(478-486)
[…] Μα η γενιά της μεγάλης ανταρσίας
Χάραξε πάνω στα βράχια της Ύδρας ή σε μέρος άγνωστο:
Ανθρώπινη νομιμότητα δεν υπάρχει
Η νομιμότητα είναι έννοια μεταφυσική
Και η μεταφορά της από το θείο στο ανθρώπινο επίπεδο
Για λόγους ΜΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥΣ όπως έγινε η γίνεται σήμερα
Δεν αποτελεί υποχρέωση
Για όσους βρίσκουνται ακόμα σε ΖΩΝΤΑΝΗ επαφή με το σύμπαν
Δηλαδή τη θεότητα […]
(738-752)
[…] Όπως οι βασιλιάδες στα νομίσματα
που τριφτήκαν στων λαών τα χέρια ξεπροβάλλει
το μισοφαγωμένο πρόσωπο του Εμπεδοκλή
Αίματος εν πελάγεσσι αντιθορόντος
Τέτοιες ώρες τον κόσμο αυτόν όταν κοιτάζω
Που πάει να δέσει σα βαρέλι όλη τη σφαίρα
Στου λογικού τα τσέρκια ή όταν από παντού
Με ζώνει το τυφλό σταμάτημα του πάθους
Στο αίμα γυρνάω που θρέφει ως πέλαγος το νου μας
Στο μαύρο αίμα που ήπιε ο Τειρεσίας
Κι οι αρχαίες προφητικές ψυχές στον άδη
Στο περικάρδιον αίμα ανθρώποις νόημα
Του χορευτή που κάνει αυτό το πάτωμα
Κόσκινο με των τακουνιών το ντουφεκίδι
Κι απʼ τα κατάβαθα της πατρικής μου γης
Βλέποντας τη διπλή παράδοση φωνάζω
Σκοτεινή δύναμη άγρια φανερώσου
Αντίμαχη της κλασικής Ελλάδας
Και λύτρωσε με απʼ το λευκό της κίονα που με κλείνει […]
[...]
Μαύρα μου χελιδόνια από τήν έρημο
Θυμήθηκα την περιδιάβαση στην Αφρική
Μέ την ισημερία τού φθινοπώρου αφήσαμε
Τό βορινό λιμάνι μέ τού θερμαστή τά νύχια νοτισμένο
Σέ καρβουνίδι ανήλιαγο καί καταχνιές
Πού κόλλησαν στόν ουρανίσκο μιάς παλιάς καμπάνας
Σφυρίζει αργά στο θολωμένη ψύχρα τού απογέματος
Σέ λύνει από τόν κόσμο τό καράβι τούτο σέ λικνίζει
Μέ τό ρυθμό σέ λίγο τής προαιώνιας μάνας
Πού κρύβει τό παιδί της στά μεγάλα δάση
Νά μήν τό πάρουν τά λυμένα αγρίμια
Πού κρύβει σέ παράμερο τό νιό φεγγάρι της
Νά μήν τό πάρουν τά νερά τής νύχτας:
Ώ τόποι αμέτρητοι δρόμοι τής πιό μεγάλης ώρας
Σεβάσμιοι δρόμοι τών πολιτισμών μέ τούς νεκρούς σας
Πού κατεβαίνουν τίς χιλιετηρίδες
Τού ήλιου όπως οί βασιλιάδες τής Αιγύπτου
Δρόμοι χαμένων στόλων δρόμοι τών κουρσάρων
Δρόμοι την θαρρετών ανακαλύψεων
Καί δρόμοι φρίκης για τό πούλημα τών μαύρων
Πώς νά σάς σώσει ένας θνητός πώς νά μετρήσει
Τ' άστρα πού μερμηδίζουν μέσα στην καρδιά του
Τόν αιώνιο κύκλο μιάς καταγωγής καί μιάς πορείας;
Μέ τό νερό δύο πόδια στην κουβέρτα
Ξεσκίσαμε τό δέρμα τού πουνέντε
Κι ή νύχτα στηθοδέρνοντας αμόλησε
Σειρήνες τού άδη στρίγγλες καλεσμένες
Σέ μαύρα βάθη μέ δαιμόνων βρόντο
Πού βόας τό κύμα σφίγγοντας τό κύμα
Καί τό καλό σκαρί κατέβαινε λαγκάδια
Τραβερσωμένο πάνω στόν καιρό
Ώσπου νά βγείς απ' τόν δεινό σου αγώνα
Θάλασσα πικροθάλασσα Μεσόγειο
Μέ δύο λευκά πανιά τής καλοσύνης
Πηγή τού μέτρου γαλανή μου ισότητα.
Καί σέ παλιά γενεθλιακά βιβλία
Κουβάλησα προγόνους πού ξυλιάζαν
Γιά χρόνια στην Οντέσα ή τό Γαλάτσι
Καθένας κυνηγώντας τού Έλληνα την τύχη
Καί τά παιδιά τους βρέθηκαν σέ χώρες τού Νοτιά
Ποιός τούς μνημόνεψε ποτέ παιδιά μου
Τό θάρρος τού δικού μου ή τού δικού σου συγγενή
Πού τράβηξαν μονάχοι δίχως Μεγαλέξαντρο
Στή μαύρη ξενιτιά κι αλησμονήθηκαν
Τώρα αφηγιέμαι αυτή την περιδιάβαση
Μόνο επειδής ή θεότητα τού μέρους
Μέ κυνηγάει βουβά για νά μέ φέρει
Μέσα στην κατακόκκινη Αφρική
Μέ τά θεριά καί τούς γυμνούς ανθρώπους
Κλειστά καθώς ή γλώσσα μας στο στόμα
Τον πρώτο Θεό αφηγιέμαι στό πλευρό της
Εδώ στην σουντανέζικη καλύβα
Όπως κατηφοράει γαλάζιος ή λευκός
Από τή λίμνη Τάνα κι από τίς βροχές τής Αιθιοπίας
Στό ρέμα τού πανάρχαιου τούτου ποταμού
Πού τόν λατρεύουν ανοιχτά μυριάδες χέρια
Πού τόν γυρεύουν απλωτά μυριάδες δάχτυλα
Καί φτερουγάνε στό Μεγάλο Δρόμο
Πιό συγκινητικά κι απ' τής μεταναστέψεις τών πουλιών
Σπαραχτικότερα κι από τά χέλια πού μισεύουν ώς τό Μεξικό
- Μέχρι νά βγεί στήν ύπτια γή τού Ηροδότου
Πλατύς σάν ανοιχτή παλάμη στό βαγγέλιο
Ενός πού ορκίζεται στο δικαστήριο
Ή σά φελάχος στή γερμένη καλαμιά τής προσευχής τού
Μέχρι νά βρεί τό νεκρομάντη σπόρο
Μέχρι νά βρεί τό δυικό εαυτό του
Μέχρι νά βρεί τό νόημα τό διπλό του
Μέχρι νά βρεί τό μυστικό τό δέλτα
Τό θηλυκό τριγωνικό σημάδι
Τού σκοτεινού τής γής καταποτήρα
Τό ΕΓΩ νά βρεί τό ΕΣΥ τής γονιμότητας
Μά τήν πληγή τού ανθρώπου όταν αφόρμισε
Την έγιανε ή μητέρα αυτού τού ποταμού
Γερόντισσα εκατόχρονη πού είδα τό γένι της
αραιό
Μιά Κυριακή νά στάζει από μαρίσα
Καθώς ή τρίχα στο κατωσάγονο τού αλόγου
Όταν σηκώνει τό κεφάλι για μία γούρνα.
Λέω το μεγάλο φωτεινό θεό
Μοναχογιό της χήρας αιωνιότητας
Που δένεται καλούμα στις περιπλανήσεις του
Με το Σταυρό του Νότου στα μεσούρανα
Και τον αστερισμό της Ανδρομέδας […]
Πηγές: http://www.poiein.gr/2008/05/22/aethoeiio-einaioaeuoio-1915-2004-iao-dhiecoeeuo-aeaniiyao-adheiyeaea-dhanioossaoc-ieueco-aaeaoueco/
https://www.facebook.com/giorgos.ekonomeas/posts/pfbid0Equ4GQwQxMU7mb9TJte5EScua38Aat1RaaKW29EsjVP2CoGr8wXebuJPVoHrxem1l
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου