Θ' ανοίξω το βορινό παράθυρο
στο αρχαίο σπίτι .
αυτό που όλο γκρεμίζεται αλλά ποτέ δεν πέφτει
και θα σταθώ εκεί ακίνητος
να βλέπω τους παππούδες στους τοίχους
να βλέπω τις κασέλες με τα μάταια κεντήματα
και την μισάνοιχτη ντουλάπα με τα ρούχα των πεθαμένων
να βλέπω τις έρημες αυλές.
Εκεί θα σταθώ
και θα είμαι γέρος και παιδί μαζί.
Οι πεθαμένοι κάθονται ήσυχα στις αυλές τους
μιλούν μεταξύ τους, καθαρίζουν χόρτα
κάτι ψάχνουν στις αποθήκες.
μόνο που δεν μπορείς ποτέ να δείς τα μάτια τους
γιατί αυτό θα πεί να είσαι πεθαμένος.
Στις αυλές μεγαλώνουν αργά φιλέρημες συκιές.
Πίσω από τους τοίχους μια θάλασσα.
Τα απέραντα σκοτεινά νερά του χρόνου .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου