Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

Τάκης Κ. Παπατσώνης-Ποιήματα

 Tα εις εμαυτόν


Τ’αγαπημένα, τα ορθάνοιχτα χρόνια της ζωής μου,

που τα σφαλήσανε στην άπνοια και την καταχνιά –

ό,τι με στέρησαν, που να τα ξαναβρώ;..

Προσπάθησα με τις αφαιρέσες ν’ αναπληρώσω

αρμύρες, άστρα, δέντρα, πολιτείες`

ήρθε και με συντρόφεψε η μελέτη`

σκληρή κι αυτή, μου φώτισε το τί έχω χάσει…

Προσπάθειες μάταιες, φτωχικές` πως θ’ αναπλήρωνεν

ο θάνατος τη ζωή, κ’ οι ξεραϊλες

πλούσια χλωρίδα των καλών καιρών;

Μην οι νεκροί αναστήσονται κ’ αινεσουσί σε;

Κλείσθηκα και μονώθηκα με την αγάπη –

τη βαθύρριζη αγάπη, την πολύ πιστή –

κ’ ήταν πηγάδι αστέρευτο η ευφροσύνη,

μ’ λεγνοιες, με μέριμνες και με στοργές,

σύνεργα που γεμίζανε τους αδειασμένους

κι αμελημένους χώρους μιάς άθλιας ψυχής…

Άλλα ήρθαν και τα κόψανε τα νήματα !

Μου στρέβλωσαν την αρμονία και της αγάπης !

Ούτε αυτήν δεν μου αφήκαν` μάταιες οι έγνοιες

κούφιες [] οι μακρόσυρτες προσευχές !..

Και τάχα τώρα ποια πλέον προσμονή

ή ποια στροφή θα μου αποδώση ό,τι αφαιρέθη;

Και το άδικο [] <το> τόσο [] μεγάλο

θαν [] το αστερώση,

για ναν το βλέπουν οι μελλούμενοι στις νύχτες τους

και ν΄ανακράζουν:

…Βλέπεις τούτα τ’ άστρα,

μόλις θεατά, με τα στριμμένα σχήματα;..

Είναι η σφραγίδα της δυστυχίας κάποιου Παπατζώνη,

που τόσο υπόφερε, τότε που μάχονταν όλοι οι ανθρώποι,

χρόνια κλεισμένος στον περίβολο της μάντρας του,

χτυπημένος απο βολίδα του κακού…

Του Παπατζώνη, που έχασε τα ωραία του χρόνια`

που ό,τι αγαπούσε του διαλύθηκε σαν υδρατμός,

και στοίχειωσαν οι άδειοι χώροι γύρω του –

οι άδειοι χώροι του σπιτιού και της ψυχής…

Και θάρχεται κάτι λίγο σαν φθόνο;

στους αγρυπνούντες, τους ονειροπόλους,

βλέποντας τ’ άστρα με τα στρεβλά σχήματα,

γιατί δεν θα στοχάζωνται τι πυκνωμένο

φαρμάκι κάθε αστέρι της εικόνας

τόχει μορφώσει και τι φούντωμα ανταρσίας !..

Έτσι είναι αστόχαστες γενιές μελλούμενες

και θέλγονται ν’ αποζητάνε πάθη

που δεν τα ξέρουν πόσο είναι αβάσταχτα…[]

Έτσι θαμπώνονται τα φτωχά βλέμματα

με δυό χλωμές αχίδες, δυό φωτερά

στίγματα – αξιοδάκρυτη εισφορά στην πλησμονή

του εράνου που προσφέρνει το βαρύ

στερέωμα…

Όμως εμένα, όλος τούτος ο όγκος

ένου άστοργου στερεώματος γνώριμος είναι

στα στήθια μου, που τα συμπίεσε και τα σύνθλιψε

σ’όλο το μάκρος του μικρού μου αιώνα

κατά τα χρόνια που έχασα

και δεν θα μεταβρώ

***

Το ποτήριον τούτο

Εκεί που φθάσαμε, θάμενε να στραφούμε

προς νέους προσανατολισμούς. Η ώρα ήρθε,

εντελώς ανεπαισθητα, που ό,τι ίσχυε για μας

έπαψε πια να ισχύη. Έναν κανόνα ζωής

είχαμε καταρτίσει, όπου όλα με ακρίβεια

προβλέποντο` όλα είχαν τη θέση τους απαρασάλευτη :

στέρεες κολώνες οι τέσσερες εποχές στη διαδοχή τους

με όσα γι’ αυτές είχαν ορίσει της φύσης

μακρυά παράδοση κι ακατάλυτη μνήμη.

Αυτού μεταξύ είχαμε θέσει μ’ επιμέλεια

σχέδια, αξίες, σκαλοπάτια, είχαμε αναπτύξει

μελέτη, φαντασίαν, άθληση, κι αποθεώναμε

ιδέες της αγάπης μας, μορφές των ονείρων μας,

στιγμές της λατρείας μας, προσμονές των στιγμών μας.

(Το μόνο ίσως σημείο που έδειχνε πάντα

κάπως θολό ήταν αυτές οι προσμονές`

αλλά με κάτι ακροβατικούς μικροσυμβιβασμούς

απέναντι στον άτεγκτο κατά τ’ άλλα εαυτό μας

ρίχναμε, ακόμη και σ’ αυτές, μιά δέσμη φως,

αδιαμαρτύρητα έτσι προσπερνώντας τες,

και, λευκοχίτωνες ταις εναρέτοις πράξεσι,

τραβούσαμε άθικτοι το δρόμο…) Όλα

τέλος πάντων προβλέποντο. Όλα – πλην ενός :

αυτής της αλλαγής, που σε μιά νύχτα

μονάχα ανάτρεψε όλα τα καλοστεκούμενα,

και που μας έρριξε σε ξένο χώρον, άγνωστον ως τα τώρα.

Ανύποπτοι εμείς

είχαμε φιλόπονα κεντήσει, μπλέκοντας

κλωστές αιωνιότητας με άλλες μικρές κλωστές,

εύθραυστες, μιά πλήρη σύνθεση, και την καμαρώναμε.

Και βρέθηκε τώρα συγκεχυμένη` και βρέθηκε

θολή,

ξέθωρη κι άχρηστη. Πού το θάρρος

να πιάσουμε καινούργιαν απασχόληση

με υλικά ξένα στη γνώριμη τεχνική μας –

και που, απ’ εδώ κ’ εμπρός, τα πιάνομε

κι αυτά φθείρονται, και βεβαιωνόμαστε

πως θάταν μάταιη κ’ η παραμικρή προσπάθεια…

Το μόνο πρέπον που μας απόμενε ήταν,

μόλις μας έγινε συνείδηση αυτή η αλλαγή

κι όλα της τα συνεπακόλουθα, να μαζευτούμε

και να συντάξωμε τούτο το Πρακτικό,

το άχαρο, το στιφό, το στεγνό, το απρόσωπο –

ρικνή περγαμηνή ανασκαμμένη από τάφο,

που δείχνει, με τους τόνους του τους ρεαλιστικούς,

πως απο τη ζωή που ξέραμε, τελειωτικά

ξοφλήσαμε !..

***

Κι άπλωσε, λίγο λίγο

…Κι άπλωσε λίγο-λίγο τούτος ο Κήπος…

Όλος δικός μας ! Να τον περιδιαβάζωμε – να του μελετάμε

τις εποχές… Ούτε ο φριχτός καρπός του δεν μας απαγορεύτηκε:

να επισκεπτόμαστε τις γωνιές του, τις πιο ακραίες, που φτάνουν

στα πιο απίθανα μέρη της γης, παντού κατάφορτοι με τη χάρη,

πότε σε όχτες ποταμών αληθινών, πότε στην αγκαλιά των συννέφων,

πότε εκεί, πότε πιο εκεί…Και πότε εδώ…(Αυτό το εδώ

είναι το πιο πικρό…)

***

Η ερημωμένη και περιπλανωμένη

Σελήνη, άθροισμα πλήρες όλων των ωχροτήτων,

σαρακοφαγωμένη, με τους μηνιαίους περίπλους,

το άριστο των συμβόλων, που κρέμαται και δείχνει

το θάνατο των κόσμων, και το μηδέν, πως φέγγουν !

…Μάταιο μηδέν, με φάσεις, με απατηλές κινήσεις,

με δάνειο φως δοσμένο στη δίνη των φροντίδων,

σ’ έλξεις χωρίς αγάπη, σφραγίζει τη ζωή μας

νυχτερινό, κερένιο – και, προ παντός, εντάφιο…

***

Έχεις το θάρρος…

Έχεις το θάρρος να στολίζεσαι

με γαρύφαλα – και σε θαυμάζω

όχι διόλου γιατί είσαι ωραία

και δροσερή και που σου πάνε τόσο όμορφα,

όσο γιατί φορτώνεσαι τις πληγές !..[]

Για τούτο σε θαυμάζω:

ματώνεις θεληματικά

με τόσο φόρτο και πονάς

για να μου δείξης πως ξέφτισαν οι καιροι

της έννοιας εκείνης που τη λέγαμε κάλλος

και της άλλης που τη λέγαμε αγάπη…[]

Για τούτο μένεις και συ κόκκινη εικόνα

στολισμένη τα πολλά σου γαρύφαλα –

σταματημένη αλλά έτοιμη και φοβερή

η αγαπημένη μου Ερινύα

η αιμοσταγής !..

***

Σοφία

Εφθάσαμε έτσι λίγο-λίγο στη γυμνότητα,

ένα-ένα αποδυθήκαμε τα περίφημα προβλήματα,

τα πολύχρωμα, τα βύσσινα, τα πορφυρά των γοητειών,

και μόνον τώρα – μολονότι κάποιος φόβος κι απο πριν,

κάποιο προμήνυμα, μας έλεγαν τι μας προσμένει,

όμως, μονάχα τώρα, οι γυμνωμένοι

είδαμεν ότι χούς εσμέν… Άθλιας επίγνωση

σοφίας! Ένδεια σημερινή! Βραδύνοια της χθες!

Δουλειά μας τώρα να την αναγάγωμε σε θρίαμβο!…

***

To υλικό της ανάρτησης αντλήθηκε από την Ανθολογία της Νεοελληνικής Γραμματείας: Η ΠΟΙΗΣΗ των Ηρακλή, Ρένου, Ήρκου και Στάντη Αποστολίδη


Πηγή: http://www.poiein.gr/2011/09/28/oueco-e-dhadhaoaethico-dhiethiaoa/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου