εγενόμην
1.
Η μικρά σκέψις ως κρώζον πτηνό
Εκ του ύψους σκοπεύει τη σάρκα
Το ξηρό δέντρο
Η σκληρή πέτρα που ελαξεύθη
Απ' το ακαταμάχητο όνειρο
Και στην Πάτμο ανεστράφη η καρδία
Και μαράθηκε το άνθος το πικρό
Ω ξηρό δέντρο διάφανο
Δια να βλέπωμεν άστρα
Δια να βλέπωμε πίδακες κίτρων
Και εις κόπρον αλόγων
Σπόρους δασών
Δια να βλέπωμε σύννεφα
Και ρομφαίες ψιθύρων
Η στενωπός εκ της καρδίας κατέβαινε
Κι ανέβαιναν αύρες
Ως διάφανα όνειρα
Κι από των παραθύρων τα ολάνοιχτα βλέφαρα
Έχυναν μέσα
Γλυκείς στεναγμούς των αγίων
Γραίες εβάδιζαν, παιδία
Επί του λιθοστρώτου έγραφαν τους ήχους
Του μέλλοντος
Οι όρχεις των λάμποντα νούφαρα
Έπιναν τα λιμνάζοντα ύδατα
Ενώ τα φύλλα εδρόσιζαν
Τα γόνατα των απομάχων
Και η μικρά σκέψις
Μη ομοιάζουσα πλέον με πτηνό
Απέκτησεν ιριδισμούς που έφεγγαν
Και ούτω αι καρδίαι του πλήθους
Ομοίαζαν με κατοικίες αλιέων
Τη νύχτα
Και όπως του φοίνικος
Ο χρόνος αφαιρεί τους κλάδους
Και ανέρχεται ο κορμός του
Εν μέσω ηλίου και ανέμων
Της διανοίας παρομοίως
Συνέβη η άνοδος.
Δ. Π. Παπαδίτσας
Εν Πάτμω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου