Πόσος καιρός είχε κυλήσει από κείνο το άλλο πρωί, που, μπρούμυτα πάλι στα σεντόνια της, είχε ακούσει μια φωνή να της υπόσχεται, είχε ακούσει τον ψίθυρο μιας ευτυχίας προσιτής εκεί γύρω της; Χρόνια ή μέρες; Μα η ευτυχία ποτέ δε μοιάζει με τις υποσχέσεις της — όταν έρθει. Πάντα είναι κάτι άλλο, κάτι που όλο αλλάζει. Και που σ’ αλλάζει και σε ωριμάζει όπως η δυστυχία λοιπόν; Μα ευτυχία και δυστυχία, ηδονή και πόνος, ωραίο και άσχημο μήπως δεν είναι το ίδιο, δυο μορφές της ίδιας
μεντάλιας;
[...]
Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι ολόψυχα δοσμένος σε μια ιδέα, ευγενικιά και δίκια, να ζει και ν’ ανασαίνει για κείνη και μόνο γιά κείνη, κι ωστόσο να ξεγελάει τον εαυτό του. Κάπου μέσα του, ένας άλλος δε σταματάει ποτέ να ονειρεύεται και να υπολογίζει, να χαίρεται ή να πονάει, ανεξάρτητα, σχεδόν κρυφά από κείνον, τον ιδεολόγο.
[...]
Έτσι, πίσω απ’ το χρέος της αλληλεγγύης μ’ αυτούς εκεί πάνω, που μόνοι αναχαίτιζαν τον κατακλυσμό της χιτλερικής λάβας, αχτινοβολούσε η αμοιβή του… αγωνιστή: το χρυσαφένιο κορμί της Έμμης, γυμνό και λείο σα γιαπωνέζικη ερωτική κούκλα. Α, πώς μπορούσα, τέτοιος που ήμουν, να γράφω δίχως τύψεις το Μαχητή; Τι άλλο από λόγια, λόγια, δίχως αλήθεια, δίχως ειλικρίνεια ήταν τα κατεβατά που δαχτυλογραφούσα; Κι αν δε φαινόταν με το πρώτο, στο τέλος όμως δε θα μόλευαν την ψυχή του στρατεύματος; Πώς ήταν δυνατό να εμψυχώσουν τους λαϊκούς ήρωες που χρειαζόταν ο αμφίρροπος αυτός πόλεμος για να τελειώσει με νίκη; Εγώ… κι η κούκλα μου! Ανάξιος! Ωστόσο — μια στιγμή! Έπρεπε να βγαίνει το φύλλο; Έπρεπε. Μόνο λοιπόν μ’ ένα σκληρό αγώνα με τον εαυτό μου θ’ αποφεύγονταν οι ζημιές που φοβόμουν. Κι η κούκλα; Ε, ας γυαλίζει μες στο μενεξελί λυκόφως με το αλλόκοτο μειδίαμά της στο κάτω κάτω κανείς δεν τη βλέπει έξω από μένα!
Πηγή: Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες-1: Η Λέσχη, Φιλολογική Επιμέλεια: Χρύσα Προκοπάκη. Αθήνα: Κέδρος 2011 (α' έκδοση 1961).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου