Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

Τάκης Χατζηαναγνώστου-Τρία Ποιήματα

΄Ε ρ ω τ α ς

 

Ε ι σ α γ ω γ ι κ ό ε π ι μ ύ θ ι ο

 

Ίσως κάποτε

Ωριμάσει μέσα μας η

Αγουρη συνείδηση.

Να δεις ότι τότε θα μπορέσουμε

Να κοιτάξουμε με μεγαλύτερη βεβαιότητα την

Απελπισμένη μας αλήθεια.

Μόνο

Ότι ίσως τότε θα’ναι πια αργά να ξανα-

Υπάρξει ο σημερινός μας κλήρος.

1.

Στέκομαι μπροστά σου

μ’ ένα κλωνάρι λυγαριάς στα δάχτυλα

μ’ εκείνη την αίσθηση του ώριμου καλοκαιριού στα χείλια

και σε κοιτώ

δειλός, αμήχανος, και πληγωμένος

παραδομένος στο μελτέμι που φυσά απ’ όλες τις μεριές

κι αναμετρώ το ήμερο φως του προσώπου σου

ενός προσώπου φερμένου από μιαν άλλη μακρινή εποχή

τότε που δεν ήξερα πως υπήρχα.

Στέκομαι μπροστά σου

μ’ ένα ολόγιομο φεγγάρι στην καρδιά

με μια βαθιά κόκκινη ιστορία στο στέρνο

και ψαύω τρεμουλιαστά

τη μοίρα μου

τη μοίρα σου

σαν έφηβος δεκαοχτώ χρονών

χαμένος μέσα στον άξαφνο κόσμο

που έστησε γύρω μου η παρουσία σου.

Στέκομαι μπροστά σου

και δε μιλώ

παντού ολογύρα μου πλέουν ψευδαισθήσεις

ενώ ο νους μου γέμισε ωραία φαντάσματα

εσύ

εγώ

η ευτυχία.

Τα όνειρα έγιναν σαν τα ενδημικά πουλιά

φώλιασαν μέσα μου κι ασώπαστα τιτιβίζουν

Δεν ξέρω πια τι είναι ψέματα

ή τι είναι αλήθεια

απ’ όλες τις μεριές ακούω τις φωνές της άνοιξης

μέθυσε ο κόσμος κι άλλαξε χρώματα

χορεύει γελαστός μέσα στο ατελεύτητο σύμπαν.

2.

 

Θα ΄θελα να σου γράψω ένα ποίημα με λέξεις απλές

μαζεμένες σαν τα βότσαλα

απ' τ' ακρόγιαλα των παιδικών μου χρόνων.

Ήταν μια εποχή που μέσα μου πρωτάνοιγε αλώβητο το

τριαντάφυλλο του κόσμου

κι ο ήλιος το φιλούσε ζεστός

ενώ πάνω στα πέταλά του γυάλιζαν

ένα πλήθος δροσοσταλίδες.

Έτρεχα τότε αλλοπαρμένος πλάι στη θάλασσα

σπρωγμένος από μυστικές φωνές

πάνω μου άστραφτε σαν κόψη ξυραφιού ο ουρανός

στο στήθος μου βομβούσε το τραγούδι των κυμάτων

μες στην καρδιά μου κατέβαινε ο ίδιος ο Θεός

η αίσθηση ότι υπάρχω.

Έσκυβα τότε και μάζευα βότσαλα

ζωγράφιζα πάνω τους μ' ανεξίτηλα δάκρυα

το ωραίο σου κι άγνωστο πρόσωπο

χωρίς να ξέρω αν θα γινόταν ποτέ να το βρω

χωρίς να ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ να το εγγίσω.

Ύστερα με πήραν οι θύελλες κι οι άνεμοι

έγινα μια κοινή κι ανώνυμη ιστορία

δίχως πουλιά στα φυλλώματα των δέντρων μου

δίχως φωνές εντός μου

με μια χαλασμένη πυξίδα στα χέρια μου

ν' αναζητώ το ανεύρετο

στα πολύβουα σταυροδρόμια της γης μας

κι άξαφνα ανάτειλες μπρος μου απρόσμενα

καινούριος ήλιος τυλιγμένος χρυσές ανταύγειες

καινούριο τρυφερό φεγγάρι τ' ουρανού μου

και με κοιτάς πάνω απ’ το ματωμένο χάος των καιρών

μ' ένα βλέμμα τόσο ήμερο

μ' ένα χαμόγελο τόσο πράο

που αναρωτιέμαι

μην είσαι μια αυταπάτη μάταιων αντικατοπτρισμών

στην αξημέρωτη νύχτα της ερήμου.

3.

Βυθίζω μια κρυφή ευτυχία

στα ήσυχα νερά της λίμνης

που ορίζει το φωτεινό σου πρόσωπο

έχω την αίσθηση του απέραντου

που ακόμα δεν άρχισε

κι ίσως ποτέ δε θα τελειώσει

κι όμως μπροστά σου νιώθω πως εκτείνομαι

απ’ τη μια ως την άλλην άκρη του σύμπαντος

μια διάσταση άπειρη

γεμάτη τρυφερότητα κι ανέλπιδες προσδοκίες

δεν το ξέρεις

γιατί σου μιλώ για πράματα άσχετα

για καθημερινές ασημαντότητες χωρίς περιεχόμενο κανένα

κι όμως

πίσω από κάθε λόγο μου

μπορείς ν’ ακούσεις βομβίσματα μελισσών

ψίθυρους από μικρά δειλινά όνειρα

περιπέτειες πουλιών πάνω σ’ ανοιξιάτικα κλώνια

χαιρετίσματα απ’ τη θάλασσα των παιδικών μου χρόνων

δεν την ξέρεις αυτήν τη θάλασσα

κι όμως σκέψου

ότι μες στα κοχύλια της τα κατάφερε και μάζεψε

όλες τις σιωπές και τις αγωνίες μου

όλες τις άναρθρες κραυγές μου στο χάος

τις μυστικές εξομολογήσεις μου για μιαν άλλη ζωή

άγνωστη κι απλησίαστη

που ποτέ μου δεν έζησα

κι ίσως ποτέ δε θα ζήσω.

Βυθίζω την κρυφή απελπισία μου

μες στο ανήξερο βλέμμα σου.

Βραδιάζει.

Θε μου, κάνε το επόμενο λεπτό

ξανά να ξημερώσει.

4.

Πορεύομαι ασταμάτητα μέσα στον έρημο χρόνο

και το πρόσωπό σου μ’ ακολουθεί παντού :

τα μάτια σου. τα χείλη σου, η αναπνοή σου.

Είσαι ένα σχήμα μαγείας που τρέχει αδιάκοπα ξοπίσω μου πετώντας πάνω στα φτερά των ανέμων

ή πάνω στις γραμμές που γράφουν οι ορίζοντες.

Κλείνω τα μάτια μου να λυτρωθώ

κι όμως σε βλέπω επίμονα μέσ’ απ’ τα βλέφαρά μου

φεύγω κρυφά να μη με βρεις

κι όμως συνέχεια λάμπεις μπροστά μου

άλλοτε πάνω στις μετώπες των βουνών

ξάφνου ανάμεσα στα στραφταλίσματα της θάλασσας

κάποτε πίσω από φτερά περιστεριών

ή κάτω απ’ τη σκιά έρημων βράχων.

Καμιά φορά σ’ ακούω

ν’ ανασαίνεις ανάμεσα σε ήχους και φλοισβίσματα

μου τραγουδάς με χίλιες άφωνες φωνές

ή σιωπάς όπως σωπαίνουν στις πλαγιές τα ελάτια.

Έρχονται ώρες που χάνεσαι

μα τότε βλέπω ολοφάνερα τ’ αποτυπώματα

των βημάτων σου πάνω στις πέτρες

ή πάνω στα πέταλα άγριων λουλουδιών.

Δεν ξέρω πότε η ανωνυμία της ομίχλης

θα μου πει τ’ όνομά σου,

δεν ξέρω τι είσαι, από πού ήρθες, τι σ’ έφερε ως εδώ.

Το μόνο που βαραίνει εντός μου

είναι αυτό το πρόσωπο, αυτά τα χείλη, αυτά τα μάτια,

δυο μάτια που μου γνέφουν συνέχεια

μέσ’ απ΄ τη διαφάνεια της πρώιμης βροχής

ή κάτω απ’ των σύννεφων τα ταξιδιάρικα σχέδια

πίσω απ’ τα σπασμένα κομμάτια τ ουρανού

ή μέσ’ απ’ των δειλινών την ασάλευτη θλίψη.

Έπειτα, καθώς τινάζεται στο διάστημα το ουράνιο τόξο

κι αρχίζουν να ξεφυτρώνουν απ’ ολόγυρα

χαμόγελα από φως

σε βλέπω να ξεπροβάλεις

μέσ’ απ’ τα ξεπλυμένα φυλλώματα

παίζοντας με τις νυφίτσες και τους σκίουρους

ή τρέχοντας στ’ ακροδάχτυλα πάνω απ’ τη νεροσυρμή

γυμνή

σιγοσφυρίζοντας άγνωστους σκοπούς

ανάμεσα στις κατακόκκινες ροδιές

και πλάι στο φράχτη με τα κυδώνια.

Έγινα ένας καθρέφτης όλο λάμψεις

και σ’ αντανακλώ

σαν αναπότρεπτη, σπαρακτική μοίρα.

Εσύ πια έγινες εγώ.

Εγώ είμαι εσύ

ως τη συντέλεια των αιώνων.

5.

Δεν ξέρω αν σ’ έχασα ή αν σε βρήκα

αν έφυγες ανεπίστρεπτα με τους γερανούς

που πήραν φέτος βιαστικά τα χελιδόνια

ή κρύφτηκες ερμητικά στα μέσα φύλλα της καρδιάς

όπως στο μεταξένιο τους κουκούλι οι νύμφες

σ’ αναζητώ ασταμάτητα παντού και μέσα μου και γύρω μου

στιγμές αισθάνομαι ότι ψάχνω μάταια

χαμένος μες στην πολυδιάστατη απουσία σου

άλλοτε πάλι εγκαρτερώ

μήπως γυρίσει επιτέλους ο κύκλος της αποδημίας σου

και βρεις το δρόμο της επιστροφής

βέβαια ξέμεινε ανολοκλήρωτο το πιο ωραίο μου καλοκαίρι

αφού τουφέκισες τόσο ανελέητα

τις τελευταίες μέρες πριν απ’ το φθινόπωρο

μα ωστόσο εγώ είδα κάπου φευγαλέα τα μάτια σου

να φεύγουν σαν κυνηγημένα πίσω απ’ τα σύννεφα

ή να δακρύζουν πλάι στις στάλες της βροχής

ύστερα μου φάνηκε πως έγειρε λοξά το πρόσωπό σου

όπως θλιμμένα γέρνουν καμιά φορά τα δειλινά

αφήνοντας ένα πικρό χαμόγελο πάνω απ’ τους λόφους

κι όμως υπήρξες κάποτε

όνειρο πλεγμένο από αληθινές ανταύγειες

μια ανέλπιστη προσδοκία φυτρωμένη ανάμεσα σε

τριανταφυλλιές

πώς έγινες τώρα σαν τον άνεμο

και φεύγεις κι έρχεσαι και πάλι χάνεσαι

και μένουν οι χούφτες μου αδειανές

και μένουν έρημες οι αισθήσεις μου

σαν ρούχο ξεραμένων τζιτζικιών

σ’ αναζητώ παντού σαν χώμα που διψά νερό

σαν δέντρο που πεινά τον ήλιο

πού είσαι και δεν ακούς τις παράξενες μουσικές

που ηχούν από μέρες τώρα στα δάση

κοίτα ότι έγινε αδιέξοδο το σταυροδρόμι όπου μ’ έφερες

ακόμα κι οι ορίζοντες βούλιαξαν μέσα στην καταχνιά

και το πούσι

πώς θες λοιπόν να βρω τα ίχνη σου

μονάχα με σταλαγματιές ζωής

ριγμένες τυχαία μες στον απέραντο ωκεανό

κι όμως παρ’ όλ’ αυτά ψάχνω, ψάχνω

ρωτώ όλα του κόσμου τα πουλιά

πού είσαι, γιατί ήρθες, γιατί έφυγες

γιατί με κάρφωσες απάνω στο σταυρό της πιο σκληρής

σιωπής

και πια κανείς δε μου απαντά

αν είσαι μακριά ή κοντά μου

αν σ’ έχασα για πάντα

ή αν για πάντα θα μείνω μόνο μ’ ένα είδωλο

στην απογυμνωμένη μου καρδιά.

6.

Το φθινόπωρο θα ρθει αναπόφευκτα

κάπου μακριά θαρρώ σημαίνει η ασάλευτή του ώρα

- δεν την ακούς ;

τα δάση άρχισαν να ετοιμάζουν τα κίτρινά τους χρώματα

κι οι λάμψεις του καλοκαιριού ήδη αποχωρούν

τώρα οι άνεμοι θα σηκωθούν ανελέητοι

να κυνηγήσουν το φως

ενώ ο κόσμος θα γεμίσει γκρίζα σύννεφα

μαζί με τρομαγμένα φτερά πουλιών

έπειτα θα ρθει απρόσμενα η βροχή

στην αρχή δυνατή σαν μαστίγωμα

ύστερα ήρεμη σαν μεταμέλεια

κάτω απ’ την υγρή της θλίψη

θα σβήσουν όλες οι ιστορίες που ξέμειναν ανολοκλήρωτες

κι όλα τα βήματα

που δεν πρόλαβαν να φτάσουν σε κάποιον προορισμό

τότε τα βράδια θα πνιγούν στις σκιές

κι οι σκιές θα χαράξουν τη βουβή τους απόγνωση

μέσα στα μάτια σου

μέσα στα μάτια μου.

Ω, ναι, είναι σίγουρο το φθινόπωρο θα ρθει

κι όμως εσύ έχεις ξεχαστεί κάτω απ’ το χρόνο που φεύγει

ολόιδια με την αιώνια πραγματικότητα

με την οριστική έννοια της ζωής

δε θέλω να ταράξω την ανέμελή σου αφαίρεση

ούτε τη σοφή σιωπή σου

ωστόσο

ακούω έξω απ’ την πόρτα μας τα μηνύματα των καιρών

κιόλας τα φαντάσματά τους γέμισαν ασφυκτικά την αυλή μας

από παντού φωνάζει η παρουσία τους

κρατημένη απ’ το χέρι με το άγνωστο Αύριο

- δεν τα βλέπεις ;

- δεν τ’ ακούς ;

Το φθινόπωρο θα ρθει χωρίς αναβολή

δος μου το χέρι σου

έχουμε πολύ αργήσει.

7.

Δε θα συναντηθούμε ποτέ !

Εσύ ένα όνειρο άπιαστο

που ανάτειλε ξαφνικά πάνω απ’ τους σκοτεινούς μου

ορίζοντες

κι εγώ μια μοναχική περίπτωση

δίχως φως και δίχως ελπίδα

με τις ρίζες μου βαθιά μπηγμένες στο τέλμα μου

σαν καλάμι ερημικό

ξεχασμένο ακόμα κι απ’ τον άνεμο.

Εσύ ένα άστρο αλαργινό

φερμένο απρόσμενα στο σκοτεινό ουρανό μου

γεμάτο λάμψη κι αστραποβόλημα

κι εγώ μια ταπεινή ικεσία δίχως προοπτικές

δεμένη για πάντα στο χώμα.

Εσύ μια ωραία μέθη από πνοές

διάχυτη στον αέρα που αναπνέω

κι εγώ ένα σχήμα ταπεινό και γήινο

παραδομένο από καιρό στην εγκατάλειψή του.

Σε κοιτάζω από μακριά

όπως κοίταζα κάποτε τα μεγάλα φεγγάρια

που έβγαιναν πάνω απ’ τη θάλασσα του νησιού μου

όπως κοίταζα τ’ άσπρα περαστικά πουλιά

ή τα ταξιδιάρικα σύννεφα

που κουβαλούσαν οι αγέρηδες στα φτερά τους

προσπαθώ να συλλάβω το νόημα της παρουσίας σου

γεμάτος λαχτάρα για μια καινούρια μοίρα

για έναν καινούριο Θεό

μα εσύ μένεις μια περιπέτεια απροσπέλαστη

άνθος εξωτικό κι απλησίαστο

δίχως φωνές

δίχως εκείνες τις γέφυρες

που ενώνουν τους κόσμους μεταξύ τους.

Τι κρίμα !

Δε θα συναντηθούμε ποτέ !

8.

(απομυθοποίηση)

Η απλανής ιστορία έσβησε

ολόιδια όπως σβήνει στο έρημο ακρόγιαλο

το ανώνυμο κύμα.

Βέβαια στην άμμο μένουν ακόμα σκόρπια πού και πού

κάποια επίμονα ίχνη της άδοξης περιπέτειας

αλλά στο τέλος θα χαθούν κι αυτά απ’ τη βροχή, τον άνεμο, και τις φουρτούνες του χειμώνα.

Τότε ο κόσμος θα βουλιάξει ξανά

στη φρίκη της καθημερινότητας

ενώ εσύ δε θα ’σαι πια παρά

ένα άστρο χαμένο πριν εκατομμύρια έτη φωτός

κι εγώ μια ξεχασμένη περίπτωση

με τις στερνές ανταύγειες απ’ τη λάμψη σου μέσα μου

και τούτο το αμφίβολο ερωτηματικό στα χείλη :

υ π ή ρ ξ ε ς π ο τ έ ά ρ α γ ε ;


 

Κ ύ ρ ι ε

1.

Ταξίδεψα στο διάστημα ανάμεσα στ’άστρα σου

με την αλαζονεία μιας ανθρώπινης νίκης στο μέτωπο

με τη σημαία του κατακτητή στην καρδιά μου

είδα τη γη ν’ανατέλει πίσω απ’το σκοτεινό ορίζοντα του

φεγγαριού

είπα πως είμαι ισχυρός

ότι μπορώ να σε παραμερίσω

μα περνούσε ο χρονος που έταξες να μετρά τη ζωή μου

κι άρχισα να νιώθω βαριά πάνω μου τη μάζα της μοναξιάς

που με κύκλωνε ολούθε

ένώ μέσα μου έσπερνε και θέριζε ο φόβος

και γίνονταν ολοένα και πιο δυνατές οι έλξεις απ’τις ρίζες μου

πίσω,

απ’ τη γη των πατέρων μου,

κι επέστρεψα

κι ησύχασα

κι ασφαλισμένος σήκωσα το κεφάλι ψηλά

να μετρήσω το δρόμο που διέτρεξα

κι είδα πως δεν έκανα τίποτ’ άλλο

πάρεξ να μεγαλώσω μέσα μου τα όρια του σύμπαντός σου

να μεγαλώσω την έκτασή σου και το νόημά σου

και να μικρύνω έτσι ακόμα πιότερο

την ασημαντότητά μου.

2.

Σκάβω βαθιά μέσα μου

μέσα στο χώμα στον πηλό και στη λάσπη

ψάχνω να βρω τις πηγές σου

αυτές τις πηγές που ξεδίψασαν τους προφήτες σου

και πότισαν το άνθος της ισορροπίας μέσα στο σύμπαν

πρέπει να βρω αυτό το νόημα της ισορροπίας

για να μπορέσω να σταθώ όρθιος πάνω στην έρημη πέτρα

χωρίς φόβο και χωρίς πάθος

με το λόγο της σιωπής στα χείλη μου

ήρεμος ταπεινός και περήφανος

που υπάρχεις

που υπάρχω

που υπάρχει ο κόσμος.

3.

Ο κόσμος η νύχτα κι εσύ

κι εκείνο το μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο

καρφωμένο στο στήθος σου

να φεγγαροπερπατεί σ’έναν απελπισμένο ουρανό

με το χρώμα του αίματος και της προδοσίας

και της ντροπής και της συμφοράς

στα κέρινά του πέταλα

και να στάζει φωτιά

πάνω στην καρδιά μου

σαν τιμωρία για τη μοναξιά της νύχτας

που ωστόσο εσύ ο ίδιος έσπειρες γύρω μου

ανερώτητα.

4.

Νά-την λοιπόν πάλι η φθορά της αμφιβολίας

ντυμένη την τυφλή αναζήτηση του σκουληκιού

ντυμένη την ανάγκη μιας στερεότητας

που την γυρεύει τόσο η σάρκα μου.

Φώναξα ότι υπάρχεις

και νόμισα ότι ηρέμησα.

Αλλά δεν ηρεμώ.

Πρέπει να μου πεις πού είσαι

να ρθω να εγγίσω την πλευρά σου

να ξεκουράσω πάνω στο απτό σχήμα σου τα χέρια μου

ν’ ακουμπήσω πάνω στο απέραντο βλέμμα σου την καρδιά

μου

ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων είναι μια περιπέτεια

άπιαστη

κι εγώ σε θέλω εδώ

μια ζωντανή συνείδηση για τις χούφτες μου

μια βεβαιότητα για τις διαμαρτυρίες μου

ένα παρόν δικό μου για πάντα

μη μου το αρνιέσαι

οι πόλεμοι είναι πολλοί πάνω στη γη

ο θάνατος σε νίκησε

κοίτα :

πρόσφυγες, σκοτωμένα παιδιά, τυφλοί γέροντες,

κουφάρια κάθε λογής στους δρόμους και τα μονοπάτια

και βόμβες, και αεροπλάνα, και φωτιές

κι άγρια πρόσωπα που στάζουν μόνο αίμα

πού είσαι, πού είσαι

γιατί μας άφησες μόνους κι αβοήθητους

γιατί μας εγκατέλειψες στο έλεος της απουσίας σου

άμαχος πληθυσμός είμαστε όλη η γη

αδέρφια είπες πως είμαστε κι εσύ ο πατέρας όλων

που είναι λοιπόν η πατρική σου προστασία ;

δεν είσαι πια ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται

άλλοι σου έκλεψαν την τέχνη

και τους ανέχεσαι να κομπορρημονούν αδιάντροπα

μπροστά σου και μπροστά μας

και δεν αρπάζεις το φραγγέλιο

να τους πετάξεις στις μαύρες θάλασσες

ξορίζοντάς τους στις πίσσες, στα σκοτάδια και στα τάρταρα.

Δε μιλάς καν.

Πού είσαι, πού είσαι

δε σε βλέπω όσο κι αν μαντεύω τις διαστάσεις σου

δε σ’ ακούω όσο κι αν βουίζει μέσα μου

η ηχώ απ’ την πανάρχαια φωνή σου.

Ω, αυτή η ασύλληπτη προαιώνια φωνή !

Πότε επιτέλους θα ξαναγίνει φλόγα πύρινη

να κατέβει απ’ τον μακρινό ουρανό σου

και να ’ρθει να τιθασέψει πάνω μας

την απαίσια ματαιότητά μας !


 

Απέραντη θάλασσα

Απέραντη θάλασσα των παιδικών ονείρων

απροσμέτρητη ζωή με τα χίλια χρώματα

που δεν ξέρεις από Μπιάφρες εσύ

κι από παιδιά σκασμένα πλάι σε σκουπίδια

μήτε από Βιετνάμ και Λάος και Καμπότζες

και βρώμικους πολέμους στις ζούγκλες της Ανατολής

μήτε από Σουδάν, και Κόσοβα, και Αφγανιστάν, και Πακιστάν

πνιγμένα στην απελπισία και το αίμα

μήτε από επαναστάσεις και δημοκρατίες και δικτατορίες

κι ανθρώπινα πάθη ανεβασμένα ως τον ουρανό

κι άλλα εξευτελισμένα να κολυμπούν στη λάσπη,

απέραντη ομορφιά του κόσμου

που κάποτε τ’ ακατάληπτά σου μηνύματα

γινόνταν στραφταλιστές πεταλούδες απ’ τον ήλιο

κι ερχόνταν κι έμπαιναν στα τρυφερά μου στήθια

μεθώντας-με με τη μαγεία σου,

σε κοιτάζω

τώρα που τα χρόνια μού άσπρισαν πια τα μαλλιά

έχεις πάντα στο πρόσωπο εκείνα τ’ άπειρα χρώματα

παίζεις πάντα με τ’ αγριεμένα σου κύματα

ή με τ’ άλλα, τα μικρά κι ανήξερα στις αμμουδιές

και δε λες τίποτα

μήτε για το χρόνο που κυλά πάνω σου χωρίς να σ’ αγγίζει

μήτε για το βάθος τ’ ουρανού που καθρεφτίζεται μέσα σου

κι όμως δε σε πονεί

μήτε για τους παλιούς σου φίλους σαν εμένα

που κάποτε ήρθαν κι ακούμπησαν τα δάκρυά τους

πλάι στα βράχια σου

μου μοιάζεις σαν να φεύγεις

σαν να με προσπερνάς

σέρνοντας πίσω σου την επιστήμη της αδιαφορίας σου

κι αφήνοντάς-με ξεγελασμένο στα πικρά ακρογιάλια σου

να μετρώ νικημένος τις προδομένες μου αυταπάτες.

Τ.Χ. Φθινόπωρο 1992


Πηγή: http://www.sarantakos.com/kibwtos/txatz.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου