Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Έκτωρ Κακναβάτος-Ποιήματα

 5

Ἄλλο ἀπὸ τὸ παραλήρημα δὲ σοῦ ´μεινε φυσίγγι δὲν ἔχει ἄλλη ἐκβλάστηση ἀπὸ τὴ φλέβα σου ποὺ πλημμυράει τὴν πολιτεία συρίζοντας ὥς τὸν ἐνδότοιχο σφαγμένη ἐντός σου μιὰ ἐρώτηση δὲ λέει νὰ σωπάσει ἀνατέλλει δύει ἐντάφια πλεισιφαὴς μὲ φεγγάρια χαίνει μὲ παλίρροιες ὅπως ἁπλώνει στὰ ὀρυκτὰ τὸ ἔκζεμα τοῦ πλανήτη κι ἀπὸ τὴ βολὴ τοῦ προγόνου δὲ σβήνει ἡ ἠχώ.

20 Τὴ χαρακιὰ λέω πού ´χεις στὰ πετρένια μάγουλα λέω ποῦ τάχα νὰ κατάγεται ἐξοστρακίστηκε ποὺ σ´ ἄγγισε ἡ ἀστροφεγγιὰ κι εἶναι τὰ μάρμαρα αἰματιὰ γιὰ πάντα ἡ σάρκα σου ἕνας ἔμφυτος ἐπίδεσμος πῶς θ´ ἀναστρέψεις τὴν ὀργή σου σὲ γλυκόριζα πῶς γιὰ ταφὴ θὰ παραδώσεις τὴν ἐρώτηση ἕναν πνεύμονα ἀπόκρημνο τὴν καταιγίδα ποὺ ἀνάθρεφες μὲ οὐρανὸ φαρμάκι.

Ἡ κλίμακα τοῦ λίθου (1964)


Φωνή μου ράτσα ὑψικάμινου

Πρῶτον: σὲ θέλουνε ἀκίνδυνη καὶ νὰ ξεχνᾶς·
Κι ὕστερα καλὴ μ´ αὐτοὺς φιλεναδίτσα
τρυφερὴ
ὐποσχετικὴ
οἱ ἀχρεῖοι.

Φωνή μου ράτσα ὑψικάμινου ἀπὸ πλευρὸ
ἀνοιχτὸ τοῦ αἴλουρου, τῆς ἀνηφόρας
ἀπ´ τὰ ἐννιὰ σκοινιὰ τοῦ βούρδουλα
κι ὁ ἥλιος φίδι μὲς στὸ σύρμα.
Μὴν ξεχάσεις· φτύσ´ τους.

Ἄς περιμένουν νὰ σὲ σβήσω μὲ νερὸ
ἢ κατὰ τὲς συνταγὲς ἀρχαίων ἑλληνοσύρων
ἄς περιμένουν οἱ ἀχρεῖοι.

(1967)


Ἡ ὄψη σου ὅταν ρωτᾶς

Θυμήσου· τὸ μαχαίρι μου ἀσκεῖται
συνέχεια στὸ δίκαιον.
Ρωτᾶς γιὰ τὴ ρωγμὴ στὸν τοῖχο
ποὺ στάζει τὸν ἀμίλητο.
Ρωτᾶς γιὰ ἔξοδο, γιὰ τὴ ρωγμή σου.
Ἡ ὄψη σου ὅταν ρωτᾶς νησὶ τῆς ἄβυσσος.
Πῶς σέρνεται μὲ τὴ λαβωματιὰ σὲ θάμνα
καὶ ἀχνάρια πίσω του τὰ αἵματα;

Αὐτὸ ποὺ τρίζει μέσα στὴ σιωπὴ
εἶναι τὸ μονοπάτι σου
ποὺ τώρα μόνο πάει καὶ πάει.
  
(1967)
Ἡ φυλή μου ἐμένα μὲ τὸ ἀνέφιχτο

Ὁ στόμφος ἐκούρασε· σύμφωνοι.
Τὸ θάμπος δυνάστεψε, τοῦ λόγου,
ὥς τὴν παραμόρφωση·
καὶ πάλι σύμφωνοι.
Ἄσχετο ποὺ μὲ τοὺς ἀστοὺς μακάρια πιὰ
παρακμάζει· σωστά.
Λένε σὲ τόνο χαμηλὸ ἐξομολόγησης
- συγγνώμη.
ποιός τάχα δὲν πρέπει ν´ ἀκούει τώρα;
Μὴ διακόπτεις· λοιπὸν εἶπαμε σὲ τόνο χαμηλὸ
γιὰ τὴ βαθιὰ πληγὴ νὰ λένε,
ἄν πρέπει σώνει καὶ καλὰ νὰ λὲς γιὰ δαύτην,
κι ἄς εἶναι ἄβυσσο
κι ἄς εἶναι ἀπὸ σκοτάδι πιὸ ἄρρητη.
Χα...

Μὰ ποὺ ἡ φυλή μου ἐμένα μὲ τὸ ἀνέφιχτο
νύχτα μονομαχεῖ καὶ μέρα
μὲ τὸ ἀνέφιχτο;
Καὶ ποὺ ἀνηφορίζει;
Κι ἀκόμα τὸν κρανίου τόπο ἀνήφορο
κι ἀκόμα;
Σὲ τόνο χαμηλὸ τί θ´ ἀκουστεῖ;
Ποιός τάχα δὲν πρέπει ν´ ἀκούει τώρα;

Ἀφήνω ποὺ, αὐτὸ μᾶς ἔλιπε,
θ´ ἀκούγεται ὡσὰν εὐχαριστῶ
τὸν ἐξοχότατο κανάγια.

(1968)
Ἐξὸν τὰ τζιτζίκια

Οὔτε γι´ αὐτὸ ποὺ σὲ γοήτευε,
τὸ κανέλι τῆς φρυγμένης γῆς,
καὶ πρόσφατα ποὺ στέγνωνε μὲ τὰ τζιτζίκια
λήγοντας τοῦ αὐγούστου.
Οὔτε γι´ αὐτὸ ρωτᾶς
κι οὔτε για τίποτα.

Ποιός ν´ ἀπαντήσει ἄλλωστε ἀπὸ τὴν αἴσθηση
ἐρήμωσε κι ἡ ὄχθη ἐτούτη.
Κι ἴσως γι´ αὐτὸ νὰ εἶσαι τὸ χαλίκι
ποὺ βρῆκε ἡ λύπη μου σὰν ἦταν φεγγαρόφωτο
σὲ μονοπάτια
καὶ μόνο τῆς ἀράχνης ἡ καρδιὰ ἀκούγονταν
βαθιὰ στὸ χῶμα.
Ὕστερα ἐσχίστη καὶ ἄνοιξε.
Τὸ γέλιο του ἕνα μανιτάρι
πέρα ὥς τὴν ἄκρη τ´ οὐρανοῦ.
Ὁ τρόμος κάτω βιαστικὸς ἔπνιγε τὰ ἔμβια
εἰς διαταγὴν Ἡρώδη Ἀντίπα.
Ἐξὸν τὰ τζιτζίκια ποὺ ἀνιστέκονταν 
πέφτοντας στὴν πύλη τοῦ αὐγούστου.

(1968)

[άτιτλο]

Καὶ πῶς τοῦ παραδίνονταν       λὲς καὶ τὰ μαύλισε
τὰ πράγματα     Ρίχνανε στα πόδια τους τὶς
νικημένες τους σημαῖες    τὰ ὅπλα τους     τὰ
διάσημα τῆς ἀρχοντιᾶς τους      κι ἀκόμα τοὺς
ἀδένες τους ποὺ ἐκκρίνανε τὶς σημασίες
ἐκεῖνες τὶς  ἀνείπωτες ποὺ ξεσηκώναν
τὰ αἰδοῖα τῶν Βακχῶν τὸσο ποὺ πιὰ δὲν ἔπαιρνε
ἄλλο κ´ ἔκανε πανιὰ γιὰ τὴν ἀλάλητη     γιὰ τὴ
γυμνὴ βερυκοκιὰ     νὰ τὴν κοιτάζει ἔφηβος
Ἀντίνοος τῶν βοστρύχων
Στράφι      στράφι οἱ νίκες
Μὰ τὸ ποτάμι τὸν ἀκολουθοῦσε
τὸν περίμενε ὅλο ρουφῆχτρες
Κι αὐτὸς ἀνύποπτος     τί ἀνισόπεδος
τί μὲ τὸ πλάσμα τῆς βαρύτητας σημαδεμένος
τί ἐραστὴς κατάνακρος μὲς στὴν ἀστροφεγγιὰ
στὴν ἀγγελοκρουσία
Τί μὲ τὸν ἄμωμο ἀγέρα ἀχόρταγος
τί μόνος     μόνος     καταμόναχος
γιὰ πάντα


Κ´ οἱ φρόνιμοι:     Ποιός εἶναι τοῦτος ὁ
πορφυρογέννητος τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς ἀντάρας;
Ὁ δρόμος του χαράχτηκε     περνάει ἀπ´ τὶς
ἀστραπὲς     Ποὺ ὄχι μονάχα δὲ φυλάχτηκε ὁ
ἄμυαλος     μὰ ποὺ τραβοῦσε κατεπάνω τους ὁ
μαυλισμένος δρομολόγιο τῆς κόλασης     Κὶ πῶς
νὰ εἶναι ἡ θάλασσα ἀσπρόρουχο;     μὰ τί λέει
ὁ τρελός; Πῶς τ´ ἄπαρτο ἁδόφραγμα ξέστηθος
ἥλιος;     Καὶ ποῦ μαθὲς τὸ βρῆκε νά ´ναι τὸ
κάθε ἁλώνι μας τοῦ Χάρου καὶ τοῦ Διγενῆ;      Τί
λέει ἐτοῦτος;     Κι ἄν εἴτανε ὡς τό  ´πε σμίλη
δὲν θά ´γλυφε τὴν πέτρα νὰ βγάλει ἄνεμο;     Μὴν
 κάποτε δὲν ρώτησε μιὰ θαλασσοσπηλιὰ ἄν εἶναι 
κόρη μέλισσας;     Κ´ ἐκείνη παραλοϊσμένη:
 ἄχ νά ´σουνα ὁ καλός μου     Κι ὅμως τῆς γύρισε 
τὶς πλάτες κ´ ἔφυγε     Τί νὰ ζητοῦσε;     Τώρα
πάλι κοπάδι ἐλάφια ἡ λύπη του:     ἡ ἀστρομάτα
ποὺ τὸν μάτιασε     μιὰ παναγιὰ λαφίνα
τοῦ τό  ´ταξε νὰ τόνε κάνει τοῦ θολοῦ νεροῦ
γιὰ πάντα

Ὅταν μετὰ αἰῶνες οἱ σκαπάνες σ´ ἀρχαῖο τάφο βρίσκοντας τὰ ὀστά μου θὰ δοῦνε πάνω τους νὰ φωσφορίζει τ´ ὄνομά σου ἄραγε θὰ ξαφνιαστοῦν; θὰ καταλάβουν; θά ´ναι ὥς τότε ἀκόμα ὁ ἔρωτας πνοὴ πρωιοῦ ἀπάνω στὸ τριφύλλι; θὰ βλασταίνει ἀκόμα τοῦτο στὸν πλανήτη ὅταν οἱ σκαπάνες;


Πηγή: http://www.tinta-china.net/h_kaknavatos.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου