Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Αιμίλιος Βεάκης - Ποιήματα

 



ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Γιόμισε τρόμο την ψυχή μου κι αγωνία
ο πυρετός και τ’ αγκομαχητό σου Ευρώπη,
του πλουτισμού σου η λύσσα, που σε σπρώχνει
στο έργο του μαύρου σπαραγμού, του ολέθρου
της αλληλοσφαγής των άμοιρων παιδιών σου.
--
Νοστάλγησα την γαλανή πατρίδα
που της αγάπης ο Θεός την έχει πλάσει
παράδεισον ηλιόλουστο.
--
Νοστάλγησα το αγαπημένο χώμα
πού του Σωκράτη και του Πλάτωνα κρατάει
τη σκόνη. Στα γαλάζια σου ακρογιάλια
τις αύρες ν’ ανασάνω και να τρέξω
στις ολοπράσινες πλαγιές αναδρομάρης
να προσκυνήσω ευλαβικά τα μνημεία
που μόνο για Ομορφιά μιλούν κι Αγάπη.
--
Ώ Αθήνα! Αθήνα! Αθήνα! της καρδιάς μου
νοσταλγικέ παλμέ, πότε θα στρέψω
του ήλιου του χρυσού να πιώ το νάμα
που αψώνει το αίμα και μεθάει τα φρένα
και την ψυχή ατσαλώνει αθάμπωτα να βλέπει
το βακχικό και τ’ απολλώνιο θάμα.
--
Γλυκειά Αττική, απαλόγραμμε Υμηττέ μου
και μαγικά περιγιάλια φως γεμάτα,
πεύκο και κύμα και γαλάζιε αιθέρα
και χώματα ιερά, γη ευλογημένη,
που αγκαλιαστό με της ελιάς τη ρίζα
το αθάνατο, το θείο, το πανάρχαιο Κάλλος
ύμνους τονίζει μεσ’ απ’ τους αιώνες
για μια ζωή σοφή και ειρηνεμένη.     

ΜΑ ΘΕΛΩ ΠΑΝΤΑ Ν’ ΑΓΑΠΩ
Είνε η αγάπη μια θρησκεία
πού διώχνει πάντα τη χαρά,
παντοτινή ζητά θυσία
και στρέφεται στη συφορά.
--
Μα η πίκρα της μας ανασταίνει
κι’ ο πόνος της είνε γλυκός
κ’ είν’ ευτυχία, χαρά θλιμμένη
κάθε παλμός ερωτικός.
--
Έτσι κι’ εγώ-κι άς υποφέρω-
τη θύρα της πάντα χτυπώ
κι’ ας κλαίω κι’ ας πονώ-το ξέρω-
μα θέλω πάντα ν’ αγαπώ!
--
ΕΛΑ ΟΣΟ ΒΛΕΠΩ
Όλα βουβά κι’ όλα νεκρά τριγύρω
Γοργοδιαβαίνει η μέρα και περνά.
Στου δειλινού τα φώτα τα υστερνά.
Έλα όσο βλέπω, δίπλα σου να γείρω.
--
Έλα όσο βλέπω. Κι’ όταν το σκοτάδι,
στον πέπλο του το μάβρο τον πυκνό,
θ’ αργοσκεπάσει κόσμο κι’ ουρανό,
θα σε γλυκοκοιμίσω με το χάδι.
--
Έλα όσο βλέπω. Αλλοίμονο για σένα
αν μας προφτάσ’ η νύχτα χωριστά!
Τα μάτια μας θενάνε σφαλιστά
κι όλα τα φώτα γύρω μας σβυσμένα.
--
ΜΙΑ ΝΕΑ ΖΩΗ
Όσο που νοιώθεις τη ζωή να βράζει
με δύναμη στο στήθος, στην καρδιά,
τη σκοτεινή μη σκέφτεσαι βραδιά
τον ίσκιο μη γροικάς που μας σκεπάζει.
--
Τα στόματα ενωμένα άς τραγουδούνε
τόνα μεσ’ στ’ άλλο πάντα μυστικά
ζωής τραγούδια, λόγια ερωτικά
κι’ από ηδονής κρασί γλυκό ας μεθούνε.
--
Μη σκιάζεσαι αν η νύχτα μας σκεπάζει!
ο πόθος που μας ένωσε ο κρυφός
απ’ τη θερμή ένωσή μας, αιώνιο φως,
μια νέα Ζωήν απ’ τη ζωή μας βγάζει.
--
ΔΕΙΛΙΝΟ
Κομμάτια αχνοσυντρίματα τα σύγνεφα,
σαν ξέφυλη βιολέτα μαδημένη,
στο νεκρικό κρεβάτι σκορπιστήκανε
τον Ήλιο να σκεπάσουν που πεθαίνει.
--
Του φωτεινού Θεού ξανθές ιέρειες
στης θάλασσας, οι αχτίνες την αγκάλη
τ’ άυλο κορμί στο κυμ’ απαλογέρνοντας
τα χρυσοπόρφυρά τους λούζουν κάλη.
--
Και ξεψυχά το φως! Και σβύνει ολόγυρα.
Κι’ απ’ την Ανατολή χλωμό το βράδυ
τα σκοτεινά σκορπάει πέπλα του’
-Πως πνίγετ’ η ψυχή μου στο σκοτάδι!
--
ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΣΟΥ ΕΚΕΙ…
Θέλω μακριά απ’ του κόσμου τη βουή
κι’ απ’ της ζωής τη μαύρη ανεμοζάλη,
μια νύχτα σκοτεινή, γλυκειά, θερμή,
στο στήθος σου να γείρω το κεφάλι.
--
Κι αξέγνοιαστος για κάθε συφορά
να κοιμηθώ γλυκά στην αγκαλιά σου,
να με ναρκώσει η πρόσκαιρη χαρά
και να με νανουρίσουν τα φιλιά σου.
--
Και πρίν να σκεπαστεί το φως, στη γη
και πριν η πάλη της ζωής ν’ αρχίσει
του χάρου το δρεπάνι την αυγή
στην αγκαλιά σου εκεί να με θερίσει.
--
Ω ΤΟΥ ΠΛΑΝΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ…
Άσε με νάρθω τη νύχτα στ’ ακρογιάλι.
Άσε με να νοιώσω στη φωνή σου πάλι
να χτυπά η καρδιά μου μέσα δω στα στήθια.
Άσε με να νοιώσω τόνειρό μου αλήθεια.
--
Μια κρυμμένη πλάση μπρός σου θεν’ ανοίξω,
αφαντάστους κόσμους ρόδων θα σου δείξω,
στην τριανταφυλλένια χώρα θα σε σύρω,
και στα λουλουδάκια απάνω θα σε γείρω.
--
Τον κρυφό μας γάμο για να τον γιορτάσω
τα πιο σπάνια ρόδα της Εδέμ θα μάσω
του υμεναίου να στρώσω τ’ απαλό κρεβάτι!
-Ώ του πλάνου ονείρου που με σέρν’ η απάτη.-
--
ΣΚΛΑΒΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
Σκλάβα της σκέψης έγειρες κάτω από κούφιο νόμο
που αδύνατοι τον πλάσανε, δειλοί, να στεριωθούν
και το κεφάλι σκύβοντας πήρες το μαύρο δρόμο
που αργοκυλούν τα νειάτα σου να σβύσουν να χαθούν.
--
Μα μέσα σου-ω κακόμοιρη-να η φύση καταλύτρα
σου αναζητάει το δίκηο της γόζοντας θλιβερά
κ’ η Νειότη σου, με θείους χυμούς ξεσπώντας εκδικήτρα
της Ζωής που αδικοσκότωσες, γυρεύει τη χαρά!
--
ΘΑΛΑΣΣΑ
Θάλασσα λαφροκύματη, θλιμένη, γαλανή,
που αφρόλευκο στην αμμουδιά σκορπάς το στεναγμό σου
σε νοιώθω με τη θλίψη σου την τόση αλαργινή
που ξεκινά απ’ το πέλαγο να μου την φέρει ο αφρός σου
--
Έτσι κ’ εγώ τον πόνο μου σε σένα θα τον πω.
Πάρε τον, το μελτέμι σου στο πέλαο να τον ρίξει!
Τόσο πολύ που εμίσησα και τόσο που αγαπώ
με τον καϋμό σου είνε καϋμός που αξίζει του να σμίξει.
--
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Πέφτουν στον κήπο μας τα φύλα μαραμένα,
κιτρινισμένα πέφτουνε στη γη.
Όλα νεκρά κι’ όλα βουβά κι’ όλα θλιμένα.
Πέφτουν στον κήπο μας τα φύλα μαραμένα,
θανάτου τα σκεπάζει κρύα σιγή.
--
Και στην καρδιά μου αργή βροχή κρυφοσταλάζει
δάκρυα πικρά από μαύρους ουρανούς.
Βαθιά μου αργά κάτι ραγίζει, κάτι σπάζει…
και στην καρδιά μου αργή βροχή κρυφοσταλάζει
κι’ ίσκιους θανάτου πλάθει γύρω ο νους.
--
Φύση, που κλαίς την πρόσκαιρη θανή σου
πάλι για σένα μι’ άνοιξη θαρθή,
πάλι στην πράσινη θα βάλεις την στολή σου.
Φύση που κλαίς την πρόσκαιρη θανή σου
θρηνώ τα νειάτα εγώ πούχουν χαθή.
--
ΣΑ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ
Όχι. Δε θέλω καλωσύνη.
Δε θέλω να με λυπηθής
κι’ έτσι για μόνο ελεημοσύνη
τους όρκους σου να θυμηθής.
--
Θέλω βαθιά μεσ’ στην ψυχή σου
να νοιώσεις πόνο αληθινό
και να γυρίσεις μοναχή σου
στον τόπο μας μακρινό.
--
Θέλω μονάχη σου να νοιώσεις
κάτι από την πρώτη μας χαρά
και σα Μαγδαληνή να λυώσεις
στης μετανοίας τη συφορά.
--
ΛΗΘΗ
Ώ των ανίδεων τη γαλήνη
πόσο την πόθησε η ψυχή μου.
--
Θέλω να σβήσω το καμίνι
της σκέψης, δίχως η ζωή μου
κι’ από την Αίστηση να χάσει.
Θέλω ένας πέπλος να σκεπάσει
ό,τι έμαθα! Να σβύσει η γνώση!
Να ξανανειώσει
λουσμένο στης Αγνοίας την κρήνη
πρωτόγονο έτσι το κορμί μου!
--
Ώ των ανίδεων τη γαλήνη
πόσο την πόθησε η ψυχή μου.
--
ΜΑΝΑ
Όταν θα γείρω το κεφάλι
μεσ’ στο ξημέρωμα τ’ ωχρό,
ζητώντας στου ύπνου την αγκάλη
πρόσκαιρη ανάπαψη να βρω
--
σαν κάτι νοιώθω ολόγυρά μου
με κάποιο τόνο μαγικό
να ψιθυρίζει μεσ’ στ’ αφτιά μου
κάποιο νανούρισμα γλυκό.
--
Παληά τραγούδια, μα όχι ξένα,
σε κάποιους γνώριμους σκοπούς,
κάποια τραγούδια αγαπημένα
σμιγμένα μ’ αναστεναγμούς.
--
Κι’ όταν ο ύπνος με ναρκώνει
κι’ όταν τα μάτια μου σφαλούν
λεφκό ένα φάντασμα ζυγώνει
και κάποια χείλη με φιλούν.
--
Και στα ονειρά μου τα θλιμένα
μια Παναγιά βλέπω δειλή,
πού μοιάζει, ώ Μάνα μου, με σένα
να με χαϊδέβει σιωπηλή.
--
ΠΟΛΗ
Πόλη! Με τους εφτάψηλους λιγνούς σου μιναρέδες,
με τα δροσόλουστα νησιά και με το μαϊστράλι.
Πόλη! με τα καφάσια σου και με τους καφενέδες
που αγάδες αργοκίνητοι ρουφούν τους ναργιλέδες
αργά, το βοσπορίτικο θωρώντας περιγιάλι.
--
Μα απάνω απ’ όλα Πόλη εσύ! Μου κλείνεις την καρδιά μου
μεσ’ στο κλουβί το χάλκινο του πόνου και τα χρόνια,
με τα νερά του Βόσπορου κυλώντας, τα όνειρά μου
τον Ήλιο της αγάπης μου θα λατρέβω αιώνια.
--
ΛΑΓΝΕΙΑ
Τ’ ωραίο κορμί λυγάς-ώ! θείο λύγισμα-
κι’ ανατριχίλες ηδονής σκορπάς τριγύρω
κ’ ένα μεθύσι στον αγέρα απλώνεται
απ’ της χιονάτης σάρκας σου το μύρο.
--
Των μαγικών οργίων είσαι το γέννημα’
Της Ηδονής η κόρη, η ξεγελάστρα!
Το νου πλανέβεις σ’ όνειρα αξεδιάλυτα,
και πόθων στην ψυχή στεριώνεις κάστρα!
--
Θέλω μια νύχτα, αιώνια νύχτα, ατελείωτη,
στην αγκαλιά μου μέσα να σε κλείσω
κι’-ώ Σειληνών, Σατύρων λύσεις άσβηστες-
στα χείλη σου τα χείλη να κολήσω.
--
Να πιώ κρασί γλυκό απ’ το στόμα σου.
Ν’ αφρίσω σαν βαρβάτο αράπικο άτι!
κ’ έτσι να κυλιστώ μαζύ σου αχόρταγα
στων πόθων μου το ερωτικό κρεβάτι!.
--
ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ
Ολόγυρα καπνοί κι’ ομπρός μας παίζει,
χοροπηδά, σπιθοβολά κι’ αφρίζει
στο ξεβαμένο απάνω το τραπέζι
ξανθό κρασί, πού μας ζαλίζει.
Ό,τι ο καθένας μας βαθιά του κρύβει,
απάνου στο τραπέζι το ξαπλώνει.
Ο ταπεινός το μπόϊ ξεδιπλώνει
κι’ ο αγέρωχος λυγάει και σκύβει.
Ισότη κι’ αδερφότη! Όλα δικά μας!
Τις πίκρες σπρώχνει το κρασί βαθιά μας!
Αθάνατος κανείς-ούτ’ ο Θεός!
Και μοναχά, στου ποτηριού τον πάτο,
ο πόνος μας κρυμένος κάτω, κάτω,
ζαρώνει και δαγκώνεται βουβός.
--
ΜΕΘΥΣΜΕΝΑ ΔΕΚΑΣΤΙΧΑ
Ι
Ας πεθαίνει ό,τι ζαρώνει
κι’ ό,τι σκύβει ας ξεψυχά.
Όξω δάκρυα κι’ όξω πόνοι
και το γέλιο ας αντηχά!
Το ποτήρι είναι γεμάτο
και να, κύτα, κάτω κάτω
μια ευτυχία χαμογελά’
Γειά σου, ολόχρυση παρέα!
Μόνο τ’ άσκεφτα είν’ ωραία!
Μόνο τα τρελά είν’ καλά!
2
Δός μου, θέλω να μεθύσω!
Έλα! Γέμιστο κι’ αυτό!
Δός μου και θα τραγουδήσω
κάποιον πόνο μου κρυφό .
Κι’ αν τις πέτρες κι’ αν τα πάθη
κι’ αν τους πόνους μου τους μάθει
του κρασιού μου η συντροφιά,
κάλιο νάμαι μεθυσμένος
πάρα αιώνια καρφωμένος
με του πόνου τα καρφιά.
--
4
Στην ταβέρνα μεθυσμένος
τις ημέρες μου περνώ
κ’ είμαι πάντα ευτυχισμένος,
με κερνούνε και κερνώ.
Κι’ απ’ του ποτηριού τα χείλια
σαν από βαθιά κογχύλια
ήχος άρπας μαγικής!
και γειρμένος στο ποτήρι,
της ζωής το πανηγύρι
το γροικώ ξεφαντωτής!
6
Τους κακούς κυτάζω μπρός μου,
Δυνατούς, να με χτυπάνε.
Περιγέλιο είμαι του κόσμου
κι’ όλοι με καταφρονάνε.
Το κεφάλι βάζω κάτω,
στην ταβέρνα πάω… και νάτο
το κρασάκι το καλό!
Πίνω, πίνω κι’ όλο πίνω
και γυρίζω και τους φτύνω
και στα μούτρα τους γελώ!
8
Δίπλα μου η ξανθή μικρούλα
με τα μάτια γελαστά,
μυρωμένη η καμαρούλα
και τα στόρια σφαλιστά.
Το ποτήρι μου γεμάτο
με ξανθό κρασάκι αφράτο
και πιο πέρα ερωτικό
το κρεβάτι ξεστρωμένο,
με προσμένει μεθυσμένο,
σ’ έναν ύπνο ηδονικό.
22
Έλα κάτω στην ταβέρνα
την Αλήθεια για να δείς.
Πέρνα, κύταζε και κέρνα
τα ναυάγια της ζωής.
Μα και συ δε θα γλυτώσεις!
κι’ όταν μέσα σου θα νοιώσεις
τα συντρίμια ενός ναού,
την παρηγοριά χατήρι
ζήτησέ την στο ποτήρι,
δε θα τηνε βρεις αλού.      
SPLEEN
Κακιά, φαρμακωμένη, ὕπουλη σκνίπα,
τή σκέψη μου κεντρώνει γιά ἔργα ἀνάξια!
Μοναδική μου φίλη, ἡ παλιά πίπα,
μέ συντροφεύει στή μονάξια.

Μοῦ σφίγγει τήν καρδιά ἀτσαλένιο χέρι.
Γυρμένος στό παλιό ντιβάνι,
ἴσκιους θωρῶ νά στήνουνε καρτέρι
πίσω ἀπ' τά τζάμια, ἀπ' τίς γωνιές, ἀπ' τό ταβάνι.

Όξω ἀπ' τή θύρα κάποιος περπατάει
καί τή βαριά κουρτίνα ἀνασαλεύει.
Καί τό ρολόϊ -τίκ, τάκ- χτυπάει καί πάει
τήν ἄμοιρη ζωή μοῦ σιγοκλέβει·
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τώρα... κ' ἡ πίπα μου ἔχει σβύσει...
... μά τό ρολόϊ... δέ λέει νά σταματήση.

[Δεκέμβριος 1928]
Ἑλληνικά Γράμματα, Φεβρουάριος 1929, τχ, 40

 

Αιμίλιος Βεάκης (Πειραιάς 13 Δεκεμβρίου 1884-Αθήνα 29 Ιουνίου 1951)
Πηγές: 
Ποίηση Μεσοπολεμική
  http://giorgosbalurdos.blogspot.com/2018/01/blog-post.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου