρατεύματος; Πώς ήταν δυνατό να εμψυχώσουν τους λαϊκούς ήρωες που χρειαζόταν ο αμφίρροπος αυτός πόλεμος για να τελειώσει με νίκη; Εγώ… κι η κούκλα μου! Ανάξιος! Ωστόσο — μια στιγμή! Έπρεπε να βγαίνει το φύλλο; Έπρεπε. Μόνο λοιπόν μ’ ένα σκληρό αγώνα με τον εαυτό μου θ’ αποφεύγονταν οι ζημιές που φοβόμουν. Κι η κούκλα; Ε, ας γυαλίζει μες στο μενεξελί λυκόφως με το αλλόκοτο μειδίαμά της στο κάτω κάτω κανείς δεν τη βλέπει έξω από μένα!
Πηγή: Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες-1: Η Λέσχη, Φιλολογική Επιμέλεια: Χρύσα Προκοπάκη. Αθήνα: Κέδρος 2011 (α' έκδοση 1961).

Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Στρατής Τσίρκας - Ο ύπνος του θεριστή

 

Mπήκε πρώτη, μα τα μάτια της, γεμάτα από τον ήλιο του δρόμου, δε βλέπαν τίποτα. Μια μυρωδιά ζυμαριού και μαραμένων τριαντάφυλλων την έκανε να σκεφτεί πως το σπίτι δε θ΄ αεριζόταν συχνά.

– Έχουν και κουρτίνες, είπε. Βαριές κουρτίνες. Κατά πού πέφτει το μπαλκόνι άραγε;
Προχώρησε ψηλαφώντας τον τοίχο. Σκόνταψε πάνω στο κρεβάτι που της έκοβε το δρόμο και στάθηκε. Τότε κείνος, τελειώνοντας με τα διπλοκλειδώματα της ξώπορτας, πάτησε το κουμπί του ηλεκτρικού και το δωμάτιο φωτίστηκε.
– Δηλαδή, μίλησε πάλι εκείνη, όλο το σπίτι είναι τούτο δω; Το κρεβάτι μόνο του πιάνει όλο το χώρο.
Ο άντρας αποκρίθηκε με μια κίνηση του κεφαλιού, σα να της έλεγε: «Για τη δουλειά που το θένε…». Αμέσως όμως κοκκίνισε και κοίταξε αλλού, ενώ τα χείλη εκεινής παίρναν την έκφραση μιας εύθυμης τρυφερότητας. Διασκέδαζε με τη στεναχώρια του. «Αγόρι μου», του είπε με τα μάτια της. Ύστερα πήγε στις κουρτίνες και με δυο κινήσεις τις τράβηξε. Άνοιξε την τζαμόπορτα και μπήκε ένα δροσερό βουητό. Διαπλάτωσε τα πατζούρια και φάνηκε η θάλασσα, ολοφώτεινη! Ξαφνιάστηκε που τη βρήκε τόσο κοντά, να τους χωρίζει μονάχα η άσφαλτο του δρόμου.
– Τι ωραία που είναι, είπε.
Ήταν μια θάλασσα ρηχή με πυκνά κυματάκια. Ο πρωινός ήλιος τη χρωμάτιζε πράσινη και πάνω της, κάτι γλάροι που λικνίζονταν, μοιάζαν με νούφαρα. «Τόσο κοντά μας… Προσιτή όπως την ευτυχία…» σκέφτηκε και γύρισε να του το πει.
Αυτός στεκόταν πάντα στην ίδια θέση, με το κουρεμένο του κεφάλι, το στρογγυλό και στέρεο και με κείνη τη διπλή χαρακιά στο κούτελο, που ’φερε μαζί του γυρίζοντας. Ήταν σα βράχος μαυρισμένος από τον ήλιο, γυαλιστερός και ρυτιδωμένος.
– Κώστα, του λέει. Να ’ξερες πόσο μετάνιωσα που τότε…
Πέντε χρόνια… «Αν δε σκοτωθεί» έλεγε στην αρχή. Αργότερα: «Αν δεν τον σκοτώσουν». Και στα δύο τελευταία: «Αν δε μου τον πεθάνουν…».
Και να τον σήμερα! Μ’ ακόμα δεν τον είχε φιλήσει.
Μάζεψε τα λουλούδια που ξεραίνονταν πάνω στο μάρμαρο του κομοδίνου και τα πέταξε έξω. Ύστερα έπιασε τα σεντόνια. Ήταν καθαρά, μα πόσο μεγάλα…
– Γιατί δε μου λες τίνος είναι;
– Σου είπα. Ενός φίλου που δεν τον ξέρεις.
– Και μπορούμε να μείνουμε όσο θέμε;
Ο Κώστας με το κεφάλι έκανε νόημα πως «ναι, ό σ ο θέμε».
– Θα πεινάσουμε.
Της έδειξε το πακέτο που βαστούσε.
– Είσαι φοβερός! Τι σ’ έκανε τόσο σίγουρο πως θα ’ρχόμουν; Γιατί να σε περίμενα; Τα χρόνια περνούν…
Το ύφος της, το τάχατε θυμωμένο στην αρχή γίνηκε μελαγχολικό καθώς ζητούσε με τα μάτια έναν καθρέφτη για να κοιταχτεί. Αρκέστηκε ν’ ακουμπήσει τα χέρια της ανάστροφα στους κροτάφους. Έσμιξε τα δάχτυλα πίσω κι ανασήκωσε λίγο τα μαλλιά, σα ν’ αέριζε το σβέρκο της.
– Τα γράμματά σου, της είπε αυτός.
– Α, ναι. Και δε μπορούσα να λέω ψέματα;
– Θα το καταλάβαινα.
Μερικοί γλάροι σηκώθηκαν και πετούσαν όλοι μαζί πάνω απ’ το ίδιο σημείο. Ένας τους όμως τέντωσε τις φτερούγες και γλίστρησε πέρα.
– Είσαι φοβερός, του ξανάπε. Έχεις μιαν ήσυχη δύναμη που δεν την είχες.
– Έζησα, είδα πολλά.
– Μα είσαι ντροπαλός, ενώ δεν ήσουν.
– Σ’ αγαπώ.
Ο γλάρος, που είχε χαθεί, ξαναφάνηκε. Βούτηξε το κεφάλι του με ορμή μες στο νερό, χτύπησε τα φτερά του κι ύστερα υψώθηκε πάλι. Οι άλλοι γλάροι άρχισαν να ξανακαθίζουν.
– Αγόρι μου, είπε η γυναίκα παίρνοντας το κεφάλι του μέσα στις δυο της παλάμες.
Ο Κώστας άνοιξε τα μάτια του και τα ξανάκλεισε μονομιάς γιατί τον θάμπωνε το ηλεκτρικό. Εκείνη, γερμένη από πάνω του, προσπαθούσε με το δάχτυλο να σβήσει τις δυο ρυτίδες που ’χε στο κούτελό του, σα να μπορούσαν να σβήσουν μαζί κι όλα τα δύσκολα χρόνια.
Της το ’πε. Τότε κείνη τον άφησε, πήδηξε χάμω και με γυμνά πόδια πήγε στην μπαλκονόπορτα και μισάνοιξε τα πατζούρια. Ο φωτισμός της κάμαρας άλλαξε.
– Ρίξε πάνω σου κάτι. Σε χτυπά κατάστηθα, της είπε.
Μα δεν ήταν αυτό. Ένας φόβος τον έπιασε, όπως όταν έβλεπε τους εγχειρισμένους συντρόφους να σηκώνονται και να περπατούν μέσα στο θάλαμο κι όλο έτρεμε η ψυχή του μήπως ανοίξει η πληγή τους από κάποιαν απότομη κίνηση.
– Κώστα, είπε εκείνη ξανακλείνοντας τα πατζούρια. Θυμάσαι την ολονυχτία μας του Φλεβάρη;
Έσβησε το ηλεκτρικό και πλάγιασε δίπλα του. Το δωμάτιο φωτιζόταν τώρα μονάχα απέξω, μ’ όσο θαλασσινό φως περνούσε μεσ’ απ’ τις γρίλιες, ασημοπράσινο.
– Θυμάσαι, ξανάπε, το παιχνίδι που παίζαμε για να νικήσουμε τον ύπνο;
– Θυμάμαι την ολονυχτία, της είπε. Και θυμάμαι πως εγώ δε νύσταζα καθόλου. Βασανιζόμουν. Για ποιο παιχνίδι λες;
– Το ξέχασες… Δε θυμάσαι που πιάσαμε να μιλάμε όπως μιλούν οι ήρωες μεσ’ από τα βιβλία; Αν ξαναδοκιμάζαμε, Κώστα;
Παύση.
– Ποια βιβλία, ποια λόγια μπορούν να σε ζωγραφίσουν, όπως σε σήκωνα μέσα μου, πέντε χρόνια, σφιγμένη σα γροθιά, μονάκριβή μου αγάπη; Να σ’ αποδιώχνω και να σε νιώθω πάντα εκεί, σα μια κρυφή πληγή, αξεδίψαστη… Φέρτε μου κείνον τον πολεμιστή, που ντύθηκε την πιο βαριά του αρματωσιά και κίνησε με το μεγάλο του σπαθί να βρει την κόρη π’ αγαπούσε. Και την έσφαξε! Για να μη συνεπαίρνει τα λογικά του, για να μην του θολώνει το βλέμμα. Φέρτε τον και να γονατίσω, να φιλήσω τη σκόνη των ποδημάτων του και να του πω: «Αδελφέ μου, εμαρτύρησες». Να μη γυρίζεις να κοιτάξεις τα τριαντάφυλλα. Να διώχνεις απ’ το νου σου τις μηλιές, μπας και σου ξαναφέρουν πίσω τα χιόνια, τα μονοπάτια του βουνού, τον τάφο του πατέρα και κλάψεις και θυμηθείς τα δάκρυά της. Εσένα, λυγμέ μου κρυστάλλινε, ω Ελένη!
Και κείνη είπε:
– Δεν είναι πιο μεγάλο μαρτύριο από το να ’χεις τάξει το κορμί σου σ’ ένα μελλοθάνατο. Κάθε στιγμή, την κάθε μέρα, να ποθείς τ’ αγκάλιασμά του, να λαχταράς τον πόνο απ’ το δικό του το κορμί, την τρυφερότη του. Αχ, να λες, αυτός ο κόσμος είναι μισερός, τούτη η ζωή θε να ’ναι μια μεγάλη αποτυχία, και το γάλα της μάνας κι οι κούκλες, οι φιλενάδες του σκολειού και τα κρυφομιλήματα, τα καθαρά πρωινά και το νερό το κρύο, η Μυρτιώτισσα, η μουσική, η πλούσια, η κεμπάρικη ψυχή του Μπετόβεν, τα λουλούδια κι η θάλασσα, ω η θάλασσα… Όλα ταύτα θα πάνε χαμένα αν δε γεννήσω ένα παιδί δικό του. Και να μην ξέρεις αν έχει πεθάνει και πότε θα το μάθεις, από γράμμα, από δυο λέξεις στην εφημερίδα ή απ’ το ραδιόφωνο.
Εκείνος τη φίλησε και είπε:
– Δεν είναι πιο μεγάλη ευτυχία από το χωρισμό. Τότε μονάχα καταχτιέται ολάκερη η αγαπημένη. Μαζεύεις, μαζεύεις ό,τι βρίσκεται δικό της στον κόσμο, ακόμα και μια λάμψη απ’ το νυχάκι της. Μαζεύεις τους ανασασμούς, τα παραμιλητά της, και χτίζεις. Τι τέχνη χρειάζεται για να βρεις το χρώμα, το ψηφίδι που θ’ αποτελειώσει μια λεπτομέρεια. Μες στο στρατόπεδο είχαμε κάποιον. Στάθηκες η πρώτη του αγάπη. Ω, δεν τον ξέρεις. Ήταν τόσο άτολμος. Ποτέ δε σου μίλησε. Αν τύχαινε να περιμένετε το ίδιο τραμ, αυτός τ’ άφηνε κι έπαιρνε το επόμενο. Τώρα είναι παντρεμένος, με παιδιά. Και μόλο που με περνούσε στα χρόνια, ήταν αδύνατος άνθρωπος, είχε ανάγκη ν’ ακουμπάει πάνω σε κάποιον. Καθόμαστε τα βράδια, έξω έξω, τάχατε πως δεν υπάρχουν συρματοπλέγματα, και μιλούσαμε για σένα.
Και κείνη είπε:
– Τι παράξενο, εκείνος ο πολεμιστής να σφάξει την αγαπημένη του για να μπορεί να πολεμά καλύτερα και κατόπι να παρακαλά να του την ξαναζωντανέψει ένας ξένος, και να μη ζηλεύει.
Και κείνος είπε:
– Δεν είναι μια φορά που την έσφαξε ο πολεμιστής, την Ελένη. Τη σκότωνε κάθε μέρα και κείνη ανασταινόταν μεσ’ από της καρδιάς του το δάκρυ. Κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Αυτό ήτανε το μαρτύριο, αυτός ήτανε ο παράδεισός του. Όχι, δε ζήλευε.
Και κείνη είπε:
– Είναι φριχτό να νιώθεις ξένη ανάμεσα στους δικούς του. Ν’ αποζητάς τη συντροφιά τους, να πηγαίνεις στο λυπημένο σπίτι τους και να ’σαι σα ζητιάνα, απροσκάλεστη. Και κείνοι να μη σε διώχνουν, να σου χαμογελάνε κιόλας, με κείνο το χαμόγελο που δεν το ξέραν οι άνθρωποι πριν από τούτο τον πόλεμο, τόσο σοφό, τόσο γλυκό και τόσο πικραμένο. Κι όμως να ’ναι σα να σου λεν: Τ’ είναι ο δικός σου ο καημός για μια ψυχή, για έναν άνθρωπο. Αυτοί καήκανε για ένα λαό, για μια πατρίδα.
Και κείνος είπε:
– Στην κορυφή του χειμώνα και της ερημιάς σε βρήκα πάντα να στέκεσαι ολόρθη, μονάκριβή μου Άνοιξη. Είδα να φυτρώνουν στις πετραδιασμένες αμμουδιές της Λιβύης οι ανεμώνες του Απρίλη, κόκκινες, κίτρινες, μαβιές. Ήσουν εσύ ντυμένη με βαλκανικό κεντηδιασμένο πουκαμισάκι και κόκκινη φούστα. Κι είδα τους δεσμοφύλακές μας να ραντίζουν τα λουλούδια με πετρέλαιο και να τα καίνε. Είδα τη νοσταλγία της πατρίδας να σαλεύει τα λογικά των ανθρώπων κι άκουσα με τούτα μου τ’ αυτιά, μια νύχτα στο τσαντήρι μας, το παραμιλητό δυο συντρόφων, που μέσα στον ύπνο τους συζητούσαν πώς να πάνε πέρα κολυμπώντας, ως έξω απ’ το Τομπρούκ, και να βουτήξουν, λέει, και με τις πλάτες τους να βγάλουν πάνω στα κύματα το βουλιαγμένο θωρηχτό το «Μπάρχαμ», να τ’ αρματώσουν κι από κει να τραβήξουν γραμμή να λευτερώσουν τον Περαί-… Όχι, το Θιάκι πρώτα, του ’λεγε ο άλλος. Άκουσα χιλιάδες ανθρώπους να ξορκίζουν την τρέλα τραγουδώντας λόγια που μιλούσαν για κόκαλα.
Και κείνη είπε:
– Ω, σώπα, με πονά η καρδιά μου. Στη μέρα τη σημερινή ταιριάζουν τέτοια επιθαλάμια;…
Και κείνος είπε:
– Είδα την άκαρδη φυλή να ξεγυμνώνεται κι ήπια ποτήρι πάνω στο ποτήρι το πιοτό της γνώσης, όλο πίκρα, όλο φωτιά, όλο λύπηση. Είδα τους δεσμοφύλακές μας να σκοτώνουν με μια σφαίρα τον Νταβέλη, το μόνο σκυλί που απόμενε μέσα στο σύρμα, για να φάει σαν ψώρα τις παλάμες μας η δίψα του χαδιού.
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
μεσ’ απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές,
σμίγοντας θύμηση κι επιθυμία…
Έτσι τραγούδησε ο Έλιοτ. Μα έρημη Χώρα είναι η καρδιά κάθε δυνάστη. Σ΄ όλα τα σταυροδρόμια της Μέσης Ανατολής, σ’ όλα τα μονοπάτια της Ερήμου, είχανε στήσει πινακίδες: «Μη σπαταλάτε – Dont Waste». Κι η κρύα φυλή έσβηνε παντού τις μισές, για να παίξει: Waste… Waste… Waste… The Waste Land! Είδα τη μάσκα της ανήμπορης λύσσας όταν εκδικιέται με τη σπατάλη… Είδα να σκάβουν μικρούς λάκκους στην άμμο, ν’ αδειάζουν μέσα τα δοχεία της μπενζίνας και να βάζουν φωτιά για να ψήσουν το τσάι τους. Κι αφήναν τα δοχεία γερμένα ν’ αδειάζουν, να πίνει η άμμο την υγρή δύναμη. Είδα την άμμο να πίνει τον ιδρώτα που έτρεχε από τα κορμιά των συντρόφων μου όταν κουβαλούσαν πέτρες από τον ένα σωρό στον άλλο κι ύστερα τις ξανακουβαλούσαν πίσω. Και την είδα να πίνει με την ίδια δίψα, την αντρίκεια τρυφερότη τους, όταν τρελοί από μοναξιά, ξεσηκωμένοι ενάντια στο σκληρό γραμμένο, τη σπέρναν κρυφά και φοβισμένα, προσφορά σε κάποια γυναίκα που μπορεί και να μην τους γνώριζε. Τόση δύναμη, τόση δουλειά, τόσος έρωτας…
– Σώπα, σώπα, Κώστα. Φτάνει, του λέει και του κλείνει το στόμα με το χέρι της.
– Γιατί;
– Γιατί δε μιλάς πια όπως τα βιβλία. Μιλάς σαν τις εφημερίδες.
Και κείνος είπε:
– Είναι χρόνια τώρα που θέλω να γράψω ένα ωραίο βιβλίο. Ένα βιβλίο με δέντρα, μ’ ένα ψαράδικο λιμανάκι κι ένα μεγάλο έρωτα. Να ’ναι μια κόρη που να τη φωνάζουν ’Ιγγεμποργκ κι άλλη μια, η Μονάκριβη. Τα λόγια, γεμάτα και ήρεμα σαν ποτάμι, να φεγγίζουν μεσ’ από τις γραμμές του χρυσαφένια, όπως το ηλιοβασίλεμα πίσω απ’ τα λιόδεντρα και τα πεύκα. Να τελειώσω το βιβλίο και να μη μου κάνει καρδιά να τ’ αφήσω, μόνο να κάθομαι να γράφω άλλες δυο σελίδες, με κυρτά των δέκα λευκά, έτσι για να μείνω ακόμα λίγο με τη συντροφιά των ηρώων μου. Θέλω να γράψω ένα βιβλίο λυπητερό που να κάνει ευτυχισμένους όσους το διαβάζουν. Μα είναι τούτη η κατάρα της εποχής μας, που μου πατάει το σβέρκο και μου κολλά το πρόσωπο πάνω στη δυστυχία των ανθρώπων, πάνω στις ανοιχτές πληγές, στη λάσπη και τον κοριό. Και σκληράθηκαν όλα: η φωνή, τα δάχτυλα κι η καρδιά μου. Κι ο Απρίλης με τις πασχαλιές, γίνηκε ο μήνας ο σκληρός. Τον βλέπω σαν ξερή πέτρα να βουλιάζει σε μιαν άγονη και πυρωμένη αμμοθάλασσα. Και γύρω από την πέτρα είναι τσακάλια κι ακρίδες και σκορπιοί και σκολόπεντρες και φίδια και γεράκια. Είναι και τα κίτρινα κόκαλα της εξορίας και της μοναξιάς. Τον Απρίλη γευτήκαμε το φαρμάκι της προδομένης φιλίας. Γι’ αυτό είναι και πιο σκληρός.
Ξύπνησε απ’ το θόρυβο που ’κανε η Ελένη καθώς ξανάκλεινε τη μπαλκονόπορτα.
– Μου φάνηκε πως κάποιος φώναζε «Κώστα, Κώστα», του λέει. Μα δεν ήταν κανείς. Μόνο το σκοτάδι. Θα ’ταν η θάλασσα.
Ο Κώστας της χαμογέλασε.
– Τον πήρα λιγάκι, είπε. Είδα και όνειρο. Ήταν σαν ένα λυρικό παραλήρημα, σα να ονειροπολούσα μέσα στ’ όνειρό μου. Έτσι που είμαστε πλαγιασμένοι στα σεντόνια, έλεγα, να ’ταν, ψυχή μου, αμπελόφυλλα, να μας τύλιγαν· κάποιος να μας κρεμούσε στην κληματαριά της θάλασσας και να μας έψηνε το φως του φεγγαριού· να γινόμαστε κρασί γαλάζιο, να το ’πινες, να μεθούσες και να θυμόσουν την αγάπη σου και να ’κλαιγες· να ’κλαιγες μαργαριτάρια, να τα μάζευα, να τα πουλούσα στην αγορά, για να σε τρέφω!
– Ωχώ, να με τρέφεις ε; Λύθηκε επιτέλους η γλώσσα σου, αγάπη μου.
– Είναι η ποίηση. Όλα τα χρόνια του πολέμου την έπνιγα μέσα μου.
Δαμάζομουν. Με το γόνατο
πατούσα το λαρύγγι της ποίησής μου
σαν το Μαγιακόφσκι. Σήμερα στ’ αλήθεια νιώθω πως είναι η πρώτη μέρα που αποστρατεύθηκα. Ω, θα σε κάνω ευτυχισμένη.
Η Ελένη ανατρίχιασε:
– Φοβάμαι, του λέει. Φοβάμαι τον άνθρωπο που ήσουν αυτά τα πέντε χρόνια. Φοβάμαι πως ποτέ δε θα μπορέσω να τα ζήσω από μέσα σου. Πώς να περάσω τόσες ερημιές, τόσες πικρίες. Είναι πέντε χρόνια που μου λείπουν από τη ζωή σου. Εσύ ψηνόσουν στο λιοπύρι της ερήμου και μένα με πασπάλιζε η ασημόσκονη του φεγγαριού. Πε μου, μπορείς να μου ξηγήσεις τι γίνηκε κει πέρα; Την ουσία θέλω, τι κέρδισαν οι άνθρωποι;
– Θα σου πω για τον Αντώνη, το «σύνδεσμο»: Ύστερ’ απ’ το Λίβανο, έπρεπε κάποιος να μας φέρει την «καινούρια γραμμή» σε μας που βρισκόμασταν απομονωμένοι μεσα στα σύρματα. «Θα πάω εγώ», είπε ο Αντώνης. Ήταν ένα Καριωτάκι, είκοσι πέντε χρονώ. Είχε εφτά πληγές από τ’ Αλβανικό και μάτια γαλανά που σε σφάζανε. Κι έκανε το δρόμο ίσαμε το Γιαντζούρ, πέρασε όλη την έρημο, με τα πόδια. Όλη τη Λιβυκή και τη μισή Κυρηναϊκή. Τρεις μήνες περπατούσε κι όταν έφτασε, κανένας από μας δεν ήθελε να τον πιστέψει. Και το χειρότερο: τη γραμμή την είχαμε βρει μονάχοι μας ακούοντας ραδιόφωνο. Τότε όμως είχε αλλάξει η κατάσταση και χρειαζόταν πάλι σύνδεση. Ο Αντώνης σηκώθηκε: «Θα πάω εγώ» είπε κι έφυγε. Και πια δεν ξαναφάνηκε. Πουθενά. Μπορεί να τον σκότωσαν, μπορεί να πέθανε απ’ τη δίψα, μπορεί να ξύλιασε απ’ το κρύο και να τον φάγαν τα τσακάλια.
– Τον φαντάζομαι, λέει η Ελένη, ολομόναχο να περνά τη Λιβυκή. Χωρίς καμιά συντροφιά να τον εμψυχώνει, μόνο εκείνος κι η σκιά του, κι η δίψα του. Να κρύβεται από τους ανθρώπους. Να περνά μεσ’ από τ’ αγγλικά φυλάκια, τα στρατόπεδα των αιχμαλώτων, τα ναρκοπέδια, τρεις μήνες! Η πίστη που οδηγούσε τα βήματά του έχει κάτι το φοβερό. Πώς θα μπορούσε ο άνθρωπος αυτός να χωρέσει ξανά μέσα σ΄ ένα σπίτι, ν’ ανοίξει τη βρύση, να καθίσει στο τραπέζι και να κόψει ψωμί;
– Μπορούσε. Όχι μονάχα αυτός μα και όλοι τους. Όμως τώρα που γύρισαν θαρρείς πως τους χωρά κανένα σπίτι; Είναι σαν τον Αντώνη, το «σύνδεσμο». «Θα πάω εγώ» λένε και θέλουν να παλέψουν με τη Μοίρα για δεύτερη φορά. Το χρέος τους το κάμανε, μόνο να, η δουλειά δεν τελειώνει, κατάλαβες; Πρέπει να ξαναπεράσουν την έρημο.
– Μα τότες εγώ έχω δίκιο. Το σπίτι δεν τους χωρά.
– Τους χωρά, τους χωρούσε και τότε ακόμα, κάθε μέρα. Είχα ένα φίλο, Μιχάλη. Έτυχε να μας παν έξω από τη Μπεγκάζη, τότε που μας δώσαν να φυλάγουμε αιχμαλώτους. Στη Μπεγκάζη, πρέπει να σου πω, κατοικούσαν καμιά τριανταριά ελληνικές οικογένειες. Ένα μεσημέρι, σ’ ένα πάρκο, ο Μιχάλης έπιασε παρέα μ’ ένα παιδάκι ως πέντε χρονώ, που μιλούσε ελληνικά. Πιο κάτω καθόταν η μάνα του. Κάποτε τέντωσε τέντωσε τ’ αυτί της και πήρε τα ρωμέικά τους. Χίμηξε πάνω στο παιδί της να το φάει: «Δε σου ’πα να μη μιλάς μ’ α υ τ ο ύ ς ; » . Το ’δειρε κι ύστερα το φυλάκισε μέσα στα σκέλια της. «Σηκώθηκα κι έφυγα», μου ’λεγε ο Μιχάλης μ’ ένα πικραμένο χαμόγελο, «και το βράδυ, στη φρουρά, μου ξανάρθανε όλα τούτα στο νου. Κοίταξε, λέω, ποιος ξέρει τι να λένε των παιδιών για μας. Μα τι, ψωριάρικα σκυλιά είμαστε πια για να μη μας ζυγώνουν; Και κει στα σκοτεινά, που δε μ’ έβλεπε κανείς, άφησα τα δάκρυά μου και τρέχαν».
– Ω, ναι. Όταν εύρεις το δρόμο των δακρύων τότε το σπίτι δεν είναι πολύ μακριά.
– Μα και τ’ αντίστροφο. Πρέπει να βγεις από το σπίτι σου για να βρεις το δρόμο των δακρύων. Και δεν είναι όλοι οι δρόμοι τόσο απλοί. Είναι δρόμοι που απ’ αλλού ξεκινούν κι αλλού σε βγάζουν. Όταν μας αναγκάσανε ν’ αφήσουμε το καράβι μας, ο Πλαούδας, ο παλαιοημερολογίτης, πήγε και ξεκάρφωσε το κόνισμα τ’ Αι-Νικόλα και το ’βαλε στο σάκο του. Για να μας φυλάει, λέει, εκεί που πηγαίναμε. Στο σύρμα πια, ένα πρωί, τον είδα καθισμένο κατάχαμα σταυροπόδι και κάτι μαστόρευε. – Κώστα, για κοίτα, μου λέει και μου κλείνει το μάτι. – Τι είναι, μωρέ Πλαούδα, τον ρωτώ. – Να, κοίτα μονάχος σου, μου λέει κι ήταν όλο καμάρι. Σκύβω: Έίχε κόψει λουρίδες λουρίδες το κόνισμα τ’ Αι-Νικόλα και το ’φτιαχνε χάρακες. Ήταν λίγες μέρες που στον κλωβό μας είχαμε αρχίσει μαθήματα Γεωμετρίας και δεν είχαμε χάρακες.
– Τι έξυπνα που κάνεις τη δουλειά σου. Να σε παρομοιάσω με το Χριστό και τις παραβολές του ή με τη Χαλιμά και τα παραμύθια της; – Αχ, αλήθεια, θα ’χουμε και μεις ακόμα χίλιες νύχτες ολοδικές μας; – Μα ξέρεις, πιο πολύ μου θυμίζεις τους ναυτικούς που σταμπάρουν πάνω στο πετσί τους κι από μια γοργόνα, ένα λουλούδι, ένα όνομα σε κάθε λιμάνι που…
Ο Κώστας πήγε ν’ απαντήσει μα η Ελένη του ’κλεισε το στόμα. Τέντωσε τ’ αυτί της:
– Ακούω πατήματα στη σκάλα, να, βάζουν το κλειδί στην ξώπορτα. Τώρα;
Ο Κώστας σηκώθηκε μονομιάς, έριξε κάτι πάνω του.
– Σκεπάσου, της είπε. Πάω να δω.
Ακούστηκε η πόρτα ν’ ανοίγει, κάποιος μπήκε και την ξανασφάλιξε πίσω του.
– Γεια σου, τι τρέχει; του είπε ο Κώστας.
Ύστερα συνεχίσανε ψιθυριστά. Σε λίγο ο άλλος έφυγε. Ο Κώστας φάνηκε ξανά, ήρεμος μα κλειστός. Σα βράχος γυαλιστερός και ρυτιδωμένος.
– Πρέπει να φύγω αμέσως, της είπε κι έπιασε να ντύνεται γρήγορα.
– Μα ποιος ήταν; Δε μπορούσαν να περιμένουν ίσαμε αύριο;
– Κάποιος που δεν ξέρεις. Ευτυχώς που με βρήκαν εύκολα. Δεν έχω καιρό να σε περιμένω. Θα γυρίσεις μόνη σου. Ντύσου, σβήσε το φως και σύρε πίσω σου την ξώπορτα. Δε χρειάζεται κλείδωμα. Αν κάνεις γρήγορα, ίσως προφτάσεις το τελευταίο λεωφορείο.
– That’ s the way the world ends… είπε κείνη ειρωνικά. Καβαλιέρος να σου πετύχει… Τι ώρα θα σε δω αύριο;
Ο Κώστας έβαζε τη γραβάτα του. Ήρθε κοντά της και την κοίταξε μέσα στα μάτια, ήσυχα, μ’ ένα φως παράξενο που ερχόταν από μέσα βαθιά.
– Δε θα με δεις αύριο, ούτε μεθαύριο, Ελένη, κατάλαβέ με: Π ρ έ π ε ι ν α ξ α ν α π ε ρ ά σ ω τ η ν έ ρ η μ ο .
– Κώστα, είπε κείνη και με μια κίνηση έκανε τα μαλλιά της πίσω, στη γυμνή πλάτη. Ύστερα σάμπως ξαφνικά να κατάλαβε, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, το κορμί της ζάρωσε. Τα μάτια της άνοιξαν γεμάτα τρόμο.
– Κώστα, ξανάπε. Άλλα πέντε χρόνια; Μα τώρα…
Το χέρι με τα βαμμένα νύχια πίεζε τη γυμνή κοιλιά, σα να σκιρτούσε κιόλας εκεί μέσα η νέα ζωή.
– Γιατί το λες αυτό; Δεν ξέρω πόσο θα λείψω, όμως…
– Πάρε με μαζί σου, λοιπόν.
– Αδύνατο!
Με τον τρόπο που το ’πε, η Ελένη κατάλαβε πόση απόσταση τους χώριζε ακόμη. Είχε πάλι φύγει από κοντά της. Είχε ξανασφαλίσει ολόκληρος. Τα μάτια του κοιτούσαν μακριά, εξιχνιάζαν τον ορίζοντα της ερήμου.
– Κώστα, αχ Κώστα, δεν έπρεπε να με σφάξεις! Έπρεπε να με βαφτίσεις στα δικά σου νερά. Τώρα, ξέρω πως δε μπορείς να κάνεις αλλιώς, όμως δε σε καταλαβαίνω, δεν καταλαβαίνω τίποτα.
– Το ξέρω. Φταίω κι εγώ, μα ήρθαν όλα τόσο βιαστικά. Ποτέ μου δεν πίστευα…
– Κι εγώ που έλεγα πως η ευτυχία γίνηκε προσιτή, σαν τη θάλασσα. Ναι, σαν τη θάλασσα: έρχεται και φεύγει.
Ελύγισε στα δυο, έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες της και ξέσπασε σε λυγμούς.
Ο Κώστας στάθηκε από πάνω της μια στιγμή. «Αγάπη μου» της είπε. Άπλωσε το χέρι, μα πριν την αγγίξει το τράβηξε πίσω, έκανε μεταβολή κι έφυγε.
Όσο κατέβαινε τη σκάλα άκουε τους λυγμούς. Όταν βγήκε από το σπίτι οι φωνές της θάλασσας τα σκέπασαν όλα.
– Πάμε, είπε στον άλλο που περίμενε.
Περπατούσε και μπροστά του ήταν το σκοτάδι. Μα πέρα απ’ το σκοτάδι η ματιά του έψαχνε κι αναμετρούσε το σκληρό, το μακρύ μόχθο που τους περίμενε. Θυμήθηκε ένα συνάδελφό του, αγρότη από τον κάμπο της Θράκης: «’Οταν είναι θέρος, του έλεγε, κι οι θεριστάδες, κοντά στο μεσημέρι, είναι αποσταμένοι πια από τον κάματο και τη ζέστη, στήνουν δυο δεμάτια εκεί που δουλεύουν, ξαπλώνουν και, στη μικρή τους σκιά, βάζουν το κεφάλι τους. Παίρνουν ένα υπνάκο για δυο τρία λεπτά κι ύστερα πάλι σηκώνονται και ρίχνονται στη δουλειά. Έχουν να πουν πως αυτός ο ύπνος, ο τόσο σύντομος, είναι κι ο πιο γλυκός. Είναι ο ύπνος του θεριστή…». Κι εγώ που θάρρεψα πως «αποστρατεύτηκα»! Καημένη Ελένη… Μήτε μια μέρα καλά καλά. Έντεκα ώρες για τα πέντε χρόνια της αγωνίας. Κι άλλα πόσα ίσαμε να τελειώσει το θέρισμα;
Σα να ’ταν ο κάμπος μπροστά του, ο Κώστας στήλωνε τα μάτια μες στο σκοτάδι για να δει την άκρη του. Ο άλλος άρχισε επιτέλους να του μιλά. Η Ελένη και το δωμάτιο με το μεγάλο κρεβάτι και τη μυρωδιά των μαραμένων τριαντάφυλλων, μείναν πίσω πολύ, στα πόδια της θάλασσας. Τώρα οι δυο άντρες βάδιζαν μέσα στον κάμπο με τα τραχιά χώματα και τον αδυσώπητο ήλιο.

(1947)
Πηγή: Τα διηγήματα, εκδόσεις Κέδρος.

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Στρατής Τσίρκας- «Ακυβέρνητες πολιτείες – Η λέσχη»


Από τη μέρα που έπαψα τις σχέσεις με τι κομμένες κεφαλές (τις ακούω μόνο μέσα στον ξυπνό εφιάλτη μου) είμαι σαν πελαγωμένος. Ομολογώ πως δεν το περίμενα. Πασχίζω από κάπου να πιαστώ. Η ζωή μου σκόρπισε σαν τα κεχλιμπάρια που τους κόπηκε η κλωστή. Δεν έχει συνοχή μήτε βάρος. Άλλοτε σκέψεις και πράξεις περπατούσαν μαζί, για τον ίδιο στόχο. Ζούσα γυρισμένος το μέσα έξω, αυτό ναι, αλλά ήμουν εγώ, το ήξερα. Από πού ερχόμουν και πού πήγαινα, το ήξερα. Δεν είχα ψευδαισθήσεις. Ήμουν σαν πετραδάκι μέσα σ’ ένα μωσαϊκό «εν τω γίγνεσθαι». Αυτό μου θυμίζει το λόγο που μου πέταξε μια «κομμένη κεφαλή» όταν σηκώθηκα να φύγω: «Από δω και πέρα είσαι ένα σκατωμένο πετραδάκι». Πού είναι το σωστό; Κι αφού έχω δίκιο γιατί να νιώθω σα…

Τώρα η θετική πλευρά. Ίσως να μην είναι παρά τ’ αποτέλεσμα μιας πολυτέλειας, αφού έχω όλο τον καιρό για να σκαλίζω και να βαθαίνω. Πάντως, μένοντας μόνος, ξαναβρήκα τον άνθρωπο· νιώθω πιο ζωντανά τη δυστυχία, τους τρόμους, τις μικρές χαρές του. Όταν ζεις ομαδικά, θες δε θες, συμμερίζεσαι τους ενθουσιασμούς και τις αδιαλλαξίες των συντρόφων σου. Βλέπεις με πολλά μάτια· αλλά βλέπεις μάζες, επιφάνειες. Οι αποχρώσεις σου διαφεύγουν. Λες: ο εχθρός, οι σύμμαχοι… Συγκεκριμένα όμως; Στάσου και σ’ έπιασα! Κι οι «κομμένες κεφαλές», η «γκιόσα». Πως ξοφλάς έτσι, μ’ ένα χαρακτηρισμό; Βάλτο αυτό στην άκρη να το ξεκαθαρίσεις.

Δεν αποκλείεται, το πελάγωμα μου να είναι το είδος νευρασθένειας, μια συνέπεια της απομόνωσης. Αν βρισκόμουν, έστω και παράνομος, στην Αθήνα ή στο βουνό με τους αντάρτες, θα πάθαινα το ίδιο; Ή μήπως φταίει το σπίτι με την παράξενη ατμόσφαιρα; Τόσοι άνθρωποι, ναυάγια της καταιγίδας που σαρώνει τον κόσμο, κι αντίς η δυστυχία να τους σμίγει, τους χωρίζει. Λες κι ο καθένας τους φοβάται μην κολλήσει από τον άλλον αρρώστια πιο βαριά απ’ αυτή που τον λιώνει. Ένας διάδρομος είναι, κάμαρες από δω, κάμαρες από κει. Οι πόρτες τους μονόφυλλες· όταν είναι ανοιχτές ο γείτονας βλέπει και την πιο κρυφή γωνιά. Τώρα που πιάσαν οι ζέστες τις ανοίγουν συχνά. Κι όμως καθένας τους ζει τυλιγμένος μέσα σ’ ένα κύλινδρο μοναξιάς. Όπου πάνε περπατάει μαζί τους. Ο χιτώνας του Νέσσου.

Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες πολιτείες – Η λέσχη, σσ. 26-27.

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Στρατής Τσίρκας- Η χαμένη άνοιξη (απόσπασμα)

Κι όταν μπήκε για καλά το πρωινό κι ο ήλιος έπιασε να καίει, ο Σωτήρης ετοιμάστηκε για την τελευταία του κατοικία. Το μοιρολόι της μάνας ακούστηκε πιο γοερό κι οργισμένο. Η μνηστή του, ντυμένη πάντοτε στ’ άσπρα, έκλαιε τώρα σπαραχτικά. Είκοσι πέντε χιλιάδες συγκεντρωμένες από νωρίς στον Κολωνό, ξέσπασαν σ’ ένα πανδαιμόνιο από ζητωκραυγές, χειροκροτήματα, ιαχές, και κατάρες, όταν φάνηκε στο κατώφλι το λείψανο. Σημαίες και λάβαρα υψώνονται, γέρνουν απ’ εδώ κι απ’ εκεί, μπρος και πίσω, πάνω απ’ τα κεφάλια του ξέφρενου πλήθους.

-Ο Σωτήρης ζει!

Ένα δάσος από χέρια πασχίζει ν’ αγγίξει για τελευταία φορά το φέρετρο. Το πλήθος βογκά, θάλασσα φουρτουνιασμένη από σηκωμένες γροθιές, η κατάσταση κινδυνεύει να ξεφύγει, ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Θα χρειαστούν πολλές προσπάθειες των υπεύθυνων και ψυχραιμία, για να κοπάσει η τρικυμία και να μπει κάποια τάξη. Επιτέλους σχηματίζεται η πομπή.

Προπορεύεται η σημαία του 114, το Κεντρικό Συμβούλιο των Λαμπράκηδων με τον Μίκη Θεοδωράκη επικεφαλής, αντιπροσωπείες της νεολαίας, πολιτικοί. Πίσω από το νεκρό οι συγγενείς του κι ύστερα η Αθήνα ολόκληρη… Άξαφνα μια μεγάλη ομάδα από νέους και νέες, αγκαλιασμένοι μέσα στο πλήθος αρχίζει να τραγουδά. Δεν πιάνω ακόμη τα λόγια. Μα σε λίγο ξεχωρίζω:

Σωτήρη Πέτρουλα
Αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά.

-Είναι το καινούριο του Μίκη, μου λέει η Ματθίλδη, που έχει ξαναγυρίσει και μου πιάνει το χέρι. Ν’ ακούσεις τον Τάκη τον Μπενά, να διηγείται πώς γράφτηκε… Τη νύχτα, στα γραφεία της ΔΝΛ, αυτοί να συζητούν, μες στους καπνούς των τσιγάρων, και να προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα της κηδείας, κι ο Μίκης κάτι να γράφει βιαστικά σ’ ένα χαρτί, αλλοπαρμένος:

«-Το λόγο έχει ο πρόεδρος, λέει κάπως έντονα ο Τάκης.
-Το λόγο έχει το τραγούδι αποκρίνεται ο Μίκης, ακούστε:

Σωτήρη Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η Λευτεριά».

Η πομπή περνάει από την οδό Λένορμαν, από την πλατεία Μεταξουργείου, τη λεωφόρο Αχιλλέως, την Αγίου Κωνσταντίνου:

Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το Λαό σου, οδήγα μας μπροστά.

Είδα χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες Λαού, να στριμώχνονται στα πεζοδρόμια, στα παράθυρα και τους εξώστες, και τα λουλούδια να πέφτουν βροχή κι είδα τη λαοθάλασσα που ακολουθούσε κι άκουσα τα συνθήματα και κατάλαβα πως αυτή δεν ήταν κηδεία, ήταν μια γιγάντια διαδήλωση, σε πάθος και σε όγκο, η τελευταία διαδήλωση του Σωτήρη:

Μάρτυρες, ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια σου
μας καλούνε.

Κι όταν είδα στην πλατεία Ομονοίας τους οικοδόμους με ξεγυμνωμένα στήθη να σταματούν τη νεκροφόρα και να σηκώνουν στα χέρια τους το φέρετρο, είπα μέσα μου πως απ’ εδώ αρχίζει πια η αποθέωση. Κι όταν είδα τον πατέρα τού ήρωα, που τον είχαν σηκώσει στα χέρια οι φίλοι του παιδιού του, να βαστάει στ’ αριστερό ένα μπουκέτο κόκκινες γλαδιόλες και στο δεξί μια τσαλακωμένη φωτογραφία, να τη σφίγγει πάνω στο στήθος του και να τη δείχνει στα πλήθη, που χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν, όχι, δεν έκλαιγαν και δε θρηνούσαν, και τον άκουσα να λέει: «Αδέρφια του παιδιού μου… Ο Σωτήρης ζει… Αγωνισθείτε για το ξερίζωμα του φασισμού… Ο Σωτήρης μου γι’ αυτό θυσιάστηκε… Δε θέλω να κλαίτε… Εμπρός στον αγώνα για τη Δημοκρατία…».

Έτσι με συνεπήρε και μένα το παραλήρημα του κόσμου και πίστεψα μαζί με τον πατέρα του, και πίστεψα μαζί με τον κόσμο, πως ο Σωτήρης δεν πέθανε. Κι όταν στην οδό Σταδίου, στο σημείο, που όπως θα πει σε λίγο ο Μίκης, οι εχθροί επισήμαναν, απομόνωσαν και σκότωσαν το γελαστό παιδί, τα πλήθη αυθόρμητα παραμέριζαν, αφήνοντας στην άσφαλτο και το πεζοδρόμιο ένα κενό… Τι κενό; Ένα λοφίσκο από κόκκινα γαρίφαλα και τριαντάφυλλα, που ψήλωνε από στιγμή σε στιγμή:

…τα γαλάζια μάτια σου
μας καλούνε.

Κι όταν εμπρός στη Μητρόπολη, μέσα στην έντονη μυρωδιά της φρεσκοκομμένης δάφνης και το τραγούδι που αναθεμάτιζε αυτούς που σκότωσαν το Σωτήρη, είδα να έρχονται οι ανάπηροι της Εθνικής Αντίστασης, με τα στεφάνια και τις σημαίες τους, είδα το Γλέζο, είδα τον Ηλιού, είδα το Βάρναλη, είδα τον Παπανδρέου και τους άλλους υπουργούς της Ε.Κ. κι αντιλαλήσαν τα συνθήματα:
-Ενότητα.
– Ο στρατός με το λαό.
γονάτισα κι εγώ μέσα στο δρόμο και σα μικρό παιδί που πρωτοπάει σχολειό συλλάβιζα σ’ ένα πανώ:

ΚΙ ΑΝ ΕINΑΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΑΦΝΗ.
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΝΕΙΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ.

Και είπα μέσα μου: «Εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίοι τον ανακήρυξαν ήρωα κι αθάνατος θα μένει». Κι όταν, μέσα από διπλή, ατέλειωτη σειρά στεφάνια και βουνά λουλούδια, εμπρός στον ανοιχτό τάφο, άκουσα το Μίκη, ν’ αποχαιρετά το πρώτο παλικάρι της Σπουδάζουσας Νεολαίας. «Όλος ο μάρτυρας λαός μας σ’ ακολουθεί. Ολόκληρη η Δημοκρατική Νεολαία της πατρίδας μου σε λατρεύει, σε θαυμάζει, σε ζηλεύει, θέλει να σου μοιάσει» και να ορκίζεται πως η πρωτοπόρα γενιά των Λαμπράκηδων θα φέρει στην Ελλάδα τη Μεγάλη Άνοιξη, είπα μέσα μου: «Και γιατί όχι; Κι αν χάθηκε μια άνοιξη, στο χέρι τους είναι να την ξαναφέρουν ακόμη πιο μεγάλη και λαμπρή. Ο Σωτήρης ζει. Ο παλμός της ζωής του μεταπλάστηκε σ’ ενέργεια, γίνηκε κινητήρια δύναμη, που εμψυχώνει κι ενθουσιάζει κι εμπνέει και οδηγεί. Ευλογημένοι όσοι στα μαρμαρένια αλώνια νικούν το Χάρο, όπως ο Σωτήρης Πέτρουλας».

 Στρατής Τσίρκας «Η χαμένη άνοιξη» (1976).

Πηγή:https://sarantakos.wordpress.com/2015/07/19/xamenianoiksi/

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Στρατής Τσίρκας, Η Νυχτερίδα (απόσπασμα)


Μα το χλωρό παράδεισο των παιδικών ερώτων, τον ξαναφέρνουν άραγε παράπονα και δάκρια;

Κι ύστερα; Μηδέν. Εκεί σταμάτησε η προσπάθεια, η μόνη, να μεταφράσεις κάτι που νόμιζες, που νομίζεις ακόμα, πως αντιλαλεί με τ’ αναφιλητά μιας χαμένης αθωότητας. Τί σε σταμάτησε; Η γεύση του μάταιου; Ήταν στυφό να ξαναζείς με το μυαλό αυτό που δε γινόταν πια να νιώσεις με τα δάχτυλα. Ένα σπουργίτι, ζεστό μέσα στην ιδρωμένη παλάμη και λίγο τρεμουλιάρικο, βαθιά κάτω από τη μαύρη φανέλλα της παράδοξης μεταμφίεσης. Τα νυχτοπούλια κράζαν αθέατα πότε δω πότε εκεί, κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό. Η καρδιά της, το άγριο ποδοβολητό, το κυνηγητό, που την παράδοσε ξεπνοϊσμένη μέσα στο σκοτάδι, ν’ αντιστέκεται, να σε τραβάει πάνω της κι αμέσως να σε σπρώχνει πίσω. Κι εσύ, παιδί, αδέξιος. Κι εκείνη να τινάζεται, να ξεσπάει σε κάθε κρωξιά.

Και τώρα τί· με την πέννα στο χέρι μέσα στο έρημο σπίτι σου· τί σκαλίζεις, τί σκάβεις, πού γυρεύεις να βγεις; Όλα εδώ, είπες· εδώ πληρώνονται. Σάματις αυτός ο έσχατος εξευτελισμός του Τόνη να σε παρηγορεί γιατί πολύ πόνεσες, γιατί πολύ τον ζήλεψες. Και είναι δίκαιο να ρωτιέσαι τώρα ποιος έφταιξε, ποια μοίρα, ποια σύμπτωση, ή μήπως η ανατροφή; Και πώς ο Τόνης, που ξεκίνησε με τόσα προσόντα, να καταντήσει αυτού, ποιος φταίει, αν έφταιξε κανείς. Και τούτο: Ποιος βγήκε κερδισμένος απ’ τους δυο σας τέλος πάντων; Τί να την κάνεις την ανθρωπιά σου, τα βιβλία, τις πίπες, τους πίνακες, τους δίσκους; Την ατσαλάκωτη αξιοπρέπεια, το χαίρει βαθυτάτης εκτιμήσεως παρά τη αλεξανδρινή κοινωνία; Για κείνον ξημεροβραδιαζόταν κουλουριασμένη μέσα στα φύλλα, για κείνον ξέσκιζε τα μάγουλά της μέσ’ στο μεγάλο φως του καλοκαιριού, για κείνον εσακάτεψε τα ωραία της νιάτα. Αυτά, όσο και να μην τους έδοσε ποτέ του μιας δεκάρας σημασία, κανείς δεν του τα παίρνει, για κείνον έγιναν. Πάνε πόσο, τρία χρόνια που τον είδες την τελευταία φορά; Πότε τορπίλισε ο Μουσολίνι την «Έλλη»; Ξέρεις, του είπες, φαίνεται πως μπορούμε να μάθουμε πού κάθεται η Τάδε. Α, ρε φιλόσοφε, σου κάνει, ακόμα το θυμάσαι κείνο το μαυροτσούκαλο;

Κι ήταν ωραίος, άλλοτε. Σαν ημίθεος μοιάζει εκείνο τ’ αξέχαστο καλοκαίρι, δυο χρόνια μετά την Καταστροφή. Ο ήλιος του απογέματος χρυσώνει τα μαλλιά του και το χνούδι στα μάγουλα και στο πηγούνι. Τα πόδια του ώς απάνω στα μεριά ψημένα μαύρα από τους ήλιους και τη θάλασσα. Μπλε κοντομάνικο πουκάμισο, χακί παντελονάκι σπορ, ζώνη προσκοπική, και σάνταλα. Σου χαμογελάει, σίγουρος πως δεν είσουν άξιος να βρεις μια θέση παρά στην άκρη του τελευταίου βαγονιού. Κι ύστερα σηκώνει το χέρι και σου φωνάζει: Παράσχο! Κι εσύ ξεχνάς τί σχεδίαζες τέσσερις ώρες μόνος μέσα στο τραίνο και ξεφωνίζεις: Τόνη, Τόνη, εδώ! Πολύ τον αγαπάς, δεν κρύβεται. Πρώτος σου ξάδερφος, είσαστε σχεδόν συνομίληκοι, σε περνά κανένα χρόνο, εκείνο το καλοκαίρι έκλεινες τα δεκατέσσερα.

[…]

[πηγή: Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η Νυχτερίδα. Μυθιστόρημα, εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1965, σ. 57-59]

Στρατής Τσίρκας-Αριάγνη (αποσπάσματα)


Ι

Εκατοντάδες μίλια πίσω από την Όγδοη Στρατιά, ο λοχίας Μιχαήλ Σαρίδης κι εγώ, «σπεύδαμε» κείνη τη μοιραία Κυριακή της 13 του Δεκέμβρη 1942, για να προφτάσουμε την Πρώτη Ελληνική Ταξιαρχία και να της προσκολληθούμε, πριν πιάσει ν' ανεβαίνει τη δυτική ακτή της Μεγάλης Συρτής. Ο Ρόμμελ υποχωρούσε συνέχεια. Για ν' αποφύγει την επαφή με τον Μογκόμερυ έκανε όλο ελιγμούς• σημειωμένοι πάνω στον επιτελικό χάρτη, θυμίζανε κάθε στιγμή πόσο δίκιο είχαν οι μπεντουβίνοι, όταν πριν από έξη μήνες τον ονομάσανε Αλεπού της Έρημου.
Αλλά πηγαίναμε πολύ αργά. Μήτε η μηχανολογική πείρα του Μιχάλη, μήτε τα δικά μου νεύρα, κατόρθωναν να σπρώξουνε το μεταφορικό μας μέσο πιο πολύ από εκατό μίλια τη μέρα. Ήταν αφάνταστο πόσους κουβάδες νερό κατάπινε αυτό το τσίγγινο σεντούκι, που το σουλούπι και το χρώμα του θυμίζανε βάτραχο και το περπάτημά του χελώνα. «Αν οι βιομήχανοι του Μιλάνου», έλεγε ο Μιχάλης, «κολλήσανε στο Μουσολίνι για ρεμούλκα των αντιαρματικών του πολλές ξεκωλιάρες σαν αυτή, τότε το παράσημο της παθητικής αντίστασης δεν πρέπει να το πάρουνε μόνο οι αντιφασίστες εργάτες της Φίατ».
Δεξιά μας είχαμε τη Μεσόγειο — στις πιο μεγάλες της ομορφιές. Από προχτές έκανε κάτι μέρες, αλκυονίδες• κι ας αναφέρανε στ' ανακοινωθέντα τους οι Σύμμαχοι «χειρίστας καιρικάς συνθήκας» στην Τύνιδα, για να εξηγήσουνε το σταμάτημα της προέλασης. Μια ή δυο φορές άρπαξα τον κουβά κι έκανα πως κατεβαίνω τον γκρεμό για να φέρω θάλασσα. Μα ο Μιχάλης με σταματούσε : «Δεν κάνει, ορέ Σιμωνίδη, κατάλαβέ το ! Σε μισή ώρα το ψυγείο της θα είναι για πέταμα». Η Φίατ ήτανε δικό του λάφυρο, από το Αλαμέιν. Εκείνος της είχε αλλάξει πιστόνια, μπαλώσει τα λάστιχα, κολλήσει το τρυπημένο της ρεζερβουάρ• εκείνος της είχε βγάλει κανονικό φυλλάδιο για την Ταξιαρχία, που χάρη σ' αυτό γλυστρούσα τώρα κι εγώ μέσ' απ' τα συμμαχικά φυλάκια πνίγοντας την ανυπομονησία μου να φτάσω στο μέτωπο, να βρω πια τον εαυτό μου. H αναβλητικότητα των δικών μας στα Γεροσόλημα μου είχε στερήσει την ευκαιοία να βρεθώ στη μάχη του Αλαμέιν. Ευτυχώς, από σύνδεση σε σύνδεση, έπεσα πάνω στο Μιχάλη. «Ακούς λέει ; Εκεί πηγαίνω. Γι’ αυτό τη μαστορεύω την ξεκωλιάρα». Η κουβέντα γινόταν στη Μάρσα Ματρούχ, κάτω από τις γκαζοαρίνες του δρόμου που βγάζει στις αλυκές. «Μόνο καλύτερα να φορέσεις τις επωμίδες σου και το πηλίκιο. Οι Σύμμαχοι δεν είναι σαν τους δικούς μας• τους αξιωματικούς τους σέβονται. Ε, χρειάζεται και λίγη μπλόφα. Εγώ θα σου κάνω το σωφέρ κι αυτοί θα νομίζουνε πως το λιμουζινάκι βγήκε από το γκαράζ επιτούτου για να μεταφέρει τον κύριο ανθυπολοχαγό στο μέτωπο».
Στην αρχή δε δεχόταν με κανένα τρόπο να μου αφήσει το βολάν, «θα μου τη στραπατσάρεις με τα ξεσπάσματά σου. Αυτή θέλει με το γλυκό και συ λες και σου βάλανε νέφτι. Αν βιάζεσαι ανέβα σε κανένα από τα συμμαχικά που σου γνέφουνε». Κι αλήθεια. Πολωνοί, Άγγλοι, Αυστραλοί, Ελεύθεροι Γάλλοι, σε λιμουζίνες, σε φορτηγά και κάθε λογής όχημα, μόλις μας βλέπανε σκυμμένους πάνω από το μοτόρι της Φίατ, σταματούσαν και προτείνανε να με πάρουνε. Μα ο Μιχάλης ήξερε πως δε μπορούσα. Χρειαζότανε καιρός για να ψήσουμε κανέναν από δαύτους. Ν’ ανεβώ έτσι στα κουτουρού στο πρώτο αυτοκίνητο που παρουσιαζόταν, θα ήταν τυχοδιωκτισμός. Τέλος, όταν το χώνεψε πως αν δεν τρέχαμε και τη νύχτα δε θα προφτάναμε ποτέ την Ταξιαρχία, μ' έπιασε στα παζαρέματα. Του υποσχέθηκα τα πάντα. Μ' άφησε να οδηγήσω δοκιμαστικά καμιά ώρα κι ύστερα έγειρε πίσω το κεφάλι κι έτσι καθιστός αποκοιμήθηκε. Η νύχτα ήτανε δίχως φεγγάρι, μα είχαμε αστροφεγγιά. Η άμμος γύρω άσπριζε σαν κιμωλία κι ο δρόμος ξεχώριζε : μια μαύρη ατελείωτη κορδέλα. Μόλις αντιλαμβανόμαστε όχημα του ανάβαμε τα μπλε χαμηλά φώτα για να μη μας κουτουλήσει, ενώ πίσω μας έφεγγε αδιάκοπα ένα λαμπάκι, όσο μια κάφτρα του τσιγάρου, σινιάλο για τους βιαστικούς. Μα με βασάνιζε το κρύο και πιο ύστερα η νύστα. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά πρέπει την πρώτη φορά ν' αποκοιμήθηκα με γουρλωμένα μάτια, χουφτιάζοντας το βολάν. Πλάι στη Φίατ, ένας μεγαλόσωμος Σταυροφόρος πήγαινε με γοργά βήματα, σέρνοντας χάμω την πανοπλία και το θώρακά του. Κάρφωνε πάνω μου τα μάτια και σήκωνε προστατευτικά τη σπάθα του με τ' αριστερό. Είχα δει την πανοπλία του κρεμασμένη πάνω από τη μεγάλη σόμπα του πύργου που έχτισε κάποιος εκκεντρικός Φραντσέζος της Αλεξάντρειας μέσα στην έρημο, κάπου εξήντα χιλιόμετρα πριν από το Αλαμέιν. Εκεί μου είχαν δώσει σύνδεση μ' έναν άλλο Φραντσέζο, μεγάλο τραυματία του Μπιρ Χακίμ, που θα με προωθούσε όσο γινόταν πιο κοντά στα σύνορα. Τον βρήκα να κάθεται σε μια παλαιική πολυθρόνα στην αίθουσα των τελετών και να γεύεται κάθε λεπτό από τις μέρες ή τις ώρες που του μένανε να ζήσει. Σήκωσε τ' αστραφτερά μάτια του στην πανοπλία κι ύστερα τα κατέβασε στο παράσειο με το σταυρό της Λορραίνης, που στόλιζε το μάρμαρο της σόμπας:
«Τι θαρρείς, σύντροφε. Σταυροφόροι είμαστε. Μόνο που ο σκοπός αυτή τη φορά είναι στ' αλήθεια Ιερός». Του είχα πει πως ερχόμουν από τα Γεροσόλημα. «Τι δρόμος, τι δρόμος...», έκανε ρεμβαστικά. Πριν από λίγα χρόνια ήμουνα βασιλόφρων, τσιράκι του Σαρλ Μωρράς... Ευτυχώς η Γκουέρνικα... Όχι το γεγονός — ο πίνακας του Πικάσσο στο Ισπανικό περίπτερο».
«Κούνησα το κεφάλι επιδοκιμαστικά για να μη τον διακόψω. Μου χαμογέλασε ικανοποιημένος που καταλάβαινα.
Έτσι είμαστε φτιαγμένοι εμείς οι διανοούμενοι. Χρειάζεται κάποτε μια ζωντανή εμπειρία για να νιώσουμε την ουσία των πραγμάτων… Η Νίκη σας στο Λούβρο... Θυμάσαι τις κομμένες φτερούγες της ; Από δω, από τούτη την πολυθρόνα τις άκουσα να τραντάζουν με το φτεροκόπημα τους τα θεμέλια του κόσμου. Ήτανε στις 9 και 40 τη νύχτα της 23 Οχτωβρίου, όταν τα οχτακόσια τηλεβόλα του Αλαμέιν...» Σώπασε. «Γιατί στα λέω αυτά ; Με καίει πυρετός. Καλύτερα να ευχαριστιόμαστε τη στιγμή που γλυστράει μέσα στο λαιμό της κλεψύδρας...» Σήκωσε το πορτοκάλι που βαστούσε και το μύριζε βαθιά, με κατάνυξη. Καθώς πάσχιζα να θυμηθώ τ' όνομά του θα ταράχτηκαν τα κάτω στρώματα του συνειδητού μου και βγήκα από τη νάρκη. Από τότε, μόλις άκουα την πανοπλία να σέρνεται : «Μανόλη, πάλι κοιμάσαι», φώναζα θυμωμένος — και ξύπναγα.
Αυτά, τη νύχτα της Παρασκευής και του Σαββάτου. Την Κυριακή ξημερωθήκαμε κάπου στην Κυρηναϊκή, μεταξύ Ντέρνας και Απολλωνίας. Τρέχαμε πάνω σ' ένα φαρδύ κι ασφαλτωμένο δρόμο, στο χείλος μιας απότομης ακτής, ενώ αριστερά μας ανεβαίνανε οι κατάφυτες πλαγιές του Γκέμπελ Άχνταρ. Ξαφνικά γέμισε η καμπίνα μας καπνό και μυρωδιά καμένου λαδιού. Το καλό ήτανε πως οδηγούσε ο Μιχάλης. Πήγε και παρκάρησε δεξιά, κοντά σ' ένα γκρεμισμένο σπιτάκι, κάτω από μιαν αγριογαζία. Έσβησε τη μηχανή. Κατεβήκαμε γρήγορα κι ανοίξαμε το καπό. «Καλά το φοβόμουνα», είπε. Και στα μπεντουβινάκια που τρέξανε :
«Γιάλλα, ρουχ !» τους φώναξε στ' αράπικα. Εκείνα σταθήκανε πάνω σ' ένα υψωματάκι και μας παρακολουθούσαν αμίλητα.
— Ξέρεις τι θα κάνεις, μου λέει. θα βρεις μια γωνιά μέσα στα χαλάσματα και θ' ανάψεις φωτιά για να κάνουμε τσάι. Είμαστε θεονήστικοι απά χτες. Ύστερα να πας να τον πάρεις κομμάτι ή αν σου γουστάρει κατέβα στη θάλασσα να κάνεις μπάνιο. Εγώ έχω δουλειά για πεντέξη ώρες, μα δε σε θέλω για βοήθεια. Μόνο που θα με νευριάζεις.
— Πεντέξη ώρες ; Έκανα με απελπισία. Χαμένη υπόθεση.
— Τι λες ; Έταξα σ' ένα σύντροφο να του φέρω ρεμούλκο γιατί έμεινε το κανονάκι του ορφανό, και θα του το πάω, να σκάσει ο διάολος ! Ας φτάσουμε μόνο στη Μπεγκάζη. Εκεί όλο και κάτι θα βρούμε απά ανταλλαχτικά.
Δε σήκωνε συζήτηση, Έψησα τσάι και του το έφερα καφτό. Βγήκε κάτω από τη Φίατ, σκυθρωπός και μουντζούρης, κι όπως ήτανε τα δάχτυλα του λερωμένα με λάδια, έπιασε το παξιμάδι που του έδινα και το βούτηξε. Τον άφησα κι άρχισα να κατεβαίνω προσεχτικά για την ακρογιαλιά. Στα μισά του δρόμου κάθησα σ' ένα βράχο κι άναψα τσιγάρο. Η θάλασσα στέναζε μαλακά• πράσινη, σμαράγδινη, κάτω από το χρυσαφένιο ήλιο. Ψηλά μου φάνηκε πως κελαϊδούσαν κορυδαλλοί• μα να ήτανε κορυδαλλοί ; Πιο πέρα οι βράχοι κάνανε σαν αμφιθέατρο. Είδα ένα ζευγάρι γλάρους να μετεωρίζονται• υστέρα πήρανε φόρα για το πέλαγο, που μακριά το γύριζε στο λουλακί.
Αναστέναζε κάτω μου η χειμωνιάτικη θάλασσα, αφρίζοντας κομμάτι γύρω από τα μεγάλα γυαλισμένα βότσαλα. 
«Γιατί, Μάνο, γιατί ;» Ποιος μίλησε ; Ποιος μου παραπονιόταν έτσι πικρά ; Τι γύρευα, τι κυνηγούσα σε τούτες τις ακρογιαλιές με τα θρυμματισμένα μάρμαρα ενός άλλου κόσμου ; Θα ξανάβρισκα τον εαυτό μου αν πρόφταινα την Ταξιαρχία ; Μα ήτανε μπρος ή πίσω μου και τον έφευγα ; Το πάθος μου, εκείνες οι κρυφές υποσχέσεις πως κάποτε θα γράψω ένα ή δύο βιβλία «για να μείνουν», πως έγινε και τις πρόδωσα ; Σήκωνα τώρα μια ρομφαία μέσα στις ταξιαρχίες της Σταυροφορίας — καθυστερημένος, διχασμένος, άχρηστος ! Γιατί άχρηστος ; Είχε δίκιο τ’ Ανθρωπάκι όταν έλεγε πως η θέση μου ήτανε μπρος στη ρέμιγκτον να χτυπάω κατεβατά ; Ο «Μαχητής»... Στο Κάιρο μου δώσανε το τελευταίο του φύλλο, που το κρύβε τώρα ο Μιχάλης μέσα στο τσεπάκι του λαδωμένου του αμπέχωνου. «Πως σου φαίνεται », ρώτησε όταν μου το έδινε, κείνος ο κοντόσωμος με τις τσαπράδες, που όλοι τον φωνάζανε Φάνη. Στο φύλλο γινόταν ένας απολογισμός του ρόλου της Πρώτης Ταξιαρχίας στη μάχη του Αλαμέιν, μνημονεύονταν οι νεκροί μας κι αναφέρονταν ηρωισμοί φαντάρων κι αξιωματικών. Το κύριο άρθρο, σύντομο και απλό, τελείωνε με θέσεις που έπειθαν αμέσως, τόσο ήτανε φωτεινές και ζυγιασμένες. Μα στην πίσω σελίδα, κάποιος έδινε νέα της Δεύτερης Ταξιαρχίας από την Παλαιστίνη. Ένα μπερδεμένο κατεβατό, λίγο ανταπόκριση, λίγο άρθρο, λίγο ημερησία διαταγή, σε τόνο «ασυγκράτητου ενθουσιασμού». Αναγνώρισα τους βορζορυχμους του Ανθρωπάκι. Ο Φάνης καθισμένος αντικρύ μου περίμενε ανασαίνοντας με κείνο το χαραχτηριστικό σφύριγμα των ανθρώπων που κάνανε πνευμοθώρακα. Κοίταξα τα δάχτυλά του, σταυρωμένα πάνω στο μαρμάρινο τραπεζάκι του συνοικιακού ζαχαροπλαστείου. Είχανε μια πλαδαρότητα υπερσιτισμένου φυματικού. Του είπα τη γνώμη μου, τα θετικά και τ' αρνητικά, προσθέτοντας πως μια και το φύλλο δεν έβγαινε πια στα Γεροσόλημα, κείμενα σαν και τούτο σιγά - σιγά θα λιγοστεύανε. Ο Φάνης γέλασε δυνατά• το γυαλιστερό του πρόσωπο γέμισε από μικρούτσικες ρυτίδες βασανισμένου ανθρώπου• στο νησί του πρέπει να ήτανε ψαράς η γεωργός. «Μα εσύ δεν τον χωνεύεις καθόλου», είπε και τα μάτια του σοβαρευτήκανε μονομιάς. Είχα μιλήσει απρόσωπα. Τις διαφορές μου με τ' Ανθρωπάκι τις είχα κουβεντιάσει μια δυο φορές μόνο με το Γαρέλα, Για να μπει ο Φάνης αμέσως στο νόημα, παναπεί πως ήταν κατατοπισμένος. «Με συγχωρείς», του είπα. «Εγώ βλέπω τι έχω μπρος μου. Αυτό το κείμενο είναι μια παραφωνία, ύστερα από τις σεμνές θυσίες που περιγράφονται πιο πάνω. Μου κάνει την εντύπωση ανθρώπου που σκαρφάλωσε κάπου και σφίγγεται να βγάλει φράσεις καμπανιστές για να με μικράνει. Μιλάει, μιλάει, σαν κομμένη κεφαλή, αλλά δεν πιστεύει σε τίποτα». «Πρόσεχε», μου λέει ο Φάνης : «Μπορεί να πιστεύει αλλά να μην ξέρει να εκφραστεί. Δεν είναι απαραίτητο να έχουμε όλοι τη δική σου μόρφωση». «Μη χάνεσαι», του κάνω : «Όπως το λες, όπως το γράφεις, αυτό είσαι. Εδώ δε χωρούν ελαφρυντικά. Το ύφος είναι το πιο άσφαλτο κριτήριο της στάσης σου απέναντι στον άλλο, απέναντι στον άνθρωπο. Πόσο τον νιάζεσαι, πόσο τον σέβεσαι ; Αυτού φαίνεται. Δες το Μακρυγιάννη...» «Ξέρω», μ' έκοψε ο Φάνης. «Τον διαβάζαμε στη φυλακή». Στο τέλος, στενοχωρημένος, παραδέχτηκε με μισή καρδιά, πως ναι, κάπου - κάπου τ' Ανθρωπάκι γύρευε να δείχνεται πιο ψηλός απ’ όσο ήτανε : «Τότε περπατάει στις μύτες, γι' αυτό κουτσαίνει».
Θα μέναμε αργά κείνο το βράδι αλλά είχε να συναντήσει κάποιον πρόσφυγα πολιτευτή και χωρίσαμε. Δεν μου έκανε κέφι να τον αφήσω. Κι ας μιλούσε τόσο λίγο. Προπαντός άκουε, ρωτούσε, δίσταζε, αναρωτιόταν, ζύγιζε, ξαναρωτούσε κι έτσι, δίχως να το καταλάβεις, σ' έβγαζε, έβγαινε κι ο ίδιος μαζί σου, στο σωστό δρόμο. Μήτε σφιξίματα δοντιών, μήτε γαμοσταυρίσματα. Περπατώντας ύστερα μόνος, τσάκωσα τον εαυτό μου να σφυρίζει μέσα στην ψύχρα της προχωρημένης νύχτας. Είχα φέρει γύρο τον ανδριάντα του Μπραϊμη• στεκόμουνα τώρα και χάζευα τη γκρίζα πρόσοψη της Όπερας. Θυμήθηκα τον πατέρα, που βρέθηκε εδώ πολύ νέος, κι είχε παρακολουθήσει μια παράσταση της Ελεονόρας Ντουζέ. Πόσο είχε μισήσει το Ντ' Ανούντσιο, γιατί δε ντράπηκε να κορδωθει με ύφος καλαμπρέζου αγαπητικού στο Χεδιβικό θεωρείο ! Κι ύστερα, το ντελίριο των Ιταλών, των Λεβαντίνων, των Γραικών, όταν λύσανε τ' αλόγατα από το λαντώ της «Ντίβας» και το σέρνανε ως το Σέπερντς Οτέλ — όχι και πολύ μακριά. Οι αλαλαγμοί και τα τριαντάφυλλα τσαλαπατημένα με τις καβαλίνες των άλογων. Τίποτε δεν άλλαξε. Να ο ξολοθρεφτής του Μοριά καβάλα, που στρέφει τα νώτα στην Όπερα• να τα χτιστά ποτιστήρια για να πίνουν τ' αλόγατα των αγοραίων αμαξιών, ο κρότος των πετάλων πάνω στην πέτρα, περιοδικός, κοφτός, σα χάντρα σε κομπολόι που κομματιάζει την ώρα της αναμονής• κι η γλυκερή μυρωδιά του τριφυλλιού, των στεκάμενων νερών της γούρνας κι από πέρα η άλλη, ξωτική και ύπουλη, από τα λάμπαχ και τις συκομουριές της Εσμπεκίας... Ξεφορτώθηκα δύο Άγγλους φαντάρους τύφλα στο μεθύσι, που ζητούσαν δανεικά και τράβηξα για το κρεβάτι που με περίμενε σ' ένα ζευγάρι γέρους Καριώτες. Ξαφνικά στάθηκα. Να ήτανε αυτός, ο Φάνης, που έπεισε τους δικούς μας της Παλαιστίνης πως οι «θέσεις» μου για τους αξιωματικούς ήτανε σωστές ; Βρισκόταν όμως από τότε στο Κάιρο ; Τις «θέσεις» τις εισηγήθηκα το Φλεβάρη κι η απάντηση έφτασε τον Ιούνιο• τότε μου ανακοίνωσε το Ανθρωπάκι πως υιοθετήθηκαν κι ακυρώθηκε η λαθεμένη απόφαση. Τέσσερις μήνες για να πάνε από την Κφαριώνα στο Κάιρο και να γυρίσουνε ; Εκτός αν τις καθυστερούσε τ' Ανθρωπάκι. «Μπορεί», έλεγα μέσα μου. Η σιλουέτα του, η φωνή του, η μυρωδιά του μου σκοτεινιάζανε τον ορίζοντα.
Συναντηθήκαμε κι άλλες φορές με το Φάνη και μια μέρα του έβαλα το δικό μου ζήτημα: Ρέμιγκτον η μέτωπο ; Έπιασε αργά, με χαμηλή φωνή και μου μέτραγε τις ανάγκες του ενός και του άλλου τομέα. Κάθε φορά δίπλωνε κι ένα δάχτυλο : «Ε, τώρα, κοίταξε τι μπορείς να κάνεις και συ». Σκέφτηκα λίγο και του απάντησα. Δίχως χρονοτριβή μου έδωσε σύνδεση στην Αλεξάντρεια : «Κάτσε καμιά βδομάδα μαζί τους, θέλουνε κι οι σύντροφοι του Ναυτικού να βγάλουνε δικό τους φύλλο. Δείξε τους όσα ξέρεις κι υστέρα φεύγα, μια και το θέλεις τόσο πολύ». Αποχαιρετιστήκαμε απλά, σα νάταν να ξαναβρεθούμε και την επαύριο. Μα κει που πήγαινα να στρίψω τη γωνιά του δρόμου, με ξαναφώναξε. «Αυτές τις διαφορές με το σύντροφο, τις συζήτησες ποτέ μπροστά του με τους άλλους;» «Όχι», του κάνω. «Αυτό ήτανε λάθος», μου λέει. «Το ξέρω», είπα: «θα ήμουνα πιο εν τάξει αν το έκανα, μ' όλο που δε θα ‘φερνε αποτέλεσμα». Δεν καταλάβαινε γιατί, κι αναγκάστηκα να του διηγηθώ καταλεπτώς το ζήτημα. Για να μη στεκόμαστε μέσα στο δρόμο, μπήκαμε σ' ένα καφενεδάκι. Ο Φάνης ρουφούσε το φασκόμηλό του δυνατά, πλατάγιζε τη γλώσσα και με κοιτούσε μέσα στα μάτια : «Μερικά απ' αυτά• που λες είναι σοβαρά. Μα χάνουνε την αξία τους γιατί τα λες εσύ, που ξέρω πως δεν τον χωνεύεις. Χρειάζονται άλλες μαρτυρίες». Τι να του πω ; «Κάντε μια έρευνα κι αν αποδείξει πως μεροληπτώ πάρετε μέτρα εναντίο μου». Έκλεισε τα μάτια και συλλογιζόταν : «Έχουμε κι άλλες δουλειές, φίλε. Που τώρα καιρός για τέτοια. Κι υστέρα χρειάζεται κάποια συνεδρίαση για να τ’ αποφασίσει. Πρέπει να ειδοποιηθεί κι ο ίδιος. Πάντως, αργά η γρήγορα, το ζήτημα πρέπει να ξεκαθαριστεί μπρος στους ενδιαφερόμενους — αν ζούμε». Σώπαινα. «Δρόμο τώρα», μου λέει, «θα χάσεις το τραίνο». Μα στην Αλεξάντρεια η βδομάδα γίνηκε μήνας. Όλο και κάτι δεν έστρωνε στο μηχανισμό. «Μείνε για τα Χριστούγεννα», μου λέγανε. Στο μεταξύ η Ταξιαρχία έτρεχε πίσω από το Ρόμμελ. Μια μέρα θύμωσα κι έβαλα τις φωνές. Δεχτήκανε να με στείλουν μ' ένα Φτου που σαλπάριζε για το Τομπρούκ. Σκόνταψε όμως η δουλειά στον έλεγχο. Βρέθηκε στη σκάλα ένας φασίστας: «Που πάει αυτός ; Έλα, έλα εδώ !» Παρά τρίχα να πάθουμε ζημιά. Ύστερα με δρομολόγησαν στο Γάλλο αξιωματικά του Μπιρ Χακίμ, που λεγότανε...

[...]Είχα ξεχαστεί εκεί, πάνω στο βράχο. Τεντώθηκα για να μου φύγει το μούδιασμα. Ο ήλιος είχε μαλακώσει τα κόκκαλά μου. Τι γινόταν ο Μιχάλης ; Φορούσα κίτρινες αρβύλες από καστόρι με σόλες κρεπ και το σκαρφάλωμα στις μυτερές πέτρες ήταν παιχνίδι. Βρέθηκα γρήγορα στη δημοσιά, κάτω από την αγριογαζία. Πουθενά Μιχάλης. Βάζω μια φωνή. «Έλα», μου αποκρίθηκε μέσα από τα χαλάσματα : «Ξουρίζομαι».
— Κάτι, για γάμο ετοιμάζεσαι, του λέω κι αμέσως το μετάνιωσα, γιατί τις άλλες μέρες εγώ τον κυνηγούσα να είμαστε πάντα ξουρισμένοι.
—Άστα, μου κάνει. Δεν τη γλυτώνω την κούρσα στην Μπεγκάζη. θέλουν άλλαγμα οι μπιέλες. Θα σαλτάρω σε κανένα συμμαχικό και για to γυρισμό θα κοιτάξω να με πάρουνε τα νοσοκομειακά.
—Η Μπεγκάζη είναι διακόσια μίλια από δω, του λέω. θ' αργήσεις. Κι υστέρα, μπορεί να μπλέξεις και, βράστα Χαράλαμπε.
— Μη νοιάζεσαι, θα τα καταφέρω. Πριν να βραδιάσει θα με δεις πίσω. Εσύ τι θα κάνεις ;
το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα : «θα σε περιμένω εδώ», του λέω.
— Εν τάξει, μου λέει. Αυτό είναι το πιο φρόνιμο.
— Γιατί δε ζητάμε σε κανένα απ’ αυτούς να μας ρεμουλκάρει;
— Δεν είσαι καλά, μου κάνει. Μόλις πάρουνε χαμπάρι τα χάλια της ξεκωλιάρας, θα της δώσουνε μια να πάει με τα παλιοσίδερα.
Κι αλήθεια, εκεί που έκανε η ακτή σαν αμφιθέατρο, ήτανε γκρεμισμένα κάτι συμμαχικά κάριερς και σκουριάζανε.
Ο Μιχάλης κατέβηκε στη θάλασσα και τριβόταν με αλαφρόπετρα για να φύγουνε τα λάδια κι οι μουντζούρες. Ξαναντύθηκε, κουκουλώθηκε μέσα στο μαντύα του, κοτσάρησε στη μασχάλη το κράνος και περίμενε να περάσει κανένας σύμμαχος. Βεβαιώθηκε όμως πρώτα πως είχα πάνω μου ταυτότητα.
— Μπαγάσα, του λέω. Απόψε σε βλέπω να κοιμάσαι αγκαλιά κι εγώ θα ξεπαγιάζω εδώ μοναχός μου.
— το νου σου, μου λέει. Μην ανάψεις φωτιά ύστερα από το βασίλεμα και μας βρει καμιά συμφορά. Τ' αεροδρόμια της Κρήτης είναι ίσα πάνω μας.
— Μάλιστα, στρατηγέ μου, του λέω.
— Αυτό που σου λέω, μου λέει.
Πέρασε ένα αυστραλέζικο φορτωμένο βαρέλια. Τους φώναξε «Γκρηκ, Μπεγκάζη» κι αμέσως τον πήρανε. Καθώς πήγε να σαλτάρει στα πισινά του φορτηγού, στάθηκε μια στιγμή και με κοίταξε. Κατάλαβα, το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ. Το αυστραλέζικο μπορούσε να πάρει και μένα, θα τα βολεύαμε. Αλλά ποιος θα φύλαγε τη Φίατ ; Εκείνος έπρεπε ν' αποφασίσει. Αν μου έκανε «έλα», μήτε θα το συζητούσα. Μα καθώς απομακρυνόταν, τον είδα μια να με χαιρετάει στρατιωτικά και μια να μου δείχνει καταγής, δηλαδή απόψε.
Τα μπεντουβινάκια, που είχαν κουβαλήσει νερό του Μιχάλη για να ξουριστεί, μου φωνάζανε «μάγια». Τους έδωσα τον κουβά. Φύγανε τρέχοντας όλα μαζί μες' απ' τα δέντρα του ανήφορου, στην άλλη μεριά της δημοσίας.

Ακυβέρνητες Πολιτείες. Αριάγνη, Εκδόσεις Κέδρος 1973, Σσ.11-250, Πρώτη Έκδοση Έργου:1962